Η σοφίτα
Ο Τζακ ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες ακούγοντας την τσιριδα της Μελανι.
Τη βρήκε κολλημένη στην πόρτα σαν να προσπαθεί να ακούσει κάτι.
"Τι εγινε.....τι φωνάζεις?"
"Άκουσα...κα...κάτι .....να κινηται εκεί μέσα .....ένα θόρυβο....".
"Μπουουου!!!!! Λες να έχει φαντάσματα η ....το φάντασμα της γιαγιαααας".
"Εισαι γελοίος Τζακ. Γε-λοι-ος",του φώναξε ρίχνοντας του απανωτές μπουνιές στη πλάτη.
"Ηρέμησε ρε sis, το πιο πιθανό είναι να έχει το σπίτι ποντίκια. Τόσο καιρό ακατοίκητο".
"Ποντίκια......ναι...σίγουρα ήταν ποντίκια",είπε ή Μελανι μόνο για να καθησυχάσει τον εαυτό της.
Μέσα της όμως ήξερε πώς αυτό που άκουσε ήταν βήματα....βήματα που δεν κάνουν τα .....ποντίκια.
"Τι έγινε θα μπούμε ή θα φύγουμε?".
Ή Μελανι άρπαξε τα κλειδιά και πέρασε μπροστά του σπρώχνοντάς τον με το γοφό της.
Έψαξε το κλειδί και δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να το βρει μίας και ξεχώριζε απ τα υπόλοιπα . Ήταν ενα παλιό μαύρο κλειδί με περίτεχνο σχέδιο.
Ή πόρτα ετριξε στο άνοιγμα της,σαν να είχε καιρό να την ανοίξει κάποιος. Ή Μελανι έβαλε πρώτα το κεφάλι της και έριξε μία πρωτη μάτια.
Το φυσικό φως του ήλιου που έμπαινε απ τα μεγάλα παράθυρα της σοφίτας,φώτιζε καθε γωνιά της.
Έσπρωξε περισσότερο την πόρτα να ανοίξει και έκανε ένα πρώτο βήμα μέσα.
Κούτες διάσπαρτες ,άλλες κλειστές άλλες μισανοιχτες,κάποια παλιά έπιπλα,ενα μπαούλο, φωτογραφίες ασπρόμαυρες πάνω σ'ενα σκονισμένο έπιπλο,ενα σιδερένιο κρεβάτι και κατι....σκεπασμένο με ένα σεντόνι.
Τράβηξε το σεντόνι και ένας ολοσωμος παλιός καθρέφτης με το γυαλί θολό σε κάποια σημεία,φανερώθηκε.
Κοίταξε την αντανάκλαση της μέσα σε αυτόν,αυθόρμητα τράβηξε την φωτογραφική μηχανή της και άρχισε να τραβάει τα πάντα .
Τον είδωλο της στον καθρέφτη.
Ένιωθε μία έντονη έλξη για ότι βρισκόταν εκεί μέσα.
"Πω ρε Μελ,παμε τώρα πείνασα".
"Ναι... πάμε",έκλεισε την πόρτα πίσω της και την κλείδωσε.
Κατεβηκαν κάτω πήραν τα μπουφάν τους και αφού κλείδωσαν βγήκαν στο δρόμο για την επιστροφή.
"Τι λες να νοικιασουμε κάπου στο κέντρο?"
"Θα έλεγα να μείνουμε σπίτι εσύ τι λες?".
"Μπα......Αστο ρε Μελ, είναι μακριά,αλλη φορά. Ασε που μου προκάλεσε ανατριχιλα για ένα περίεργο λόγο".
"Το νιωσες κι εσύ Τζακ?δεν ήταν ιδέα μου?".
Ο Τζακ άρχισε να γελά. Χτυπιοταν μες στο δρόμο και κρατούσε την κοιλιά του.
"Αλήθεια τώρα φοβήθηκες το σπίτι?Εισαι για περιπέτεια πλασμένη".
"Εισαι......Εισαι.....Εισαι βλακας Τζακ...ένας βλακας και μισός"
"Τι πρωτοτυπία αδερφουλα...βλακας ...βλακας και πάλι......βλακας".
Βγήκαν στον κεντρικό δρόμο και γρήγορα έφτασαν στη στάση. Το λεωφορείο πέρασε ένα τέταρτο αργότερα και σε είκοσι λεπτά βρέθηκαν και πάλι στην πόλη.
Εκατσαν σε ένα μικρό εστιατόριο στο κέντρο και έφαγαν νόστιμα παραδοσιακά σκωτσέζικα κεφτεδάκια.
Ή Μελανι άνοιξε πάλι το φάκελο κι άρχισε να διαβάζει όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσε.
"Οι φωτογραφίες είναι της γιαγιάς. Θα μπορούσα να της περιελάμβανα στην έκθεση μου.....ναι σίγουρα θα το κάνω".
"Ωραία....πάμε τώρα να κλείσουμε ένα δωμάτιο ....έχω ανάγκη από ξεκούραση".
Ή Μελανι τον κοίταξε και γύρισε τα μάτια. "Αντε λοιπόν παμε,να κλείσουμε ένα δωμάτιο".
Η πόλη είχε πολλά ξενοδοχεία διάλεξαν ένα και μπήκαν . Έκλεισαν ένα δικλινο δωμάτιο κι ανέβηκαν να ξεκουραστούν.
Έκαναν μπάνιο και έπεσαν για ύπνο.
Αργά το απόγευμα όταν ξύπνησε ή Μελανι ο Τζακ της είχε φέρει καφέ .
Εκατσαν μαζί και έκαναν σχέδια για τη νύχτα.
"Λοιπόν...θα ρθεις το βράδυ στο μπαρ?"
"Δεν νομίζω,Τζακ, εσύ όμως μπορείς να πας".
"Ελα τώρα Μελ, θα περασουμε καλά,ποσο καιρό έχουμε να βγούμε μαζί?"
"Δεν ξέρω Τζακ....", κι εκείνη ακριβώς την ώρα χτύπησε το τηλέφωνο της.
"Ναι.... Ναθανιελ?....... καλά είμαι ,εδώ σε ένα ξενοδοχείο με το Τζακ. Εσυ?".
Όσοι ώρα μιλούσαν ο Τζακ έκανε διάφορες γκριμάτσες προκαλώντας της γέλιο. Μετά χάθηκε στο μπάνιο για να ετοιμαστεί για την βραδυνή έξοδο.
"Οκ,μωρο μου,κι εσύ καλά να περάσεις......κι εγώ ".
Ο Τζακ βγήκε απ το μπάνιο τυλιγμένος με μία πετσέτα γύρω απ τη μέση και τα μαλλιά βρεγμένα.
"Λοιπόν θα έρθεις ή μήπως δεν σε άφησε ο φιλαρακος".
Ή Μελανι του πέταξε το μαξιλάρι κι εκείνος έσκυψε για να το αποφύγει.
"Βγες απ το μπάνιο να ετοιμαστω,βλάκα και ετοιμάσου σιγά σιγά".
Μετά από μία ώρα οι δυο τους με λονδρέζικο αέρα έμπαιναν στο μπαράκι τραβώντας όλα τα βλέμματα πάνω τους.
Ή Μελανι με τα καστανά μακρυά μαλλιά της, τα καταπράσινα μάτια της και το καληγραμμο κορμί της κι ο Τζακ με την έντονη αρρενοποτητα του ,ασύμβατη με την ηλικία του.
"Ήρθες λοιπον......",είπε το κορίτσι απ τον πρωινό καφέ. "Λοιπόν πως σου ακούγονται οι μουσικοί μας".
"Καλοί αλλα....εγώ κι οι δικοί μου ακουγόμαστε καλύτερα", απάντησε ο Τζακ όλο περηφάνια.
"Μουσικός λοιπόν......είπα κι εγώ τι με τράβηξε πάνω σου....".
"Σου..... αρέσουν οι μουσικοί λοιπόν.....ωραία. Τι ώρα σχολάς το βράδυ?".
Ή Μελανι έστριψε τα μάτια,αλήθεια τώρα έκλειναν ραντεβού μπροστά της? Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι το κορίτσι του.
"Λοιπόν εγώ λέω να πηγαίνω,μιας κι εσύ δεν βλέπω να φεύγεις μαζί μου. Καληνύχτα και το πρωί όταν ξυπνήσεις έλα να με βρεις στο ξενοδοχείο γιατί πρέπει να φυγουμε".
"Sorry αδερφουλα αλλά καταλαβαίνεις.....θα τα πούμε το πρωί",της είπε δίνοντας της ένα φιλί στο μάγουλο.
Περπάτησε μόνη στον κρύο αλλά καθαρό αέρα του Εδιμβούργου,χαμένη στις σκέψεις της. Τράβηξε μερικές φωτογραφίες και γύρισε στο ξενοδοχείο. Εκεί άνοιξε το φάκελο κι έριξε μία ματιά στα όσα έγραφε .Σε μία σελίδα είχε ένα φύλλο χαρτί από παλιό τετράδιο.
Το άνοιξε και διαβάζοντας το ξανά και ξανά την πήρε ο ύπνος.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top