0.2 Νόμιμοι Παράνομοι
Willow Tree March σήμερα εκ των Paper Kites. Ένα άκρως ειρωνικό τραγούδι, που ταιριάζει τέλεια στο παιδί μας και του το τραγουδούσα άνετα, κάθε μέρα, όλη μέρα😂❤️😂
You fall through the trees
And you pray with your knees on the ground
For the things that you need
With your lust and your greed weighing down
And you weaken your love
And you hold it above your head
Success is a song of the heart, not a song of your bed
And we all still die
Yeah we all still die
What will you leave behind?
Oh we all still die
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το δείπνο χαρακτηριζόταν επιεικώς απαίσιο. Όχι μόνο η θέση δίπλα στην Αρχόντισσα Μάριαν του είχε αρνηθεί μα είχε καταληφθεί από έναν ποταπό, χαμερπή γεροφεουδάρχη ονόματι Γούντβειλ. Θα κατασκεύαζε περιχαρώς στο μυαλό του μια δικαιολογία για να τον ξεφορτωθεί αλλά δεν το έπραξε, από φόβο κι αυτογνωσία. Τι δουλειά είχε πλέον ένας απλός, ακτήμων ιππότης, με μια επιφανή, έντιμη Αρχόντισσα; Με μόνη κληρονομιά ένα μηδαμινό όνομα, δεν του άξιζε η Μάριαν. Κατάπιε τη γλώσσα του, κάθε απόπειρα για προσέγγιση και καρφώθηκε στο κάθισμα του βλοσυρά, χωρίς να εγκαταλείπει την παρακολούθηση. Παρατηρούσε ακόμα και την παραμικρή της κίνηση με θρησκευτική σχεδόν ευλάβεια κι αδιαφορούσε για την αίσθηση βλασφημίας. Για εκείνον, η Μάριαν μπορούσε άνετα να συγκριθεί με Αγία ή λείψανο ιερό ή κειμήλιο. Είχε κάθε πρόθεση να τη λατρέψει σαν θεά μα πλέον κανένα μέσο. Ο λόγος, μάλιστα, για τον οποίο είχε στερηθεί την ευκαιρία του στην ευτυχία, απουσίαζε εμμονικά. Ο Λόξλυ ήταν άφαντος κι αυτό ήταν το χείριστο όλων των απεχθών γεγονότων της ημέρας. Από τη μια, χαιρόταν που δεν είχε αναγκαστεί να τον υποστεί, από την άλλη, λυπόταν που είχε χάσει την ευκαιρία της ονειρεμένης παρέας της Μάριαν για το απόλυτο τίποτα.
«Είναι αλήθεια ότι κρατούνται τρεις χωριάτες του Λόξλυ στα μπουντρούμια σου, Σερίφη;» Ρώτησε με εμφανές ενδιαφέρον ο Άρχοντας Λάφμπορου, που καθόταν κάπου αριστερά του.
«Φυσικά,» ο Σερίφης είχε θέσει το σχέδιο εξευτελισμού του Χάντιγκτον σε άμεση εφαρμογή κι η απουσία του βελτίωνε κι επιτάχυνε τα γεγονότα προς όφελος του. «Είμαι βέβαιος ότι για αυτό δεν ήρθε απόψε. Εμείς γιορτάζουμε προς τιμήν του κι ο αχάριστος δεν προσήλθε καν! Τι αλαζονεία! Σίγουρα επέστρεψε με την ουρά στα σκέλια σαν παιδάριο! Αν είναι τόσο άξιος και γενναίος, γιατί δεν έμεινε στο πλευρό του Βασιλιά;»
«Φήμες λένε πως επέστρεψε με τιμητική άδεια, μετά από τραυματισμό κατά την προστασία του Βασιλιά,» τόλμησε να παραθέσει ο Άρχοντας Μέρτον, καθήμενος δεξιά του Λάφμπορου.
«Πολύ βολικές για αυτόν οι φήμες πράγματι,» ειρωνεύτηκε ο Σερίφης, πλαταγίζοντας τη γλώσσα. «Θα έλεγε κανείς ότι προήλθαν από εκείνο το σκυλί που σέρνει μαζί του κι ονομάζει ακόλουθο. Τι λες κι εσύ, Γκίζμπορν;»
Ύψωσε μηχανικά τα μάτια από το ανέγγιχτο πιάτο του με εκπαιδευμένα αντανακλαστικά και χρειάστηκε μια στιγμή, για να συνειδητοποιήσει ποιό ήταν το θέμα της συζήτησης. Η μύτη του είχε βρει τη χειρότερη ώρα για να ανακαλέσει την οσμή της Μάριαν, που είχε αδράξει μόλις τον προηγούμενο μήνα· αγριόκρινος.
«Συμφωνώ, πράγματι,» χρησιμοποίησε τις ακριβείς λέξεις που επιθυμούσε να ακούσει ο Άρχοντας του.
Η δική του άποψη δε μετρούσε ούτε ενδιαφέρει κανέναν. Αγνοούσε αν πλέον θυμόταν πώς να διαθέτει ή δημιουργεί άποψη. Ένιωσε ευγνωμοσύνη, όταν ο Σερίφης απέστρεψε την προσοχή από εκείνον κι επανήλθε στη συζήτηση του με τον Λάφμπορου και τον Μέρτον, με μόνο σκοπό την πλήρη υποδαύλιση του Λόξλυ. Εκείνος δεν είχε καμία όρεξη να κουτσομπολέψει κανέναν, ούτε καν εκείνο το κάθαρμα, δεν ήθελε καν να μιλήσει. Ενίοτε έπινε μια υποτυπώδη γουλιά από το γεμάτο κρασί κύπελλο του για να μη στέκεται εντελώς ακίνητος και να μην είναι πασιφανές ότι ζητιάνευε τη θέα της Μάριαν με ωμή απελπισία.
Μόλις ένας φρουρός ανήγγειλε την άφιξη του Ντε Φόρτνοι, ενώ ο ουρανος διαφαινόταν κατάμαυρος στα ανοιχτά παράθυρα, ο Σερίφης εξέπνευσε θυμωμένα και του ένευσε με το χέρι να το αναλάβει, ενώ εκείνος συνέχισε τη συζήτηση αδιάκοπα. Ο Γκάι σηκώθηκε απρόθυμα, μολονότι χαιρόταν για την ξαφνική δράση, σπεύδοντας στην αυλή του κάστρου.
«Άργησες,» τον υποδέχτηκε με σταυρωμένα χέρια και το ίδιο, αλαζονικό ύφος που του είχε προσφέρει εκείνος την προηγούμενη κιόλας ημέρα.
Δεν του απάντησε, μόνο αποπειράθηκε να τον σπρώξει παράμερα, αποτυγχάνοντας πλήρως. Ο Γκάι είχε καρφωθεί σαν βράχος αεικίνητος μπροστά στην πόρτα.
«Ο Σερίφης είναι οργισμένος μαζί σου,» τον ενημέρωσε κι άστραφτε ολόκληρος από οίηση και ειρωνεία μέσα στο σκοτάδι. «Όποτε αναφέρεται το όνομα σου, σε χαρακτηρίζει επιεικώς ράθυμο.»
«Φέρνω θριαμβευτικά νέα,» φάνηκε απτόητος ο ανώτερος του. «Δεν υπάρχει ευγενής στο Νότιγχαμ που να στηρίζει τον Κόμη του Χάντιγκτον πλέον.»
«Μη με περνάς για ηλίθιο!» Δεν υποχώρησε ο Γκίζμπορν. «Όλοι οι ευγενείς είναι εδώ και τρωγοπίνουν στα Μεγάλη Σάλα!»
«Όχι, όμως, κι οι γυναίκες τους,» τόνισε συνωμοτικά ο Ντε Φόρτνοι. «Όταν παντρευτείς μια άξια σου, λαντζιέρισσα, μαγείρισσα ή πλύστρα, θα συνειδητοποιήσεις ότι πάντα η γυναίκα έχει τον έλεγχο. Αν εξασφαλίσουμε τη στήριξή των, έχουμε και των συζύγων τους.»
Ήταν αρκετά ψύχραιμος, νηφάλιος και νοήμων, ώστε να μην απαντήσει στην κατάφορη προσβολή του.
«Πήγαινε να συναντήσεις τον Σερίφη,» του είπε κοφτά και τον παράτησε στην ησυχία του απότομα, μην αντέχοντας άλλο την παρουσία ζωντανών. Λαχταρούσε να γυρίσει στην κάμαρη του και να βουλιάξει στη ζοφερή συντροφιά των φαντασμάτων, να θρηνήσει το μέλλον του που πέθαινε και το λαμπρό πεπρωμένο που πλέον φάνταζε δυσοίωνο και δύσβατο όσο όταν δεν ήταν παρά δεκαέξι χρονών αγόρι.
Είχε αποτύχει. Είχε αποτύχει στους Αγίους Τόπους, είχε αποτύχει στην αποστολή του, είχε αποτύχει στην επικράτηση του έναντι ενός απολίτιστου χωριού, είχε αποτύχει στην πολιορκία της Μάριαν. Μηδενικό ήταν και θα έμενε για πάντα, καταραμένος, μίζερος και σαθρός, βουτηγμένος στη λάσπη του βούρκου, χειρότερα κι από χοίρο, πιο ξεπεσμένος κι από τον Άσωτο Υιό.
Τα βήματά του τον οδήγησαν μηχανικά στο ξύλινο επιστέγασμα, οι σκάλες του οποίου οδηγούσαν καθοδικά στη Μεγάλη Σάλα. Καθήμενος εκεί, μέσα στις σκιές, πλήρως αθέατος μέσα στην ολόμαυρη περιβολή, αρμονικός με το περιβάλλον, στηριζόταν στα ξύλινα κάγκελα και παρακολουθούσε τα πάντα και το τίποτα, τη σκόνη που χόρευε γύρω από τους δαυλούς και τα κεριά του πολυελαίου, ενώ περιστασιακά έφταναν στα αυτιά του κουβέντες από την οχλαγωγία των φωνών, μαχαιριών και κρασιού που κατέκλυζε τα κύπελα ασταμάτητα.
Με την άκρη του ματιού του, εντόπισε μια κίνηση στα αριστερά του κι η θεσπέσια μυρωδιά του αγριόκρινου τον έπεισε πως επρόκειτο για τη Μάριαν. Στιγμιαία, το ένστικτο του κυριάρχησε και θέλησε να τη σταματήσει, να ξεκλέψει έστω κι ένα λεπτό συζήτησης, να ακούσει τη μελωδική φωνή της που ονειρευόταν καιρό.
Πόσο προσεκτικά κινούταν· ούτε έναν ήχο δεν έβγαζε. Άθελα του, εντυπωσιάστηκε από τη μυστικότητα της· θανάσιμα αθόρυβη κι απαρατήρητη ακόμα και για το εκπαιδευμένο αυτί του. Δεν της μίλησε, δεν έδειξε καν πως την είχε εντοπίσει. Συνειδητοποίησε τη γιγαντιαία απόσταση που τους χώριζε.
Πολύ σύντομα αφότου η Μάριαν εξαφανίστηκε από την αίθουσα, μάλλον κάπου στα ενδότερα του κάστρου, ο Σερίφης ήρθε και στάθηκε δίπλα του, ποδοπατώντας βαριά στο ξύλο και κάθε απόπειρα για ησυχία ή κρυψώνα πλέον είχε χαθεί ανεπιστρεπτί.
«Αύριο οι τέσσερις παραβάτες του Λόξλυ θα κρεμαστούν,» του ανακοίνωσε αμετάκλητα. «Ή τώρα ή ποτέ· ο μικρός επαναστάτης πρέπει να κατασταλεί.»
«Τέσσερις;» Ανασήκωσε το δεξί του φρύδι με απορία. «Τρεις είχα συλλάβει.»
«Αυτός ο Άλλαν Α'Ντέιλ, που φυλακίστηκε για λαθροθηρία, φαίνεται ότι είναι εξίσου από το Λόξλυ. Θα κρεμαστεί κι αυτός.»
Ο Γκάι ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα. Ποτέ δεν είχε συμπαθήσει τον φαρμακόγλωσσο εξυπνάκια.
Καταφωνή κι ο Διάβολος.
Ο Λόξλυ κι ο υποτακτικός του φάνηκαν στην είσοδο και τους πλησίασαν αγέρωχα, χωρίς ίχνος σεβασμού ή φόβου, γεγονός που εκνεύρισε κατευθείαν τον Σερίφη.
«Χάντιγκτον, την ίδια σου τη γιορτή χάνεις. Αφθονούν οι φήμες.»
«Τι φήμες;» Απόρησε ο Λόξλυ.
«Ότι είσαι αδύναμος. Πως επέστρεψες αποδυναμωμένος από τους αγώνες στους Αγίους Τόπους.»
Ο Γκάι στεκόταν δίπλα στον Άρχοντα του ακίνητος, κρατώντας μέχρι και την ανάσα του. Υποκρινόταν πως δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τη συζήτηση, κοιτώντας μακριά, χωρίς συγκεκριμένο στόχο. Άλλωστε, εφόσον η Μάριαν είχε αποσυρθεί, δεν υπήρχε τίποτα ενδιαφέρον να κοιτάζει, όλα εμπρός της ωχριούσαν.
«Ο Κύριος μου επιστρέφει με τιμές, τιμές από τον Βασιλιά!» Επενέβη ο υποτακτικός με την τσιριχτή φωνή κι ήθελε τόσο να ρουθουνίσει ειρωνικά μα συγκρατήθηκε. Ο ρόλος του βαριεστημένου άρμοζε θαυμάσια, δημιουργούσε εντυπώσεις ανοησίας κι έκρυβε την οξύνοια. Μα ο πειρασμός ήταν τεράστιος κι ενέδωσε· δεν μπορούσε να μην παρακολουθεί τις τελευταίες ώρες επικράτησης του Χάντιγκτον, το κύκνειο άσμα, της ύστατη λάμψη πριν την απόλυτη καταστροφή και συσκότιση.
«Σίγουρα, μεγαλύτερη τιμή θα ήταν, αν καθόταν και πολεμούσε μαζί του, σωστά;» Επέμεινε ο Σερίφης, στην πάγια και κλασική του τεχνική της επιθετικής χλεύης που έσπαγε τα νεύρα και του πιο υπομονετικού ανθρώπου.
«Έχω επισκεφθεί τους αγρότες μου στα μπουντρούμια σου,» δήλωσε ο Λόξλυ κι ο Γκάι τον πίστεψε, καθώς η μούχλα είχε καταφέρει να αγκιστρωθεί στις οσμές τους. «Έχουν διαπράξει σοβαρά εγκλήματα.»
«Αφέντη-» εξεπλάγη ο υποτακτικός δίπλα του.
«Το οποίο θα έκανε ακόμα περισσότερο συμπονετική την κίνηση αμνηστίας σου,» κατέληξε ο Χάντινγκτον κι ο Γκίζμπορν δεν άντεξε άλλο· επέτρεψε σε μια ιδέα μειδιάματος να εμφανιστεί στο πρόσωπο του και χαλάρωσε απόλυτα, για να το απολαύσει. Πόσο διασκεδαστικές θα ήταν οι απαντήσεις του Σερίφη.
«Αμνηστία;» Εξεπλάγη ο τελευταίος, μα η φωνή του δεν υψώθηκε, πράγμα που τον καθιστούσε χίλιες φορές πιο επικίνδυνο. «Θα τους δω να κρέμονται. Το πρωί, εσύ ο ίδιος είπες ότι διακινδυνεύουμε ανταρσία. Πρέπει να έχουμε τάξη.»
«Είναι εθιμοτυπικό για τον Σερίφη να ακούει τις αιτήσεις των ευγενών του για επιείκεια.»
«Μπλα μπλα μπλα,» τον αγνόησε πλήρως ο Σερίφης, ώστε το μειδίαμα του Γκάι μετετράπη σε άκρως επηρμένο μισό χαμόγελο, που του προσέδιδε μορφή δαιμόνιου μέσα στο ημίφως των δαυλών. «Παρεπιπτόντως, όσο απουσίαζες, σε διορίσαμε να επιθεωρήσεις την αυριανή διασκέδαση.»
«Όχι.»
Βαρύγδουπο, λακωνικό κι απαράβατο. Ακόμη κι ο ίδιος ο Θεός να το είχε πει, ο Σερίφης δε θα σταματούσε.
«Δε θέλεις αυτές οι φήμες περί αδυναμίας να εξαπλωθούν,ε;» «Καλύτερα να τις εγκόψεις τώρα. Ειδάλλως, θα πληρώσουμε όλοι.»
Κι αφού είπε όσα σκόπευε και πέταξε τα υπονοούμενα που επιθυμούσε, αποσύρθηκε σιωπηλά, χωρίς να ασχολείται με τον Γκάι, πράγμα που τον ανακούφισε κάπως. Ωστόσο, το γεγονός ότι είχε μείνει μόνος με τη χειριστή συντροφιά, τον τάρασσε. Ανασήκωσε τα φρύδια κι ετοιμάστηκε να απομακρυνθεί, χαρούμενος που δεν είχε χρειαστεί ξανά να συνδιαλεχθεί με τον Λόξλυ, ωστόσο δεν υπολόγισε τον αστάθμητο παράγοντα, την πιο αιθέρια, μαγευτική και θεσπέσια έκπληξη.
«Μάριαν!» Αναφώνησε αυθόρμητα, βλέποντας τη νέα να επανεμφανίζεται στη Σάλα, μέσα το ολόλευκο της φόρεμα με τα φαρδιά μανίκια σαν εικόνισμα ή άγαλμα θείο, βρίθοντας καθαρότητα, αγνότητα και ευγένεια. Αγνόησε πλήρως τους δυο άνδρες και στράφηκε εντελώς προς το μέρος της, ώστε τα λόγια του φτερούγισαν ανεξέλεγκτα. «Θα μπορούσα να έχω την ευχαρίστηση της συντροφιάς σου;»
Αν ήταν μόνοι, δε θα της το ζητούσε. Μα μπροστά του, μπροστά στον φαντασμένο Χάντιγκτον, του φαινόταν απόλυτα λογικό. Τι κι αν ήταν ακτήμων, ανεχής κι απλός υπασπιστής, η συντροφιά της Μάριαν παρέμενε η ύψιστη ευεργεσία.
Οι πάντες το γνώριζαν κι ο ίδιος το είχε πληροφορηθεί από πολύ νωρίς, ότι εκείνη κι ο Λόξλυ υπήρξαν αρραβωνιασμένοι κι επρόκειτο να παντρευτούν, μολονότι ο αρραβώνας είχε διαλυθεί, προτού αυτός φύγει με τον Βασιλιά Ριχάρδο. Κι ερχόταν πλέον ο ίδιος, επέστρεφε θαρρείς αναστημένος από τους νεκρούς, ο ξεπεσμένος Γκάι του ανύπαρκτου Γκίζμπορν, να του πάρει τα πάντα, όπως εκείνος είχε πράξει κάποτε. Το Λόξλυ θα του ανήκε συντόμως οριστικά, το ίδιο ακριβώς αποσκοπούσε και για τη Μάριαν. Για τον τελευταίο σκοπό, μάλιστα, θέλησε να επιστρατεύσει όλη του την αποφασιστικότητα, επιμονή κι υπομονή.
Περνώντας δίπλα του, ώστε να λάβει το ευπρόσδεκτο μπράτσο της νέας, έριξε στον Λόξλυ το πιο υποτιμητικό, εμπαικτικό και σαθρό του βλέμμα, μεθυσμένος στιγμιαία από την υπέροχη γεύση του θριάμβου. Κι αυτό, γιατί η Μάριαν είχε απαντήσει στην πρόταση του με ένα ερωτεύσιμο, φωτεινό χαμόγελο, γεμάτο παρθενική ντροπή, που έκανε ακόμη και τη δική του κατάμαυρη, νεκρωμένη καρδιά, να πεταρίσει.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Παρακαλώ, λέγε με Αρχόντισσα Μάριαν,» του ζήτησε, καθώς κατέβαιναν τις σκάλες, προς την τραπεζαρία.
Αιφνιδιάστηκε, άθελα του. Δεν περίμενε να ξεκινήσει έτσι η συζήτηση τους. Τα μάτια του αυτόματα αναζήτησαν τα δικά της μα στο ημίφως δεν τα έβρισκαν.
«Μα νόμιζα πως είχαμε συμφωνήσει να αποκαλούμαστε με τα ονόματα μας, χωρίς απρόσωπους τίτλους, για να γνωριστούμε καλύτερα,» εξέφρασε την απορία του, διατηρώντας μια κάποια ψυχραιμία ακόμη.
«Κι εγώ νόμιζα πως είχαμε συμφωνήσει ότι θα βελτιώσεις τον τρόπο με τον οποίο φέρεσαι,» αντέκρουσε εκείνη με το χαρακτηριστικό της θράσος που τον εκνεύριζε κι ενθουσίαζε ταυτοχρόνως. «Έμαθα για τον σίδερα της Κλαν,» κατέληξε και το φαρμάκι της μομφής ήταν τόσο πυκνό στην αγγελική φωνή της, ώστε ένιωθε να τον λογχίζει κατάκαρδα.
Έσκυψε το κεφάλι κι έπεσαν οι ώμοι του, τσακισμένοι από τα λόγια της. Δεν τον ένοιαζε που τον έβλεπε έτσι, άλλωστε δεν μπορούσε να υποκρίνεται πως ήταν κάτι παραπάνω ή διαφορετικό.
Πέρασαν την τραπεζαρία και βρήκαν δυο σκαμνιά άδεια σε μια γωνία, όμορφα, γερά και περίτεχνα, τα οποία φυλούσαν οι υπηρέτες για αντικαταστάσεις ή παραπανίσιους συνδαιτυμόνες. Κάθισαν εκεί, για ησυχία και μια αλλόκοτη ιδιωτικότητα. Παρατηρώντας πως η Μάριαν επιθυμούσε να καθίσει όσο το δυνατόν μακρύτερα του, τον γέμιζε απελπισία, πολύ περισσότερο κι από την επιστροφή του Λόξλυ.
Δεν ήθελε να το μάθει. Αν ήταν στο χέρι του, η πράξη του αυτή δε θα έφτανε ποτέ στα αυτιά της· το προχθεσινό, πιο πρόσφατο, ειδεχθές, μακάβριο έγκλημά του. Θέλησε να την κοιτάξει, συσσωρεύοντας όλο του το θάρρος, και στις βαθυγάλανες ίριδες βρήκε μονάχα περιφρόνηση, κατηγορία και απέχθεια. Ένιωσε την παρόρμηση να πέσει στα πόδια της σαν καταδικασμένος αμαρτωλός, σαν τον Τελώνη, και κλαίγοντας να ικετεύσει συγχώρεση και κάθαρση από την αμόλυντη ψυχή της. Μονάχα ένα της χαμόγελο κατανόησης κι αποδοχής αρκούσε, για να τον λυτρώσει.
«Μάριαν,» ξεκίνησε διστακτικά μα δάγκωσε τη γλώσσα του. Έπρεπε να φανεί διαλλακτικός, σεβαστικός και μεταμελημένος, άρα όφειλε να υπακούσει στην πρότερη, αυστηρή προσταγή της. «Αρχόντισσα Μάριαν,» διόρθωσε με έμφαση, «αδυνατώ να παραβώ τις διαταγές των ανώτερων μου. Ένας απλός Υπασπιστής είμαι. Είχα σαφείς εντολές από τον Σερίφη για την Κλαν. Όσοι δε δύνανται να πληρώσουν τους φόρους, πρέπει να τιμωρούνται παραδειγματικά. Αν δεν έκαιγα το σπίτι του, θα κινδύνευα εγώ ο ίδιος από την οργή του!»
Της είχε μιλήσει με όλη του την ειλικρίνεια, εκθέτοντας γυμνή την καρδιά του εμπρός της, ώστε να παλέψει για μια σταγόνα κατανόησης ή πταίσμα επιείκειας από πλευράς της. Δεν κατάφερε τίποτα. Παρέμεινε δίπλα του ψυχρή, αγέρωχη και κατηγορηματική.
«Είχε πέντε παιδιά, τα οποία πλέον είναι ορφανά,» επισήμανε εκείνη, στρίβοντας βασανιστικά το αόρατο μαχαίρι στην τραυματισμένη του, σάπια ψυχή.
Αναγνώρισε στη φωνή της μένος, εκδικητικότητα και πάθος άπλετο. Αναρωτιόταν πόσο θαυμάσια θα ήταν, αν εκτόνωνε αυτό το πάθος σε κάτι πιο βαθύ, μυστικό μονάχα μεταξύ των κι ενδόμυχα ερωτικό αλλά σίγησε τον ειρμό του, διότι αποσπόταν κι έμεινε έρμαιο στις δηλητηριώδεις της ματιές και νοσηρές λέξεις.
Είχε όλα τα δικιά του κόσμου, να τον κατηγορεί. Μολονότι τον οδηγούσε το χέρι του Σερίφη και του Ντε Φόρτνοι, εκείνος και μόνο εκείνος είχε διατάξει να κάψουν το σπίτι του σιδερά, οδηγώντας στον θάνατο του ίδιου και της γυναίκας του. Όταν έμαθε για τα πέντε ορφανά, ήταν πλέον αργά, το κακό είχε γίνει και το μόνο που του έμενε να πράξει ήταν τιμωρήσει τον εαυτό του.
Μια νύχτα μπροστά στη φωτιά, επιτρέποντας στις φιδόμαλλες Ερινύες να τον ζώσουν και περιβάλουν ασφυκτικά, μια νύχτα κύρωσης και παραδοχής του ζόφου του, οπότε είχε αισθανθεί ολόψυχα την περιβολή των πάντων νοσηρή· μακάβρια, ωχρή σαν τον θάνατο, άθλια.
Δολοφόνος, διαφθαρμένος, άτιμος. Όλη τη νύχτα, μέσα στις φλόγες του τζακιού στο Λόξλυ είχε αντικρίσει όλη την εξαχρείωση της ζωής του, την κατάπτωση και παρακμή. Ένας πολλά υποσχόμενος ιππότης είχε υποπέσει σε έναν στυγνό εκτελεστή και φονιά αθώων ανθρώπων.
Πέντε ορφανά. Ορφανά από μια καταραμένη φωτιά, θαρρείς βγαλμένη από την Κόλαση, στα αγνά τους μάτια. Τα παιδιά εκείνα εξαιτίας του είχαν ενηλικιωθεί βιαίως μέσα σε μια ημέρα. Άθελα του, ένιωσε το στυγερό κάτοπτρο της μνήμης να στρέφεται προς το μέρος του με αμείλικτη αγριότητα.
«Κι εγώ υπήρξα...» Δάγκωσε τη γλώσσα του, προτού συνέχιζε. Δε θα της αποκάλυπτε τίποτα από το παρελθόν του, η ευπαθής υπερηφάνεια δε θα τον άφηνε ποτέ. «Ξέχασε το, δεν μπορεί να αλλάξει πλέον!»
Μάταια προσπαθούσε να φανεί μπροστά της επιτακτικός, αυταρχικός, ακατάδεκτος. Μόνο μια γλυκιά ματιά της τον ισοπέδωνε κι ήταν ανόητο να το αγνοεί. Εν τέλει, ήταν βέβαιος πως είχε ακουστεί σαν να ικέτευε να ξεχαστεί το γεγονός, παρά σαν να το απαιτούσε, όπως πρόσταζε το θανατηφόρο ένστικτο κι οι διδαχές του Σερίφη.
«Πίστεψε με, δεν είχα άλλη επιλογή,» παραδόθηκε ολικά στη γλυκόπικρη της κυριαρχία, γλυκιά από τη θεία της μορφή μα πικρή από το βλέμμα αναλγησίας που διαφαινόταν στις θαλάσσιες της ίριδες.
«Όλα είναι μια επιλογή, όλα όσα κάνουμε,» τον επέπληξε, χρησιμοποιώντας μια φράση φιλοσοφική, απλή μα βαρυσήμαντη.
Η ανάγκη του για επίδειξη ανδρισμού τον εμπόδιζε από το να αγκαλιάσει τα γόνατα της, κλαίγοντας με λυγμούς. Τόση καταφρόνηση στο αγγελικό της πρόσωπο, τόση αποστροφή κι απόρριψη, σαν να τον είχε καταδικάσει ήδη ως αμαρτωλό ανίκανο να διασωθεί, ακόμα και στην ύστατη στιγμή. Ήταν τριάντα δύο ετών, ανήμπορος πλέον να ξαναρχίσει από την αρχή. Το δεκαεξάχρονο αγόρι που διψούσε για ζωή κι άντεχε σε κάθε κακουχία με δόντια σφιχτά και την απατηλή ελπίδα, είχε ολότελα πεθάνει. Το κουφάρι του σάπιζε μέσα στην ψυχή του και τα δεκαέξι χρόνια που είχαν μεσολαβήσει, τον είχαν σκληραγωγήσει τόσο, ώστε δεν επιθυμούσε άλλο να ζει. Ο μόνος λόγος που ανάσανε ακόμα, η μόνη του άγκυρα στη βασανιστική ζωή ήταν η Μάριαν, με τα υπέροχα μάτια και το πρόσωπο μιας Αγίας. Αν την έχανε κι εκείνη, δε θα έμενε από εκείνον παρά ένα σκελετωμένο ψοφίμι.
«Σε παρακαλώ,» ήταν οι μόνες λέξεις που κατάφερε να προφέρει, τείνοντας το χέρι του προς το μέρος της απεγνωσμένα. Κάποια στιγμή προηγουμένως είχε ξεφορτωθεί τα γάντια του κι ένιωθε ευτυχής· το ελάχιστο δείγμα επαφής θα τον γέμιζε δύναμη για μια εβδομάδα. Έμεινε και τον κοιτούσε απαθής, ακίνητη, σαν άγαλμα, σαν άψυχο σαρκίο, ενώ το χέρι του πάγωσε στον αέρα, μετέωρο, κέρινο. Τα μάτια του για λίγο πρόδωσαν με όλη τη γκρίζα τους γλαφυρότητα, τη δίψα του, την πείνα και την ακατανίκητη ανάγκη για μια μονάχα λέξη πραϋντική. Χάθηκε όλη του η ευάλωτη ψυχή κάτω από τον χείμαρρο θυμού που τον συνεπήρε ευθύς. Πήρε μια βαθιά ανάσα και σταύρωσε τα χέρια δεσποτικά.
«Σερ Γκάι, γνωρίζω ότι ζήτησες από τον πατέρα μου την άδεια να με πολιορκήσεις,» του αποκάλυψε εκείνη και η αναπνοή του κόπηκε. Έτρεμε για τη συνέχεια. «Ωστόσο, δεν το επιθυμώ και θα σε παρακαλούσα να πάψεις. Δεν μπορώ να δεχτώ φιλοφρονήσεις και στοργή από έναν δολοφόνο.»
Τρία χρόνια είχαν χρειαστεί για να υπερβεί τον εαυτό του και να ζητήσει άδεια πολιορκίας από τον σεβαστό Σερ Έντουαρντ, ως ιππότης με σοβαρό σκοπό. Απόρησε· δεν είχε καταλάβει η Μάριαν ακόμη τις ευγενείς του προθέσεις; Ένιωσε κάτι μέσα του να ραγίζει, χαμήλωσε το βλέμμα περίλυπος και επιστράτευσε θέληση, για να μην τρέμει η φωνή του φρενήρως.
«Μα δεν είμαι...» Φυσικά κι ήταν δολοφόνος, δεν υπήρχε άλλος χαρακτηρισμός για τις πράξεις του, οπότε διόρθωσε. «Δεν είμαι μόνο αυτό-»
«Ίσως. Μα τα λόγια είναι εύκολα,» τον διέκοψε και με δυσκολία φαινόταν σχεδόν είκοσι ετών. Έμοιαζε σοφή γερόντισσα, με βαθιά γνώση και περίσκεψη. Αναστέναξε, προτού συνεχίσει. «Σε παρακαλώ, αν πράγματι επιθυμείς να αλλάξεις, απόδειξε το με πράξεις μονάχα. Κι αν χρειαστείς βοήθεια, θα είμαι πάντοτε κοντά σου, ως φίλη.»
Φίλοι. Η λέξη αυτή μεταξύ τους ακουγόταν συχνά, πάντοτε από εκείνη και τον εκνεύριζε αφόρητα, διότι δεν αποζητούσε εκείνη φιλία μα έρωτα, συμβίωση και το μπράτσο της στο δικό του ως πολύτιμο στολίδι. Από την πρώτη στιγμή που την είχε αντικρίσει, ήταν αποφασισμένος να την κάνει δική του.
Μετά από αυτό, την οδήγησε ως σωστός ιππότης πίσω στη θέση της, δίπλα στον σεβαστό πατέρα, κι όταν διαλύθηκε η γιορτή κι οι ευγενείς αποχώρησαν, τη χαιρέτησε με ένα ξερό νεύμα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το πρωί της επόμενης ημέρας, τον βρήκε στην καρέκλα της κάμαρης του στο κάστρο, πιασμένο σε όλο του το σώμα και το κεφάλι παλλόμενο στους κροτάφους. Τον ξύπνησαν παταγώδεις χτύποι στη βαριά πόρτα κι έσπευσε να ανοίξει, πλήρως ντυμένος ολονυχτίς και νωχελικός.
«Ξύπνα επιτέλους, τεμπέλη, ο Σερίφης επιμένει σήμερα να τον συνοδεύσεις στον απαγχονισμό των κρατουμένων,» πρόσταξε ραγδαία ο Ντε Φόρτνοι, αγριεμένος στο κατώφλι του.
«Αυτό ανήκει στα καθήκοντα του Οπλαρχηγού. Γιατί δεν το κάνεις εσύ;» Αναρωτήθηκε με φωνή βραχνή ακόμα από τον ύπνο, χωρίς να κρύβει το χάσμημα πιότερο από βαρεμάρα παρά από κούραση.
«Ο Σερίφης θέλει εσένα,» αποκρίθηκε κοφτά εκείνος, παρόλο που η αβεβαιότητα του δεν καλυπτόταν. Αυτός ο παραγκωνισμός έκρυβε νόημα σοβαρό.
«Έρχομαι αμέσως,» είπε με ένα πλατύ, χλευαστικό μειδίαμα ο Γκάι, κλείνοντας του κατάμουτρα την πόρτα, για να πλυθεί και ζωστεί τα όπλα και το πανωφόρι του.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Θρίαμβος. Η μόνη λέξη που μπορούσε να περιγράψει επαρκώς και να συμπτύξει τα τεκταινόμενα και την επιρροή τους για εκείνον ήταν θρίαμβος.
Ούτε να ονειρευτεί δε θα μπορούσε την υπέροχη τροπή της ημέρας. Όσο κι αν ανέμενε σύντομα την επιστροφή του στο Λόξλυ, τόσο σύντομα, ακόμη κι εκείνη τη στιγμή, αδυνατούσε να το πιστέψει!
Το σχέδιο του Σερίφη ήταν η πρωτοκαθεδρία του Χάντινγκτον στην εκτέλεση να προκαλέσει δυσαρέσκεια στον λαό και να μειώσει την επιρροή και δημοφιλία του, καταλύοντας την σπλαχνική του φήμη. Θεωρούσαν πως αυτή θα ήταν η αρχή του τέλους του, όμως η δύση του τελικά ξεκίνησε και συντελέστηκε σε μια στιγμή.
Ο Γκίζμπορν αυτοπροσώπως είχε προστάξει να αρπάξουν τον υποτακτικό του και να τον κρατούν στις επάλξεις του κάστρου ως δικλείδα ασφαλείας. Αν ο Λόξλυ επιθυμούσε να αντιταχθεί στις υποδείξεις του Σερίφη, θα τον πετούσαν στο κενό. Έτσι, ο Κόμης είχε εξαναγκαστεί να διαβάζει την περγαμηνή της καταδίκης δυνατά, καθαρά και αργά, ώστε να ακουστεί σε όλο το Νότιγχαμ.
Η απόφαση διαβάστηκε, η εντολή δόθηκε, μια άχρηστη καθυστέρηση απόπειρας διάσωσης διαμεσολάβησε -εμφανώς κι αυτή ιδέα του Λόξλυ- κι επιτέλους τραβήχτηκαν οι μοχλοί, ώστε να κρεμαστούν οι τέσσερις φυλακισμένοι μέχρι θανάτου· οι αδελφοί Σκάρλετ, ο Μπένεντικτ Γκίντενς κι ο Άλλαν Α'Ντέιλ.
Αφού κρεμάστηκαν, ο Γκάι είχε αισθανθεί ανακούφιση, διότι τους είχε απασχολήσει τρεις ημέρες το ζήτημα κι είχε καταντήσει κουραστικό. Καθώς αποχωρούσαν από την αυλή, για να επιστρέψουν στα καθήκοντα τους, έριξε ένα τελευταίο βλέμμα στον Λόξλυ, ψυχρό κι απαθές, κοιτώντας κατάματα για πρώτη φορά, με όλη του την περιφρόνηση.
Την επόμενη στιγμή αφότου γύρισε την πλάτη του, επικράτησε το χάος. Ο βετεράνος είχε αρπάξει κι οπλίσει ένα τόξο από τους παράπλευρους στρατιώτες, εξαπέλυε βέλη αλάνθαστα, που έκοβαν τα σκοινιά των κρεμασμένων κι απευθυνόταν κατευθείαν στον λαό σαν σωτήρας, σαν αλάνθαστος εκδικητής και τιμωρός.
«Θα ανεχτείτε αυτή την αδικία; Εγώ, πάντως, όχι!»
Παρακολουθούσε αποσβολωμένος, με το στόμα ανοιχτό και λαλιά χαμένη. Πώς ήταν δυνατόν να συνέβαινε αυτό; Όσο ο Σερίφης γαύγιζε διαταγές, κορωμένος από οργή, ο ίδιος απλά κοιτούσε, με κλέφτες ματιές στη Μάριαν, η οποία στεκόταν με τον πατέρα της στη διπλανή πτέρυγα του κάστρου κι αγνάντευε εξίσου έκπληκτη. Είχαν έρθει στο Κάστρο λίγο πριν την εκτέλεση και δεν είχε προλάβει να της μιλήσει, γεγονός που πλέον θεωρούσε απόλυτη προτεραιότητα.
Οι τέσσερις μελλοθάνατοι ελευθερώθηκαν και ξέφυγαν των μουδιασμένων, σαστισμένων φρουρών. Ο Λόξλυ πάλι, πολεμούσε μόνος του με ζηλευτή ταχύτητα, ισχύ και μαεστρία όσους του επιτίθονταν, μέχρι που ένας κατάφερε να τον στριμώξει, σημαδεύοντας τον απειλητικά με το τόξο του. Ο Σερίφης του ένευσε να προχωρήσει και να τον αποτελειώσει, μα πριν από αυτό, ένα γυαλιστερό εγχειρίδιο έσκισε τον αέρα, θαρρείς σταλμένο από τον Ουρανό, και καρφώθηκε στον ώμο του φρουρού, εξουδετερώνοντας τον.
Τότε, του φώναξαν να τρέξει προς τις πύλες, για να φύγουν. Αυτό ήταν. Η καταδίκη του είχε ήδη υπογράφει άτυπα και πολύ σύντομα με κάθε επισημότητα. Ο Γκίζμπορν στράφηκε στον υπασπιστή του, τον Γκόντφρει του Νέτλστοουν, που στεκόταν στα δεξιά του.
«Επιστρέφουμε στο Λόξλυ,» δήλωσε περήφανα, μην κρύβοντας τη χαρά του. «Αυτή τη φορά, οριστικά.»
Δεν έδωσε σημασία στη φαντασμαγορική έξοδο του έφιππου Χάντιγκτον, παρά μόνο μήνυσε στον Ντε Φόρτνοι με έναν φρουρό, για να συνταχθεί το συντομότερο δυνατό το εξαίσιο έγγραφο, που θα διέλυε το άναρχο καθίκι για πάντα.
Ο Σερίφης αποσύρθηκε στα ενδότερα του Κάστρου, βράζοντας από θυμό. Δεν έβλεπε την ώρα να φύγει για το Λόξλυ, κυρίως για να γλιτώσει τα ξεσπάσματά του. Αν, μάλιστα, έμενε να τα υποστεί μόνο ο Άρχων των Όπλων, θα ήταν ευτυχής. Ωστόσο, από καθαρή περιέργεια, ενώ υπηρέτες και στρατιώτες συμμάζευαν τους τραυματίες, εκείνος βρήκε τον τοξότη που είχε χτυπηθεί από τη φαινομενικά θεόσταλτη, ολόλαμπρη αιχμή. Στη θέα του όπλου, όμως, του πάγωσε το αίμα.
Παντού και πάντοτε θα αναγνώριζε τα ιδιαίτερα κοσμήματα της Μάριαν, που στόλιζαν τα πλούσια μαλλιά της. Ποτέ, φυσικά, δε θα μπορούσε να διανοηθεί ότι κάτω από τους περίτεχνους, μοναδικού κάλλους πολύτιμους λίθους ελλοχεύαν λεπίδες θανάσιμες. Τον κατέβαλε τρόμος· αν ο Σερίφης το μάθαινε αυτό, δεν ήθελε να υποθέσει καν τις συνέπειες. Με μια ταχεία κι ενστικτώδη κίνηση, έβγαλε το μαχαίρι από την πληγή, φωνάζοντας σε δυο υπηρέτες να αναλάβουν τον πληγωμένο, αναίσθητο άνδρα. Ήταν νεοσύλλεκτος, είκοσι ετών το πολύ· σίγουρα θα επιβίωνε.
Κράτησε το εγχειρίδιο κρυμμένο στο δερμάτινο πανωφόρι του με τεράστια προσοχή, το σκούπισε από το αίμα κι αναζήτησε τη Μάριαν, η οποία κιόλας ετοιμαζόταν να φύγει με τον πατέρα της. Παρατήρησε αμέσως ένα ίδιο κόσμημα με εκείνο που είχε αποσπάσει στα μαλλιά της. Η καρδιά του σταμάτησε να χτυπά.
Φώναξε το όνομα της σαν να εξαρτιόταν η ζωή του από αυτό, ξέπνοα, εσπευσμένα. Γύρισε προς το μέρος του με απορία, άγχος και λίγη απογοήτευση. Δεν τον ενδιέφερε, ακόμη κι αν της φαινόταν ο χείριστος εχθρός.
Καμώθηκε πως ερχόταν να την αποχαιρετήσει μα ο αληθινός σκοπός ήταν σπουδαιότερος. Έπιασε το χέρι της στο γαντοφορεμένο δικό του με τραχιά βιασύνη που άγγιζε την αγένεια.
«Αρχόντισσα μου, θα έφευγες χωρίς να με αποχαιρετήσεις;» Ρώτησε με όλη του την αλαζονική αυθάδεια, σαν να της επιβαλλόταν ανάλγητα.
Η Μάριαν έμοιαζε άναυδη. Έσκυψε, προτού προλάβαινε να αντιδράσει και τη φίλησε στο μάγουλο, ώστε όλοι οι παρευρισκόμενοι ασχολούνταν με αυτό κι όχι με το χέρι του που της παρέδωσε το αιματοβαμμένο εγχειρίδιο.
«Αυτό θα μείνει μεταξύ μας,» της ψυθίρισε στο αυτί, χαμογελώντας, σαν να μοιράζονταν ερωτικά μυστικά. Όταν κοίταξε ξανά το πανώριο της πρόσωπο, αντίκρισε πραγματικό σάστισμα και το χαμόγελο του δεν μπορούσε να ήταν πιο αυθεντικό. Προτού αποχωρήσει, για να αναζητήσει τους στρατιώτες του και να φύγει μια ώρα αρχύτερα, στράφηκε στον Σερ Έντουαρντ, με όλη του την ευγένεια. «Θα χαρώ πολύ να σας δεχτώ στο Λόξλυ, ως Άρχοντας του πλέον.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η επιστροφή στο χωριό που είχε σημαδέψει τη ζωή του ολότελα, συντελέστηκε τάχιστα μα πλήρως οργανωμένα. Οι στρατιώτες θα ακολουθούσαν την επομένη, διότι οι συγκεντρώσεις όλων των όπλων κι επίπλων χρειάζονταν χρόνο κι έπρεπε να γίνουν στην εντέλεια. Εκείνος δεν τους περίμενε· όχι μόνο για να γλιτώσει την έκρηξη μένους του Σερίφη αλλά και γιατί αδημονούσε να εισέλθει σε εκείνο το σπίτι που τόσο τον εκδίωκε ως Αφέντης, ως θριαμβευτής να θωρούσε τα ταπεινωμένα βλέμματα των υπηρετών που του φέρονταν δυσεβώς επί τέσσερις χειμώνες.
Κατά πάσα πιθανότητα, ο Θόρντον θα περίμενε στο κατώφλι, ο γέροντας σπιτονοικοκύρης με τη στωική έκφραση κι απόλυτη πειθαρχία. Αντί αυτού, όμως, στην είσοδο του σπιτιού στεκόταν υπομονετικά ο τελευταίος άνθρωπος που επιθυμούσε να αντικρίσει ο Γκάι, εκείνος που πάλευε να λησμονήσει την ύπαρξή του ή τουλάχιστον την κατάστασή του.
«Σερ Γκάι, καλωσόρισες,» του είπε εγκάρδια, με τα μάτια της να λάμπουν, καθώς ξεπέζευε αρχοντικά. «Χαρά μας να σε έχουμε εδώ ξανά.»
«Μόνο δική σου, Άννι, είμαι βέβαιος,» ακύρωσε την απόπειρα χαρμόσυνου κλίματος κι εναγκαλισμού από μέρους της. Στιγμιαία, τον είχε πλησιάσει τόσο, ώστε η εγκυμονούσα της κοιλιά ακούμπησε το παγερό δέρμα του πανωφορίου του. Αποτραβήχτηκε ενστικτωδώς. Η συγκυρία απαιτούσε αναλγησία, αγανάκτηση, μοχθηρία, μνησικακία.
Ξαφνιάστηκε, όταν εντόπισε όλους τους υπηρέτες του σπιτιού παραταγμένους στην αίθουσα υποδοχής, με τα κεφάλια σκυμμένα πλην του Θόρντον, που άνοιξε τα χέρια του με κάθε φιλόξενη διάθεση.
«Καλωσήρθες, Σερ Γκάι,» τον προϋπάντησε. «Χαιρόμαστε που-»
«Ακριβώς όπως χαιρόσαστε κατά τα τρία χρόνια που εμένα εδώ,» τους ειρωνεύτηκε αναιδώς, με το πιο σκοτεινό και δηλητηριώδες του βλέμμα.
«Θαρρώ πρέπει να ξανασυστηθούμε,» είπε, προτού ο Θόρντον του σέρβιρε ακόμα και μια λέξη. «Όλον αυτόν τον καιρό που διέμενα εδώ, όλοι γνωρίζαμε πως ήμουν φιλοξενούμενος, γεγονός που πλέον αλλάζει ριζικά και μόνιμα.» Έβγαλε την πολύτιμη περγαμηνή, που ακόμα έκαιγε από το φρέσκο βουλοκέρι του Σερίφη. Την άνοιξε και παρέδωσε στα τρεμάμενα χέρια του Θόρντον, για να επικυρώσει τα λόγια του. «Ο καλός σας Αφέντης, ο Κόμης του Χάντινγκτον, μετά την πρωτοφανή, άκρως προκλητική, χλευαστική του πράξη αναρχίας κι ολοφάνερης αψήφησης προς το πρόσωπο του Σερίφη, από σήμερα ανακηρύχθηκε με επίσημο έγγραφο παράνομος και καταζητείται με αμοιβή. Φήμες λένε ότι διέφυγε μαζί με τους φυγόδικους εγκληματίες που απελευθέρωσε, στο δάσος του Σέργουντ, το πασίγνωστο μέρος των κατακαθιών κι αποβρασμάτων της κοινωνίας. Όπως φαντάζεστε, δεν ήρθα μόνο και μόνο για να σας ανακοινώσω αυτά τα δίκαια νέα, που μόνο χαρμόσυνα χαρακτηρίζονται. Είναι ευτυχές που το φίδι έδειξε τα δόντια του, προτού διέμενε εδώ για πολύ και διάβρωνε την ευνομούμενη κοινωνία μας. Λοιπόν, όπως θα διαβάσετε και στο διάταγμα του Σερίφη, από εδώ και στο εξής το Λόξλυ ανήκει στην εποπτεία και κατοχή μου, θα είμαι εγώ ο Άρχοντας του και συντόμως θα λάβω και τον τίτλο του Κόμη του Χάντινγκτον. Συνεπώς, εσείς είστε πλέον δικοί μου υπηρέτες, πλήρως υποτελείς μου και δε θα ανεχτώ παρατυπίες, εμπαιγμούς ή απειθαρχία. Για την τιμωρία των παραβατών, θα φροντίζω προσωπικά!»
«Μάλιστα, κύριε,» αποκρίθηκαν δουλοπρεπώς οι παρευρισκόμενοι, γεγονός που τον ευχαρίστησε απίστευτα, διότι η πειθήνια υπακοή αποτελούσε όμορφη αντίθεση κι αλλαγή, δεδομένης της πρότερης τους αυθάδειας.
«Μάλιστα κύριε,» ακούστηκε μια υβριστική φωνή από τον Τομ, τον νεαρό σταβλίτη. «Όταν έφυγε ο Αφέντης Ρομπέν ήμουν δεκαέξι ετών κι όμως τον σεβόμουν πολύ περισσότερο από εσένα, σκουλήκι, που μόνο τον τρόμο γνωρίζεις να επιβάλλεις!»
Δε συνέχισε. Με μια αστραπιαία κίνηση, ο Γκίζμπορν τον χαστούκισε με την ανάποδη της παλάμης του, ώστε οι αγκράφες του γαντιού βυθίστηκαν στο νεανικό δέρμα και το σημάδεψαν.
«Την επόμενη φορά, θα μαστιγωθείς,» προειδοποίησε με όλη του τη μακάβρια ειλικρίνεια. Στράφηκε στους υπηρέτες εξοργισμένος. «Μη δοκιμάζετε την ανοχή κι υπομονή μου. Πηγαίνετε τώρα, να βοηθήσετε στη μεταφορά των αποσκευών και να μου ετοιμάσετε ένα ζεστό μπάνιο και την κρεβατοκάμαρα του Άρχοντα.»
Η ύστατη προσταγή τον έκανε να ανατριχιάσει. Όλα τα χρόνια που διέμενε εκεί, δεν τολμούσε να κατοικήσει σε εκείνη την κάμαρη, παρά μόνο σε έναν ξενώνα απλώς. Με αυτή του την κίνηση, παγίωνε την κυριαρχία του και σημάδευε τον εαυτό του καθολικά ως Άρχοντα του Λόξλυ.
«Χάνα,» φώναξε τη γηραιότερη υπηρέτρια του σπιτιού, μια γυναίκα γύρω στα τριάντα πέντε, η οποία έσπευδε να του ετοιμάσει το μπάνιο μα αυτό θα περίμενε.
«Μάλιστα,» έσπευσε κοντά του ταπεινά.
«Πρώτον, φρόντισε να αλλάξουν τα σεντόνια στην κάμαρή μου,» απαίτησε αυταρχικά. «Δε θέλω να μολυνθώ από το μίασμα του παράνομου.»
«Φυσικά, κύριε,» ετοιμάστηκε να φύγει μα τη σταμάτησε χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια.
«Πώς είναι η Άννι;» Ρώτησε από υποχρέωση.
«Φοβήθηκε, όταν έφυγες, Άρχοντα μου,» του αποκάλυψε η Χάνα εντίμως. «Ήταν παράξενες οι τελευταίες ημέρες κι από τον Αφέντη Ρομπέν την έκρυψα με προσοχή.»
«Δεν της αρμόζει το Κάστρο, όχι στην κατάσταση της,» τόνισε εκείνος σκεπτικός. «Τώρα που ήρθα για να μείνω, θέλω να φροντίσεις να μην εργάζεται πιεστικά. Δυο μήνες έμειναν, ώσπου να γεννήσει. Έπειτα, θα δούμε.»
«Τι σκοπεύεις να κάνεις;» Έλαβε το θάρρος η υπηρέτρια κι ανταμείφθηκε με βλοσυρότητα.
Δεν της έδωσε καμία απάντηση επειδή πρωτίστως δεν είχε κανέναν λόγο να το κάνει κι έπειτα, δεν είχε καμία απάντηση να της δώσει.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Σου εύχομαι να κυβερνήσεις το Λόξλυ δίκαια και νομιμόφρονα, με την ίδια τάξη που επιβάλλεις και στον εαυτό σου,» αναφώνησε περιχαρής ο Λάμπερτ, τσουγκρίζοντας τα κύπελλα τους για πολλοστή φορά εκείνο το βράδυ. Μονάχα εκείνον είχε καλέσει ο Γκάι, για να γιορτάσουν την ανέλιξη του. Ο μοναδικός φίλος κι έμπιστος που του είχε απομείνει, ήταν παραπάνω από ευτυχής να δεχτεί κι ήρθε σχεδόν πετώντας από το Νότιγχαμ που διέμενε ως το Λόξλυ.
«Θα το κυβερνήσω όπως με προστάξει ο Σερίφης,» ήταν απόλυτα ειλικρινής μαζί του. «Υπακούοντας τον, μονάχα κέρδος θα έχω.»
«Ξέρεις πως διαφωνώ,» σκυθρώπιασε ο νεαρότερος άνδρας, που δεν ενέκρινε καθόλου το μονοπάτι του φίλου του. «Το υλικό κέρδος είναι εφήμερο. Η καρδιά σου πρέπει να κερδίζει κι είμαι σίγουρος πως την παραμελείς.»
«Έφτασε κι αυτής η ώρα,» αποκρίθηκε χωρίς να κρύβει τον ενθουσιασμό του, τον οποίο το κρασί ενίσχυε. «Πλέον, έχω κάθε μέσο και περιουσία. Μου ανήκει το Λόξλυ, αυτό το σπίτι, δεν είμαι πλέον τυχάρπαστος. Η Αρχόντισσα Μάριαν θα με δεχτεί για σύζυγο της, το δίχως άλλο!»
«Μακάρι,» ψιθύρισε με συστολή ο Λάμπερτ. «Μακάρι αυτό το σπίτι να σου φέρει καλοτυχία, παρά τον αιματηρό και ζοφερό τρόπο με τον οποίο κατακτήθηκε.»
«Μιας κι ανέφερες το σπίτι, θα ήθελα να με βοηθήσεις στην αναδιαμόρφωση του,» πρότεινε ο Γκάι. «Με το αζημίωτο, βέβαια. Είσαι φίλος μου μα παραμένεις τεχνίτης.»
«Η χημεία είναι η τέχνη μου,» παραδέχτηκε ντροπαλά εκείνος. «Τη σιδηρουργία την εξασκώ, για να βγάζω το ψωμί μου αξιοπρεπώς.»
«Καλύτερα να πληρώσω εσένα παρά τους σιδεράδες του Λόξλυ που με βλέπουν και φτύνουν στο έδαφος,» επέμεινε ο ιππότης κι ο Λάμπερτ υποχώρησε, βλέποντας στα γκριζογάλανα μάτια του φίλου του μετά από πολλά χρόνια για πρώτη φορά την ελπίδα. Ίσως τελικά αυτή η συγκλονιστική αλλαγή στη ζωή του κι η επιστροφή του Ρομπέν του Λόξλυ να τον είχε πραγματικά ευνοήσει.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Marching away from the stream
This tree, it will die without leaves
This tree, it will die...
And we all still die
Yeah we all still die
What will you leave behind?
Oh we all still die
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Να μαστε, λοιπόν!
Τι μου κάνετε;
Πώς σας φάνηκε το κεφάλαιο;
Κάπως έτσι, ολοκληρώσαμε τη διήγηση του πρώτου επεισοδίου της σειράς.
Στο επόμενο, τα πράγματα γίνονται λίγο πιο... βίαια. Ο Σερίφης εκνευρίζεται, εκβιάζει, τιμωρεί σαν να μην υπάρχει αύριο κι έχουμε άλλον έναν... θρίαμβο (;)
Η Άννι κι ο Λάμπερτ που γνωρίσαμε εδώ είναι σημαντικά πρόσωπα, καταλυτικά, τα οποία στη σειρά δεν αξιοποιήθηκαν ΚΑΘΟΛΟΥ, ΑΛΛΑ για αυτό υπάρχει εδώ η μάνα Βασίλω 😎
Μέχρι το επόμενο κεφάλαιο, να είστε όλοι καλά, να προσέχετε τους εαυτούς σας και τους αγαπημένους σας, Καλό Πάσχα να έχουμε!
*Περίπου στην εβδομάδα του Πάσχα βλέπω να έρχεται το επόμενο κεφάλαιο*
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top