0.0 Η Επιστροφή του Παρελθόντος

~Οι σημερινοί στοίχοι του τραγουδιού μας είναι από το Arsonist's Lullabye του λατρευτού Hozier~

When I was a child, I heard voices
Some would sing and some would scream
You soon find you have few choices
I learned the voices died with me

When I was a child, I'd sit for hours
Staring into open flame
Something in it had a power
Could barely tear my eyes away

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το περίμενε. Όσο κι αν δεν το επιθυμούσε, όσο το απευχόταν με όλη του την ψυχή κι απαρνιόταν από το μυαλό του κάθε πρωί, το περίμενε. Εφόσον δεν είχε φτάσει ποτέ μήνυμα θανάτου, ο κάτοχος της στέγης που διέμενε θα επέστρεφε, αδειούχος και ολότελα σημαδεμένος για πάντα. Ο επίσημος, αναντίρρητος και μοναδικός Άρχοντας του σπιτιού που κάποτε ανήκε σε εκείνον. Ακόμη αδυνατούσε να το πιστέψει, πως το χωριό των προγόνων του και τα θεμέλια του ονομάζονταν Λόξλυ, σαν να ήταν πάντοτε έτσι, σαν εκείνος να ήταν ξένος, ένας φιλόδοξος Γάλλος ιππότης που ερχόταν να κατακτήσει τους νόες και τις καρδιές τους με φωτιά και μαχαίρι, ως εγκληματίας, αλήτης, όχι ευγενής με κάθε δικαίωμα...

Σφάλισε τα μάτια ερμητικά για πολλοστή φορά μέσα σε ένα πρωινό που είχε ξεκινήσει ήρεμα, απλά και φάνταζε γαλήνιο, χωρίς σπουδαία γεγονότα. Όσο κι αν απέφευγε να το παραδεχτεί, λάτρευε την ησυχία, απολάμβανε τη σιωπή και τη γλυκύτητα της αεργίας, λαχταρούσε να περάσει ένα απόγευμα νωθρό όπως οι τεμπέληδες αγροίκοι που διοικούσε, ένα δειλινό που δε θα περιπολούσε ή φρόντιζε την αλλαγή φρουράς μουγκρίζοντας διαταγές κι ο νους του θα του ανήκε, οι σκέψεις του θα μπορούσαν να ταξιδέψουν όπου ποθούσε η ζοφερή ψυχή του.

Το έβλεπε κάθε μέρα ολοκάθαρα ζωγραφισμένο στα αδιανόητα υπεροπτικά, προκλητικά βλέμματα των υπηρετών που συγκατοικούσαν μαζί του στο Μέγαρο Λόξλυ. Η περιφρόνηση τους τον άφηνε αδιάφορο, αγνοούσε την αηδία κι εθελοτυφλούσε στα ειρωνικά τους σχόλια, ωστόσο δεν παρέβλεπε ποτέ εκείνα τα βλέμματα που ούρλιαζαν δεν είσαι παρά ένας φιλοξενούμενος, προσωρινώς ευμενώς ξενιζόμενος, ένα παράσιτο που οσονούπω θα εξαφανιστεί, διότι μόλις γυρίσει ο πραγματικός μας Αφέντης, θα επιστρέψεις στην μαύρη τρύπα της Κόλασης από όπου ξεπρόβαλες.

Τον μισούσαν. Σιχαίνονταν να τον υπηρετούν κι η βλοσυρότητα τους επέφερε μια διαρκή κακοδαιμονία στο ξύλινο οίκημα, μια ακατάπαυστη διάθεση κακοτυχίας και γρουσουζιάς, σαν να εύχονταν πίσω από την πλάτη του αέναη αποτυχία, αναποδιά κι απογοήτευση. Κι εκείνος τους μισούσε. Μα δεν τον ενδιέφερε. Η διαμονή του ήταν προσωρινή. Οι βλέψεις του από την πρώτη στιγμή που είχε επιστρέψει, είχαν στραφεί σε ένα άλλο, μακρινό κι εντελώς διαφορετικό σπίτι, στο οποίο είχε αποφασίσει να εισέλθει κι εγκατασταθεί πάση θυσία. Δεν τους χρειαζόταν, τους ανεχόταν όπως κι εκείνοι αυτόν.

Ωστόσο, η σιωπή τον κατάτρωγε, η κακοδαιμονία τον επηρέαζε υποσυνείδητα, η αποστασιοποίηση κι η ερημιά του επέτρεπαν να κοιτά στο εσωτερικό κενό του -το χίλιες φορές χειρότερο του εξωτερικού- το γεμάτο ζόφο, πόνο και μνήμες μακάβριες, ώστε πλημμύριζε μένος, διότι έτσι είχε μάθει να μετατρέπει την οδύνη και τη σύγχυση του· σε μίσος, λύσσα, βία. Όπως είχε διδαχθεί να σκοτώνει μέσα του κάθε ομορφιά, θέρμη, συναισθηματική ανάγκη, έτσι είχε μάθει να σωματοποιεί κάθε κυκεώνα αισθήσεων σε μια ατέρμονη έκκριση οργής, θυμού και σφοδρότητας κι αλίμονο σε όποιον άμοιρο είχε την ατυχία να χριστεί αποδέκτης.

Ήταν θαυμάσιο, υπέροχο, πανώριο πρωινό. Η άνοιξη είχε μπει για τα καλά κι ο χειμών φάνταζε αλλοτινή ανάμνηση. Η θέα του καθαρού ουρανού και του ζεστού ηλίου έκανε μια καταπληκτική αντίθεση με την ανήσυχη βραδιά που είχε περάσει. Δεν είχε κοιμηθεί καθόλου, δεν είχε κλείσει τα μάτια στιγμή, καθώς κοιτούσε ολονυχτίς τη φωτιά που έκαιγε στο τζάκι της λιτής του κάμαρης. Όταν κοιμόταν, οι εφιάλτες ενός ζοφερού, αμαυρωμένου, σημαδεμένου παρελθόντος τον στοίχειωναν ανελλιπώς, ενώ, όταν ξαγρυπνούσε εμπρός στη φωτιά, αναβίωναν ολοζώντανοι, γλαφυροί, λεπτομερείς, σαν να τους ζούσε ξανά και ξανά, μαζί κι όλο τον πόνο που έφεραν κι όσα χρόνια κι αν περνούσαν παρέμενε αλησμόνητος, έντονος κι αβάσταχτος όπως πρώτα. Αυτή ήταν η προσωπική του τιμωρία, η κύρωση που επέβαλε στον εαυτό του κάθε φορά που διέπραττε έγκλημα, αμαρτία ή παράπτωμα. Δεν υπήρχε κανείς άλλος να το πράξει· πατέρας, μητέρα, αδελφή, σύζυγος. Κι ο Θεός κώφευε, ποτέ δεν εισάκουε καμία προσευχή του. Κι Αυτός ακόμη τον είχε παρατήσει.

Έκαιγαν τα μάτια του από την αϋπνία, βούρκωναν και τα ανοιγόκλεινε μανιωδώς, για να διώξει τα δάκρυα που απειλούσαν να υποδείξουν μια αχαρακτήριστη για αυτόν αδυναμία. Κάποιος σαν αυτόν δεν έπρεπε ποτέ να φαίνεται αδύναμος, ούτε εμπρός στους ανώτερους του μα ούτε και στους κατώτερους, εκείνους τους καταραμένους παλιοχωρικούς, με τους οποίους συνυπήρχε και διαφέντευε. Τις ελάχιστες, σπανιότατες φορές που τα συναισθήματα τρύπωναν στην παγωμένη, σκοτεινή του καρδιά, φρόντιζε να είναι πάντοτε μόνος και να υποφέρει μακριά από μάτια ξένων.

Δεν είχε σταθεί ούτε για να προγευματίσει, είχε ζωστεί τα όπλα του τάχιστα κι είχε αποχωρήσει πάνω στον εβένινό του επιβήτορα, που ταίριαζε απόλυτα αρμονικά με την κατάμαυρη περιβολή του από δέρμα και τα μαύρα μαλλιά που έπεφταν στους κροτάφους και στο μέτωπο ασυνάρτητα, μα ο αέρας έσπρωχνε πίσω, καθώς ίππευε υπερήφανα, υπεροπτικά, ματαιόδοξα. Μοναδικά χρώματα στην κατάμαυρη, σκοτεινή μορφή ζώου κι ανδρός ήταν το κίτρινο χιτώνιο που εξείχε στον λαιμό του μέσα από το μαύρο πανωφόρι -για να τιμάται ο ανύπαρκτος οίκος και το ευγενές ακτήμον όνομα- και τα μάτια του, οι βαθυγάλανες και γκρίζες ίριδες του, που είχε εκπαιδεύσει άρτια να παραμένουν παγερές σε οποιοδήποτε θέαμα εκτός από ένα, το οποίο ακόμη αδυνατούσε να παραδεχτεί. Οι φωτεινές ίριδες εκείνο το πρωινό παραβάλλονταν από άλικα, σπασμένα αγγεία, καταματωμένα, όπως ακριβώς κι η ψυχή του· ένα εντελές, ατελείωτα παρακμάζον ράκος.

Ο δρόμος ως το Νότιγχαμ και το Κάστρο διήρκησε γρηγορότερα από όσο συνήθιζε, διότι το μυαλό του ήταν παντελώς άδειο. Αυτό απολάμβανε μετά από μια άυπνη νύχτα, το μούδιασμα και την παροδική αναισθησία που τον κατέβαλαν, ένιωθε απονεκρωμένος, παράλυτος και άτρωτος, αφού όλη του η ύπαρξη είχε εκμηδενιστεί. Έχοντας περάσει την πέτρινη αψίδα της πύλης και τη γέφυρα της τάφρου, στην αυλή που ελάχιστοι άνθρωποι πέραν των στρατιωτών απαντώνταν, τον περίμενε ο ανώτερος του, ο Διοικητής των Όπλων, ο Ντε Φόρτνοι, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος αυστηρά και ένα λίθινο βλέμμα, γεμάτο χλεύη, ειρωνία κι αποστροφή.

«Άργησες,» ήταν η μόνη του κουβέντα.

«Μπούρδες,» τον αψήφησε κατάμουτρα. «Ούτε δυο ώρες δεν έχει βγει ο Ήλιος.»

«Οι διαταγές σου είναι ρητές· θα βρίσκεσαι εδώ με την αυγή.»

«Οι διαταγές μου είναι να βρίσκομαι εδώ, όταν ξυπνά ο Σερίφης. Εκείνος, ξυπνά τουλάχιστον τρεις ώρες μετά την Αυγή-»

«Σήμερα, έχει ήδη ξυπνήσει και μάλιστα με πολύ άσχημη διάθεση,» τόνισε ο Διοικητής του και τα γαλάζια του μάτια χαμήλωσαν ταπεινωμένα. «Εφόσον έλειπες εσύ, ο θυμός του ξέσπασε σε μερικούς υπηρέτες. Ευτυχώς για εμάς, γλίτωσαν μονάχα με μώλωπες και δε θα χρειαστεί να αναζητήσουμε αντικαταστάτες.»

Ήθελε να ανασάνει ανακουφισμένα που είχε ερήμην του διαφύγει του παράλογου ξυλοδαρμού αλλά συγκρατήθηκε, υψώνοντας ξανά το κεφάλι, κοιτώντας τον Ντε Φόρτνοι κατάματα κι άφοβα. Δε θα του επέτρεπε να τον περιγελάσει ή υποβιβάσει ουδέποτε.

«Πού βρίσκεται τώρα;» Ζήτησε να μάθει με φωνή επίπεδη κι άχρωμη, παρόλο που η βαρύτονος της χροιά προσέδιδε τρόμο.

«Στη Μεγάλη Αίθουσα, ωστόσο θα σου πρότεινα να προσεγγίσεις προσεκτικά. Προγευματίζει κι ίσως αξιοποιήσει τα πιάτα και τα εδέσματα για πυρά εναντίον σου.»

Ενώ ήταν έτοιμος να του αντικρούσει τον εμπαιγμό, κατέφθασε λαχανιασμένη μια περίπολος τεσσάρων έφιππων στρατιωτών, αμούστακων αγοριών ουσιαστικά, έντρομη και βιαστική.

«Τι συμβαίνει;» Αναρωτήθηκαν ταυτόχρονα αμφότεροι, λησμονώντας πλήρως την αμοιβαία τους απέχθεια και αντιπαλότητα.

«Όπως ζητήσατε, κύριε, σήμερα περάσαμε από την αγορά για την απογραφή των προϊόντων,» εξήγησε ο εγγύτερος τους, κοιτώντας τον Διοικητή. «Ο φούρναρης μας δήλωσε δέκα κλεμμένα σακιά αλεύρι. Επιπλέον, ορκιζόταν πως οι πεινασμένοι αγροίκοι που τον λήστεψαν είναι από το Λόξλυ. Αυτόπτες μάρτυρες το επιβεβαίωσαν, εμφανώς επρόκειτο για γνωστούς λωποδύτες.»

«Οι υπαίτιοι πρέπει να συλληφθούν και τιμωρηθούν αναλόγως!» Φώναξε οργισμένα ο Ντε Φόρτνοι και στράφηκε στον Υπασπιστή του. «Πήγαινε μαζί τους στο Λόξλυ, βρες τους και φέρε τους εδώ. Μόλις τους αναλάβει ο Σερίφης, θα καταραστούν την ώρα και τη στιγμή που ζήλεψαν το αλεύρι που εμπορεύονται οι τίμιοι άνθρωποι. Για όνομα του Θεού, πώς κατάντησε έτσι το κράτος του Καλού Βασιλέως Ριχάρδου; Πώς θα επιστρέψει ο Μεγαλειότατος και θα βρει ένα ρημαδιό, ένα άντρο ληστών;»

Φυσικά, ευθύς κατάλαβε πως ο ανώτερος του δεν εννοούσε ούτε μια λέξη από τον έπαινο στον Βασιλιά. Στο άκουσμα του ονόματος του ηγεμόνα τους, όμως, ο μαυροντυμένος ιππότης έφτυσε στο χώμα με καταφρόνηση και χολή. Οι παρευρισκόμενοι πίστεψαν πως χλεύαζε τους παραβάτες χωρικούς μα στην πραγματικότητα δεν έδινε δεκάρα. Τον Ριχάρδο, ωστόσο, τον επονομαζόμενο Λεοντόκαρδο, τον μισούσε με όλη τη δύναμη της ψυχής του, πιο πολύ από τον Ντε Φόρτνοι, από όλους τους συγγενείς και συντοπίτες που του είχαν γυρίσει την πλάτη και καταδικάσει στην ανέχεια, ακόμη περισσότερο κι από τον ειδεχθή, τερατώδη του εαυτό. Κι ο λόγος της αποστροφής αυτής κρυβόταν βαθιά μέσα του και στο φαύλο παρελθόν.

«Αυτός ποιός είναι;»

Η απαίτηση του Ντε Φόρτνοι τον έβγαλε βιαίως από τη σκέψη του, ως ευπρόσδεκτη απόσπαση από την άβυσσο στην οποία κινδύνευε ξανά να βυθιστεί.

Ο Διοικητής των Όπλων υποδείκνυε με τον δείκτη του έναν καστανόξανθο νεαρό με ζωηρά μάτια γεμάτα απάτη, πονηριά και πανουργία, τον όποιον είχαν σύρει οι στρατιώτες μαζί τους δεμένο σφιχτά και φιμωμένο. 

«Τον πιάσαμε στο δάσος,» εξήγησε ο στρατιώτης που κρατούσε το σκοινί του αιχμαλώτου. «Κυνηγούσε παράνομα.»

«Και λοιπόν; Η τιμωρία είναι γνωστή· κόψτε του το ένα χέρι,» θέλησε να ξεφορτωθεί το ζήτημα ο Ντε Φόρτνοι κι ο μαυροντυμένος ιππότης άδραξε την ευκαιρία που απροσδόκητα του είχε προσφερθεί.

«Θα τον αναλάβω εγώ!» Δήλωσε, αρπάζοντας τον λαθροκυνηγό από τους ώμους κι ο στρατιώτης άφησε το σκοινί να κυλήσει στο χώμα. Όσο κι αν αντιστάθηκε, ήταν μάταιο. Η ατσάλινη λαβή του τον είχε παγιδεύσει ολοκληρωτικά.

«Εσύ πρέπει να ερευνήσεις την υπόθεση των αλεύρων στο Λόξλυ!» Του υπενθύμισε αυστηρά ο Διοικητής.

«Μπορούν να περιμένουν,» αντιτάχθηκε αμέσως, σπρώχνοντας κιόλας τον κρατούμενο στα ενδότερα του κάστρου, κατευθυνόμενος στα μπουντρούμια. Μειδίασε σκοτεινά, ώστε το αίμα των στρατιωτών πάγωσε. «Προηγείται η διάθεση του Σερίφη, η οποία σίγουρα θα βελτιωθεί, στο άκουσμα των ουρλιαχτών αυτού του επίδοξου κυνηγού. Προτιμάς να αργήσουμε στην είσπραξη λίγου αλευριού ή να επενδύσουμε στην καθησύχαση του επικεφαλής μας;»

••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••

Βλέποντας τον να εισέρχεται στα μπουντρούμια μαζί με τον έντρομο κρατούμενο, ο δεσμοφύλακας αποσύρθηκε διακριτικά, αφήνοντας του το πεδίο ελεύθερο να δράσει ανενόχλητος. Δεν ήταν τόσο ανόητος ώστε να εμπλέκεται στις διεργασίες του στενού κύκλου του Σερίφη.

Χωρίς να χάσει χρόνο ή να σπαταλήσει έστω και μια στιγμή σκέψης στο βλέμμα τρόμου και καταφρόνησης που του έριξε ο ασχημομούρης γέρος, ο έκπτωτος ιππότης έδεσε τον νεαρό στις εντοιχισμένες αλυσίδες του πλησιέστερου κελιού, κόβοντας τα πρότερα σχοινιά και πετώντας το κουρέλι που είχαν δέσει γύρω από το στόμα του. Οσονούπω, θα αντηχούσαν οι κραυγές του αιχμαλώτου σε όλο το κάστρο μα στα αυτιά του ως μουσική μακάβρια και ζοφερή, ίδια με των εφιαλτών του, και με λίγη τύχη και στα αυτιά του Σερίφη.

Πήρε έναν δαυλό από την πόρτα του κελιού και τον τοποθέτησε δίπλα τους, ώστε να βλέπει όσο καθαρότερα γινόταν τις αντιδράσεις του προσώπου. Ο νεαρός τον κοιτούσε με αψήφηση, αυτοπεποίθηση και σιγουριά. Προφανώς, πίστευε πως θα άντεχε. Όταν, μάλιστα, του χαμογέλασε, χασκογελώντας σχεδόν ειρωνικά, πήρε την απόφαση να του έσβηνε εκείνη την άκρως εκνευριστική, φαντασμένη έκφραση, βάζοντας όλη του την τέχνη στα βασανιστήρια.

«Πώς σε λένε, ψηλέ και φοβερέ υποτακτικέ;» Τον προκάλεσε ανοιχτά και το αίμα του έβρασε.

«Ερωτήσεις εδώ κάνω μόνο εγώ!» Γρύλισε κι αντάμειψε την αναίδεια του με ένα δυνατό χτύπημα της ανάποδης της παλάμης του. Όσο κι αν οι αγκράφες των γαντιών του τον ενοχλούσαν αφόρητα, όταν βασάνιζε αισθανόταν πως αποτελούσαν το ωραιότερο στολίδι της περιβολής του. «Λοιπόν, πώς λέγεσαι;»

Προς μεγάλη του ευχαρίστηση, παρατήρησε πως το χείλος του είχε σκιστεί κι ένα ζεύγος ολόιδιων πληγών είχαν ανοιχτεί στο μάγουλο το οποίο είχε λάβει το χτύπημα. Δεν αντιστάθηκε στο τρομακτικά ζοφερό μειδίαμα που ανελίχθη στα χείλη του. Απολάμβανε τη θέα του αίματος που ο ίδιος είχε προκαλέσει. Άλλωστε, γνώριζε πως ο σαδισμός που διαπότιζε αυτή του την έκφραση, αρκούσε ενίοτε για να λυγίσει έναν κρατούμενο αυτοστιγμεί.

«Άλλαν,» απάντησε σφίγγοντας τα δόντια ο νεαρός απατεώνας.

«Άλλαν τι;» Τον πίεσε, φανερά εκνευρισμένος με την αργοσχολία του. Με τέτοια βραδύτητα, η ανάκριση θα διαρκούσε ημέρες. Συνεπώς, αποφάσισε να επιταχύνει τη διαδικασία, κραδαίνοντας ένα γρυπό εγχειρίδιο από τη ζώνη του σαν γαμψώνυχο γύπα και το έτεινε στον λαιμό του, ώστε η ατσάλινη λεπίδα τον αγκάλιασε ψυχρά ωσάν το άγγιγμα του Θανάτου.

Το θάρρος του νεαρού λύγισε, θωρώντας τη θανάσιμη απειλή όχι μόνο του όπλου αλλά και των ματιών του βασανιστή του που πρόδιδαν μονάχα κρύα αδιαφορία, ψυχραιμία και μια παράφρων διασκέδαση.

«Δε θέλω να φανώ αστείος, φίλε, αλλά σε αυτή την πόλη είστε όλοι αιμοδιψείς αλλοπρόσαλλοι!»

«Θα μου πεις τώρα γιατί κυνηγούσες στο δάσος του Βασιλέως ή θα σου λερώσω τα ήδη κοπρώδη σου ρούχα με αίμα κατευθείαν από τον λαιμό;» Τον απείλησε με απόλυτη ειλικρίνεια, εξημμένος από οργή. Ήλπιζε το βασανιστήριο να νικούσε την υπνηλία του μα δεν κατάφερνε τίποτα.

«Το είπα και στους στρατιώτες σου. Πρέπει να ταΐσω την οικογένεια μου, η γυναίκα μου είναι ετοιμόγεννη κι έχω απελπιστεί! Δεν είχα άλλη επιλογή από το να-»

«Σκάσε!» Πρόσταξε κι ο Άλλαν σώπασε αμέσως, αναμένοντας την επόμενη κίνηση του. Το χέρι με το όπλο στον λαιμό του παρέμεινε εντελώς ακίνητο, ωστόσο το μυαλό του τέθηκε σε τάχιστη λειτουργία. Στιγμιαία, η κτηνώδης, φοβερή του έκφραση εξασθένησε, καθώς ζυγίαζε τις πιθανές του αποφάσεις.

Από τη μια, μπορούσε άνετα να τον αποτελειώσει. Αυτό θα ήταν πανεύκολο για τον ίδιο και διασκεδαστικό για τον Σερίφη, μιας και θα φρόντιζε το πτώμα του να παλουκωνόταν στην πύλη του Κάστρου ως δημόσιο θέαμα και παράδειγμα προς αποφυγήν για επίδοξους παραβάτες του σκληρού του καθεστώτος. Από την άλλη, εάν δεν είχε βαλθεί να τον εξαπατήσει και πράγματι είχε γυναίκα και παιδί ενόψει, η συνείδηση του -αυτή η καταραμένη που στις πιο άβολες στιγμές τον επισκεπτόταν- ούρλιαζε εκκωφαντικά πως θα τον στοίχειωνε ως εφιάλτης και κρίμα θα κουβαλούσε βαρύ στους ώμους του, μαζί με τόσα άλλα που ήδη φαίνονταν αφόρητα. Πόσο μάλλον πλέον, που κι ο ίδιος βρισκόταν σε παρόμοια κατάσταση...

Κάρφωσε το εγχειρίδιο στην πέτρα του τοίχου, γδέρνοντας επιφανειακά το μπράτσο του. Ο Άλλαν ούρλιαξε δυνατά, πιότερο ξαφνιασμένος παρά πονεμένος, παρόλο που αδιαφορούσε πλήρως. Είχε λάβει την κραυγή που αποζητούσε κι ο αφέντης του είχε σίγουρα ευφρανθεί στο άκουσμα της. Καθώς έκρυβε ξανά το φοβικό όπλο στη ζώνη του, ο κρατούμενος εξέτασε με το μάτι της πληγή και βεβαιώθηκε πως δεν ήταν σοβαρή.

Οπισθοχώρησε πισοπατώντας νευρικά κι εξήλθε του κελιού, κλειδώνοντας τριπλά τον Άλλαν μέσα, βέβαιος πως δε θα διέφευγε.

«Θα δούμε αν ευσταθούν τα λεγόμενα σου, αν έλθει και σε αναζητήσει η γυναίκα σου,» ψιθύρισε χαλύβδινα. «Την τελική σου μοίρα, εξάλλου, θα την αποφασίσει ο Σερίφης.»

Απομακρύνθηκε κρατώντας τη μύτη του αηδιασμένος. Ο Άλλαν, μέσα στην τρομάρα ή την ανακούφιση που είχε κερδίσει λίγες ώρες ζωής, είχε ουρήσει μέσα στο κελί κι η μπόχα έμοιαζε ανυπόφορη.

••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••

Ίππευσε πίσω στο Λόξλυ με τη συνοδεία δέκα δικών του στρατιωτών, σηκώνοντας όρη σκόνης στον διάβα του, ώστε θύμιζε πλάσμα αιθέριο, δαιμόνιο άναρχο, κατευθείαν από την Κόλαση ή έναν Καβαλάρη της Αποκάλυψης. Ταυτοχρόνως, όλοι οι υπόλοιποι ενεργοί στρατιώτες φέροντες το έμβλημα του είχαν καλεστεί, για να βοηθήσουν στην εκδίωξη των χωρικών από τα σπίτια και στη συγκέντρωση τους στο κέντρο του χωριού. Θα έψαχναν όλα τα σπίτια ενδελεχώς, μέχρι να έβρισκαν τα δέκα κλεμμένα σακιά κι οι ιδιοκτήτες των σπιτιών εκείνων θα συλλαμβάνονταν πάραυτα. Η δουλειά θα γινόταν τάχιστα, αποφασιστικά κι αποτελεσματικά κι οσονούπω θα επέστρεφε επιτυχημένος θριαμβευτής στο Κάστρο, για να επιδείξει άλλο ένα του κατόρθωμα στον Ντε Φόρτνοι που σίγουρα θα εισέπραττε έπαινο από τον Σερίφη.

Καθώς οι στρατιώτες ορμούσαν στα σπίτια και έψαχναν βιαίως, πετώντας χωρικούς ανεξάρτητου ηλικίας έξω σαν να ήταν αυτοί σάκοι, ο ίδιος απευθύνθηκε στο συγκεντρωμένο πλήθος με το πιο θανάσιμα ανατριχιαστικό του μειδίαμα κι όση περισσότερη φοβέρα διέθετε στην εκ φύσεως βαθεία φωνή του. Σε κάθε του φράση έκανε μια εσκεμμένη σύντομη παύση για έμφαση.

«Δέκα σάκοι αλεύρι έχουν εξαφανιστεί από το κατάστημα. Θα βρεθούν.» Σήκωσε το γαντοφορεμένο δεξί του χέρι κι άγγιξε το σημείο της καρδιάς επιδεικτικά, απειλώντας τους ευθαρσώς με τις αμυχώδεις αγκράφες. «Θα λογοδοτήσουν το δίχως άλλο.»

Τα μάτια του έλαμπαν με οριακά συγκρατημένη οργή κι η ματωμένη τους άυπνη μορφή μονάχα ενίσχυαν την τρομακτική, επιβλητική του φιγούρα.

Οι στρατιώτες του έσυραν και πέταξαν εμπρός του δυο σάκους ως ευρήματα κι έναν νεαρό αμούστακο, κάπου στην εφηβεία. Οι υπόλοιποι, συγκεντρώνονταν νωχελικά γύρω του ξανά σαν μέλισσες στην κυψέλη.

«Αυτά είναι όλα, κύριε,» τον ενημέρωσε για το προφανές ένας λοχίας του.

Καταπίεσε τον θυμό του από σίγουρη έκρηξη. Αναρωτήθηκε ενδόμυχα γιατί έπρεπε αυτοί οι επαίσχυντοι αγροίκοι να δημιουργούν τροχοπέδες στις πιο λογικές καταστάσεις. Έτεινε τον δείκτη του κατηγορηματικά κι έσφιξε τα δόντια ανυπόμονα.

«Ποιός βοήθησε αυτό το...» Σεβάστηκε τις παρούσες γυναίκες και δεν ξεστόμισε τη βρισιά που είχε ανεβεί στη γλώσσα του. «Αυτό το νανώδες ζώο;»

Σιωπή. Ο εκνευρισμός του αυξήθηκε δραματικά.

«Ας έρθει εμπρός μου τώρα κι ίσως φανώ επιεικής.»

Η σιωπή παρέμεινε. Έπλεξε τα δάχτυλα του και ξεφύσησε, πλήρως αγανακτισμένος πλέον. Το Λόξλυ ήταν δικό του, του είχε παραχωρηθεί με επίσημο έγγραφο από τον Σερίφη, για τέσσερις χειμώνες διαφέντευε αυτούς τους άξεστους χωριάτες κι ακόμη δεν είχαν συμμορφωθεί. Όσο κι αν τους καταπίεζε, τους εκβίαζε, τους στράγγιζε μέχρι την τελευταία τους πένα εκτελώντας κατά γράμμα τις εντολές των ανώτερων του, εκείνοι παρέμεναν πεισματικά και προκλητικά αψηφόντες. Αχάριστα σκυλιά, δεν εκτιμούσαν απολύτως τίποτα, τον χλεύαζαν κι ακόμη και πέντε χρόνια αργότερα εξυμνούσαν τον παλιό τους Άρχοντα, που τους είχε παρατήσει για να πολεμήσει στην ανόητη Σταυροφορία του ανεκδιήγητου Ριχάρδου!

«Κανένας δεν έρχεται;» Συνέχισε, νιώθοντας πως μονολογούσε σε μια συστάδα κούφιων δέντρων. «Οι εναπομείναντες αυτουργοί θα βρεθούν και το έγκλημα θα τιμωρηθεί.» Κατέληξε βράζοντας ολόκληρος εσωτερικά και στράφηκε στους στρατιώτες. «Πάρτε το αγόρι.»

«Περιμένετε!» Ακούστηκε μια άγνωστη μα επιτακτική φωνή, που απέπνεε κύρος.

Αυτόματα, όλα τα βλέμματα κατευθύνθηκαν στην πηγή της κι ο μαύρος ιππότης δε χρειάστηκε ούτε μια στιγμή για να τον αναγνωρίσει, μολονότι είχαν περάσει αμέτρητα χρόνια και ζωές από την ύστατη τους συνάντηση. Τότε, ήταν αγόρια άγουρα κι ήλπιζε πως δε θα συναντιούνταν ποτέ ξανά. Πάγωσε. Τον κοιτούσε με λίθινη έκφραση, ανίκητος κι αμίλητος, περίεργος για το πώς θα του φερόταν, δεδομένου του τραυματικού παρελθόντος και της αμοιβαίας εχθρότητας που τους ένωνε.

«Ο Γκάι του Γκίζμπορν;» Ρώτησε ο γνωστός άγνωστος, το φάντασμα που πλανιόταν γύρω από τα πάντα στο χωριό, στους νόες και τις καρδιές των ανθρώπων, ακόμη και στον αέρα τον είχε αισθανθεί να ελλοχεύει και να στοιχειώνει ως μια ανύπαρκτη σκιά κάθε του στιγμή, πράξη και λέξη. Πλέον, τον πλησίαζε με τη χαρακτηριστική του αυτάρεσκη στάση και τον παρατηρούσε εξονυχιστικά με τη σθεναρά του ματιά.

«Σερ Γκάι του Γκίζμπορν για σένα!» Φώναξε αυστηρά ένας από τους στρατιώτες του κι ανακουφίστηκε που απέφυγε να συνδιαλεχθεί μαζί του. «Και υποκλίσου μπροστά στον Άρχοντα σου!»

«Σερ Γκάι του Γκίζμπορν,» μιμήθηκε ο ηλιοκαμένος νέος που θυμόταν ως κακομαθημένο, χτικιάρικο νιάνιαρο. Στάθηκε μπροστά στο άλογο του με κύρος και ματαιοφροσύνη έμφυτη. «Ονομάζομαι Ρομπέν, Κόμης του Χάντινγκτον κι Άρχοντας αυτού του Μεγάρου. Προφανώς, οι υπηρεσίες σου εδώ δεν είναι πλέον απαραίτητες.»

Έμεινε να τον κοιτά εντόνως με τα θυελλώδη γαλάζια του μάτια, μουδιασμένος κι ανίκανος να αρθρώσει έστω και μια λέξη. Έσφιξαν τα δάχτυλα του γύρω από τα ηνία του αλόγου κι ολόκληρο το σώμα του έτρεμε αδιόρατα, ενώ ο νους του ανακαλούσε μνήμες άλλοτε χαμένες και θαμμένες βαθιά.

Ένας υπηρέτης του, τότε, εμφάνισε έναν γούνινο μανδύα, σύμβολο του Οίκου και της αρχοντικής του καταγωγής και τον τύλιξε γύρω από τους ώμους του Ρομπέν με σχεδόν θρησκευτική ευλάβεια και λατρεία. Στο θέαμα αυτό, οι παρευρισκόμενοι χωρικοί υποκλίθηκαν με δέος κι αμέριστο σεβασμό μπροστά στον Άρχοντα του Λόξλυ, χωρίς να νοιάζονται που ο επί τέσσερις χειμώνες τοποτηρητής τους ήταν παρών και φανερά οργισμένος.

Είχε ξεφτιλιστεί δημοσίως από το παλιόπαιδο. Δεν ήταν πρώτη φορά, ωστόσο θα φρόντιζε να ήταν η τελευταία. Δεν αντέδρασε, παρακολουθούσε παθητικά κι εξέταζε κάθε δράση και βλέμμα με αμέριστη προσοχή, παρόλο που ο νους του ανέτρεχε στο φαύλο, ζοφερό, τραυματικό παρελθόν.

Ανάκατες, ασυνάρτητες εικόνες πλημμύρισαν τη μνήμη του. Αναμνήσεις που έφεραν την ίδια πορφυρή, ιώδη οδύνη. Μια φλεγόμενη ρόδα, ένας δαυλός, μια προδοσία αλεπάλληλη κι η φωτιά. Η Φωτιά. Δεν έφταιγε εκείνος.

Δεν έφταιγε εκείνος. Όχι, δεν έφταιγε, ήταν ατύχημα, δεν είχε βάψει τα χέρια του με αίμα από τότε! Εκείνο το δεκαεξάχρονο αγόρι ήταν αθώο, αδαές, απρόσεκτο, δεν αναγνώρισε τον κίνδυνο και πλήρωσε το τίμημα οικτρά.

Μα έφταιγε. Φυσικά κι έφταιγε. Για όλα ευθυνόταν εκείνος, για όλες τις καταστροφές και τους ολέθρους που είχαν απεκολουθήσει, για όλο τον ξεπεσμό και την ταπείνωση που είχε υποστεί το όνομα κι η οικογένεια του.

Ο Γκάι του Γκίζμπορν, ιππότης μονάχα κατ'όνομα πια, κοίταξε κατάματα τον Ρομπέν του Λόξλυ, κρύβοντας το πληγωμένο παιδί που φώλιαζε στην παγωμένη του καρδιά κι ένευσε πλαγίως καταφατικά, αναγνωρίζοντας την παρουσία του. Έμοιαζε αλώβητος, μεγαλειώδης, ισχυρός, ενώ ενδόμυχα έτρεμε και σπάραζε, θρηνώντας μια ολότελα απονεκρωμένη, σαθρή ευτυχία.

«Καλωσήρθες,» αποκρίθηκε ξερά. «Επίτρεψε μου να σε συνοδεύσω στο Μέγαρο.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

When I was sixteen, my senses fooled me
For gasoline was on my clothes
I knew that something would always ruin me
I knew that sin was mine alone

When I was a man I thought it ended
When I knew love's perfect ache
My Peace was always depended
On all the ashes in my way

All you have is your fire
And the place you need to reach
Don't you ever tame your demons
But always keep them on a leash

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Να 'μαστε λοιπόν! Ιδού το πρώτο κεφάλαιο! Πώς σας φάνηκε;

Ειλικρινά η γνώμη σας μου είναι απαραίτητη, διότι τέτοια ενδοσκόπηση σε τόσο σκοτεινό χαρακτήρα δεν έχω κάνει ποτέ κι είναι πραγματικά γιγαντιαία πρόκληση.

Τώρα, πιθανότατα έχετε απορίες. Μη φοβού, ωστόσο, διότι όλα θα αποκαλυφθούν αργότερα κι αγάλι αγάλι.

Στο επόμενο κεφάλαιο, θα εξερευνήσουμε λίγο παραπάνω παρελθόν, ενώ θα γνωρίσουμε μερικούς ακόμη κλασικούς ήρωες· τον φίλτατο Σερίφη, τον αγαπημένο Ματς που εδώ φόρεσε τον μανδύα στον Ρομπέν, τα αδέλφια Σκάρλετ και τον μεγάλο μου έρωτα σε αυτή τη σειρά, τη Μάριαν!

Σας φαίνεται πολύ σκοτεινή η ατμόσφαιρα; Και πού είστε ακόμη!

Επίσης, φιλική προειδοποίηση, ο Άλλαν είναι ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ σημαντικός χαρακτήρας και μεγάλη μου αδυναμία, οπότε θα τον δούμε δεόντως να φιγουράρει εδώ. Πέραν του ότι έχει ατακάρες κι απίστευτο χιούμορ, πρόκειται για εξαιρετικά ενδιαφέροντα χαρακτήρα, κυρίως γιατί θα βρεθεί μεν στην πλευρά των καλών αλλά φέρει σκοτάδι και μια μοχθηρία, λόγω του προτέρου βίου του ως απατεώνας. Και θα τον δούμε κι επί το έργον, έννοια σας!

Είμαι ενθουσιασμένη, ομολογώ! Φαίνεται πολύ; 😂😂😂

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για πολλοστή φορά που με συνοδεύετε σε αυτή μου τη συγγραφική αποκοτιά. Μέχρι το επόμενο κεφάλαιο να είστε όλοι καλά, να προσέχετε τους αυτούς σας και τους αγαπημένους σας!!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top