Κεφάλαιο 1

Τα πράσινα μάτια της Ελέανορ για άλλη μια φορά ήταν προσηλωμένα στο σπίτι που βρισκόταν απέναντι από το δικό της. Καθ' όλη τη διάρκεια της μέρας ένιωθε κάποιον να έχει καρφωμένα τα μάτια του πάνω της.

Ακούμπησε το κεφάλι της πάνω στο παράθυρο απαλά και συνέχισε να κοιτάζει το σπίτι. Έριξε μια ματιά σε όσους περνούσαν δίπλα από εκείνο το σημείο. Η συμπεριφορά τους ήταν περίεργη. Πολύ περίεργη.

Άφησε μια ανάσα να ξεφύγει από τα χείλη της και όδευσε προς το σαλόνι. Για άλλη μια φορά ήταν μόνη της στο σπίτι. Οι γονείς της Πίτερ και Άσλει έλειπαν στην εταιρία. Το είχε συνηθίσει πλέον, να περνάει μόνη της τα απογεύματα μερικές φορές και τα βράδια. Κοίταξε έξω τον μουντό ουρανό. Θα βρέξει σκέφτηκε ενώ συνέχισε να κοιτά τον γκρίζο ουρανό περιμένοντας τις σταγόνες της βροχής να πέσουν πάνω στο παράθυρο της.

Την ησυχία του χώρου έσπασε το κουδούνι. Με αργά βήματα πήγε να ανοίξει τη βαριά εξώπορτα όμως τότε ένα μικρό έντομο τρύπωσε στο μυαλό της μια φράση που της έλεγε πάντα η μητέρα της. Όσο δεν είμαστε εμείς σπίτι δε θα ανοίξεις την πόρτα σε κανένα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και απομακρύνθηκε από εκεί. Κάθισε πάλι στον καναπέ του σαλονιού δίπλα στο παράθυρο και συνέχισε να κοιτά τον ουρανό. Τότε το βλέμμα της έπεσε πάνω σε έναν άντρα στο απέναντι πεζοδρόμιο. Την κοιτούσε. Το βλέμμα της έμεινε στυλωμένο πάνω του όπως και το δικό του σε αυτήν. Ένας δυνατός κρότος ακούστηκε από το εσωτερικό του σπιτιού, γύρισε το κεφάλι της να δει τι ήταν. Λίγο πιο μακρυά της υπήρχε ένα σπασμένο ποτήρι.

Πριν σηκωθεί για να μαζέψει τα σπασμένα κομμάτια από το γυαλί, έριξε μια μάτια στον άντρα του απέναντι πεζοδρομίου. Δεν ήταν εκεί. Κούνησε ελαφριά το κεφάλι της, νομίζοντας πως ήταν άπλα αποκύημα της φαντασίας της.

Λίγο πριν πάει στην κουζίνα η ματιά της έπεσε πάνω σε μια φωτογραφία. Η ίδια ήταν στην ηλικία των έξι, υπό κανονικές συνθήκες θα θεωρούνταν μια φυσιολογική φωτογραφία. Αν όμως παρατηρούσε κανείς πιο προσεκτικά θα διέκρινε έναν άνθρωπο λίγα μέτρα μακρυά της, να κοιτά προς την κατεύθυνση τους. Πήρε τη φωτογραφία και εστίασε την προσοχή της εκεί. Ένοιωσε σαν να τον είχε ξανά δει κάπου. Στο πρόσωπο του ξένου υπήρχε χαραγμένο ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Μόλις διέκρινε αυτή τη λεπτομέρεια ένα ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά της και η αίσθηση πως κάποιος την παρακολουθεί επέστρεψε πιο έντονη από ποτέ.

Έριξε μια ματιά γύρω της. Βρισκόταν μόνη σε ένα τεράστιο σπίτι. Ο ήχος του σταθερού τηλεφώνου ήχησε απόμακρος στο άδειο σπίτι. Όδευσε προς την κατεύθυνση οπού ακουγόταν ο ήχος. Στάθηκε λίγη ώρα πάνω από το τηλέφωνο απλά παρατηρώντας το. Τα χέρια της έτρεμαν καθώς έβαλε το ακουστικό στο αυτί της

«Παρακαλώ;» ακούστηκε η φωνή της αδύναμη.
«Αγάπη μου, είσαι καλά;» η ανησυχία ήταν εμφανής στη χροιά της φωνής της μητέρας της. Η Ελέανορ έκλεισε τα μάτια της γεμάτη ανακούφιση.
«Καλά είμαι μητέρα.» απάντησε με ένα χαμόγελο ανακούφισης να χαράζεται στα χείλη της. Ένα χαμόγελο που σύντομα έσβησε όταν της ανακοίνωσε πως θα αργήσουν να έρθουν. Η Ελέανορ είπε ένα απλό «Εντάξει» αφήνοντας το σταθερό πάνω στο τραπεζάκι.

Μόλις μάζεψε τα γυαλιά από το πάτωμα κάθισε πάλι στη γνωστή θέση της δίπλα στο παράθυρο. Μάζεψε τα πόδια της και τοποθέτησε το κεφάλι της πάνω στα γόνατα. Άφησε τα δάκρυα της να κυλήσουν πάνω στα μάγουλα της. Ανέκαθεν δεν της άρεσε να μένει μόνη της τα βράδια. Κάτι άσχημο συνέβαινε σε αυτή την πόλη και κάνεις δεν της έλεγε. Οπότε ρωτούσε άλλαζαν συζήτηση ή στη χειρότερη έφευγαν αφήνοντας τη μόνη με τα αναπάντητα ερωτήματά της.

Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε τα πόδια της. Ήθελε να γυρίσει πίσω στο παλιό της σπίτι, στην παλιά της γειτονιά, να περάσει χρόνο με τους φίλους της. Εδώ δεν της άρεσε καθόλου. Τα πάντα είχαν αλλάξει. Έμενε περισσότερες ώρες μόνη της πράγμα που δεν την ενοχλούσε ιδιαίτερα. Αυτό που την τρόμαζε σε αυτό το σπίτι ήταν το κτήριο απέναντι. Κάθε μια του μήνα άκουγε αργά το βράδυ μια γλυκιά μελωδία, που μπορούσε κάλλιστα να την κοιμίσει αν στο τέλος αυτού του γλυκού ήχου δεν υπήρχε το ουρλιαχτό.

Άκουσε χτυπήματα δίπλα της. Γύρισε και είδε πως σιγά - σιγά οι σταγόνες της βροχής έπεφταν πάνω στο παράθυρο της, χαράζοντας τη δική τους διαδρομή πάνω στο κρύο παράθυρο. Ένα ρίγος διαπέρασε ξανά τη σπονδυλική της στήλη. Κοίταξε για άλλη μια φορά γύρω της. Ήταν μόνη. Γύρισε ξανά προς το παράθυρο. Το αίμα της σταμάτησε όταν ακριβώς μπροστά από το σπίτι της, λίγα μέτρα μόνο μακρυά της, βρισκόταν ένας άντρας. Το κεφάλι του έγερνε ελαφρά προς τη μια άκρη και την κοιτούσε με ένα τεράστιο χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη του.

Το στόμα της στέγνωσε και το σώμα της δεν υπάκουγε στην κυριότερη εντολή του εγκεφάλου. ΤΡΕΞΕ.

Ένας κεραυνός στόλισε τον βροχερό ουρανό, κάνοντας τη ματιά της να φύγει για λίγα δευτερόλεπτα από τον άγνωστο άντρα. Όταν ξανά γύρισε προς την κατεύθυνση που προ λίγου βρισκόταν ο ξένος, δεν είδε κανένα. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια της σε μια προσπάθεια να πείσει τον εαυτό της πως όλα αυτά ήταν γέννημα της φαντασίας της. Κοίταξε το ρολόι τοίχου η ώρα έδειχνε έντεκα το βράδυ. Πήγε στο δωμάτιο της, πήρε στα χέρια της το μαξιλάρι και μια κουβέρτα και όδευσε προς το δωμάτιο των γονιών της, το οποίο βρισκόταν στην άλλη άκρη του σπιτιού, μακρυά από το αλλόκοτο και περίεργο σπίτι.

Ξάπλωσε στο μαλακό στρώμα και κοίταξε το λευκό τοίχο του ταβανιού. Παλιότερα αυτό το δωμάτιο ανήκε στη γιαγιά της, μαζί περνούσαν την ώρα τους σε αυτό τον χώρο. Πάντα της άρεσε να έρχεται εδώ για να βλέπει τη γιαγιά της. Από τότε που απεβίωσε όμως ζει εδώ μαζί με τους γονείς της. Της έλειπε η συντροφιά της γιαγιάς της και οι ώρες που περνούσαν μαζί.

Το χέρι της άγγιξε το σταυρό της γιαγιάς της, που πάντα κρέμονταν στον λαιμό της από την ημέρα που της τον έδωσε. Στα δωδέκατα γενέθλια της. Ήθελε σε κάποιον να μιλήσει να πει όλα όσα τη βασανίζουν το τελευταίο διάστημα που ζει εδώ. Μου λείπεις πολύ γιαγιά. Ψιθύρισε κλείνοντας τα μάτια της σε μια προσπάθεια να κοιμηθεί.

Το σώμα της είχε βυθιστεί σε έναν βαθύ και γλυκό ύπνο, καθώς ένας ήχος την έκανε να τιναχτεί. Κοίταξε ξανά γύρω της, προσπάθησε να αφουγκραστεί τον χώρο για να βεβαιωθεί αν όντως άκουσε τον ήχο. Ψίθυροι άρχισαν να ακούγονται από τον διάδρομο αρκετά κοντά στο δωμάτιο οπού βρισκόταν. Με γρήγορες κινήσεις πέρασε τα σκεπάσματα πάνω από το κεφάλι της και έκλεισε σφιχτά τα μάτια της. Οι ψίθυροι ακούγονταν τώρα πολύ κοντά της, κάτι που την έκανε να κρατήσει την αναπνοή της, ελπίζοντας να μην την καταλάβουν.

Ένα χέρι ακούμπησε τα σκεπάσματα τραβώντας τα, κάνοντάς τη να τσιρίξει και να βουρκώσει από τον τρόμο. Όταν η όραση της συνήθισε στο σκοτάδι μπροστά της είδε δυο ανήσυχα βλέμματα. Ήταν οι γονείς της. Στη διαπίστωση της αυτή έτρεξε πάνω στην αγκαλιά τους και άφησε τον εαυτό της να κλάψει. Να κλάψει όπως ποτέ άλλοτε. Τα χέρια της μητέρας της τυλίχθηκαν γύρω από το μικρο σωματάκι της προσπαθώντας να την καθησυχάσουν. Εκείνο το βράδυ, ήταν η πρώτη φορά που η Ελέανορ δεν άκουσε το γλυκό νανούρισμα από το απέναντι σπίτι. Κοιμόταν γλυκά στην αγκαλιά των δυο γονιών της με την ασφάλεια να την κατακλύζει.

★★★

Χωρίς την βοήθεια της Little_dreamer613 η ιστορία αυτή δεν θα είχε δημιουργηθεί! Σε ευχαριστώ πάρα πολύ. Μετά από τόσα χρόνια κατάφερα να την ολοκληρώσω!! Ελπίζω να σου αρέσει το αποτέλεσμα όταν ανέβουν με το καλό όλα τα κεφάλαια ❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top