ΠΈΝΤΕ
i'm yours - Isabel LaRosa
Η προσγείωση ακούστηκε ελάχιστα. Όταν ο Έρικ αναφώνησε και σύρθηκε αντανακλαστικά πάνω στο έδαφος, η Άλις χαμογέλασε. Το μυαλό της είχε θολώσει, αλλά το μόνο που ένιωθε ήταν μία αφοπλιστική διαύγεια. Αν το λιοντάρι θελήσει κάτι, δεν το σταματάει τίποτα.
"Πόσην ώρα ήσουν εκεί πάνω;" την ρώτησε στραβοκαταπίνοντας.
Η Άλις έκανε μερικά βήματα προς το μέρος του. Ο Έρικ δεν είχε ξεχάσει τα λόγια της: βγαίνω εκτός ελέγχου. Κράτησε την ανάσα του, όταν χαμήλωσε στο ύψος του.
"Αρκετή" απάντησε μπροστά στο πρόσωπό του.
Τα μάτια της έλαμπαν. Ο Έρικ αντανακλαστικά βλεφάρισε. Κάτι στην ατμόσφαιρα είχε αλλάξει. Το βλέμμα της Άλις καρφώθηκε στο τετράδιο που είχε πετάξει λίγο πιο δίπλα. "Δεν ήξερα ότι σου έκανε τόσο εντύπωση η πλάτη μου".
Θα τον έδιωχνε, θα του φώναζε, θα του θύμωνε. Το πρόσωπο του Έρικ πήρε φωτιά. "Εγώ... Δηλαδή δεν-". Τα λόγια του διακόπηκαν, όταν γύρισε και τον κοίταξε με ένα χαμόγελο που έκανε την καρδιά του να χάσει έναν χτύπο.
"Αν ήθελες ζωντανό μοντέλο, έπρεπε απλά να ζητήσεις. Από μνήμης ξεχνάς εύκολα λεπτομέρειες". Ήταν τόσο κοντά που τα μαλλιά της γαργαλούσαν το σαγόνι του.
Στραβοκατάπιε. "Όχι δεν πειράζει, θυμόμουν ό,τι χρειαζόμουν". Το γέλιο της Άλις έμοιασε πιο πολύ με βρυχηθμό. Όταν ασυναίσθητα έγλειψε τα χείλη του από νευρικότητα, το βλέμμα της σοβάρεψε.
"Ζωγράφισες μέχρι και την ουλή" του είπε και κάτι στις λέξεις της έσυρε έξω πόνο.
Ο Έρικ αγχώθηκε. "Δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση"
"Δεν με έφερες σε δύσκολη θέση" είπε και το βλέμμα της συγκεντρώθηκε στην ζωγραφιά. "Δεν την έχω δει ποτέ"
Τα μάτια της γυάλιζαν. Από συνήθεια πια σήκωσε το χέρι του και ακούμπησε το πρόσωπό της. "Καις" της είπε και η φωνή του βγήκε πιο βραχνή από όσο περίμενε. "Πάμε να ξαπλώσεις"
"Θες να μάθεις πώς έγινε;" ρώτησε απότομα η Άλις, αγνοώντας τι της είπε και κοίταξε αφηρημένα το χέρι του στο έδαφος.
Ο Έρικ κράτησε την ανάσα του. Ήξερε ότι έπρεπε να την ηρεμήσει, να την βάλει να ξαπλώσει, αλλά ήταν τόσο ελάχιστες οι φορές που από μόνη της ήθελε να του ανοιχτεί που δεν μπόρεσε να αντισταθεί. "Μόνο αν θες να μου πεις"
"Κυνηγοί. Σαν αυτούς που μας κυνήγησαν τις προάλλες. Φρικτά πλάσματα, με τόσος μίσος μέσα τους που δεν ξέρω πώς χωράει"
Την έβλεπε να πονάει από τις λέξεις.
"Άλις ίσως να μην..."
"Ένας απλά όρμησε πάνω μου και έμπηξε το μαχαίρι στην ράχη μου. Δεν έχει σημασία αν είμαι η λέαινα ή άνθρωπος. Δεν έχει σημασία αν τους μοιάζω ή όχι - άπαξ και σε θεωρήσουν τέρας, δεν ξαναγίνεσαι ποτέ άνθρωπος"
"Άλις-"
"Δεν το κατάλαβα ποτέ. Γιατί ο γείτονας απατάει την γυναίκα του και εκείνη το συγχωρεί. Γιατί ένα παιδί μπορεί να σκοτώσει μία γάτα και οι γονείς του θα το συγχωρέσουν. Γιατί ο φούρναρης δέρνει τον γιο του παρόλο που το μόνο που έχει κάνει λάθος είναι να τον αγαπάει περισσότερο από όσο του αξίζει - και εκείνος τον συγχωρεί" κοίταξε τον Έρικ στα μάτια και βρήκε μέσα το ίδιο τρομαγμένο παιδί που κρυβόταν και στα δικά της. "Εγώ δεν αξίζω συγχώρεση για το λάθος μου. Αλλά ούτε κι αυτοί. Με κάνει το ένα φρικτό λάθος τέρας; Στα πόσα ξαναγίνομαι άνθρωπος;"
Πετάχτηκε όρθια και έκανε μερικά ζαλισμένα βήματα πίσω.
Ο Έρικ σηκώθηκε κι αυτός. "Δεν είσαι τέρας, Άλις"
"Είμαι. Ξέρεις πόσο καιρό έχω να ακούσω το όνομά μου; Το λες και τις περισσότερες φορές δεν το αναγνωρίζω ως δικό μου. Αν δεν έχω ούτε όνομα πώς μπορώ να είμαι άνθρωπος;". Δεν κατάλαβε πότε άρχισε να κλαίει.
"Το να σε θεωρούν οι άλλοι τέρας δεν σε κάνει τέρας. Όπως και το να σε θεωρούν άνθρωπο δεν σε κάνει άνθρωπο"
"Και τι σε κάνει άνθρωπο;"
"Το να νιώθεις πράγματα" της απάντησε πολύ γρήγορα. Η καρδιά του βροντοχτυπούσε στο στήθος του.
Δεν ήταν τέρας. Η φωτιά έκανε τα μαλλιά της να λάμπουν. Οι σκιές έπεφταν στο πρόσωπό της σαν δαντέλα. Τα μεγάλα μάτια της τον κοιτούσαν μεθυσμένα. "Νιώθω" του είπε με έναν τρόπο τόσο απλό και ειλικρινή που έκανε την καρδιά του να χάσει έναν ακόμα χτύπο. "Θυμάσαι που με ρώτησες αν έχω σκοτώσει ποτέ μου άνθρωπο;"
Ο Έρικ δεν μπόρεσε να ανοίξει το στόμα του οπότε απλά κατένευσε.
"Μόνο έναν, όταν ήμουν δώδεκα. Ήταν το βράδυ των γενεθλίων μου για την ακρίβεια - η πρώτη φορά που μεταμορφώθηκα. Τις πρώτες φορές δεν θυμόμουν τίποτα, δεν έλεγχα τίποτα"
"Άλις δεν χρειάζεται να-"
"Το επόμενο πρωί ξύπνησα με σκισμένα ρούχα και λουσμένη στο αίμα έξω από το σπίτι μου. Μπήκα μέσα όταν άκουσα την κραυγή της μαμάς μου - δεν είχα ιδέα τι είχε γίνει. Έφτασα πίσω τους και κοίταξα μέσα στο δωμάτιο του Χανς. Τόσο μα τόσο αίμα" κούνησε το κεφάλι της και συνοφρυώθηκε. "Και στην μέση, το σώμα του. Τσίριξα. Γύρισαν να με κοιτάξουν με μάτια γουρλωμένα, γεμάτα φόβο. Ο μπαμπάς μου άρχισε να ουρλιάζει, η μαμά μου σωριάστηκε στο πάτωμα. Έτρεξα έξω. Μου έριξε με την καραμπίνα," έδειξε μία μικρότερη ουλή στο αριστερό της μπράτσο, "με πήρε ξώφαλτσα. Μου ούρλιαξε να μην ξαναγυρίσω ποτέ"
"Και δεν ξαναγύρισες;" την ρώτησε σχεδόν βουρκωμένος.
Έψαχνε να βρει στα μάτια του κάποια αλλαγή, στον χτύπο της καρδιάς του, στις ανάσες του και βρήκε. Αλλά δεν ήταν ο φόβος που περίμενε να βρει, δεν ήταν κάποια επιθυμία να τρέξει και να την αφήσει πίσω. Δεν ήταν καν λύπηση. Το συναίσθημα που έβλεπε η Άλις δεν είχε μάθει να το αναγνωρίζει.
"Για μισό χρόνο κοιμόμουν στην πίσω αυλή και έφευγα πριν να ξυπνήσουν. Το κατάλαβαν όμως και ο μπαμπάς μου καθόταν στην βεράντα μέχρι το ξημέρωμα με την καραμπίνα αγκαλιά. Σταμάτησα να πηγαίνω όταν με βρήκαν οι κυνηγοί που προσέλαβε" ολοκλήρωσε και ένα μοναδικό δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της.
"Λυπάμαι πάρα πολύ" της είπε ο Έρικ και το εννοούσε. "Δεν το αξίζεις όλο αυτό"
"Σκότωσα τον αδερφό μου. Μπορεί να αξίζω χειρότερα."
"Ήσουν παιδί. Με μία... μία δύναμη που δεν ήξερε πώς να ελέγχει. Κανείς δεν σου έδειξε ποτέ, δεν μπορούσες να-"
Η Άλις κάγχασε. "Παιδί. Δεν έκανε διαφορά για κανέναν αυτό"
"Κάνει για εμένα" της είπε και την πλησίασε. Η Άλις βλεφάρισε. Τι όμορφο που ακούστηκε.
Ήθελε να συγχωρέσει τον εαυτό της τόσο πολύ, αλλά αφού δεν μπόρεσε ποτέ κανείς άλλος να την συγχωρέσει, ένιωθε ότι ούτε η ίδια μπορούσε. Και τώρα; Βρέθηκε από το πουθενά εκείνος που μπορούσε να συγχωρέσει τα πάντα. Τον μπαμπά που χτυπάει. Την μαμά που κάνει τα στραβά μάτια. Το τέρας.
"Πρέπει να ξαπλώσεις" της είπε όταν έφτασε μπροστά της.
"Δεν θέλω Έρικ"
Οι κινήσεις του έπρεπε να είναι προσεκτικές. Η Άλις δεν ήταν άτομο που θα άκουγε αυτά που της έλεγε ούτε νηφάλια, οπότε ακόμα περισσότερο εκείνη την στιγμή ήξερε ότι δεν έπρεπε να κάνει κάτι απότομο. Αλλά δεν μπορούσε να αγνοήσει το πώς ένιωσε όταν είπε το όνομά του.
"Είσαι άρρωστη, δεν έχεις αναρρώσει πλήρως, πρέπει να-"
"Είμαι μια χαρά. Δεν έχω τίποτα"
"Το πρωί μου έλεγες άλλα"
"Το πρωί ήθελα να φύγεις"
Ο Έρικ κράτησε την ανάσα του. Για λίγο ξέχασε και πυρετούς και τα πάντα. "Και τώρα;"
Δεν ήξερε τι ήθελε να ακούσει. Βασικά όχι - ήξερε ακριβώς τι ήθελε να ακούσει. Το θέμα ήταν ότι δεν ήξερε αν ήθελε να το ακούσει, γιατί ξαφνικά θα βρισκόταν μέσα σε μία κατάσταση επικίνδυνη. Ένιωσε σαν να άπλωνε το χέρι του στην φωτιά και ικέτευε να τον κάψει. Αλλά η φλόγα ήταν δελεαστική και τόσο μα τόσο όμορφη.
"Τώρα δεν θέλω" του είπε χωρίς περιστροφές.
Έκανε ένα βήμα προς το μέρος του και, όταν εκείνος δεν κουνήθηκε, έκανε ακόμα ένα. Την περίμενε να φτάσει μπροστά του, να τον προκαλέσει, να του πει αυτά που ήθελε να ακούσει, γιατί ο ίδιος ποτέ δεν θα τολμούσε.
Σήκωσε τα δάχτυλά της και άγγιξε το μάγουλό του. Το άγγιγμα ήταν τόσο απαλό που έμοιασε με φύλλο που έπεσε στο πρόσωπό του. Τι κάνεις; είπε μία φωνή ταυτόχρονα μέσα τους, αλλά κανείς δεν πισωπάτησε, κανείς δεν απομακρύνθηκε. Τα δάχτυλα της Άλις πέρασαν πάνω από τον σφυγμό που έκανε το δέρμα του να χοροπηδάει.
"Πριν σε γνωρίσω, είχα καιρό να ακουμπήσω άνθρωπο" του είπε ψιθυριστά, σαν μυστικό, εξομολόγηση που δεν έπρεπε να ακούσει ούτε το δάσος πίσω τους.
Με μία κίνηση έφερε το πρόσωπό της στο δικό του. Έκλεισαν τα μάτια τους. Ζεστές ανάσες αναμειγνύονταν, τα δάχτυλά της κρατούσαν απαλά το σβέρκο του. Το κατάλαβε όταν ανατρίχιασε κάτω από τα χέρια της και άφησε ένα μειδίαμα να ζωγραφιστεί στο πρόσωπό της. Το λιοντάρι όταν θέλει κάτι, δεν το σταματάει τίποτα.
"Δεν είμαι σίγουρος ότι ξέρεις τι πας να κάνεις" της είπε με μάτια κλειστά και λαιμό ξεραμένο από μία πρωτόγνωρη επιθυμία. Εκείνη την στιγμή θα ορκιζόταν ότι ήθελε να την φιλήσει περισσότερο από όσο ήθελε την ελευθερία του και την αγάπη του πατέρα του.
Η Άλις άνοιξε τα μάτια της - ο Έρικ δεν θα έβλεπε ποτέ το χρυσό χρώμα που πήραν εξαιτίας του. "Εγώ ξέρω," είπε και στην συνέχεια απομακρύνθηκε "αλλά αν δεν θες εσύ...".
Γύρισε να φύγει, ένα μικρό κομμάτι του εαυτού της, που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα τολμούσε ποτέ να πει όσα είπε και να κάνει όσα κάνει, την έκανε να σφιχτεί, αλλά δεν πρόλαβε να το σκεφτεί περισσότερο. Το χέρι του έπιασε τον καρπό της και την ξαναέφερε μπροστά του. Τα μέτωπά τους ακούμπησαν, τα πρόσωπά τους είχαν πλέον την ίδια θερμοκρασία.
"Θέλω"
Η Άλις χαμογέλασε και πάλι. Τα χέρια της πιο θαρραλέα από ότι είχαν υπάρξει ποτέ πέρασαν από τον λαιμό του μέχρι τα δάχτυλά του. Ο Έρικ ένιωθε να στέκεται στις μύτες των ποδιών του στην άκρη ενός γκρεμού και περίμενε υπομονετικά κάποιον να τον σπρώξει.
Τα χέρια του βρήκαν την άκρη της κορδέλας του κορσέ της. "Έχεις ακόμα χρόνο να το σταματήσεις όλο αυτό" της ψιθύρισε με τις λέξεις του να αγγίζουν απευθείας τα χείλη της.
"Δεν σε είχα για τόσο δειλό". Δεν χρειάστηκε να ακούσει κάτι άλλο. Ο Έρικ έσβησε εκείνο το βασανιστικό εκατοστό απόστασης και την φίλησε. Τον τράβηξε πάνω της όπως δεν είχε κάνει ποτέ κανείς και εκείνος τράβηξε την άκρη της κορδέλας όπως είχε φανταστεί να κάνει το ίδιο πρωί.
Η Άλις έκανε ένα βήμα πίσω και όταν σκόνταψε σε μία πέτρα έπεσαν και οι δύο μαζί. Φύλλα μπλέχτηκαν στα μαλλιά τους αλλά κανείς δεν έδωσε σημασία. Η σκηνή που φώτιζε το φεγγάρι ήταν σαν βγαλμένη από παραμύθι - το τέρας και ο θνητός. Τα χέρια του χάιδευαν το πρόσωπό της και αγκάλιαζαν την μέση της, τα δικά της μπλέκονταν στα μαλλιά του ή τον τραβούσαν πιο κοντά της. Δεν φαινόταν πού άρχιζε ο ένας και πού τελείωνε ο άλλος, πόδια και χέρια και δάχτυλα δεμένα σε κόμπους.
Ακόμα δεν το ήξερε, αλλά αυτό θα ήταν το πρώτο βράδυ μετά από θερινό ηλιοστάσιο που η Άλις θα θυμόταν. Και όσο για τον Έρικ, αυτή η ανάμνηση θα καταχώνιαζε πολύ βαθιά στο μυαλό του εκείνη της κόρης της μοδίστρας.
Δεν ήταν αγάπη - όχι ακόμα. Ήταν η έξαψη της αδρεναλίνης του απαγορευμένου, η έλξη μεταξύ δύο εφήβων που ανοίχτηκαν ο ένας στον άλλον, η πρώιμη αγάπη που ξεκίνησε από τον σεβασμό και την κατανόηση και την αποδοχή που ο ένας δεν είχε γνωρίσει ποτέ και ο άλλος δεν είχε γνωρίσει αρκετά.
Αλλά η αγάπη δεν αργούσε. Δεν αργούσε.
[...]
Το επόμενο πρωί, η Άλις, πριν καν ανοίξει τα μάτια της, συνειδητοποίησε τα χέρια του γύρω της. Υπό άλλες συνθήκες θα τρόμαζε, θα πεταγόταν όρθια, θα του έσπαγε τα δάχτυλα. Αλλά δεν χρειάστηκε να κάνει τίποτα από αυτά. Αναγνώρισε την μυρωδιά του, την θερμοκρασία του σώματός του, τον ρυθμό της αναπνοής του. Μικροπράγματα που είχε προσέξει όλες αυτές τις μέρες και άφηνε να την νανουρίζουν.
Εξέπληξε ακόμα και τον εαυτό της όταν βολεύτηκε καλύτερα λίγο πιο κοντά του.
"Δεν το πιστεύω ότι γουργουρίζεις"
Η Άλις χαμογέλασε. "Τεχνικά είμαι γάτα"
"Αν αρχίζεις να νιαουρίζεις θα φρικάρω"
Η Άλις γέλασε και στριφογύρισε ώστε να τον κοιτάει στα μάτια.
"Νόμιζα ότι όταν ξυπνούσα σήμερα δεν θα ήσουν εδώ" της είπε με απόλυτη ειλικρίνεια.
Η καρδιά της Άλις άρχισε να χτυπάει δυνατά στο στήθος της. Κι εγώ έτσι νόμιζα.
Το θέμα ήταν ότι η Άλις ήξερε από το πρωί της προηγούμενης μέρας πού θα κατέληγε. Ίσως όχι με κάθε μικρή λεπτομέρεια, αλλά ήξερε τι ήθελε. Αυτό ακριβώς την τρόμαζε στα ηλιοστάσια, έκανε μόνο αυτά που πραγματικά ήθελε μέσα της. Δεν σκότωνε ανθρώπους, δεν επιτεθόταν σε πόλεις και χωριά, αν και θα μπορούσε. Το μόνο που έκανε ήταν να πραγματοποιεί κρυφές και ανεπιθύμητες ευχές με μία παιδική ελευθερία, που δεν επέτρεπε στον εαυτό της τις υπόλοιπες μέρες.
"Χαίρομαι που είσαι" βιάστηκε να προσθέσει ο Έρικ λίγο διστακτικά σαν να περπατάει στις μύτες των ποδιών του. Τα μάτια του πηγαινοέρχονταν, καθώς κοιτούσε τα δικά της, ψάχνοντας πότε στο ένα και πότε στο άλλο το "μείνε" ή το "φύγε".
Η Άλις στραβοκατάπιε. "Δεν... το κάνω συχνά αυτό. Εννοώ το να μιλάω σε ανθρώπους. Βασικά δεν το κάνω ποτέ και- Έχεις κάθε λόγο να φύγεις, αν το θες. Δεν θα σε σταματήσω. Μπορώ να σε πάω αν θες μέχρι ένα σημείο-"
"Κι αν δεν θέλω να φύγω;"
"Δεν είμαι άρρωστη πια"
"Αν έχω κάποιον λόγο πέρα από αυτό, μπορώ να μείνω;"
Η Άλις χαμογέλασε. "Ναι"
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top