ΔΎΟ
Song: happier than ever (edit) - Billie Eilish
Λαχανιασμένη η Άλις σταμάτησε καταμεσής του δάσους με τον Έρικ ακόμα στην πλάτη της. Το αγόρι ακόμα περισσότερο λαχανιασμένο, ένιωσε την καρδιά του να βροντοχτυπά πάνω στην ράχη της.
Η λέαινα πήρε μερικές ανάσες και μετά γύρισε προς το μέρος του. Έβγαλε κάτι σαν ελαφρύ γρύλισμα και του έκανε νόημα να κατέβει. Χωρίς δεύτερη κουβέντα, ο Έρικ υπάκουσε. Τα χέρια του έτρεμαν όταν πέταξε τις βαλίτσες στο έδαφος.
"Τι έγινε μόλις;" άρχισε να μιλάει ο Έρικ. Τα δάχτυλά του μπλέχτηκαν στα μαλλιά του, κοιτούσε τριγύρω του σαν χαμένος, σαν τρελός, οι γρήγορες ανάσες που έπαιρνε κάθε άλλο παρά τον ηρεμούσαν. "Εκείνη η κοπέλα ήταν- Κι εσύ είσαι... Χριστέ μου, εσύ είσαι; Είσαι η... Και πώς; Μοιάζεις- Έμοιαζες, δηλαδή, φυσιολογική. Και- Και, ω Χριστέ μου, θα με σκοτώσεις έτσι δεν είναι; Θα με φας; Πού ξέρω ότι δεν έλεγες ψέματα και δεν-"
"Για το όνομα, σκάσε" η κοριτσίστικη φωνή που ακούστηκε τον έκανε να γυρίσει προς το μέρος της. Περίπου δηλαδή. Μπόρεσε να διακρίνει μία σπιθαμή γυμνού δέρματος πίσω από έναν χοντρό κορμό. Ο Έρικ κοκκίνισε πατόκορφα και ξαναγύρισε από την άλλη.
"Μην σε πιάνουν οι ντροπές. Για χάρη σου χάλασα ένα από τα καλά φορέματα μου" του είπε, καθώς άνοιγε την βαλίτσα της και έβγαζε από μέσα ένα από τα δύο φορέματα που της έμειναν. Πλησιάζει το ηλιοστάσιο, σκέφτηκε. Χρειάζομαι περισσότερα. Προσπάθησε να σκεφτεί πού κοντά βρίσκονταν, αν υπήρχε τριγύρω κάποιο χωριό από όπου θα μπορούσε να δανειστεί μερικά ρούχα.
"Αν δεν θες να με σκοτώσεις, τότε γιατί να με σώσεις;" την ρώτησε και η Άλις βγήκε πίσω από τον κορμό, δένοντας τον κορσέ του φορέματος, όπως είχε μάθει να κάνει μόνη της.
"Θεώρησε το χάρη. Μπήκα σε όλον αυτό τον κόπο για να μην έχω το αίμα σου στα χέρια μου. Τώρα μπορούν να χωρίσουν οι δρόμοι μας και να συνεχίσεις ζωντανός το ταξίδι σου προς όπου σκατά πηγαίνεις"
"Νοιάζεται η λέαινα για τους ανθρώπους που σκοτώνει;" δεν σκέφτηκε καν πριν πει φωναχτά την ερώτηση.
Η Άλις κοκάλωσε στην θέση της. Γύρισε να τον κοιτάξει. Τα μάτια της τώρα δεν ήταν τόσο κίτρινα όσο ανοιχτό μελί.
"Δεν ξέρω όλα όσα ακούγονται για εμένα. Αλλά ξέρω ότι πολλά από αυτά είναι ψέματα" είπε άχρωμα και ψυχρά και σήκωσε την βαλίτσα της.
"Δηλαδή μου λες ότι δεν έχεις σκοτώσει άνθρωπο;" και πάλι δεν ήξερε πού βρήκε το θάρρος να της μιλήσει έτσι -για την ακρίβεια ήταν τρομοκρατημένος. Αλλά όσο στεκόταν μπροστά του η μικρόσωμη κοκκινομάλλα κοπέλα, που δεν φαινόταν να μπορεί να βλάψει κανέναν, ένιωθε αρκετά γενναίος για να ρωτήσει το οτιδήποτε.
Κοίταξε τα ροδαλά χείλη της να μισανοίγουν σε έκπληξη και μετά να πιέζονται μεταξύ του. Μία άλλη ερώτηση πέρασε από το υποσυνείδητο του Έρικ, μα η σκέψη ήταν τόσο παράλογη που δεν κατάλαβε καν ότι την σκέφτηκε. Δεν ήταν ποτέ το είδος ανθρώπου που υποκινούνταν από τα κατώτερα ένστικτά του.
Η Άλις άφησε την βαλίτσα της να πέσει και πριν προλάβει να καταλάβει τι γινόταν, ο Έρικ βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο μαζί της. Η γροθιά της σφίχτηκε γύρω από το κολάρο της μπλούζας του, τον σήκωσε λίγα εκατοστά πάνω από το έδαφος.
"Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να χώνεις την μύτη σου σε πράγματα που δεν σε αφορούν, με ακούς; Το τι θα πιστέψεις είναι δικιά σου υπόθεση. Τώρα φύγε" το τελευταίο το είπε με μία φωνή απόκοσμη, πιο βαθιά.
Ο Έρικ ανέπνεε γρήγορα, τα μάτια του πηγαινοέρχονταν στα δικά της. Οι κόρες της ήταν μία σχισμή, σαν εκείνες της γάτας. Αν δεν ήσουν αρκετά κοντά δεν θα το καταλάβαινες. Αλλά ο Έρικ ήταν υπερβολικά κοντά. Η ανάσα της μύριζε φρούτα και ψωμί και κάτι που δεν αναγνώριζε. Η πρώτη σκέψη που του ήρθε ήταν ότι έτσι θα μύριζε η ανθρώπινη σάρκα.
Έκανε ένα βήμα πίσω.
"Δεν ξέρω πού να πάω" της είπε χωρίς να κοιτάξει αλλού.
Η Άλις κάγχασε. "Να μάθεις"
"Εσύ με έφερες εδώ!" της φώναξε.
"Σου έσωσα την ζωή, δεν σε υιοθέτησα!" φώναξε πίσω, αλλά η τελευταία λέξη της καλύφτηκε από το σφύριγμα ενός βέλους που πέρασε από δίπλα τους.
Το βλέμμα της Άλις καρφώθηκε μαζί με το βέλος στο έδαφος. "Σκατά".
"Τι ήταν αυτό;" ρώτησε ο Έρικ φρικαρισμένος, αλλά δεν πρόλαβε να πάρει απάντηση.
Ένα δεύτερο βέλος πέρασε ξυστά από τον ώμο της Άλις και προσγειώθηκε δίπλα στο πόδι του. Εκείνη βλαστήμησε μέσα από τα δόντια της και κοίταξε τριγύρω της, ψάχνοντας να βρει από πού ξεκινούσε η επίθεση.
Ο Έρικ το θεωρούσε αδύνατο -τόσα δέντρα, τόση φασαρία από την φύση και μόνο, ο φόβος που του θόλωνε το μυαλό, δεν υπήρχε περίπτωση ποτέ να μπορούσε να μαντέψει και την ακριβή τοποθεσία του εχθρού. Αλλά η Άλις το είχε κάνει πολλές φορές στο παρελθόν.
Το έπιασε τον καρπό και με την βαλίτσα ξαφνικά στο χέρι της άρχισαν να τρέχουν προς μία κατεύθυνση άγνωστη στον Έρικ. Η Άλις έβγαλε ένα απροσδιόριστο μουγκρητό, αλλά ο Έρικ δεν το άκουσε -ο σφυγμός του χτυπούσε στα αυτιά του σαν καμπάνες.
"Τρέχα κοριτσάκι, τρέχα! Όπου κι αν πας, θα σε βρούμε!" ούρλιαξε πίσω τους ένας άνδρας με τόσο θυμό και μίσος και ειρωνεία που ο Έρικ ένιωσε την καρδιά του να βουλιάζει.
Η Άλις δεν έδωσε σημασία στα λόγια του άνδρα -αν μη τι άλλο, είχε ακούσει χειρότερα. Αντίθετα, ο άνδρας φωνάζοντας πρόδωσε την τοποθεσία του. Αλλά το αγόρι πίσω της συνοφρυώθηκε.
Κρατούσε το χέρι ενός κοριτσιού, που για δεύτερη φορά εκείνη την μέρα του έσωζε την ζωή. Του τέρατος που πριν λίγα λεπτά τον κουβαλούσε στην πλάτη του. Μα όσο την κοιτούσε, τόσο πιο δύσκολο του ήταν να κάνει την σύνδεση με το λιοντάρι.
Τα κλαδιά έγδερναν το πρόσωπό του, τα παπούτσια του δεν ήταν φτιαγμένα για τρέξιμο, πόσο μάλλον μέσα στο δάσος. Το στήθος του πονούσε από το τρέξιμο, μα δεν θα τον άφηνε να σταματήσει. Τον κρατούσε δυνατά, πήγαινε τόσο γρήγορα που τις φορές που ο Έρικ σκόνταψε, δεν προλάβαινε να πέσει. Το μόνο που μπορούσε να κάνει είναι να κρατάει σφιχτά το χέρι της με το ένα χέρι και με το άλλο τον σάκο του.
Τα βέλη σχεδόν ακουμπούσαν τις πατούσες τους. Ο ήχος που έβγαζαν, καθώς έσκιζαν τον αέρα, έκανε τα αυτιά του Έρικ να βουίζουν.
"Μπορείς να μου πεις τι γίνεται;" της φώναξε.
Δεν γύρισε καν να τον κοιτάξει. Ακούραστη, χωρίς ίχνος λαχανιάσματος ή πόνου στα πόδια. Είχε μία άγρια ομορφιά, που ο Έρικ δεν είχε συνηθίσει να βλέπει στα πρόσωπα των κοριτσιών στο χωριό του. "Κυνηγοί" του απάντησε μονολεκτικά και ο Έρικ μπορούσε να καταλάβει ότι για τώρα αυτή ήταν η μόνη απάντηση που θα έπαιρνε.
Τα βέλη τους ακολούθησαν μέχρι ένα σημείο.
Μετά από λίγο σταμάτησαν να ακούνε βήματα πίσω τους, φωνές, κλαδιά να σπάνε. Μετά από λίγο το μόνο που διέκριναν ήταν ο ήχος των δικών τους βημάτων. Σταμάτησαν σε ένα ξέφωτο.
Ο Έρικ άφησε κάτω τον σάκο του, έσκυψε και ακούμπησε τα χέρια του στα γόνατά του προσπαθώντας να πάρει μερικές βαθιές ανάσες. "Είσαι καλά;" την ρώτησε ασυναίσθητα και μόνο τότε σήκωσε το βλέμμα του να την κοιτάξει.
"Μια χαρά, εσύ;" απάντησε χαλαρά, μα ο Έρικ δάγκωσε την γλώσσα του, όταν είδε το δεξί της χέρι λουσμένο στο αίμα.
"Δεν φαίνεσαι καλά"
Το στομάχι του σφίχτηκε. Δεν του άρεσε ποτέ η θέα του αίματος. Η Άλις ακουμπούσε την πλάτη της εξουθενωμένη στο κορμό ενός δέντρου. Τα μαλλιά της έσταζαν ιδρώτα. Τα χείλη της είχαν χάσει το χρώμα τους.
"Είμαι καλά, δεν είναι τίποτα" του απάντησε.
Η Άλις έκανε να απομακρυνθεί από τον κορμό, να σταθεί όρθια κανονικά στα πόδια της, να του δείξει ότι όλα ήταν όντως καλά. Μα δεν κατάφερε να κάνει ούτε ένα βήμα. Σωριάστηκε στο έδαφος, λες και δεν μπορούσε να αντέξει το βάρος του σώματός της. Και τότε μόνο η πληγή φάνηκε ολόκληρη κάνοντας τον Έρικ να συγκρατήσει την αναγούλα του.
Ένα μέρος του βέλους ήταν ακόμα μέσα στο χέρι της -έβγαινε από την άλλη πλευρά του μπράτσου της. Καλυμμένο όπως ήταν με αίμα και σάρκα, δεν φαινόταν τόσο.
"Χριστέ μου!" αναφώνησε το αγόρι και έτρεξε προς το μέρος της.
Γονάτισε δίπλα της, αδιαφορώντας για τα ρούχα του και τα γδαρμένα γόνατά του. Έβαλε το χέρι του κάτω από το σβέρκο της. Το δέρμα της καιγόταν κάτω από τα δάχτυλά του.
"Φύγε" είπε, μα ο επιθετικός της τόνος είχε εξαφανιστεί. Ακούστηκε πιο πολύ σαν να τον παρακαλούσε.
"Δεν ξέρω τι γνώμη έχεις σχηματίσει για εμένα, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση" έβαλε το άλλο χέρι του κάτω από τα πόδια της και την σήκωσε -ήταν ελαφριά, κοκαλιάρα, ένας Θεός ξέρει πόσο καιρό είχε να φάει.
Του θύμισε την μικρή αδερφή του.
"Δεν σε χρειάζομαι" του είπε προσπαθώντας να ακουστεί απειλητική, τρομακτική. Είχε μία φήμη να προστατέψει.
"Νομίζω θα διαφωνήσω"
"Δεν με φοβάσαι τώρα;" τον ρώτησε κλείνοντας τα μάτια και τρέμοντας.
"Μου έσωσες δύο φορές την ζωή μέσα σε μία μέρα" της είπε και άρχισε να περπατάει προς ένα μεγάλο κορμό που είχε εντοπίσει λίγα μέτρα πιο δίπλα. "Και εξάλλου δεν φαίνεσαι και πολύ επικίνδυνη αυτήν την στιγμή"
Η Άλις δεν είδε ποτέ το μικρό χαμόγελο που σχηματίστηκε στο πρόσωπό του.
Βρήκε ένα δέντρο με πλατιά φύλλα και σκιά. Την ακούμπησε στην βάση του κορμού και έτρεξε πίσω στο προηγούμενο σημείο για να φέρει τα πράγματά τους. Με γρήγορους ρυθμούς -έτσι του είχε μάθει ο μπαμπάς του- μάζεψε μερικά ξύλα και άναψε φωτιά.
Όταν κοίταξε την Άλις, δαγκώθηκε. Γονάτισε δίπλα της, άπλωσε το σακάκι του πάνω στα φύλλα, έβαλε τον μικρό σάκο που φορούσε στην πλάτη του για μαξιλάρι. Την ξάπλωσε πάνω τους.
"Έχεις αλκοόλ ή οτιδήποτε;" την ρώτησε και η Άλις γέλασε μέσα στην ζαλάδα του πυρετού που την έβραζε.
"Ναι, φυσικά. Δίπλα από τα χρυσαφικά και το χαβιάρι" του απάντησε με την γλώσσα της να κολυμπάει μέσα στο στόμα της.
"Κάνεις χιούμορ μόνο όταν σε χτυπάνε με βέλη ή το να σε κλωτσάω θα έχει το ίδιο αποτέλεσμα;"
Τα λόγια του κουβαλούσαν αυτή την υπόνοια συνέχειας, μονιμότητας, σαν να επρόκειτο να είχαν κι άλλο χρόνο μαζί, ώστε να ανακαλύψουν την απάντηση στην ερώτησή του. Ακολούθησαν ελάχιστα δευτερόλεπτα σιωπής. Ο Έρικ άρχισε να ψάχνει μέσα στον σάκο του για το φλασκί του. Το έβγαλε, το άνοιξε, κοίταξε μετανιωμένος το μόνο αλκοόλ που είχε στην κατοχή του και με προσοχή έριξε λίγο στην πληγή της, χωρίς να την προειδοποιήσει.
Ο βρυχηθμός που έβγαλε έκανε το δεξί του αυτί να βουίσει. "Είσαι τρελός; Άσε με ήσυχη! Θα είμαι καλά" του είπε μα ο θυμός έμοιαζε με ικεσία και η Άλις ήξερε και ας μην το έλεγε ότι μπορεί αυτήν την φορά να μην ήταν -η πληγή έπρεπε να είχε αρχίσει ήδη να κλείνει, ο πυρετός και ο πόνος ήταν αδικαιολόγητοι.
Φοβόταν, αλλά ο ξένος δεν είχε καμία δουλειά εκεί.
"Ούτε εγώ σου έχω τρελή συμπάθεια, αλλά σου χρωστάω. Άσε με τουλάχιστον να δέσω την πληγή" της απάντησε ο Έρικ και την κοίταξε στα μάτια, για να καταλάβει ότι μπορεί να ήταν ξεροκέφαλη, αλλά εκείνος ήταν ακόμα περισσότερο.
Η Άλις έκλεισε τα μάτια της και γύρισε το κεφάλι της από την άλλη. Δεν χρειάστηκε να πει κάτι άλλο. Ο Έρικ έβγαλε από τον σάκο του το πιο παλιό του πουκάμισο -το ένα από τα τρία που του ανήκαν- και έσκισε το μανίκι.
"Θα το βγάλω, εντάξει;" την ρώτησε και το μόνο που άκουσε σε συγκατάθεση ήταν ένα μουγκρητό.
Είχε ξανακάνει κάτι παρόμοιο. Ο αδερφός του δύο χρόνια πριν, έπεσε σκαρφαλώνοντας σε ένα δέντρο και ένα από τα σπασμένα κλαδιά μπήκε στο πόδι του. Αλλά εκείνο ήταν κλαδί και όχι βέλος και είχε μπει μόλις μερικά εκατοστά, δεν είχε βγει από την άλλη πλευρά. Και, για του λόγου το αληθές, τότε είχε περάσει ένα καλό μέρος της διαδικασίας με κλειστά μάτια ή βγάζοντας το πρωινό του στην τουαλέτα.
Ξαφνικά, ήταν το πιο δύσκολο πράγμα που είχε κάνει. Τα δάχτυλά του έτρεμαν και ένιωθε ότι δεν μπορούσε να πιάσει το βέλος σωστά. Ο ιδρώτας έσταζε σε χοντρές σταγόνες από τον κρόταφό του. Η ουλή στο πόδι του αδερφού του ήταν ακόμα εμφανής, έκανε το στομάχι του να σφίγγεται κάθε φορά που την έβλεπε. Άκουσε τον εαυτό του να αναγουλιάζει.
Και τότε, με μία απότομη κίνηση, η Άλις άρπαξε το βέλος και το έβγαλε από τον ώμο της.
"Για το όνομα του Θεού!" φώναξε ο Έρικ καλύπτοντας το πρόσωπό του.
"Αν περίμενα εσένα..." προσπάθησε να ακουστεί ειρωνική, θυμωμένη, αλλά το μόνο που βγήκε από το στόμα της ήταν ένα κλαψούρισμα.
Χωρίς κουβέντα, ο Έρικ τύλιξε το χέρι της και το έσφιξε αρκετά για να σταματήσει την αιμορραγία, αλλά όχι για να κόψει την κυκλοφορία -τουλάχιστον έτσι ήλπιζε.
Σηκώθηκε όρθιος, άφησε την φωτιά να την ζεστάνει. Τα βλέφαρά της έκλεισαν, αφήνοντας μόνο μία σχισμή, μέσα από την οποία ο Έρικ μπορούσε να δει τα μάτια της να πηγαινοέρχονται ανήσυχα.
Έκοψε και το άλλο μανίκι από το πουκάμισο. Έβγαλε το άλλο φλασκί με το νερό από τον σάκο του και το έβρεξε λίγο. Όταν το ακούμπησε διπλωμένο στο μέτωπό της, η Άλις αναρίγησε. "Είναι εντάξει;" την ρώτησε μαλακά και εκείνη απλώς κατένευσε.
Ένιωσε ένα περίεργο κύμα ασφάλειας δίπλα του. Θα μπορούσε να της κάνει οτιδήποτε, αν ήθελε και δεν μπορούσε καν να προβάλει αντίσταση. Αλλά δεν φοβόταν. Τα χέρια του ήταν ζεστά και οι κινήσεις του απαλές και ο τρόπος που ακουμπούσε το πανί στο μέτωπό της της θύμιζε το πώς την φρόντιζε κάποτε η... Ναι. Δεν φοβόταν.
Ο Έρικ κάθισε δίπλα της με τα γόνατα κοντά στο στήθος του και τα χέρια σταυρωμένα. Και όπως κοιτούσε την φωτιά, περιμένοντας να περάσουν μερικά λεπτά για να ξαναδροσίσει την κομπρέσα, αναρωτιόταν σε τι είχε μπλέξει τον εαυτό του.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top