Κεφάλαιο 5°
--Ειναι άραγε όλα έτσι όπως φαίνονται; Η φαίνονται έτσι όπως δεν έπρεπε να φαίνονται;--
Δευτέρα πρωί.
Λύκειο Τσάβεζ
Πέρασε όλη τη Κυριακή στο κρεβάτι αποφεύγοντας να μιλήσει ακόμα και στη Σούζαν. Ένιωθε απίστευτο θυμό που τους υποτίμησε με το μυαλό της. Ήταν πολύ πιο μοχθηροί τελικά από όσο τόλμησε να πιστέψει μα όσο το ανέλυε άλλο τόσο ήταν πεπεισμένη πως στη τελική ήταν απλά ένα μάτσο θρασύδειλα ανθρωπακια που έπαιζαν με τις ζωές των άλλων.
"Λέξη δεν έχεις πει όλη μέρα σήμερα..." Η Σούζαν άφησε ένα ακόμα δίσκο με φαγητό στο τραπεζάκι και η Ελίζαμπεθ αναστεναξε
"Ναι , δεν είμαι και στα καλύτερά μου..."
"Έχει να κάνει με τη μελανια στο πόδι σου; Χτύπησες; Και μη ρωτήσεις πως το ξέρω. Φαίνεται από χιλιόμετρα άσε που σχεδόν κουτσαίνεις κι όλας!" Η Σούζαν είχε δίκιο. Αν και δεν το είχε πολύ σκεφτεί όταν έβαλε τα ρούχα της σχολής, η μελανια στο μπούτι της ήταν μεγάλη και πονούσε αρκετά.
"Ελίζαμπεθ θέλω να ξέρεις ότι μπορείς να μου μιλήσεις για όλα... Ξέρω πως έχεις κάτι. Δε μπορείς να μου κρυφτείς... Σε πείραξε μήπως κανένας;" επέμεινε βλέποντας πως ήταν σιωπηλή "Ότι κι αν έχει γίνει, να ξέρεις πως είμαι εδώ εντάξει; Εκτός αυτού, είσαι φίλη μου πια...και οι φίλες τα μοιράζονται όλα σωστά;"
"Με συγχωρείς Σούζαν. Ναι χτύπησα. Όταν έγινε η διακοπή ρεύματος το Σάββατο, βγήκα από το μπάνιο και γλίστρησα στα νερά. Αυτό είναι όλο..." Δικαιολογήθηκε.
"Και γιατί δε με πήρες να πάμε σε ένα γιατρό μωρέ Ελίζαμπεθ; Αυτό είναι όλο και τρόμαξα; Δείχνεις εντελώς διαφορετική σήμερα... Ανησυχώ"
"Καλά είμαι. Μάλωσα με τη μαμά μου. Ξέρεις μωρέ... Καυγαδες μάνας κόρης..." προσπάθησε λίγο να αλλάξει το κλίμα
"Εντάξει. Δε θα επιμείνω. Αλλά και πάλι να ξέρεις πως είμαι εδώ... Μου έστειλες μήνυμα ότι θα βγαίνατε το Σάββατο με τον Τόμας και επειδή είδα και τη μελανια , υπέθεσα πως κάτι έγινε .. Όχι πως ο Τόμας είναι ικανός για κάτι αλλά ποτέ δε ξέρεις. Καμιά φορά τα σιγανα ποταμακια να φοβάσαι! Τους ξέρω όλους σε αυτή τη πόλη και όπως σου έχω πει ένα εκατομμύριο φορές δε μου αρέσει καθόλου! Άσε που δεν ήρθε σήμερα στη σχολή και εκείνος δε χάνει ποτέ μάθημα οπότε απλά τα συνδεσα.."
"Δεν ήρθε;" Απόρησε αμέσως η Ελίζαμπεθ
"Οχι. Ίσως είναι άρρωστος ποιος ξέρει..Όπως και να έχει ακούω! Πως πέρασες;"
"Που;" ρώτησε αφηρημένα
"Τι που μωρέ Ελίζαμπεθ! Στο ραντεβού!"
"Αααα... Μια χαρά ήταν. Είδαμε ταινία και μετά επέστρεψα σπίτι"
"Αυτό μόνο;"
"Ναι γιατί ήθελες και τίποτα άλλο;"
"Ιουυυυ ελπίζω πως όχι"
"Με φίλησε στο μάγουλο..." Παραδέχθηκε ύστερα από λίγο "Αλλά μέχρι εκεί. Και μου ζήτησε το επόμενο Σάββατο να βγούμε ξανά"
"Ρε αγάπη μου, ειλικρινά τι του βρίσκεις;"
"Είναι καλός Σούζαν. Τι θες να κάνω δηλαδή; Να μπλέξω με κανένα ρεμαλι σαν τους άλλους;!"
"Δεν είπα αυτό... Έχει τόσους ολόγυρα. Τον Τόμας βρήκες;"
"Γιατί τόσο μένος πια για αυτόν;"
"Δεν είναι μένος .. Απλά από μικρός ήταν περίεργος. Δε μου αρέσει. Αυτό είναι όλο..."
Η Ελίζαμπεθ δεν το συνέχισε περισσότερο και τράβηξε τη κούπα με τον καφέ μπροστά της. "Αααχ... Κοίταξε τους..." και μόνο που άκουσε το τόξο της φωνής της να αλλάζει κατάλαβε αμέσως πως το τρίο μπήκε στη καφετέρια της σχολής "Ονειρεμένοι..."
"Απορώ ειλικρινά ώρες ώρες...." σχολίασε χαμηλόφωνα και τη στραβόκοίταξε
"Μην απορεις καθόλου! Τέτοιοι μπορεί να φαίνονται όπως φαίνονται αλλά έχουν μεγαλύτερη μπέσα από άτομα σαν τον Τόμας σε πληροφορώ!"
"Άντε πάλι με τον Τόμας!" σχολίασε ενοχλημένη αμέσως "Όσο για αυτούς δε θέλω να σχολιάσω καν!"
"Γιατί;"
"Γιατί είναι άξεστοι για αυτό! Σκατανθρωποι χωρίς σεβασμό για κανένα! Κακομαθημένα παιδιά που έγιναν ηλίθιοι άντρες!" της είπε με έντονο ύφος "Έχουν μια ζωή τα πάντα στα πόδια τους και επειδή δεν έχουν τι να κάνουν καταστρέφουν τις ζωές των άλλων για να γελάνε! Σου έλυσα την απορία;"
"Κάνεις λάθος... Δε σου λέω ότι είναι άγιοι αλλά..."
"Δεν έχει αλλά Σούζαν! Ποτέ δε θα θαυμάσω τέτοια καθάρματα!"
"Θα με σκάσεις ειλικρινά!" της απάντησε και χαμήλωσε τη φωνή της "Το ήξερες ότι η μαμά του Καρίμ και του Άξελ τους παράτησε όταν ήταν μόλις τεσσάρων; Ή ότι ο αδερφός του Τζόνι πνίγηκε στη λίμνη όταν ήταν μικρός και φορτώθηκε εκείνος την ευθύνη;" Η Ελίζαμπεθ έμεινε να τη κοιτάζει κατάματα "Ο τότε σερίφης θυμάμαι είχε βρει μια μέρα τον Καρίμ κάτω από μια γέφυρα να κλαίει με λυγμούς. Τον έψαχνε όλη η πόλη σχεδόν. Ήταν έξι ετών... Η καινούρια μητριά τους τον είχε κλειδώσει στο υπόγειο μαζί με τον Άξελ γιατί την ενοχλούσαν και εκείνος κατάφερε και ξέφυγε... Έκτοτε ο πατέρας τους χώρισε φυσικά αλλά πάντα τους θεωρούσε υπεύθυνους που έμεινε μόνος... Κοίτα Ελίζαμπεθ, ίσως έχουν πράγματι πάρα πολλά λεφτά αλλά καμιά φορά τα φαινόμενα απατουν..."
"Δε με αγγίζουν οι ιστορίες του παρελθόντος Σούζαν... Ήταν μωρά παιδιά. Το θέμα είναι πως τώρα μεγάλωσαν και δεν είναι τίποτα παραπάνω από τέρατα..." της είπε ύστερα από λίγο
"Α ναι;"
"Ναι... Τύποι σαν αυτούς δεν αλλάζουν προς το καλύτερο. Μόνο προς το χειρότερο..."
"Ε τότε λοιπόν μάθε πώς ο καλός μας ο Τόμας όταν ήταν δώδεκα, άρπαξε τη μοναδική φωτογραφία που είχε ο Τζόνι από τον αδερφό του γιατί τις άλλες οι γονείς του δεν άντεχαν να τις βλέπουν και την έκαψε ..."
"Τι λες;"
"Αυτό που άκουσες! Μπορείς να με πεις κουτσομπολα και θα το δεχτώ αλλά το είδα με τα μάτια μου! Ήταν στα αποδυτήρια... Άνοιξε κρυφά το ντουλαπάκι γιατί τον κορόιδευαν και πήρε τη φωτογραφία. Της έβαλε φωτιά και την πέταξε... Ο Τζόνι δε νομίζω να ξέρει τι απέγινε..." Η Σούζαν αναστεναξε "Ίσως δεν έπρεπε να μπω σε τόσες λεπτομέρειες..." Μονολογησε αμέσως
"Βλέπεις όμως πως όλοι έχουν στις πλάτες ένα δαίμονα να θρεψουν; Και εγώ είμαι εδώ από τη γέννηση μου! Ξέρω τα πάντα για όλους! Για αυτό δε κρίνω συμπεριφορες..."
Η Ελίζαμπεθ έμεινε σιωπηλή
"Η μαμά μου είχε βάρδια στο νοσοκομείο εκείνη τη μέρα ... Την άκουσα να σχολιάζει στο τηλέφωνο την επόμενη ότι το παιδί του Τζώρτζ, πήρε το αυτοκίνητο και προσπάθησε να αυτοκτονήσει από τη γέφυρα... Λένε πως από τότε έγινε άλλος άνθρωπος... Ναι, σωστά κατάλαβες. Για τον Τζόνι μιλάω. Αντί για τη φωτογραφία κουβαλάει πλέον μια τεράστια ουλή στο σώμα του από ένα σίδερο που διαπέρασε το θώρακα... Από θαύμα έζησε..."
"Δε με ενδιαφέρει Σούζαν..."
"Δε σου ζήτησα να σε ενδιαφέρει. Απλώς παραθέτω κάποια γεγονότα... Απλά μη ξεχνάς πως καμιά φορά, ένας άγιος είναι ο μεγαλύτερος δαίμονας και ο διάολος είναι απλά ένας ξεπεσμένος άγγελος... Αυτό..."
"Να γράψεις κανένα βιβλίο, τα λες ωραία..." Η Ελίζαμπεθ σηκώθηκε από το τραπεζάκι. "Πάω στη τάξη να διαβάσω. Όσο για αυτά που μου είπες , ένα πράγμα θα σου απαντήσω μόνο... Όλοι έχουν επιλογές... Δεν είναι μικρά παιδιά να τα λυπηθώ ή να δείξω συμπόνια. Μεγάλωσαν σαν τέρατα και αυτό δεν αλλάζει..." Της ξεκαθάρισε και δίχως να δώσει άλλη ένταση στη κουβέντα, έφυγε από την άλλη έξοδο για να μη πέσει επάνω τους. Ότι κι αν ήταν στο παρελθόν, σαν ενήλικες πια, ήταν άνδρες χωρίς αρχές στα μάτια της ενώ ύστερα από οσα της έκαναν, δεν ήθελε ούτε να ακούσει για αυτούς. Ήξερε πως η Σούζαν δε θα καταλάβαινε αλλά δεν ήθελε να της πει όσα έγιναν. Δεν ένιωθε άνετα και ήταν κάτι τόσο προσωπικό που την έκανε να ντρέπεται.
*************
Ο ουρανός συννεφιασε και βλέποντας πως το πάει για βροχή , κατέβηκε τις κερκίδες και προχώρησε προς τη πίσω έξοδο. Αν και δεν ήθελε ούτε να περνάει από εκεί ήταν ο πιο σύντομος δρόμος για το σπίτι και με τη μαυρίλα πάνω από το κεφάλι της δεν είχε επιλογή. Η μέρα κύλησε προς έκπληξη της ομαλά. Κανένας τους δεν ήρθε σε επαφή μαζί της ενώ όσες φορές έτυχε σε κάποιο διαλλειμα να περάσουν απο μπροστά της δεν της έριξαν ούτε ένα βλέμμα. Βαθιά μέσα της ευχήθηκε όσα έγιναν το Σάββατο να ήταν ένα τέλος σε αυτή τη διαμάχη και να αποφάσισαν επιτέλους να την αφήσουν ήσυχη. Αν και αυτό που της έκαναν ήταν ασυγχώρητο ήταν διατεθειμένη να κάνει πίσω αν σταματούσαν να ασχολούνται μαζί της. Το σκέφτηκε πολύ καλά όλη μέρα... Δεν είχε νόημα. Το μόνο που θα κατάφερνε να κάνει αν προσπαθούσε να τους διαλύσει ξανά ήταν να χάσει την ώρα της και να πάει πίσω στα μαθήματα κάτι που θα κλόνιζε όλα αυτά για τα οποία μόχθησε... Δε μπορούσε να το επιτρέψει αυτό.
Οι πρώτες ψιχαλες έπεσαν και εκείνη άρχισε να τρέχει προς το σπίτι μα φτάνοντας κοντοσταθηκε. Ένα αυτοκίνητο ήταν παρκαρισμένο απ' έξω και ήταν σίγουρη πως κάπου το είχε ξαναδεί στο παρελθόν...
"Ω θεέ μου ... Δε μπορεί..." αναφώνησε μόλις θυμήθηκε να σαν έκανε αναστροφή έπεσε πάνω σε κάτι σκληρό.
"Άργησες ρε μωρό..." άκουσε τη φωνή του και άρχισε να τρέμει ολόκληρη "Ή μήπως πίστεψες πως θα σε ξεχναγα επειδή έφυγες..."
"Πι...Πίτερ;" ψέλλισε κάνοντας ένα βήμα πίσω.
"Με σάρκα και οστά!" απάντησε περήφανα κοιτάζοντας παράλληλα δεξιά και αριστερά "Πάμε μέσα; Δε γουστάρω να μας πάρει κανένα μάτι... Τρεις ώρες δρόμο έκανα για πάρτι σου και είμαι έξω με αναστολή... Δε ψήνομαι για καυγάδες..."
"Καλύτερα να φύγεις. Εγώ... Δεν..."
"Τι να κάνω λέει; Είσαι σοβαρή;" Αγριεψε αμέσως "Άνοιξε τη καταραμένη πόρτα!"
Η Ελίζαμπεθ άρχισε να τρέμει.
Ο Πίτερ ήταν ίσως ο μόνος άνθρωπος που φοβόταν.
"Σε παρακαλώ καλύτερα να φύγεις..." συνέχισε όμορφα αλλά εκείνος έδειχνε απτόητος
"Άνοιξε είπα ... Έχουμε να πούμε δυο κουβέντες..."
"Υπάρχουν περιοριστικά μέτρα που να πάρει η ευχή! Άσε με ήσυχη! Φυγ..." Την άρπαξε από το μπράτσο και την έσυρε ως τη πόρτα δίχως πολλές κουβέντες. "Με πονάς!"
"Άνοιξε είπα!" η Ελίζαμπεθ έκανε τη τσάντα στο πλάι και με τρεμάμενα χέρια έκανε πως ψάχνει για τα κλειδιά της.
Ο Πίτερ ήταν ένας από τους λόγους , ίσως και ο πιο σημαντικός, που την έκαναν να θέλει να φύγει από εκείνο το μέρος.
Ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερος της.
Τη παρενοχλούσε συνεχώς σε σημείο που η μητέρα της πήγε στην αστυνομία και του έκανε ασφαλιστικά μέτρα. Είχε ψύχωση μαζί της. Χρόνια πριν, ήταν ο καλύτερος της φίλος και ο άνθρωπος που στηριζόταν πάνω του αλλά τόσο τα ναρκωτικά όσο και οι παρέες του τον άλλαξαν. Η Ελίζαμπεθ δε μπορούσε να δεχτεί τον καινούριο του εαυτό και τον έκανε πέρα αλλά εκείνος όχι μόνο θύμωσε , αλλά σε κάθε ευκαιρία τη κυνηγούσε δίχως τέλος. Λίγο πριν φύγει έμαθε πως τον έκλεισαν μέσα για ληστεία και ήταν ήρεμη αφού θα έφευγε χωρίς να το ξέρει κανένας μα βλέποντας τον ξανά μπροστά της, φοβήθηκε όσο τίποτα. Ο Πίτερ ήταν πάντοτε απρόβλεπτος και διεκδικητικος με όσα θεωρούσε "κτήμα του"
"Αργείς και θα τα πάρω κρανίο!"
"Ψάχνω!!" Τσιριξε σχεδόν έντρομη
"Ψάξε καλύτερα που να σε πάρει!" φώναξε δίνοντας της μια σπρωξιά προς τη πόρτα ενώ το τρελαμενο του βλέμμα κοιτούσε συνεχώς περα δώθε
"Άσε με σε παρακαλώ!" σχεδόν τον ικέτευσε
"Η πουτανα η μάνα σου με έδωσε στους μπάτσους για τη ληστεία! Δε τελειώνουμε τόσο εύκολα!" της είπε και εκεινη σαστισε μην έχοντας ιδέα
"Είσαι τρελός!"
"Αν δεν ανοίξεις..."
"Αν δεν ανοίξει τι θα κάνεις ρε μεγάλε;" Η φωνή που ακούστηκε ήταν για εκείνη εφιάλτης...
"Ποιος στο πούτσο είσαι εσύ ρε;" Ο Πίτερ γύρισε έξαλλος αλλά με το που γύρισε έφαγε τη πρώτη γροθιά και παραπάτησε...
🤦❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top