Κεφάλαιο 10°

--Αν δε δοκιμάσεις κάθε γεύση παγωτού δε μπορείς να διαλέξεις... Αλλά και πάλι , καμιά φορά σου αρέσουν όλες...--

Λίγες μέρες αργότερα

Είχε ετοιμάσει τα πράγματα της από τη προηγούμενη μέρα ενώ εκτός από αυτά , έπρεπε να αντιμετωπίσει και τη γκρινια του Τόμας που ωθούσε τα νεύρα της στα άκρα.
Έτσι όπως είχε γίνει η κατάσταση η Ελίζαμπεθ του είχε ζητήσει να κάνουν ένα διάλειμμα στη σχέση τους μα εκείνος ήταν πεπεισμένος πως συνέβαινε κάτι και ότι απλά του το έκρυβε. Είχε κουραστεί να ψάχνει δικαιολογίες και να δίνει εξηγήσεις.

Η Σούζαν από την άλλη , από τη μέρα που βρήκε αγόρι , ήταν περισσότερο απασχολημένη και δεχόταν πιο εύκολα τα λεγόμενα της Ελίζαμπεθ.

"Απορώ δηλαδή τι θα κάνουμε στο βουνό! Ειλικρινά αυτά τα παιδιά ώρες ώρες νομίζω ότι είναι βαρεμενα!" μονολογησε και γέλασε ταυτόχρονα. Κακά τα ψέματα είχαν γίνει συνήθεια και μέσα της ένιωθε περίεργα που το χρονικό περιθώριο που έδωσαν εξ αρχής τελείωνε. Εκτός αυτού , πλέον είχε καταλάβει πραγματικά τους σκοπούς τους και όχι μόνο δε φοβόταν αλλά ήταν και περήφανη μερικές φορές. Δεν ήταν και εύκολο να γίνεσαι ένα με τα σκατά μόνο και μόνο για να πιάσεις κάποιον έμπορο ναρκωτικών.

Οι σχέση που είχε αναπτύξει μαζί τους, είχε εξελιχθεί σε κάτι που δεν ήξερε πώς να το προσδιορίσει με λέξεις. Δε θα έλεγε πως ήταν κολλητή φίλη μαζί τους  αλλά ούτε και εχθρος. Ξεκίνησε να μαθαίνει τις συνήθειες τους ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που έκανε και εκείνη κάποια πειράγματα προς το πρόσωπο τους. Σε κάθε περίπτωση όμως, προσπαθούσε να αποφεύγει κάθε τι πονηρό...
Δεν ήξερε αν ο Καρίμ τους είπε για το φιλί αλλά και να τους έλεγε, ήταν σίγουρη πως δε θα τους ένοιαζε. Δεν ήταν οι τύποι που θα άφηναν εκτεθειμένους τους εαυτούς τους κι αν ήθελαν ένα απλό πήδημα, αρκούσε μια τσάρκα στο κλαμπ και τέλος. Ποτέ δεν τους είδε με γυναίκα όμως. Ήξερε από όσα άκουγε κατά διαστήματα πως είχαν κάποιες καβατζες αλλά ως εκεί.
Θα τολμούσε να πει, πως με όλο το κόσμο μπορεί να ήταν οι μεγαλύτεροι κόπανοι, αλλά αν κάποιος τους γνώριζε, σίγουρα θα άλλαζε γνώμη ενώ η παραδοχή αυτού για τον ίδιο της τον εαυτό, ήταν τρομακτική όταν έγινε.

"Νομίζω είναι εντάξει όλα. Φορτιστής, σνακ, κουβέρτα... Ένα σαββατοκύριακο είναι. Θα περάσει" έκανε το τελευταίο τσεκ μα ξάφνου σταμάτησε και πάγωσε κοιτώντας το κρεβάτι της. Ήταν σίγουρη πως κάποιος στεκόταν από πίσω της. Ένιωσε περίεργα. Σαν κάτι κρύο να γέμισε το δωμάτιο μονομιάς. Οπλίζοντας με θάρρος τον εαυτό της, γύρισε απότομα αλλά δεν ήταν κανείς.
"Ωραία. Η παράνοια ήταν ότι ακριβώς είχα ανάγκη τώρα..." Το κινητό της χτύπησε και κοίταξε την ώρα

"Σε δύο είμαι έξω. Να είσαι έτοιμη μωρό!"

"Μωρό και αηδιες. Αυτός ο άνθρωπος πάντα τόσο..."

"Τόσο;" η φωνή του Άξελ τη τρόμαξε και γύρισε προς τη πόρτα.

"Πως μπήκες μέσα! Να με πεθάνεις θέλεις; Τώρα δε μου έστειλες μήνυμα;!"

"Κλεινε και κανένα παράθυρο Ελίζα. Ποτέ δε ξέρεις ποιος μπορεί να μπει..." ο Άξελ της έκλεισε το μάτι και εκείνη του πέταξε στα μούτρα ένα από τα μπλουζάκια της.

"Δε φοβάμαι!"

"Κακώς..." της αντιγυρισε αμέσως πλησιάζοντας τη "Ξέρεις τι λείπει από το ταξίδι που θα κάνουμε όλοι μαζί;" ρώτησε σιγανα

"Λείπει κάτι;" απάντησε με σθένος και ο Άξελ τη γραπωσε από τη μέση και τη κόλλησε πάνω του. "Τι σου έχω πει για την απόσταση;!"

"Εμ... Δε θυμάμαι..."

"Άξελ;" σχεδόν τον μάλωνε με τη φωνή της αλλά εκείνος έδειχνε διαφορετικός

"Όλοι κάτι σου έκλεψαν ... Εγώ; Εγώ στην απεξω;"

"Τι μου έκλεψαν δε καταλαβαίνω... Και να χαρείς πάρε τα χέρια σου ..."

"Αλήθεια θέλεις να πάρω τα χέρια μου;" ρώτησε χώνοντας το χέρι του κάτω από τη μπλούζα της. "Νομίζω κάτι μου χρωστάς..."
Έτσι όπως έκανε κύκλους με το δάχτυλο του στη γυμνή της μέση , η Ελίζαμπεθ ένιωσε πάλι εκείνο το ηλίθιο συναίσθημα και οι χτύποι της καρδιάς της αυξήθηκαν "Για πλησίασε λίγο να σου πω κάτι..."

"Δε σταματάς τη πλάκα γιατί θα αργήσουμε;" κατάφερε να του πει αλλά εκείνος εγνεψε αρνητικά

"Ένα βήμα πίσω..." είπε ωθώντας το κορμί της μαζί του "Ένα ακόμα... Κι άλλο ένα..." Μόλις τα πόδια της άγγιξαν την άκρη του κρεβατιού , της χαμογέλασε με εκείνα τα καταραμένα ζουμερα του χείλη "Και κάτω..." στη τελευταία του λέξη , την ξάπλωσε στο κρεβάτι και σκαρφάλωσε πάνω της. Δεν είπε κάτι παραπάνω. Χάρισε ένα φιλί στο λαιμό της και ύστερα σιγά σιγά έψαξε το δρόμο για τα χείλη της. Η αίσθηση ήταν απερίγραπτη. Το έκανε αργά σε σημείο που η Ελίζαμπεθ κυρτωσε το κορμί της άθελά της προς τα πίσω. Το γεγονός πως ήταν παρθένα και το είχαν καταλάβει , ενέτεινε το μαρτύριο της κάθε φορά που ένας από τους τρεις ήταν τόσο κοντά της. Κάθε ένας από αυτούς είχε μια μοναδική ομορφιά και δικά του ξεχωριστά χαρακτηριστικά που τον έκαναν άκρως επικίνδυνο και γοητευτικό. Ήξερε φυσικά πως όσα ένιωθε για αυτούς ήταν απλά μια τρέλα αλλά δε μπορούσε να το σταματήσει. Ήταν κάτι που δεν κατάφερνε να ελέγξει.

Χωρίς να αντιληφθεί πως ακριβώς έφτασαν  ως εκεί, βρέθηκε να του χαρίζει το φιλί της.
Ήταν διαφορετικό από του Καρίμ...Και ακόμα πιο διαφορετικό από του Τζόνι το οποίο διήρκησε τρία αγρια δευτερόλεπτα.
Το δικό του ήταν παιχνιδιάρικο. Δάγκωνε τη γλώσσα της κατά διαστήματα και ρουφούσε τα χείλη της σε κάθε ευκαιρία. Δύο ολόκληρα λεπτά της πήρε για να καταλάβει τι συνέβαινε και βάζοντας τα χέρια της στο στήθος του, τον απομάκρυνε από πάνω της.

"Αυτό δεν έπρεπε να γίνει..."

"Ένα φίλι ήταν... Και όπως σου είπα μου το χρωστούσες..."

"Άξελ σε παρακαλώ... Αντιλαμβάνεσαι καθόλου κάποια πράγματα; Τι με περάσατε και με φιλάτε όλοι σας;!"

"Ποιος σου είπε ότι σου βάλαμε κάποια ταμπέλα μικρή νυφίτσα;" την αποκάλεσε με το αγαπημένο του επίθετο αλλά πλέον το έλεγε αλλιωτικα από όταν στην αρχή. "Χαλάρωσε... Δεν κάναμε τίποτα κακό. Ούτε με τον Καρίμ  έκανες ούτε με τον Τζόνι. Είσαι δικιά μας πλέον Ελίζα... Και μη λες αλλά ψέματα στον εαυτό σου..." της έκλεισε το μάτι πονηρά και κοίταξε τα πράγματα της "Υπάρχει περίπτωση να έχω ένα ωραίο καφεδάκι για το δρόμο;" άλλαξε το κλίμα και της χαμογέλασε φαρδιά πλατιά "Λυπήσου ένα ξενυχτισμενο άξεστο γουρούνι, να χαρείς..." χρησιμοποίησε λόγια που εκείνη του είπε κάποτε και κατάφερε να τη κάνει να γελάσει

"Εγώ θα σου κάνω καφέ εσύ πάρε τα πράματα και να είσαι κάτω σε 2 λεπτά το πολύ!"

"Ότι πεις μικρη νυφίτσα!"

Η Ελίζαμπεθ του χαμογέλασε ήρεμη πια μα μόλις έφυγε από το δωμάτιο κάθε χαρακτηριστικό στο πρόσωπο του Άξελ σκοτείνιασε. Έβγαλε το κινητό του, έλεγξε έξω από τη κουρτίνα και πήρε το Τζόνι.

"Είχες δίκιο..." του είπε αμέσως μόλις το σήκωσε. "Τον είδα να βγαίνει στα γρήγορα από το πλαϊνό παράθυρο  μόλις παρκαρα τη μηχανή... Η μικρή προφανώς δεν έχει ιδέα"

"Καλώς. Ελάτε από εδώ και ξεκινάμε όλοι μαζί σε μισή ώρα"

"Τι θα κάνουμε;"

"Περίμενα πως και πως να τον αφήσουν πάλι οι μπάτσοι... Χτύπησε τον Καρίμ , Άξελ. Και είναι πίσω από τη Λιζ... Θα κάνουμε αυτό που ξέρουμε να κάνουμε καλύτερα..." η φωνή του Τζόνι χαμήλωσε

"Τη φίλησα..." Παραδέχτηκε ξαφνικά λίγο πριν το κλείσουν

"Όλοι το κάναμε Άξελ... Αυτό δε θα αλλάξει τίποτα όμως. Είναι αβγαλτη παρά τα όσα λέει και κάνει. Δε μπορούμε να της προσφέρουμε τίποτα παραπάνω εκτός από ασφάλεια τη δεδομένη. Λοιπόν...
Να είστε εδώ σε μισή ώρα και φρόντισε να ελέγξεις κάθε παράθυρο και πόρτα"

"Έγινε αδερφέ... Αν και κάτι μου λέει πως αυτός ο Πίτερ σύντομα θα εμφανιστεί ξανά..."

"Και εμείς θα τον περιμένουμε..."
Από τη πρώτη μέρα που έμαθαν ποιος χτύπησε τον Καρίμ , παρακολουθούσαν κάθε του κίνηση. Η Ελίζαμπεθ όταν κάλεσε την αστυνομία και τον πήραν, δεν ήθελε να ξέρει κάτι παραπάνω αλλά τα αγόρια κατάφεραν και έμαθαν πως μπήκε 3 μήνες μέσα για παραβίαση ασφαλιστικών. Είχε ξεκάθαρα δόντι στην αστυνομία για να έκατσε μόνο τόσο. Βέβαια αυτό που δεν ήξερε ήταν πως επιλέγοντας να παρακολουθεί την Ελίζαμπεθ ξανά, θα ήταν απλά ένα τεράστιο λάθος.
Ο Άξελ έριξε ένα βλέφαρο στην ώρα,  έλεγξε το παράθυρο του δωματίου της και κατέβηκε.

"Μάντεψε ποιος κατεβαίνει!" φώναξε και την άκουσε να χασκογελαει από τη κουζίνα. "Ω ναι! Καλά κατάλαβες. Ο ένας και μοναδικός... Ο απερίγραπτος! Ο Ονειρεμένος! Ο...."

"Ο σοφέρ μου; Άντε καλό μου αγόρι , τα πράγματα δε θα μπούνε από μόνα τους στο αμάξι. Και εγώ για να δεις τι καλή που είμαι, σου έφτιαξα τσάι!" Για να διώξει την αμηχανία το χιούμορ ήταν πάντα το δυνατό της χαρτί.

"Τι τσάι μωρέ Ελίζαμπεθ θες να με στείλεις;!"  Σπάνια την αποκαλούσε με το όνομα της και εκείνη σαστισε. Της άρεσε και την ξένιζε παράλληλα.

"Πίνεις πολλούς καφέδες. Τέλος συζήτησης. Ξεκινάμε!"

"Καλά... Κάτσε να φτάσουμε στα λαγκάδια και θα σου δείξω εγώ μικρή νυφίτσα..." την απείλησε μα εκείνη απαξίωσε, πήρε τη τσάντα της και βγήκε έξω. "Αυτή θα μας πεθάνει μια μέρα ..." ο Άξελ κούνησε το κεφάλι του , κοίταξε το τσάι πάνω στο τραπέζι και πήρε μια έκφραση αηδιας. "Καφεδάκι από το βενζινάδικο ή βότκα; Πως θα μου αρνηθεί μετά! Εγώ οδηγώ. Αν θέλει ας μη με αφήσει να πάρω καφέ!"

"Σε ακούω ξέρεις!!" Του φώναξε απ' έξω

"Μα για να τα ακούς τα λέω!" της αντιγυρισε και ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στο σπίτι, πήρε τα πράγματα και βγήκε...
Το ταξίδι αυτό θα ήταν πραγματικά κάτι ξεχωριστό. Χωρίς δουλειά και χωρίς έγνοιες. Ήταν οι τελευταίες μέρες που υποτίθεται η Ελίζαμπεθ θα έκανε ότι ήθελαν με βάση τη συμφωνία τους. Μετά θα ήταν ελεύθερη...

❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top