The last day

«Περίμενε! Μην πλησιάζεις! Κρατάει όπλο-» ο άνδρας σήκωσε το όπλο και χωρίς δεύτερη σκέψη τράβηξε την σκανδάλη.

Και η σφαίρα σφυρίζει βγαίνοντας από το όπλο. Και σε χτύπησε. Ένα ουρλιαχτό ακούγεται. Το δικό μου ουρλιαχτό. Ο καλυμμένος άνδρας αρχίζει να τρέχει κρύβοντας το όπλο στο σκισμένο, παλιό παντελόνι του.

Δεν με νοιάζει ποιος είναι, ή γιατί το έκανε. Το μόνο που με νοιάζει είναι να είμαι κοντά στο αγόρι, που κάνει κάθε μέρα μου καλύτερη. Που δεν τον νοιάζουν τα λεφτά μου ή το ότι ήμουν ορφανή. Ίσως το μόνο άτομο που με αγάπησε πραγματικά, πέρα από τους γονείς μου.

«Κάνε υπομονή έρχεται το ασθενοφόρο!» λέω αγχωμένα καθώς χαϊδεύω το πρόσωπό του.

«Ρόουζ...»

«Όλα είναι εντάξει.» συνέχισα χωρίς να απαντάω.

«Ρόουζ» ξαναλέει όμως αρνούμαι να ακούσω αυτό που θα πει.

«Ηρέμησε και μην μιλάς...» μην το κάνεις πιο δύσκολο.

«Ρόουζ!» φώναξε.

«Τι;!» φωνάζω επίσης μην μπορώντας πλέον να συγκρατήσω τα δάκρυά μου.

«Το ασθενοφόρο θα φτάσει πολύ αργά!» απάντησε ξεψυχισμένα.

«Μην το λες αυτό! Θα έρθει θα σε πάει στο νοσοκομείο και θα γίνεις καλά! Μην με αφήνεις Μαρκ...»

«Θα είμαι πάντα εκεί τιγράκι... Σε αγαπάω να το θυμάσαι αυτό» μουρμούρισε ξεψυχισμένα.

Έσκυψα πάνω στο στήθος του κλαίγοντας σιγανά, αφήνοντας να με συνοδεύει η μόνη μουσική που χρειάζομαι.

Η καρδιά του χτυπάει αδύναμα κάνοντάς με να φοβάμαι ακόμα περισσότερο.

Και ξαφνικά, δίχως να πει τίποτα, δίχως να ρωτήσει, σταμάτησε.

«ΜΑΡΚ;» φώναξα τρομαγμένη.

Δεν χρειαζόταν άλλος πανικός. Ήξερε και ήξερα ότι δεν υπήρχε λόγος.

«Κι εγώ σε αγαπάω...» του ψιθυρίζω και σηκώνω τα ματωμένα πλέον χέρια μου.

Η σειρήνα του ασθενοφόρου ακούγεται και τα μπλε φώτα γεμίζουν το σοκάκι.

Είχες δίκιο. Ήρθαν αργά.

Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω για ακόμα μια μέρα το γκρι ταβάνι. Κάπου εκεί πνίγηκαν και τα αστέρια της νύχτας και έφτιαξαν αυτό το μουντό χρώμα.

Σηκώθηκα όρθια και πήρα μια ανάσα. Αυτή η ανάσα όμως έτρεμε. Και συνειδητοποίησα πως έκλαιγα. Έκλαιγα για αυτόν το εφιάλτη. Που μακάρι να ήταν μόνο ένας εφιάλτης και όχι μια κακάσχημη ανάμνηση.

Ξαφνικά όμως τα πνευμόνια μου έκλεισαν. Δεν άφηναν το οξυγόνο να περάσει μέσα όσο και να προσπαθούσα. Οι ανάσες μου ακούγονταν σαν ένα μανιασμένο φουγάρο ατμόπλοιου.

Ακούμπησα το χέρι μου στο στρώμα και το έσφιξα.

Με το άλλο έπιασα το στήθος μου.

Έλα τώρα Ρόουζ,

κρίση πανικού πάλι;!

Θα τον απογοήτευες!

Ξες πως δεν ήθελε να σε βλέπει αδύναμη και εσύ μόνο αυτό του δίνεις!

Το υποσυνείδητο μου, βαράει αλύπητα κάθε στάλα κουράγιου που έχει απομείνει μέσα στο ταλαιπωρημένο από τις αναμνήσεις μυαλό μου.

Κάνε το να φύγει! φωνάζω από μέσα μου τραβώντας τα μαλλιά μου.

Το κεφάλι μου πάει να σπάσει, από την πίεση να μην δακρύσω.

Γαμώτο! Δεν αντέχω...

Όλα προσπαθούν να δραπετεύσουν από μέσα μου. Με πνίγουν με τα δικά τους θέλω, με καταστρέφουν.

Τρώνε κάθε φωτεινή γωνία μου και παίζουν με την λογική μου, αν τελικά έχει επιζήσει κάτι από αυτήν εκεί μέσα.

Σήμερα είναι η μέρα έλεγα ξανά και ξανά στον εαυτό μου, και παραδόξως αυτό με ηρεμούσε.

Σηκώθηκα γρήγορα και ντυμένη μέσα σε 3 λεπτά ήμουν έξω στους δρόμους.

Ακούστηκαν βήματα πίσω μου.

Γύρισα και είδα την Μεγκ.

Το μόνο άτομο που δεν με εγκατέλειψε.

Την εγκαταλείπω όμως εγώ. Γιατί ξέρω πως αυτή θα είναι η τελευταία μου βόλτα. Και δεν θέλω να της το κάνω πιο δύσκολο.

Δημοσιογράφοι ξαφνικά βγαίνουν από τις καφετέριες και τα πάρκα και αρχίζουν να τρέχουν με τις ανόητες φωτογραφικές και τα ανόητα μικρόφωνά τους κατά πάνω μου.

Πάντα αυτό γίνεται. Πάντα παραμονεύουν σαν τα αρπακτικά την στιγμή που θα βγω μέσα από το σπίτι μου.

Ξαφνικά μια φώναξε.

-- Να τη! Δεσποινίς, μας αφιερώνετε μερικά λεπτά; φώναξε πλησιάζοντας με, με όλο το προσωπικό της.

Οι φωνές όμως ακούγονταν τόσο μακριά.

Το κεφάλι μου βούιζε και μου ήταν αδύνατο να ακούσω μέχρι και τις σκέψεις μου.

Αφήστε με!

Πονάω!

Δεν το βλέπετε;

Ανάθεμα όλα τα πτυχία σας, αν δεν μπορείτε να καταλάβετε ούτε την δυστυχία!

Δεν καταλαβαίνω τους ανθρώπους μερικές φορές...

Τόσο περίεργοι να μάθουν τα πάντα, κι όμως τα χρησιμοποιούν με τον χειρότερο τρόπο.

Και δυστυχώς ολόκληρος ο κόσμος είναι στο έλεος τους.

Και μέσα σε αυτόν τον όχλο από τα ανθρωποφάγα τέρατα , έχασα την ισορροπία μου και έπεσα κάτω.

Το κρύο χαλίκι έσκισε το τζιν και το γόνατο μου. Η Μεγκ έσκυψε γρήγορα δίπλα μου και με βοήθησε να σηκωθώ και να περάσω τους δημοσιογράφους.

Τζ- Συγγνώμη... Έχω καταντήσει ανθρωποφοβική... είπα γελώντας πικρά και κλείνοντας τα μάτια.

Μ- Δεν πειράζει, σε καταλαβαίνω. απάντησε συμπονετικά.

Δεν με καταλαβαίνεις Μεγκ. Προσποιήσε όπως όλοι οι υπόλοιποι. Δεν ξέρω αν όντως με νοιάζεσαι γιατί τα τελευταία δύο χρόνια, κανείς δεν φρόντισε να μου θυμίσει πως είναι να νοιάζεσαι. Αλλά όπως και αν σου φέρομαι δεν τα παρατάς. Και αυτό είναι μια ευχάριστη έκπληξη.

Απομακρυνθήκαμε τρέχοντας.

Σιωπή ήταν απλωμένη μεταξύ μας και ήμουν ευγνώμων.

Μερικές φορές η σιωπή είναι ότι καλύτερο...

Μένεις μόνο σου με τις σκέψεις σου.

Για αυτό εξάλλου δεν ουρλιάζουμε όταν φοβόμαστε;

Για να αποφύγουμε το πόσο δυνατές είναι οι σκέψεις μας...

Ξαφνικά άκουσα πίσω μια κόρνα.

--Περιμένετε! Δεσποινίς Μπλακ; φώναζε ενθουσιασμένη μια δημοσιογράφος μέσα από το φορτηγάκι της.

Δεν απάντησα απλά έκλεισα τα μάτια μου.

Και συνέχισα να προχωράω.

Να αποφεύγω το όνομα μου.

Όπως κάνω συνεχώς τα τελευταία χρόνια...

Ρόουζ Μπλακ.

Ένα άτομο το αγάπησε αυτό το όνομα όσο το μισώ εγώ.

Τζ- Είμαι η Ρόουζ! είπα χαρούμενη και του έδωσα το χέρι μου.

Ζ- Ένα όμορφο όνομα για μια όμορφη κοπέλα. Χάρηκα λοιπόν Ρόουζ. Είμαι ο Μαρκ! απάντησε, χαμογελώντας στραβά και φίλησε την ανάστροφη της παλάμης μου.

Χαμογέλασα και χαμογέλασε.

Και από τότε ξέραμε, πως ήμασταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον.

Από μία γνωριμία.

Ένα φιλί.

Και ένα χαμόγελο.

Τα φορτηγάκια ξαναπολλαπλασιάστηκαν.

Αρχίσαμε να τρέχουμε.

Όμως πλησίαζαν όλο και περισσότερο.

--Θέλουμε να σας μιλήσουμε!

--Πως νιώσατε για τον χαμό των γονιών σας, όταν ήσασταν μόλις 8 χρονών;

--Σας είχαν πει από τότε πως ήταν αυτοκινητιστικό; Και πως υπάρχουν πολλές πιθανότητες να ήταν φόνος εκ προμελέτης;

--Θεωρείστε ακόμα ύποπτος για την υπόθεση του δολοφονημένου αγοριού σας;

--Παίρνετε όντως αντικαταθλιπτικά;

Σταμάτησα απότομα.

Κατάθλιψη.

Μια λέξη που τόσα χρόνια περιφερόταν γύρω μου.

Αλλά ομολογώ πως ποτέ δεν το σκέφτηκα σαν πιθανότητα.

Παρόλο που, ίσως έχω τα συμπτώματα...

Όταν νιώθεις πως κανείς δεν σε καταλαβαίνει.

Πως το να χαμογελάσεις πραγματικά πονάει περισσότερο και από μαχαίρι που γυρνάει ξανά και ξανά μέσα σε μια πληγή.

Που όλα φαίνονται πιο μαύρα, πιο σκοτεινά.

Σαν η καθημερινότητά σου να είναι πρόβα για την ίδια σου την κηδεία.

Και όμως εγώ προσπαθώ να το παλέψω.

Ανοιχτόχρωμα ρούχα, και γλυκιές καλημέρες σε άτομα που πιθανόν να μην ξέρω καν.

Όμως...

Και αυτό δεν είναι ένα σημάδι;

Προσπαθείς να νιώσεις καλύτερα με πράξεις που είναι ψεύτικες, νιώθεις ο ίδιος ψεύτικος και όταν γυρνάς σπίτι, αφήνεις τα χάρτινα τείχη σου να σκιστούν, να γκρεμιστούν, να καούν.

Και κλαις μόνος στο μαξιλάρι σου.

Κατάθλιψη...

Τελικά μάλλον αυτό είναι που πάσχω.

Γέλασα με τις σκέψεις μου.

Μέσα σε μία ώρα, οι δημοσιογράφοι τα είχαν παρατήσει.

Η Μεγκ προσπάθησε πάρα πολλές φορές να με πείσει να πάμε για έναν καφέ, όμως εγώ αρνήθηκα κάθε φορά.

Ήθελα να γυρίσω σπίτι και να τελειώνω.

Όταν πλέον παραιτήθηκε την αγκάλιασα σφιχτά και την ευχαρίστησα.

Προφανώς δεν περίμενε μια τόσο ξαφνική αλλαγή στην συμπεριφορά μου.

Απλά μουρμούρισε ένα καλοσυνάτο «παρακαλώ» και μπήκε σπίτι της.

Έτσι κουρασμένη πλέον, γύρισα και εγώ σπίτι μου και μπήκα στο δωμάτιό μου.

Πήγα μπροστά στον καθρέφτη.

Στεκόμουν και σε κοιτούσα.

Και σε ακούμπησα όμως ήσουν τόσο κρύα, που ανησύχησα.

Αν είσαι τελικά ζωντανή.

Αν πονάς.

Αν κλαις όταν οι άλλοι δεν σε βλέπουν.

Γιατί καμιά φορά νομίζω πως σε βλέπω να δακρύζεις.

Σε ακούω να φωνάζεις και να χτυπάς το γυάλινο κλουβί σου.

Και νομίζω είδα μια κόκκινη κηλίδα πάνω στο ξυραφάκι μου.

Καλή μου αντανάκλαση...

Μπορώ να καταλάβω πόσο απαίσια νιώθεις.

Πως είναι να πρέπει να ζεις μέσα από τα μάτια και την αναπνοή ενός άλλου.

Να πρέπει να στηρίζεσαι πάνω του για να νιώσεις έστω και λίγο ζωντανή.

Ανέπνευσε καλή μου αντανάκλαση...

Και εγώ έτσι νιώθω.

Δεν στέκομαι μόνη μου στα πόδια μου, μα με τεράστια φορτία ενέργειας και ελπίδας.

Δεν αναπνέω μόνη μου μα με αποθέματα κουράγιου.

Δεν βλέπω μόνη μου μα μέσα από δάκρυα, που αποτελούν πλέον καθημερινότητα.

Και καμιά φορά λερώνω και εγώ το μικρό αυτό ξυραφάκι, γιατί είναι το μόνο που με καταλαβαίνει και καταπραΰνει τον πόνο μου.

Βλέπεις λοιπόν δεν είμαστε τόσο διαφορετικές.

Και οι ομοιότητες είναι τόσο πολλές που πλέον δεν μπορώ να ξεχωρίσω.

Ποια είναι η πραγματική και ποια η αντανάκλαση;

Και ίσως να εύχομαι να είμαι εγώ η πραγματική, γιατί τον πόνο που νιώθω δεν θα τον ευχόμουν ούτε στον χειρότερο εχθρό μου.

Δεν έχω πλέον φίλους καλή μου αντανάκλαση.

Και η μοναξιά πονάει.

Όμως για άτομα σαν κι εμένα είναι καμιά φορά η καλύτερη παρέα.

Τζ- Μαίρη έλα λίγο σε παρακαλώ! φώναξα χωρίς κανένα απολύτως συναίσθημα στην φωνή μου.

Τις ελάχιστες φορές που άνοιγα το στόμα μου, τα συναισθήματα είχαν όλα ήδη φύγει από μέσα μου με από τα δάκρυα.

Φοβούνται και τα συναισθήματα.

Σε εμένα φοβήθηκαν το ξαφνικό σκοτάδι.

Τους εφιάλτες και τις σκέψεις μου.

Και δεν τα αδικώ γιατί να μείνουν μαζί μου;

Δεν έχω πια κάτι να δώσω στον κόσμο παρά μόνο αηδία.

Και έτσι το πήρα απόφαση. Είμαι πλέον ένα κινούμενο πτώμα. Όσο και αν προσπάθησα.

Και ας τολμίσει κάποιος να πει ότι τα παράτησα! Δεν τα παρατάω! Απλά...

Απλά κουράστηκα!

Με κούρασε η ζωή μου! Με κούρασαν οι άνθρωποι! Με κούρασε ο ίδιος μου εαυτός! Οι εφιάλτες μου, οι σκέψεις μου, οι φωνές που ουρλιάζουν μέσα μου και το κενό στην καρδιά μου!

Έκλεισα τα μάτια και πήρα μια ανάσα, πιάνοντας τον μικρό φάκελο, που είχα ετοιμάσει για την Μαίρη. Η μόνη γυναίκα που έμεινε μαζί μου μετά τον θάνατο των γονιών μου.

Η πόρτα άνοιξε και μπροστά μου βρέθηκε η γλυκιά ηλικιωμένη καμαριέρα μου.

Της έδωσα τον φάκελο και εκείνη με κοίταξε μπερδεμένη.

Τζ- Θέλω να το διαβάσεις τίποτα και να μην αντιδράσεις. Και κάνε μου μια τελευταία χάρη,... Θέλω να το διαβάσεις, στην- Θα καταλάβεις που... παρακάλεσα μελαγχολικά.

Έγνεψε καταφατικά και άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες ανοίγοντας τον φάκελο.

Προχώρησα με σταθερά βήματα προς το μπάνιο και μπήκα μέσα, κλειδώνοντας την πόρτα.

Κι άλλος καθρέφτης.

Κι άλλη υπενθύμιση του πως έχω καταντήσει.

Άνοιξα την μπανιέρα και σε λίγο είχε γεμίσει.

Μπήκα μέσα και έπιασα το ξυραφάκι μου, βγάζοντας μία λεπίδα.

Δεν θα πονέσει. Το ξέρω. Θα είναι απλά λίγο πιο βαθιά από τις άλλες φορές.

Το ακούμπησα πάνω στην εσωτερική μεριά του αγκώνα μου. Έκλεισα τα μάτια μου και πήρα μια βαθιά ανάσα.

Αυτό ήταν το τέλος.

Η Μαίρη χτυπούσε για ώρες συνεχόμενες την πόρτα φωνάζοντας. Όμως η Ρόουζ δεν θα ξαναξυπνούσε. Σε μία ώρα η πυροσβεστική είχε φτάσει, βρίσκοντας την Ρόουζ νεκρή μέσα στην μπανιέρα της.

Στην κηδεία της, προσκεκλημένοι ήταν όλο το σχολείο.

Η Μεγκ δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει. Μέχρι που τελικά τα δάκρυα στέρεψαν.

Η Μαίρη ήταν το μόνο άτομο που σηκώθηκε για να μιλήσει.

Μ- Δεν ήταν δική μου απόφαση να ανέβω εδώ πάνω, αλλά δική της. Εκείνη μου το ζήτησε σαν τελευταία χάρη. Δεν ήξερα τι εννοούσε και αν ήξερα θα την σταματούσα γιατί η Ρόουζ ήταν ένα από τα πιο καταπληκτικά κορίτσια που έχω γνωρίσει. Όμως αυτό είναι ένα γράμμα που θα εξηγήσει τα πάντα.

Έβαλε τα γυαλιά της και με τρεμάμενα χέρια άνοιξε τον φάκελο.

«Γεια. Δεν ήξερα πως αλλιώς να ξεκινήσω οπότε απλά γεια. Θέλω πρώτα να ξεκαθαρίσω κάτι. Αυτό, για να είστε εδώ και για να ακούτε αυτά τα λόγια ξέρετε για τι μιλάω, δεν έγινε εξαιτίας του Μαρκ. Έγινε διότι πλέον ένιωθα πως το μόνο που έκανα πλέον ως ζωντανή ήταν να πιάνω χώρο. Όλοι ξεκαθαρίσατε και με το παραπάνω την σχέση σας μαζί μου. Δεν θέλω να κατηγορήσω κανέναν. Καταλαβαίνω γιατί κάνατε ότι κάνατε, γιατί είπατε ότι είπατε. Ένα δεν καταλαβαίνω. Γιατί να προσποιηθείτε τόσο πολύ ότι ενδιαφέρεστε και με το που σας δόθηκε η αφορμή βγάλατε τις μάσκες; Θα άντεχα! Αλήθεια θα άντεχα! Δεν θα ήταν το δύσκολο. Τζένι, ξέρω ότι ήρθες γιατί μου το είχες υποσχεθεί, θυμάσαι; «Θα είμαι στην κηδεία σου και μάλιστα πρώτη σειρά!» μου είχες πει. Οπότε σε ευχαριστώ για την παρουσία σου εδώ.

Η Τζένι κατέβασε ντροπιασμένη το κεφάλι της.

» Πριν 4 χρόνια είχες κάψει μια μεριά από τα μαλλιά σου. Και δεν ήθελες να βγαίνεις από την τάξη, γιατί τα τριτάκια σε κορόιδευαν. Εγώ όμως στάθηκα δίπλα σου. Ήμουν εκεί όταν έκλαιγες, τους έδιωχνα όταν είχαν ορέξεις για να σπάσουν πλάκα μαζί σου. Εσύ όμως Τζένι; Πώς μου το ξεπλήρωσες; Αποκαλώντας με ασυναίσθητη και αχάριστη; Τομ! Τι ήσουν πριν 3 χρόνια Τομ; Ήσουν ο καλύτερος μαθητής της τάξης. Και σε θαύμαζα όταν με τόση χαρά απαντούσες στις ερωτήσεις, γιατί ήξερες ότι θα έκανες περήφανη την άρρωστη μαμά σου. Και σου το έλεγα Τομ, ότι σε θαύμαζα και σε βοηθούσα όπως μπορούσα! Πλήρωσα και την εγχείρηση της μαμάς σου και τώρα είναι υγιής! Ξέχασες όμως Τομ και άλλαξες. Δεν ήσουν πια εκείνο το παιδί που θαύμαζα για το πάθος του. Ήσουν εκείνος που με χτυπούσε και με φώναζε ορφανή και κακομαθημένη.

Ο Τομ δάκρυσε από τις πίσω θέσεις.

»Και όλοι εσείς ξέρετε πως δεν ήταν μόνο ο Τομ και η Τζένι αυτή που με κατέληξαν νεκρή σε ένα άδειο άψυχο κουτί! Τέλος πάντων. Όπως ξαναείπα δεν πειράζει. Όχι πλέον. Δεν θέλω να πω τίποτα άλλο... Παρά μόνο να ευχαριστήσω την Μαίρη. Που μου στάθηκε σαν την μαμά που, έχασα. Και την Μεγκ. Που δεν με παράτησε όμως εγώ είχα συνηθίσει πλέον στο να με πληγώνουν και την απομάκρυνα. Αγαπούσα το ότι δεν τα παρατούσες και ας φαινόταν πως με ενοχλούσε. Και για όποιον τέλος πάντων νοιάζεται, ότι χρήματα έχω, θέλω απλά να πάνε σε κέντρα ψυχοθεραπείας. Και στο δικό σας κύριε Μίτσελ, γιατί όσο και αν το πιστεύατε το αντίθετο, οι συνεδρίες σας βοηθούσαν γιατί ένιωθα λιγότερο μόνη. Η μοναξιά με οδήγησε εδώ. Και είμαι σίγουρη ότι το ξυραφάκι πόνεσε λιγότερο από τα τελευταία δύο χρόνια. Αυτά,

Αντίο λοιπόν,

Ρόουζ»

Όλοι σηκώθηκαν και χειροκρότησαν και στην συνέχεια έφυγαν. Και συνέχισαν τις ζωές τους με την ιδέα πως η Ρόουζ τους είχε συγχωρέσει. Χωρίς τύψεις απλά έζησαν. Όμως και σε εκείνη άρεσε η ζωή. Δεν της άρεσε ο τρόπος που είχε εξελιχθεί και αποφάσισε να γυρίσει στον παράδεισο, με την ελπίδα εκεί να είναι καλύτερα.

-----------------------------------------

Αυτό το κείμενο είναι η αρχική εκδοχή του "Always remember" που ετοίμασα για έναν διαγωνισμό. Για αυτόν τον λόγο θα δείτε κομμάτια τα οποία βρίσκονται και σε εκείνο το βιβλίο. ήθελα καιρό να το ανεβάσω, οπότε ορίστε.

Ψηφίστε και σχολιάστε αν σας συγκίνησε έστω και λίγο.

Η κατάθλιψη είναι ένα θέμα που εμένα προσωπικά με αγγίζει.

Ευχαριστώ,

WrittenFlower

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top