[Κεφάλαιο I~Το Δημοψήφισμα]

~Aesthetic της Gemma παραγωγής Μάνας Βασίλως~

Η Τρίτη εκείνη στο ημερολόγιο της Τζέμμα σήμανε την πρώτη επίσημη ημέρα στη νέα της εργασία, μια δουλειά που είχε επιλέξει απολύτως συνειδητά κι ήταν αποφασισμένη να μην εγκαταλείψει. Αποφασισμένη· σε αυτήν ακριβώς τη σθεναρή θέληση βασιζόταν.

Ανάλαφρα, η δουλειά χαρακτηριζόταν απαιτητική και κυνικά, εφιαλτική. Εκτός της μεγάλης ευθύνης που είχε επωμιστεί ως Γραμματέας του Διευθυντή του Δημιουργικού, είχε κληθεί να αντιμετωπίσει την πλέον θεόρατη πρόκληση· τον ίδιο τον Διευθυντή του Δημιουργικού. Μόνο και μόνο ότι είχε περάσει όλη την πρώτη ημέρα της καθαρίζοντας και τακτοποιώντας το γραφείο του αποτελούσε τον πιο ακλόνητο λόγο ότι δεν επρόκειτο ούτε για συμβατικό εργοδότη, αυτόν που ανήκε στο μέσο, αλλά ούτε και για εύκολο άνθρωπο, εφόσον της έκανε διαρκώς υποδείξεις.

Πρόσεξε αυτή τη στοίβα με τους φακέλους, είναι από την πρώτη μου καμπάνια το 1990 και τη θεωρώ τυχερή.
Δώσε μου αυτό· μα είναι το βινύλιο των Queen, το έψαχνα τρία χρόνια!
Δε νομίζω να είσαι από αυτές τις κολλημένες με την Τζέιν Ώστεν! Μας φτάνει ο Έντουαρντ, δε θα αντέξω κι άλλο κρούσμα!
Πρόσεξε εκεί· σου ξέφυγε σκόνη και θα πρέπει αύριο να καθαρίσεις ξανά!

Κι αυτά ήταν μόνο λίγα από τα απίστευτα σχόλια που είχε ακούσει την προηγούμενη ημέρα. Κούνησε το κεφάλι και τα απομάκρυνε από τις σκέψεις της, για να αφιερωθεί στο πρωινό και να απολαύσει το τσάι με το φρυγανισμένο ψωμί.

Κοίταξε την άδεια καρέκλα απεναντί της. Η Λορέιν έλειπε και πάλι. Τον τελευταίο μήνα έλειπε σχεδόν πάντα στο πατρικό της, στο μακρινό Κίνσειλ της Ιρλανδίας, στο πλευρό της αδελφής της που βίωνε ένα δύσκολο διαζύγιο. Όσο κι αν καταλάβαινε και επαινούσε τη φίλη και συγκάτοικό της για τη στάση αγάπης και συμπαράστασης, δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι της έλειπε τρομερά. Αν βρισκόταν εκεί, θα της έδινε συμβουλές με νηφαλιότητα και αντικειμενικότητα, όπως έπραττε από όταν ήταν παιδιά.

Αυτόματα, άρπαξε το τηλέφωνο της και την κάλεσε, ελπίζοντας να μιλήσουν, έστω και σύντομα. Μάταια· βγήκε ο τηλεφωνητής και κατακρήμνισε κάθε προσμονή. Πέταξε νευρικά το τηλέφωνο πέρα, χτυπώντας το πόδι σαν παιδάκι. Δαγκώνοντας τα νύχια, αισθανόταν την ανησυχία να φουντώνει, ανησυχία για το άγνωστο και ταυτόχρονα το τόσο περιπετειώδες, εκείνο που θα της προσέφερε την καριέρα που επιθυμούσε, όπως την επιθυμούσε. Μέσα στην αγωνία της, μειδίασε.

«Δε με τρελάνουν αυτοί,» δήλωσε στεντόρεια στο κενό της σιωπής. «Εγώ θα τους τρελάνω και σε έναν χρόνο μέγιστο, θα τους διοικώ.»

Έριξε έναν κύβο ζάχαρης στο τσάι και το ανακάτεψε επιμελώς, δημιουργώντας στον νου της κάθε λογής παρανοϊκή προσδοκία, για να είναι έτοιμη ακόμη και για τα χείριστα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Έφτασε στο κτίριο με ένα λεπτό καθυστέρηση από το προβλεπόμενο κι είχε ήδη αφηνιάσει, απαιτώντας από τον εαυτό της ανέκαθεν απόλυτη ακρίβεια. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι έσπευσε στο ασανσέρ, αγνοώντας ότι κάποιος άλλος έπραττε το ίδιο, με ολόιδια ορμή. Όταν έφτασε τελικά, ο άλλος εισήλθε με απίστευτη ταχύτητα, σέρνοντας μαζί του νωχελικά ένα σακίδιο πλάτης. Μόλις τον ακολούθησε, την έσπρωξε έξω.

«Έχω αγοραφοβία και κλειστοφοβία· μείνετε εκεί,» την πρόσταξε κοφτά.

«Σας παρακαλώ, βιάζομαι,» πάλευε μα διατηρήσει την ψυχραιμία της. «Χρειάζομαι επειγόντως το ασανσέρ κι ο χώρος είναι άπλετος για δυο άτομα.»

«Αν μπείτε, θα νιώσω πνιγμένος,» επέμεινε και της έκλεισε την πόρτα κατά πρόσωπο, με ωμή αγένεια.

«Μα τι ευγενικός,» έτριξε τα δόντια η Τζέμμα, σε τόσο σιγανό ψίθυρο που με το ζόρι άκουγε τον εαυτό της. «Γουρούνι.»

Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, το ασανσέρ κίνησε για πάνω κι η Τζέμμα είχε μείνει εμβρόντητη, αδυνατώντας να πιστέψει την ατυχία της. Όχι μόνο θα αργούσε μοιραία αλλά και, για να έχει κάποια ελπίδα αξιοπρέπειας, επιβαλλόταν να χρησιμοποιήσει τις σκάλες. Για εφτά ορόφους. Με δεκάποντα τακούνια. Το μοναδικό που τη συγκρατούσε από το να γρυλίσει ή να ουρλιάξει με όλη της την ένταση, ήταν το γεγονός ότι ενδεχόταν να την άκουγε κάποιος συνάδελφος ή ανώτερος της. Έτσι, έσφιξε τα δόντια κι άρχισε να τρέχει όσο γρηγορότερα άντεχε, για να ανεβεί τις σκάλες. Δεν μπορούσε να περίμενε άλλο το ασανσέρ, καθώς λάμβανε κλήσεις διαρκώς και το κτίριο είχε πάνω από είκοσι ορόφους. Φοβόταν ότι με την αναμονή, θα αργούσε ακόμα περισσότερο.

Χρειάστηκε κάτι παραπάνω από πέντε λεπτά για να φτάσει στον έβδομο όροφο. Χαιρέτησε την κοπέλα στην Υποδοχή με ένα νεύμα, τι κι αν ήξερε ότι φάνηκε απολύτως αγενής, αν όχι παλαβή. Όσον αφορά στο όνομά της, δεν το είχε μάθει ακόμη ή της το είχαν αναφέρει και δεν το είχε συγκρατήσει.

Έφτασε στο λιλιπούτειο γραφείο της στις εννέα και δώδεκα, για να βρει την Ανλάιζ να την περιμένει, με το βλέμμα επιμόνως στο ρολόι της.

«Καθυστέρησες,» ψιθύρισε με κάποια ανία. «Δεν ξεκινάμε καλά.»

«Κυρία Λίνκολν, το ασανσέρ-»

«Λυπήσου με, δε χρειάζομαι δικαιολογίες,» το χέρι της τη σίγησε με μια αστραπιαία κίνηση στον αέρα. «Θα σου φέρω μερικούς φακέλους που χρειάζονται σάρωση και ηλεκτρονική αρχειοθέτηση.»

«Ο κύριος Άρμστρονγκ έχει έρθει;» Αναρωτήθηκε η Τζέμμα, καθώς λάμβανε τη θέση της χωρίς τον παραμικρό θόρυβο.

Η Ανλάιζ μονάχα ανασήκωσε το αριστερό φρύδι με μια μάλλον κωμική γκριμάτσα, εγγύτερα στον Τζον Όλιβερ παρά σε Διευθύντρια Προσωπικού.

«Αγαπητή μου, τα ανέκδοτα είναι χαριτωμένα αλλά στον χώρο εργασίας, τα απεχθάνομαι,» απάντησε. «Ο κύριος Άρμστρονγκ θα έρθει το νωρίτερο σε μια ώρα.»

Έπειτα, αντάλλαξαν μερικές ακόμη κενές λέξεις κι η Ανλάιζ την άφησε να εργαστεί ήσυχη. Όσο τρομερά μονότονη και βαρετή κι αν φάνταζε η αποστολή της, η Τζέμμα τη χρωμάτισε κάπως, βάζοντας στο γραφείο να παίζει υπόκωφα μια χαλαρή, ανεπιτήδευτη και γαληνευτική μέταλ.

Από την πρώτη στιγμή, ο υπηρεσιακός υπολογιστής της φάνηκε αλλόκοτος· μάλλον απαρχαιωμένος και αργόσχολος, γεγονός που πλέον αποδεικνυόταν περίτρανα και την εκνεύριζε απερίγραπτα. Τα αρχεία, μάλιστα, που είχε αναλάβει ανήκαν στο 1999. Συνειδητοποίησε ότι κατά πάσα πιθανότητα, δε μιλούσε καν εκείνη τη χρονιά κι άφησε ένα γενναίο νέφος αέρα να ελευθερωθεί από τους πνεύμονες της. Αφοσιώθηκε στην ακοή και στους αγαπημένους της "System of a Down" μήπως και αγνοούσε την παράλογη τροπή της ημέρας. Ή καλύτερα, τις πολλαπλές τροπές.

Λίαν συντόμως, όπως είχε σοφά προβλέψει, ο υπολογιστής απέδειξε την παλαιότητα του· έσβησε εν ριπή οφθαλμού, διαρρηγνύοντας κάθε σχέση με τον ταλαίπωρο σαρωτή. Οι κιτρινισμένοι φάκελοι έμειναν να την κοιτούν παραπονεμένοι.

Εξαίρετα. Σε λίγο, θα μου μιλούν τα μολύβια.

Παρέμεινε ψύχραιμη, μολαταύτα, διότι κατείχε ένα σημείωμα από την Ανλάιζ με κάθε τηλέφωνο που θα μπορούσε να χρειαστεί μέσα στην Εταιρία, με πρώτο εκείνο της Υπηρεσίας Πληροφορικής. Το κάλεσε ευθύς και επιστράτευσε όλη την υπομονή της· όση τέλος πάντων δεν είχε θυσιαστεί υπέρ του σαρωτή. Αν έστω τα μισά από τα ανέκδοτα που κυκλοφορούσαν για τους πληροφορικούς έστεκαν, θα χρειαζόταν μπόλικη.

Μετά από τέσσερις προσπάθειες, το τηλέφωνο απαντήθηκε και μια ανδρική φωνή σχεδόν παιδική τη βεβαίωσε πως θα ερχόταν αμέσως να επιβλέψει τη ζημιά. Αφότου έκλεισε το ακουστικό, αναστέναξε, για πολλοστή φορά κι ήταν ακόμη δέκα το πρωί.

Ο τεχνικός άργησε μόνο μισή ώρα, πράγμα περίεργο, καθώς της είχε τονίσει ότι βρισκόταν στον όγδοο όροφο, οπότε δε θα αργούσε καθόλου. Κι ενώ η Τζέμμα είχε ετοιμάσει ένα εξαιρετικό ευφυολόγημα περί βραδύτητας για να σπάσει τον πάγο, όταν αντίκρισε τον τεχνικό, πάγωσε η ίδια.

Αναγνώρισε αστραπιαία το πουλόβερ του· το εκτυφλωτικά μωβ πουλόβερ, σε εκείνη τη θερμή απόχρωση που συχνότατα αποκαλούταν ματζέντα, ολόιδιο με αυτό που φορούσε ο άξεστος που της είχε αρπάξει το ασανσέρ μέσα από τα νύχια.

«Πώς τόλμησες, ανεγκέφαλε;» Ήταν η κουβέντα που κατάφερε να ξεστομίσει, παλεύοντας να συνέλθει από την έκπληξη. «Έπρεπε να ανέβω εφτά ορόφους με τακούνια, ενώ εσύ, με τα αθλητικά σου, περιφερόσουν σαν κόκορας στο ασανσέρ και με πέταξες έξω!»

Για μια στιγμή, την κοιτούσε με απόλυτη απορία, σχεδόν με φόβο για την ψυχική της ευστάθεια, αλλά τελικά, κατάλαβε ότι ήταν αυτή η γυναίκα που είχε συναντήσει το πρωί.

«Δικό σου είναι το ασανσέρ;» Αποκρίθηκε με ένα ψωροπερήφανο χαμόγελο, πιστεύοντας ότι είχε πει το πιο ευφυές πράγμα.

Η Τζέμμα ένιωθε όλο το αίμα της να ανεβαίνει ιλιγγιωδώς στο κεφάλι κι ετοιμάστηκε να υψώσει τρομερά τον τόνο της φωνής της, αποφασισμένη να ξεσπούσε πάνω του όλη την ένταση της ημέρας. Αυτό που έσωσε, παραδόξως, την κατάσταση ήταν η ενδοεπικοινωνία με το γραφείο του Διευθυντή της.

«Δεσποινίς Ντίκενς, στο γραφείο μου, τώρα.»

Πιότερο βαριεστημένος παρά επιτακτικός ακουγόταν ο Όλιβερ Άρμστρονγκ, όμως η κοπέλα άδραξε την ευκαιρία της να διαφύγει.

«Δε θα αφήσω το αφεντικό μου να περιμένει,» δήλωσε ψυχρά κι έριξε στον ανώνυμο τεχνικό μια δηλητηριώδη ματιά. «Κοίταξε τον υπολογιστή, φτιάξε τον κι όταν επιστρέψω, θα σου μάθω γιατί δε θα επιτάξεις ποτέ ξανά κανέναν δημόσιο χώρο.»

Με τον μεγάλο της χαρτοφύλακα ανά χείρας, εξήλθε του δωματίου και σε ελάχιστο, χτυπούσε την πόρτα του Διευθυντή του Δημιουργικού. Μετά το ξερό πέρνα, ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με έναν πασιφανώς ευχαριστημένο Όλιβερ.

«Εξαιρετική δουλειά, Έμμα,» την καλωσόρισε με απρόσμενο τρόπο. «Το γραφείο αστράφτει όσο ποτέ και τίποτα δε λείπει!»

«Καλημέρα σας, κύριε Άρμστρονγκ,» απάντησε, πλήρως αγνοώντας τον έπαινο του, «σας υπενθυμίζω ότι το όνομά μου είναι Τζέμμα.»

«Τέλος πάντων,» αγνόησε κι εκείνος το σχόλιό της και πήρε τη θέση του πίσω από το πολυτελές γραφείο. «Η Ανλάιζ με ενημέρωσε ότι ανέλαβες αρχειοθέτηση μα εγώ θα σου αναθέσω κάτι πολύ πιο ουσιώδες.»

«Μάλιστα,» ένευσε η νεαρή κι αμέσως έβγαλε από τον χαρτοφύλακα της το πιο απροσδόκητο, περίεργο μα πλήρως σχετικό πράγμα· μια χημική μάσκα. Και τη φόρεσε.

Ο Όλιβερ γούρλωσε τα μάτια, αιφνιδιασμένος.

«Αν αυτό δεν είναι μια απόπειρα αναφοράς στον 'Doctor Who', δεν έχω ιδέα πώς αλλιώς να το εκλάβω.»

«Είσαι η μαμά μου;» Μιμήθηκε άψογα την εν λόγω σκηνή η Τζέμμα και έβγαλε τη μάσκα αμέσως, χωρίς να κρύβει το χαμόγελό της. «Έχετε χιούμορ, κύριε Άρμστρονγκ, μπράβο σας. Αν μη τι άλλο, θα φέρνω πάντοτε μαζί μου μια τέτοια μάσκα, ώστε να αντεπεξέρχομαι σε κάθε αποστολή που ενδέχεται να μου αναθέσετε. Μετά τη χθεσινή μου ανασκαφή στα έγκατα της σκόνης, το θεώρησα απαραίτητο.»

«Ούτε το δικό σου χιούμορ εκλείπει,» ένευσε επιδοκιμαστικά ο Όλιβερ, με τα πράσινα μάτια του να αστράφτουν με παιδικό ενθουσιασμό. «Μη φοβάσαι, σήμερα δε θα τη χρειαστείς. Θα κατέβεις στο Λογιστήριο, στον πέμπτο όροφο, να πάρεις τους ισολογισμούς του περασμένου μήνα, για να τους μελετήσουμε και επιβεβαιώσουμε.»

Η Τζέμμα έφυγε κατευθείαν, για να εκτελέσει την εντολή, νιώθοντας ήδη το κλίμα ελαφρύτερο. Το γεγονός ότι η πλάκα της δεν τον είχε εκνευρίσει, την είχε ενθαρρύνει. Εξίσου πρόσχαρος έμεινε και ο Όλιβερ, του οποίου η διάθεση καταποντίστηκε όταν τον κάλεσε η Ανλάιζ.

Έλα τώρα στην Αίθουσα Συσκέψεων. Έφτασε το Δημοψήφισμα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ουσιαστικός Πρόεδρος της Άλαντερ και ΣΙΑ δεν υπήρχε. Τυπικά, Διευθύνων Σύμβουλος, μετά τον πρόσφατο κι αιφνίδιο θάνατο του ιδρυτή Ρόμπερτ Άλαντερ είχε οριστεί ο Όλιβερ αλλά επικεφαλής είχε αναλάβει άτυπα ο μόνος άνθρωπος που διέθετε προγραμματισμό, συνέπεια και ικανότητα συντονισμού ανάμεσα στους Διευθυντές των τμημάτων· η Άνλαιζ Λίνκολν. Η ίδια, λοιπόν, είχε συγκαλέσει τους επικεφαλής στην Αίθουσα Συσκέψεων, για να τους παρουσιάσει το περιβόητο Δημοψήφισμα των τακουνιών, το οποίο εκείνοι με τη σειρά τους θα παρουσίαζαν στους υπαλλήλους των τμημάτων τους. Η συμμετοχή όλων ήταν υποχρεωτική και εντελώς απαραίτητη. Συνεπώς, όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου συγκεντρώθηκαν· ο Όλιβερ, δίπλα σε έναν άκρως νυσταγμένο Ρίτσαρντ, η Ελίζαμπεθ Μάρτιν, επικεφαλής του Λογιστηρίου και του τμήματος Μάρκετινγκ, η Έιβα Ντέιβις, η Νομική Σύμβουλος και ο πρωινός βασανιστής της Τζέμμα, ο Χάντερ Χάρις, που τελικά της είχε διορθώσει το σφάλμα του υπολογιστή. Στην κεφαλή του τραπεζιού κάθισε η Ανλάιζ, εφόσον ο Όλιβερ επέδειξε παντελή αδιαφορία.

«Χωρίς καμία διάθεση να σπαταλήσω τον πολύτιμο χρόνο σας, κυρίες και κύριοι, ας μπούμε κατευθείαν στο θέμα μας,» άνοιξε το τάμπλετ της και τους το έδειξε, με ένα ψηφιακό αρχείο στην οθόνη. «Αυτό είναι το δημοψήφισμα που πρακτικά έχει μονοπωλήσει τις ειδήσεις των τελευταίων εβδομάδων. Το ερώτημα πιστεύω είναι απλούστατο.»

«Θεωρείτε πως τα τακούνια στον χώρο εργασίας πρέπει να γίνουν υποχρεωτικά;» Όρμησε και συμπλήρωσε βιαστικά ο Χάντερ. «Στείλε μου το αρχείο να το δώσω στους συναδέλφους, να ψηφίσουμε, να τελειώνουμε. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί τόση επισημότητα.»

«Δεν είναι τόσο απλό ή ανάλαφρο,» διαφώνησε αμέσως η Έιβα, θωρώντας τον νεαρό πληροφορικό με καταφρόνηση. «Η εταιρία μας έχει επιλεγεί μαζί με άλλες διακόσιες περίπου, για να αποφασίσει για κάτι που θα επηρεάσει όλους, ακόμη κι αν είναι δοκιμαστικό.»

«Προσωρινά δοκιμαστικό,» επισήμανε η Ανλάιζ. «Ουδέν μονιμότερο του προσωρινού.»

«Ο μικρός έχει δίκιο· πολύ κακό για το τίποτα,» πετάχτηκε ο Όλιβερ, σκουντώντας και τον Ρίτσαρντ δίπλα του για στήριξη. «Δεν έχω ακούσει πιο ηλίθια ερώτηση στη ζωή μου. Απορώ γιατί η Κυβέρνηση επέλεξε να δαπανήσει χρήματα για αυτό. Φυσικά και οι γυναίκες πρέπει να φορούν τακούνια στη δουλειά, αποτελεί άγραφο νόμο!»

«Χωρίς να θέλω να σε προσβάλω, Όλιβερ, δεν υπάρχει καμία αποκλειστική αναφορά σε γυναίκες,» μίλησε για πρώτη φορά η Ελίζαμπεθ Μάρτιν, που ως τότε παρακολουθούσε τα πάντα με αμείωτη προσοχή. «Το ερώτημα είναι γενικό.»

«Μα δε χρειάζεται να γίνει η αναφορά,» κατέφθασε η βοήθεια του Ρίτσαρντ, που αγωνιζόταν να κρατήσει την πλάτη του ευθεία και τα μάτια του ανοιχτά. «Είναι αυτονόητο ότι εννοεί εσάς.»

«Σε ζητήματα νομικά και κρατικά, κύριε Χιούζ, τίποτα δε χαρακτηρίζεται αυτονόητο,» η Έιβα του πέταξε την πιο βιτριολική της ματιά, συγκρατώντας μετά βίας την οργή που έβραζε μέσα της. «Σε όλους τους εργαζόμενους αναφέρεται το ψήφισμα.»

«Τρίχες,» πλατάγισε τη γλώσσα ο Όλιβερ. «Αν είναι ποτέ δυνατόν, να ρωτούν τους άνδρες περί τακουνιών!»

«Εφόσον έλαβα το αρχείο στο μέιλ μου, δεν έχω κάποια άλλη υποχρέωση εδώ κι αποχωρώ,» δήλωσε, μεταξύ ψίθυρου και κανονικής φωνής, ο Χάντερ κι έφυγε σχεδόν τρέχοντας, για να αποφύγει τα πυρά της διαφωνίας που φούντωνε όλο κι εντονότερα.

«Ο Όλιβερ έχει δίκιο!» Πέρασε στην άμυνα δίπλα στον φίλο του ο Ρίτσαρντ, αποκτώντας διαρκώς περισσότερη ενέργεια λόγω αδρεναλίνης. «Τα τακούνια αφορούν τις γυναίκες, άρα το ψήφισμα είναι δικό σας.»

«Παράδοξη δήλωση, αν σκεφτεί κανείς ότι πρώτοι οι άνδρες φόρεσαν τακούνια στην Ιστορία,» ανασήκωσε το εβένινο φρύδι της η Ελίζαμπεθ. «Παρόλα αυτά, η ταλαιπωρία έμεινε σε εμάς κι έγινε κοινωνική νόρμα ως και απαίτηση.»

Ο Ρίτσαρντ στράφηκε στην Ανλάιζ απηυδισμένος.

«Γιατί με έφερες πρωί πρωί να μιλήσω με τις επόμενες Εμελάιν Πάνκχερστ

«Πώς τολμάς και ξεστομίζεις το όνομα της Πάνκχερστ, φαλλοκρατικό υποείδος;» Χτύπησε το γροθιά στο τραπέζι η Έιβα, χάνοντας πλήρως την ψυχραιμία της.

«Ησυχία!» Ύψωσε ελάχιστα τη φωνή η Ανλάιζ, επιβάλλοντας ευθύς σιγή.

Τους κοίταξε για λίγο. Οι άνδρες στέκονταν αριστερά της κι οι γυναίκες δεξιά της, χωρισμένοι σε στρατόπεδα από την πρώτη στιγμή που είχαν προσέλθει, ενώ συνήθως δε συνέβαινε αυτό. Ίσως είχαν έρθει διψώντας για αίμα ή η επιθυμία είχε αναπτυχθεί κατά τη συνάντηση. Ίσως έφταιγε και η ίδια αλλά δε θα τους έδινε την τέρψη να το παραδεχτεί.

«Εδώ έχουμε έρθει για να συζητήσουμε, όχι για να ζήσουμε τη Μάχη των Φύλων,» ξεκίνησε ήρεμα μα αποφασιστικά. «Αν μη τι άλλο, οφείλουμε να σεβαστούμε την έρευνα της Κυβέρνησης.»

«Της εξαίρετης αυτής Κυβέρνησης!» Κάγχασε ο Ρίτσαρντ. «Οι σημερινοί Τώρηδες αποδείχτηκαν πιο κομμουνιστές κι από τον Χένρυ Μπάνερμαν. Τελικά, η τελευταία αληθινή Συντηρητική ήταν η Μάργκαρετ Θάτσερ.»

Αυτό εισέπραξε ακόμα κι από τον Όλιβερ έναν αναστεναγμό νεύρων. Όσο κι αν λάτρευε τον Ρίτσαρντ μια ζωή ολόκληρη, στα πολιτικά ήταν εντελώς αντίθετοι.

«Πόσο θα δάκρυζε η Τερέζα Μέι αν το άκουγε αυτό,» ειρωνεύτηκε η Έιβα.

«Αν μη τι άλλο,» συμφώνησε με το ίδιος ύφος η Ανλάιζ. «Χάλασε το γιαούρτι, μαζί και η πολιτική.» Έκλεισε τα μάτια της κι όταν τα άνοιξε, η ηρεμία είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί. «Θεωρείτε ότι είμαστε κάποιου είδους πάνελ ειδήσεων εδώ; Κανείς δε ζήτησε την άποψη σας για την Κυβέρνηση, μονάχα την άποψη σας για αυτό το πάναπλο ερώτημα. Όπως είπε και ο Χάντερ, πλέον το έχετε στα μέιλ σας, για να το προωθήσετε σε όλους κι εδώ, τελειώνει το θέμα, καθώς έχουμε πολύ σημαντικότερα πράγματα να συζητήσουμε, που μας αφορούν άμεσα.»

«Μα τι μπορεί να είναι σπουδαιότερο από τη φεμινιστική υστερία;» Χλεύασε ο Όλιβερ και ένα μόνο βλέμμα της Ανλάιζ τον σώπασε.

«Ο επόμενος Διευθυντής μας, εμφανώς,» αποκρίθηκε με όλο το κύρος που έφερε η ανακοίνωση κι εμφάνισε ένα νέο έγγραφο στο τάμπλετ της. «Έχω στα χέρια μου μια επιστολή από την Οικογένεια Άλαντερ και θα σας τη διαβάσω.»

Κάθε διάθεση εμπαιγμού ή τσακωμού εξαλείφθηκε, καθώς οι πέντε παρόντες την παρακολουθούσαν με απόλυτο ενδιαφέρον κι ανυπομονησία.

Προς το αξιότιμο Διοικητικό Συμβούλιο της Άλαντερ και ΣΙΑ,

Έχουν περάσει δυο μήνες από τον ξαφνικό θάνατο του αγαπητού όλων μας Ρόμπερτ Άλαντερ, που μούδιασε και βύθισε σε θλίψη τους οικείους και φίλους του. Αφότου σας ευχαριστήσουμε από τα βάθη της καρδιάς μας για τη στήριξη, την ειλικρινή σας θλίψη και αγάπη για τον εκλιπόντα, οφείλουμε να αναφέρουμε το ζήτημα που προκύπτει. Φυσικά, η διαδοχή του Διευθυντή και Προέδρου δεν είχε οριστεί ποτέ από τον εκλιπόντα, οπότε η οικογένεια μας συσκέφθηκε κι έλαβε την πλέον κατάλληλη και δίκαιη απόφαση. Διευθύνων Σύμβουλος της Άλαντερ και ΣΙΑ θα αναλάβει ο πρωτότοκος υιός του, Άλβιν Άλαντερ, ο οποίος είναι πτυχιούχος της Διοίκησης Επιχειρήσεων από το Αυτοκρατορικό Κολλέγιο με Μεταπτυχιακό στο Πανεπιστήμιο του Λάνκαστερ. Διαθέτει πλήρη κατάρτιση κι ως γόνος του Ιδρυτή της Εταιρίας είμαστε πεπεισμένοι ότι θα αποδώσει τα βέλτιστα, θα τιμήσει και δοξάσει το όνομα του πατέρα του.

Με εκτίμηση,
Η Οικογένεια Άλαντερ

«Ενός κακού μύρια έπονται,» έριξε το κεφάλι σε υπέρ του δέοντος δραματική ήττα ο Ρίτσαρντ. «Πόσων ετών είναι αυτό το νιάναρο; Σαν χθες μου φαίνεται που τον έφεραν εδώ νεογέννητο. Είκοσι; Είκοσι δυο ετών;»

«Είκοσι πέντε μα είναι άσχετο,» κατέρριψε την ειρωνεία του η Ανλάιζ. «Έχει σπουδάσει στα καλύτερα οικονομικά πανεπιστήμια της χώρας κι έχει πρακτικά μεγαλώσει εδώ μέσα. Πράγματι, αποτελεί τη βέλτιστη επιλογή.»

«Για τους θείους που τον έχουν του χεριού τους, βεβαίως,» σχολίασε πικρόχολα η Έιβα. «Εκμεταλλεύονται την έλλειψη αμφοτέρων των γονέων του και θα τον χειραγωγούν. Πάνε πέντε χρόνια και πλέον από την τελευταία συνάντηση μας αλλά είμαι βέβαιη· το παιδί είναι μαλθακό μέχρι αηδίας.»

«Το παιδί είναι αιθεροβάμον,» συμπλήρωσε ο Όλιβερ. «Προσπαθούσα να μάθω τη γνώμη του για την Οικονομική Θεωρία της Όστρομ κι εκείνος μου έλεγε για τον Μότσαρτ!»

«Αυτός, λοιπόν, θα είναι ο νέος μας Πρόεδρος;» Γούρλωσε τα μάτια οργισμένος ο Ρίτσαρντ και σηκώθηκε όρθιος με ύφος αρχιστράτηγου.

«Βεβαίως και θα είναι, διότι τον επέλεξε η Οικογένεια Άλαντερ, οι κάτοχοι του πενήντα δύο τις εκατό αυτής της Εταιρίας. Οπότε, απλά θα το δεχτούμε και θα επιβιώσουμε,» του απάντησε αυστηρά η Ανλάιζ. «Όπως επιβιώνουμε εκ θαύματος τα τελευταία δώδεκα χρόνια, από όταν ανέλαβες επικεφαλής των Δημοσίων Σχέσεων.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Με το που επέστρεψε ο Όλιβερ στο γραφείο του, εξαντλημένος φωνητικά και ψυχικά, η Τζέμμα του χτύπησε την πόρτα διακριτικά και ευγενικά.

«Σε ικετεύω, αν είναι για αυτό το σιχαμερό δημοψήφισμα, δε θέλω να ακούσω τίποτα. Έχω ήδη ψηφίσει κι από ό,τι μου έστειλες, μάλλον όλο το τμήμα μας ψήφισε επίσης.»

«Πολύ σωστά, κύριε Άρμστρονγκ,» συμφώνησε η γραμματέας, κουνώντας μια στοίβα χαρτιά στο χέρι, που τα ένωνε γλυκά ένας συνδετήρας. «Όπως μου ζητήσατε, ορίστε οι ισολογισμοί του τελευταίου μήνα.»

«Σωστά,» αναστέναξε και πάλι εκείνος, υποδεικνύοντας της να καθίσει στην καρέκλα απέναντι από τη δική του.

Όταν άνοιξαν την πρώτη κόλλα, η δυσκολία ήταν φανερή. Η Τζέμμα έπρεπε να διαβάζει ανάποδα και δεν επρόκειτο απλά για γράμματα μα και για γραφήματα με γραφικές παραστάσεις.

«Μην ανησυχείτε, είμαι εξασκημένη στο ανάποδο διάβασμα,» τον καθησύχασε, βλέποντας τη νηπιακή απορία στα μάτια του. «Αλήθεια,» επιβεβαίωσε, καθότι εκείνος επέμενε.

Αφού φαινόταν άνετη με την κατάσταση, ο Όλιβερ ανασήκωσε τους ώμους και προχώρησαν στη μελέτη τους. Δουλειά τρομερά ανιαρή μα αναγκαία.

«Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την καλή σας διάθεση σήμερα το πρωί,» του είπε δειλά μα με όλη της την ειλικρίνεια η Τζέμμα κάποια στιγμή. «Είχα μια περιπέτεια στο ασανσέρ, καθώς ερχόμουν, με εκείνον τον άξεστο πληροφορικό και είχα πλημμυρίσει θυμό. Η ευθυμία σας με βοήθησε σημαντικά.»

«Χαίρομαι, Τζίνα,» απάντησε με κάποια αφέλεια ο Όλιβερ. Προφανώς, δεν είχε συνηθίσει να ακούει ότι είχε κάνει καλό σε άνθρωπο και μάλιστα, σε γυναίκα.

«Τζέμμα, παρακαλώ,» τον διόρθωσε όσο πιο γλυκά μπορούσε.

«Προφανώς, γνώρισες επεισοδιακά τον Χάντερ,» συνέχισε αυτόβουλα, ενώ τα μάτια του σαρώναν τα έγγραφα αδρομερώς. «Άψογος στην εργασία του αλλά κάτι παραπάνω από αγενής και περίεργος.»

«Πολύ αμφιβάλλω αν υπάρχει κάποιος σε αυτήν την Εταιρία που δε θα χαρακτηριζόταν περίεργος,» εξαπέλυσε ετοιμόλογα η κοπέλα. «Θεωρείτε λογικό να με σπρώχνει έξω από το ασανσέρ και να με εξωθεί να ανέβω εφτά ορόφους με τακούνια;»

«Το θεωρώ τόσο λογικό όσο το να μας φέρνουν ένα μωρό για Πρόεδρο, μαζί με ένα επιεικώς γελοίο δημοψήφισμα. Αλλά, μάλλον, εδώ μέσα μόνο παράλογα ταιριάζουν.»

«Μάλλον χρειαζόμαστε καφέ. Τρέχω να φέρω,» πετάχτηκε η Τζέμμα, νιώθοντας ότι η κούραση είχε ταράξει τα μυαλά και των δυο, αν όχι και ταρακουνήσει ολίγον.

«Τριπλό για εμένα, σε παρακαλώ,» τον άκουσε να της φωνάζει, καθώς έβγαινε από το γραφείο προς την κουζίνα με την πολύτιμη καφετιέρα.

Τι ημέρα, ήδη. Μετά βίας είχε χτυπήσει δώδεκα το μεσημέρι κι ενόσω το μοιραίο δημοψήφισμα μοιραζόταν, η Τζέμμα έριχνε ευλαβικά τις κάψουλες του καφέ στη μηχανή κι αναζητούσε γάλα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αυτό ήταν το πρώτο μας κεφάλαιο.

Αυτή είναι η αλήθεια, αγαπητά μας παιδιά! Το δημοψήφισμα μοιράζεται κι έρχεται να ανακοινωθεί ένα αποτέλεσμα, που θα φέρει τα πάνω κάτω! ;)

Γελασατε; (Το πλέον σημαντικό)

Ξεχωρίσατε κάποιον χαρακτήρα είτε θετικά είτε αρνητικά;

Ειδικά, για τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, τι θα είχατε να πείτε; ;)

Ανυπομονούμε για την άποψη σας, τα σχόλια σας και υποσχόμαστε ότι το δεύτερο κεφάλαιο, με την ανάλογη ανταπόκριση, δε θα αργήσει καθόλου!

Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ! Να είστε καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας και τους αγαπημένους σας!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top