The girl who never learned.

Δεν ήξερε.

Δεν έμαθε.

Δεν πρόλαβε να μάθει.

Βιάστηκε, ή μάλλον έπρεπε να βιαστεί.

Αλλά δεν ήξερε και δεν πρόλαβε να καταλάβει γιατί.

Η Χόουπ, πριν 5 εβδομάδες καθόταν στο δωμάτιό της.

Απλωμένη πάνω στο ξέστρωτο κρεβάτι της, κοιτούσε τον ήλιο που έδυε.

Που για μία ακόμα μέρα πέθαινε για να αναπνεύσει η σελήνη.

Μα δεν είναι δίκαιο, συλλογιζόταν εκείνη.

Όσο δυνατή και αν ήταν η αγάπη τους, ο ήλιος έπρεπε να σκεφτεί και κάποιον άλλο πέρα από την σελήνη. Τα παιδιά που φοβούνται το σκοτάδι, τους ανθρώπους που κάνουν φριχτά πράγματα στο σκοτάδι, τα τέρατα που κρύβονται πιο εύκολα.

Πως θα εξισορροπούνταν όλα αυτά, αν ο ήλιος ζούσε μόνο για την δική του αγάπη;

Που να ήξερε όμως, πως μόλις μια πόρτα δίπλα,

ένας ακόμα ήλιος πέθαινε για την αγάπη του.

Η διαφορά τους ήταν ότι εκείνη η αγάπη δεν είχε ακόμα αποφάσισε να ανέβει στον ουρανό, να καταλάβει ποιος της αφιέρωνε και την τελευταία του πνοή, για να αναπνεύσει και εκείνη.

Όπως και η σελήνη.

Δεν βλέπει τον ήλιο όμως τον νιώθει, ξέρει πως εκείνος θυσιάζεται, το καταλαβαίνει γιατί και εκείνη αυτό κάνει κάθε πρωί,

και ας μην το ξέρει ο ήλιος.

Σηκώθηκαν ταυτόχρονα,

και ας έμεναν έναν τοίχο μακριά,

σαν να ήταν συνεννοημένοι θαρρείς...

Ο καθένας ετοιμάστηκε για το σχολείο.

Έβαλαν τα ψεύτικα χαμόγελά τους, πρόβαραν της δήθεν χαρούμενες καλημέρες τους και έκρυψαν καλά κάθε δάκρυ τους.

Ο ήλιος αγαπούσε και το ήξερε.

Η σελήνη αγαπούσε μα το αγνοούσε.

Ο ήλιος την αγαπούσε, και το ένιωθε αλλά δεν το καταλάβαινε.

Εξάλλου δεν μπορούσε να παραδεχτεί μια αγάπη που θεωρούσε μονόπλευρη.

Ο ήλιος, της φώναζε, την έδιωχνε, γελούσε μαζί της.

Και η σελήνη έκλαιγε βουβά από μέσα της, για μια αγάπη που δεν ήταν μονόπλευρη.

Πίσω από κάθε βρισιά όμως κρυβόταν ένα νόημα που θα άλλαζε όλη την ιστορία.

Αν αποκαλυπτόταν την σωστή στιγμή.

Πίσω από κάθε "σε μισώ"

κρυβόταν ένα 'σε αγαπώ'.

Πίσω από κάθε 'φύγε'

κρυβόταν ένα 'μείνε'.

Πίσω από κάθε 'είσαι ένα τίποτα'

κρυβόταν ένα 'είσαι τα πάντα για εμένα'.

Αλλά δεν έμαθε.

Δεν πρόλαβε να μάθει.

Βγήκαν έξω από τα σπίτια τους και συναντήθηκαν.

Πρόσωπο με πρόσωπο.

Κοίταξε τα πράσινα μάτια της και εκείνη τα γαλάζια δικά του.

Παραδέξου το! φώναζε η σελήνη.

Το κάνω αλλά εσύ δεν με ακούς... απάντησε ο ήλιος.

Ν- Καλημέρα απόβρασμα.
Καλημέρα φως μου.

Χ- Κ-καλημ-μέρα Ν-ικ. απάντησε σκύβοντας το κεφάλι της.

Μπήκαν μέσα στο ασανσέρ.

Άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της και εκείνη έκλεισε τα μάτια της σφιχτά από τον φόβο.

Γέλασε αυτάρεσκα και πάτησε το κουμπί του ασανσέρ, ενώ ξανακατέβαζε το χέρι του.

Η Χόουπ έτρεμε.

Ν- Έλα τώρα... Πόσο με φοβάσαι; ρώτησε αλαζονικά.
Γιατί με φοβάσαι αγάπη μου;

Ν- Μπορώ απλούστατα να κάνω αυτό. είπε και την χαστούκισε.
Ενώ εκείνος έβλεπε το χέρι του να χαϊδεύει το μάγουλό της.

Η Χόουπ ακούμπησε με τα ακροδάχτυλα της το κοκκινισμένο της μάγουλο.

Το μονοπάτι που χάραζαν έτσουζε.

Χ- Κάθαρμα... μουρμούρισε όμως αμέσως γούρλωσε τα μάτια της με τον φόβο πως την άκουσε.

Γύρισε αργά το κεφάλι του προς το μέρος της με ένα βλέμμα γεμάτο με θυμό.

Ν- Πως με αποκάλεσες; ρώτησε απότομα.
Tο αξίζω μάτια μου...

Χ- Τίποτα. απάντησε γρήγορα χωρίς να τον κοιτάξει στα μάτια.

Ο Νικ πάτησε το κουμπί που σταματούσε το ασανσέρ και μπήκε μπροστά της ακουμπώντας τα χέρια του δεξιά και αριστερά του κεφαλιού της.

Εκείνη τρόμαξε σφίγγοντας τα μάτια της. Μετά από λίγο τα άνοιξε και γύρισε το κεφάλι της για να τον κοιτάξει.

Χ- Θεέ μου οι κόρες σου έχουν διασταλεί τόσο πολύ... ψιθύρισε με κομμένη την ανάσα, βλέποντας τα γαλάζια του μάτια να μαυρίζουν.

Και εκείνη την στιγμή ο Νικ φαντάστηκε τον εαυτό του να της φωνάζει πόσο ερωτευμένος είναι μαζί της. Να την φιλάει και να μείνουν για πάντα εκεί:

σε ένα σταματημένο ασανσέρ.

Ν- Από τον θυμό είναι. απάντησε ξηρά.

Και εκείνη τον πίστεψε, γιατί είχε ξεχάσει, πως οι κόρες των ματιών όταν θυμώνουμε

συστέλλονται.

Κι έτσι δεν έμαθε.

Δεν πρόλαβε να μάθει.

Τις επόμενες 33 μέρες η Χόουπ δεν πήγε σχολείο.

Και ο Νικ πέθαινε μέσα του που δεν την έβλεπε.

Ήταν ο ήλιος που έχασε την σελήνη του.

Το κουδούνι χτύπησε και σήμανε το τέλος του μαθήματος.

Όλο το σχολείο άδειασε μα ο Νικ συνέχισε να κάθεται στην θέση του κοιτώντας το κενό.

Σηκώθηκε και βγήκε έξω πηγαίνοντας αργά προς το ντουλαπάκι της.

Όταν έφτασε εκεί, εικόνες ξεπήδησαν από το μυαλό του.

Εκείνος να την σπρώχνει πάνω στα ντουλαπάκια και εκείνη να κλαίει.

Να την σπρώχνει κάτω και εκείνη να κλαίει.

Εξάλλου το μόνο που κατάφερνε να κάνει όταν ήταν κοντά της

ήταν να την κάνει να κλαίει....

Γνωρίζοντας τον κωδικό, άνοιξε το μικρό μπλε ντουλαπάκι.

Μέσα υπήρχαν πλέον παρά μόνο ελάχιστα βιβλία και τετράδια

και ένας φάκελος.

Τον έπιασε στα χέρια του.

"Αντίγραφα αποτελεσμάτων αιματολογικών εξετάσεων" έγραφε η ετικέτα.

Τον άνοιξε, βιαστικά και με περιέργεια μα κυρίως

φόβο.

Τι δουλειά είχε ένας ολόκληρος φάκελος με πιστοποιητικά εξετάσεων στο σχολικό της ντουλαπάκι;

"7/5/2017

Η ασθενής Έβελιν Χόουπ Γουάιτ διαγνώστηκε με λευχαιμία προχωρημένου βαθμού.

Ποσοστό πιθανοτήτων επιβίωσης: 6%

Εκτιμώμενο υπόλοιπο ημερών: 1 εβδομάδα

Νοσοκομείο Great Ormond Street Hospital"

Ο φάκελος έπεσε από τα χέρια του,

τα μάτια του δάκρυσαν

η καρδιά του έχασε μερικούς χτύπους.

Η σελήνη του πέθαινε.

Η σημερινή ημερομηνία ήταν 13 Μαΐου του 2017. Έκανε τα μαθηματικά στο μυαλό του και σοκαρισμένος βρήκε το αποτέλεσμα.

Μία μόνο μέρα...

Και έτρεξε.

Έτρεξε όπως δεν είχε ξανατρέξει ποτέ του.

Έφτασε μπροστά στο νοσοκομείο και έσπρωξε με δύναμη την πόρτα.

Μπήκε τρέχοντας μέσα και κατευθύνθηκε στην γραμματεία.

Ν- Ψάχνω μια ασθενή. Χόουπ Γουάιτ. είπε βιαστικά, όντας λαχανιασμένος.

--Μισό λεπτάκι... είπε η κοπέλα ψάχνοντας τον υπολογιστή της.

Κάθε κλικ του πληκτρολογίου, πιο ενοχλητικό.

Γιατί κάθε κλικ μετρούσε αντίστροφα.

--Δωμάτιο 59, πρώτος όροφος. απάντησε χαμογελαστά.

Σαν να μην ήξερε.

Ή μάλλον σαν να ήξερε

αλλά να μην νοιαζόταν.

Ο Νικ ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες και βρήκε το δωμάτιο 59, με δύο ανθρώπους απέξω να κοιμούνται αγκαλιά, με στεγνά δάκρυα πάνω στα μάγουλά τους.

Κάτι τέτοιες στιγμές δήλωνε άθεος ακόμα πιο έντονα. Πώς γίνεται να υπάρχει όντως μία καλύτερη δύναμη που να φροντίζει για το καλό μας και να αφήνει έναν τέτοιον άνθρωπο να πεθαίνει.

Άνοιξε σιγά την πόρτα και κοίταξε μέσα.

Και την είδε.

Το καραφλό πλέον κεφάλι της ακουμπούσε με μία εξαντλημένη έκφραση πάνω στο λευκό μαξιλάρι.

Ήταν χλωμή, πολύ χλωμή.

Η πράσινη γραμμή δίπλα, ανεβοκατέβαινε αδύναμα.

Με διστακτικά βήματα, έφτασε στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι.

Ν- Έλα τώρα Χόουπ... Μην πιστεύεις τις μαλακίες που λένε οι παπάρες. Έχεις πολύ περισσότερο από μία μέρα. Πρέπει να έχεις. Σε ικετεύω γαμώτο. Τι θες να πέσω στα πόδια; Θα το κάνω. Θα κάνω τα πάντα, απλά μην με αφήνεις... ψιθύρισε με την φωνή του να σπάει στο τέλος, ενώ γονάτισε δίπλα στο κρεβάτι της..

Έσκυψε κάτω συνοφρυωμένος και ρούφηξε την μύτη του.

Αργότερα, σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε το κομοδίνο. Πάνω του υπήρχε ένα τετράδιο.

Το σήκωσε στα χέρια του και τράβηξε το λαστιχάκι ανοίγοντάς το.

"Αφιερωμένο σε αυτόν που θα το διαβάζει όταν
δεν θα υπάρχω."

Γύρισε την πρώτη σελίδα με δάχτυλα που έτρεμαν.

Ξεφυλλίζοντας γρήγορα, είδε πως σε μερικές υπήρχαν ζωγραφιές, φωτογραφίες, κείμενα.

Σταμάτησε τυχαία σε μια σελίδα.

"Κλαίω δεν το βλέπεις;
Κλαίω κι ας γελάω.
Ουρλιάζω δεν το βλέπεις;
Ουρλιάζω κι ας μην ακούγεται τίποτα.
Ζητάω για βοήθεια δεν το βλέπεις;
Το κάνω κι ας λέω πως 'είμαι καλά'.

Γιατί ποτέ και πουθενά αυτό δεν ήταν αλήθεια.
Γιατί οι δαίμονες φωνάζουν κάθε βράδυ στην ψυχή μου και εκείνη βυθίζεται όλο και περισσότερο σε αυτήν την ατελείωτη άβυσσο.

Κεντάνε τους εφιάλτες μου, μαυρίζουν κάθε ίχνος άσπρου, βυθίζουν στο σκοτάδι κάθε τελευταία αχτίδα.

Και οι φωνές χορεύουν στο μυαλό μου και δημιουργούν μια πυκνή ομίχλη που τυφλώνει την λογική μου.
Τι έχει μείνει σάμπως;

Πέφτω δεν το βλέπεις;
Πέφτω και ας μοιάζει σαν να πετάω.

Κρέμομαι από μία κλωστή,
σκαρφαλώνω σε ένα διαλυμένο βουνό,
στέκομαι στην άκρη του μαχαιριού.

Έχω φτάσει στα όριά μου δεν το βλέπεις;

Έχω φτάσει εκεί που κανένας δεν θα τολμούσε, κανείς δεν θα ήταν αρκετά δυνατός για να το κάνει.

Καταστρέφομαι.

Αλλά μάλλον είναι ανώφελο να ελπίζω για βοήθεια σε έναν κόσμο, τυφλό, κουφό, αδιάφορο."

Το βλέμμα μου έμεινε κολλημένο στις λέξεις της, στα γράμματά της.

Γύρισα γρήγορα σελίδα και διάβασα το επόμενο.

"Σε αγαπώ κι ας μην το ξέρεις.

Σε αγαπώ κι ας μην το μάθεις ποτέ.

Σε αγαπώ κι ας με μισείς.

Σε αγαπώ κι ας σε κάνω να μισείς.

Σε αγαπώ κι ας είμαστε εχθροί.

Σε αγαπώ κι ας είμαστε μαζί μόνο στα πιο τρελά μου όνειρα.

Σε αγαπώ κι ας με κοιτάς με απέχθεια.

Σε αγαπώ και ας ουρλιάζουμε ο ένας στον άλλον λόγια που μας σκοτώνουν.

Σε αγαπώ γιατί ξέρω ότι εσύ ποτέ δεν θα ήθελες κάποια σαν εμένα.

Γιατί ελπίζω μια μέρα τα μάτια σου με κάτι παραπάνω από αηδία.

Γιατί σκέφτομαι τα χείλη σου πάνω στα δικά και ονειρεύομαι έναν κόσμο μόνο με ήλιο.

Γιατί συνεχίζω να πιστεύω σε μία τόσο απίθανη αγάπη.

Γιατί κάθε μέρα ξυπνάω και κοιμάμαι μόνο με εσένα στο μυαλό μου.

Αλλά δεν μπορώ να το πω.

Εξάλλου τι νόημα έχει να προσπαθήσεις να κρατήσεις ζωντανή μια μονόπλευρη αγάπη;"

Μα δεν ήταν μονόπλευρη.

Ποτέ δεν ήταν.

Πώς θα μπορούσε εξάλλου να είναι;

Έκλεισε το τετράδιο και το άφησε πίσω στην θέση του.

Ν- Είμαι τόσο... τόσο ερωτευμένος μαζί σου Χόουπ. Αν με αφήσεις τι θα κάνω; Έλειπες μόνο έναν μήνα και τρελάθηκα. Τι πιστεύεις θα γίνει αν λείπεις για όλη την υπόλοιπη ζωή μου; Ή τουλάχιστον ό,τι θα μείνει από αυτήν. Μόνο άνοιξε τα μάτια σου. Άνοιξέ τα και πες μου ότι θες. Βρίσε με, φώναξε μου, κατηγόρησε με για τα πάντα. Απλά θέλω να ξέρω ότι έμαθες. Ακόμα και αν το είπα πολύ αργά. παρακάλεσε και σκεφτόταν πόσο τον πονούσε εκείνη την στιγμή η έννοια της λέξης.

Έβαλε το χέρι του πάνω στο κρεβάτι και έμπλεξε τα δάχτυλά του με τα δικά της. Ξαφνικά, η Χόουπ πήρε μια βαθιά ανάσα ανοίγοντας τα μάτια της. Κοίταξε αδύναμα προς το μέρος του.

Χ- Νικ;! Τι κάνεις εδ- άρχισε να λέει τρομαγμένη σχεδόν, με όση δύναμη της είχε απομείνει, μέχρι που το βλέμμα της έπεσε στα χέρια τους.

Ν- Ήθελα να σου πω κάτι... μουρμούρισε και άρχισε να την πλησιάζει.

Την άκουσε να κρατάει την ανάσα της.

Έφτασε στο σημείο, λίγο πιο κάτω από το αυτί της και πήγε να ακουμπήσει τα χείλη του όμως γύρισε απότομα το κεφάλι της.

Χ- Φύγε. Δεν θέλω κανένας να με βλέπει έτσι. είπε βουρκωμένα.

Ειδικά εσύ. σκέφτηκε από μέσα της.

Χ- Γεμάτη τρυπήματα. Σωληνάκια. Κατάχλομη. Με μώλωπες παντού, χωρίς μαλλιά και με μαύρους κύκλους. Δεν αξίζει να με κοιτάς. συνέχισε και έκλεισε τα μάτια της.

Ν- Χόουπ, κοίτα με. απαίτησε αλλά εκείνη δεν ανταποκρίθηκε.

Ν- Κοίτα με μάτια μου κοίτα με... ξαναείπε χαϊδεύοντας το μάγουλό της με τον δείκτη του.

Εκείνη γύρισε το κεφάλι της δακρυσμένη.

Πόσες φορές θα πλημμυρίσουν αυτά τα μάτια με δάκρυα που δεν αξίζουν;

Ν- Δεν θα έπρεπε να νοιάζεσαι για το πως σε βλέπουν οι άλλοι μόνο εκείνοι που αγαπάς. είπε απογοητευμένα.

Χ- Μα γι' αυτό- πήγε να πει αλλά σταμάτησε δαγκώνοντας τα άχρωμα χείλη της.

Ο Νικ γέλασε αδύναμα και την ξαναπλησίασε.

Το μηχάνημα έκανε πιο δυνατό θόρυβο πλέον και ο Νικ έσβησε κάθε απόσταση μεταξύ τους.

3 χρόνια περίμεναν αυτήν την στιγμή.

Το κοκαλιάρικο χέρι της αγκάλιασε το μάγουλό του, τραβώντας τον πιο κοντά της, με ό,τι δύναμη της είχε απομείνει.

Διψούσε γι' αυτόν και εκείνος για εκείνη.

Η πόρτα άνοιξε απότομα και οι γονείς της μπήκαν μέσα τρομαγμένοι, όμως εκείνοι δεν χωρίστηκαν.

Δεν θα ξαναχωρίζονταν ποτέ.

Αν και το δικό της το ποτέ θα τελείωνε πολύ πιο σύντομα από όσο θα ήθελαν.

Όταν ο ήλιος ανέτειλε, το μηχάνημα πλέον είχε σβήσει.

Ο Νικ κοιμόταν πάνω στον πλέον νεκρό του έρωτα.

Δεν τον ξύπνησαν.

Τον άφησαν να της πει μόνος του αντίο.

Πετάρισε τα βλέφαρά του χαμογελώντας στην ιδέα ότι πλέον ήξερε και αυτός και αυτή και είχε πλέον ελπίδες.

1 λεπτό αργότερα

φώναζε το όνομά της μέσα στο άδειο δωμάτιο.

2 λεπτά αργότερα,

αγκάλιαζε το σώμα της ως ότι πιο πολύτιμο είχε.

Στην κηδεία της δεν πήγε.

Δεν μπορούσε να το κάνει αυτό στον εαυτό του.

Και άφησε τον εαυτό του να καταστραφεί.

1 μήνα μετά ήταν στον τάφο της αφήνοντας ένα γράμμα.

"Συγγνώμη.

Συγγνώμη που δεν ήμουν εκεί.

Συγγνώμη που δεν είμαι εκεί.

Συγγνώμη που ποτέ δεν θα μπορέσω να είμαι εκεί.

Συγγνώμη που δεν σε πρόσεξα από την αρχή.

Συγγνώμη που κορόιδευα τα λουλουδένια ρούχα σου.

Συγγνώμη που δεν αγάπησα από την αρχή το φρουτένιο άρωμά σου.

Συγγνώμη που δεν ερωτεύτηκα το χαμόγελό σου την στιγμή που σε είδα.

Ή τουλάχιστον συγγνώμη που δεν το παραδέχτηκα.

Συγγνώμη που σε έκανα να κλάψεις.

Συγγνώμη που σε χτύπησα.

Συγγνώμη που έσβησα το λαμπερό χαμόγελό σου.

Συγγνώμη που δεν παρατήρησα την αλλαγή πάνω σου.

Τα πλέον μαύρα ρούχα σου.

Τα κουρασμένα μάτια σου.

Τα συνέχεια μακριμάνικα μπλουζάκια σου.

Τα μπερδεμένα μαλλιά σου.

Το κατάχλομο δέρμα σου.

Συγγνώμη που δεν παρατήρησα τις πληγές στα χέρια και την ψυχή σου.

Συγγνώμη που δεν σε αγκάλιασα.

Συγγνώμη που δεν σου κράτησα το χέρι.

Συγγνώμη που δεν ήρθα στην κηδεία σου.

Συγγνώμη που σε έκανα να χάσεις τον εαυτό σου.

Συγγνώμη."

1 μήνα, και μια εβδομάδα μετά,

ο Νικ Πάρκερ ξάπλωνε πάνω στην πλάκα, με 17 μικρά άσπρα χαπάκια να κυκλοφορούν στον οργανισμό τους κλέβοντας του την ανάσα.

Το μόνο στοιχείο που είχε αφήσει ήταν το εξής σημείωμα.

"Θάψτε με μαζί της. Το μόνο που ζητάω ως ήλιος είναι να είμαι με την σελήνη μου. Γιατί ίσως το μόνο που θα καταφέρει να μας κρατήσει μαζί είναι μια έκλειψη."

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top