Σύγκρουση (8)
Για ακόμη μια φορά έχω μπλέξει. Ειδικά μετά τη γνωριμία μου με τον ακατανομαστο δεν το λες και σπάνιο.
Βρίσκομαι κολλημένη στον τοίχο με τον Λουκά να έχει το χέρι του στον λαιμό μου προσπαθώντας να με πνίξει. Μόνο που αυτή τη φορά είναι αλλιώς.
Το βλέμμα του έχει τόσο μίσος και είναι παγερό σαν να είναι πραγματικά έτοιμος να με σκοτώσει. Όσες φορές μου έχει φερθεί έτσι αυτή η φορά είναι η πιο έντονη. Το μάτι του γυαλίζει επικίνδυνα και εγώ δεν ξέρω για πόσο ακόμη θα αντέξω από τον πόνο.
Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή...
Ξύπνησα από τις αχτίδες του ήλιου που χτύπησαν με βία το πρόσωπο μου. Άνοιξα τα μάτια μου και συνειδητοποίησα ότι ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι που κοιμήθηκε ο Λουκάς. Τι ωραία μυρίζει. Έτσι μυρίζει και ο Λουκάς;
Μόλις συνειδητοποίω τι σκέφτηκα κουνάω το κεφάλι μου για να συνέλθω.
"Καλά ξυπνητούρια." Ξεπρόβαλλε το κεφάλι του Σάββα από το κουζινάκι.
Μουρμούρισα ένα απλά καλημέρα και σηκώθηκα.
Με το αετίσιο μάτι μου σκαναρα το μέρος και δεν είδα πουθενά τον Λουκά. Ποιον Θεό να ευχαριστήσω για αυτό;
Πήγα στη κουζίνα και ο Σάββας μου πρόσφερε μια κούπα καφέ. Να παραδειγματίζονται κάποιοι άλλοι.
"Σε είδα το πρωί στο πάτωμα και σε λυπήθηκα οπότε σε έβαλα στο κρεβάτι μιας και ο Λουκάς από νωρίς το πρωί έλλειπε."
Η περιέργεια που μου δημιουργείται για το που σκατά πήγε είναι τόσο μεγάλη. Έτσι με και καλά αδιαφορία ρωτάω πολύ φυσικά που πήγε.
"Δε ξέρω. Τώρα που είναι ελεύθερος μπορεί να πήγε να βρει κάνα δυο φιλαράκια." Μάλιστα. Πολύ θα ήθελα να γνωρίσω αυτά τα φιλαράκια. Γιατί αν θυμάμαι καλά όταν τον είχα ρωτήσει έλεγε ότι δεν έχει φίλους και βλακείες. Και τσουπ να ένας Σάββας και τα άλλα φιλαράκια.
Και τότε μου έρχεται φλασιά. Το σπίτι. Οι κούτες. Οι γονείς μου. Κάνοντας μερικούς πρόχειρους υπολογισμούς τα πράγματα μου μπορεί να είναι και στα σκουπίδια αυτή τη στιγμή.
Όπως είμαι τρέχω σαν την τρελή να πάρω τη τσάντα μου και να πάω προς το παλιό μου σπίτι. Δεν το πιστεύω ότι πρέπει να το λέω έτσι.
"Τι έγινε καλέ γιατί κανείς έτσι;" Ρώτησε αραχτός στην μια καρέκλα της κουζίνας.
Εξηγώντας στα γρήγορα γιατί κάνω έτσι αρπάζει τα κλειδιά ενός αμαξιού και προσφέρεται να με πάει και να με φέρει μαζί με όλη τη προίκα μου.
Ξανά λέω τι καλός που είναι. Να παίρνουν και άλλοι παράδειγμα.
Στην διαδρομή μέχρι το σπίτι της γιαγιάς μου έλεγε αστεία κάνοντας με να γελάσω και μου μιλούσε για τις βλακείες που έκανε στο λύκειο. Ομολογώ ότι ήταν έξω καρδιά και πολύ αστείος.
Νομίζω το να επαναλάβω το ότι κάποιοι πρέπει να παίρνουν παράδειγμα και να μην είναι σαν παγοκολώνες είναι περιττό.
Φτάσαμε έξω από το σπίτι και με επιασε μια ανατριχίλα. Μπορεί να είναι και η τελευταία φορά που θα περάσω την είσοδο αυτού του σπιτιού.
Με την καλύτερη υποστήριξη τον Σάββα μπήκα μέσα στο σπίτι συναντοντας για ακόμη μια φορά την αχτύπητη τριάδα. Μαμά, μπαμπάς, κυρ Διονύσης.
Χωρίς να μιλήσω σε κανέναν παίρνω μια μια τις κούτες και τις βγάζω από το σπίτι. Όσο πιο γρήγορα τελειώσω τόσο πιο γρήγορα θα απαλλαγώ από την παρουσία τους.
Ο κυρ Διονύσης -τον οποίο εύχομαι πολύ να τον πετύχω καμία μέρα μόνο του- ψιθυρίζει κάτι στο αυτί της μάνας μου η οποία ρίχνει ένα πονηρό χαμόγελο.
"Βλέπω Ελίνα δύο δυο τους γκόμενους. Καλό τσουλάκι είσαι." Η ειρωνεία έσταζε από τα χείλη της αλλά δεν έδωσα μια. Έκανα ότι δεν άκουσα και συνέχισα ακάθεκτη τη δουλειά μου. Αυτή προφανώς οργισμένη για την αδιαφορία μου με άρπαξε από τον καρπό με δύναμη. "Η μάνα σου είμαι και όταν σου μιλάω θα μου απαντάς. Μην το παίζεις κάποια γιατί πίστεψε με μια πληρωμένη πόρνη είσαι για τα θελήματα των άλλων." Πλέον δεν πονώ σωματικά. Αλλά ψυχικά.
Τα λόγια της τρυπάνε τη καρδιά μου σαν το πιο δυνατό τρυπάνι σπάζοντας την σε πολλά κομμάτια για ακόμη μια φορά.
Που είναι και αυτός ο Σάββας να με βοηθήσει. Νιώθω τόσο αδύναμη. Είμαι τόσο αδύναμη. Δάκρυα δεν έχω άλλα να ρίξω για αυτούς. Έχουν στερέψει.
Ευτυχώς εμφανίζεται ο Σάββας σαν από μηχανής Θεός και με τραβάει βάζοντας με πίσω από τη πλάτη του.
"Τι γίνεται εδώ." Απαιτεί και από τους τρεις τους.
Η μαμά μου τον κοιτάζει υποτιμητικά. Κάνει ένα βήμα πίσω και χωρίς να πει τίποτα μας αφήνει να κάνουμε τη δουλειά μας.
Στην επιστροφή προφανώς χωρίς καμία διάθεση μένω σιωπηλή ενώ ο Σάββας προσπαθεί άδικα να φταίξει τη χαλασμένη μου όρεξη για αστεία.
Για ακόμη μια φορά έμεινα άπραγη στην επίθεση της μαμάς μου. Κάθε φορά έτσι είναι. Είμαι ανήμπορη να την αντιμετωπίσω.
"Είμαι τόσο αδύναμη Σάββα." Ήταν τα μόνα λόγια που ακούστηκαν από μένα.
Αυτός αμέσως εγνεψε αρνητικά.
"Ελίνα δεν σε ξέρω καλά αλλά προφανώς δεν είσαι αδύναμη. Φαίνεται να έχεις περάσει τόσα πολλά και όμως συνεχίζεις να χαμογελάς. Σκέψου το αυτό που σου λέω." Επελαξα να μην απαντήσω και απλά να γνέψω θετικά. Δεν έχω σκοπό να συνεχίσω την κουβέντα και με αυτά φτάσαμε πάλι πίσω στη βίλα όπου δυστυχώς για μένα με περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη.
Ένας αφηνιασμένος Λουκάς να μας κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω όσο εγώ παλεύω με τις κούτες στην αγκαλιά μου.
Και οι δυο μας τις αφήσαμε κάτω και ο Σάββας έφυγε καθώς είχε μια δουλειά να κάνει.
Κάτι μου λέει ότι δε θα πάνε και τόσο καλά τα πράγματα.
Όταν πλέον μείναμε μόνοι μας με πλησίασε απειλητικά. Ξεροκαταπίνω. Ξέρω ήδη ότι δε θα τη βγάλω καθαρή. Μόνο που δεν ξέρω γιατί. Κάνω βήματα προς τα πίσω μέχρι που συγκρούομαι με τον τοίχο. Το ύφος του, το περπάτημα και όλο του το παρουσιαστικό με τρομάζει. Πρώτη φορά τον βλέπω έτσι και ειδικά μετά τα προηγούμενα με τους γονείς μου είμαι εξουθενωμένη.
Όσο με πλησιάζει μπορώ να τον μυρίσω. Γυναικεία κωλονια. Προφανώς αυτό ήταν το φιλαράκι που επισκέφτηκε προηγούμενος ήταν κάποια κοπέλα στην οποία έβγαλε τα αποθημενα του.
Βέβαια ο κόσμος τα βράδυα πάει για τέτοιες δουλειές. Μέχρι και σε αυτό ανάποδος είναι.
Και κάπως έτσι φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.
Κάνω μια ακόμη απόπειρα να πάρω μια κοφτή ανάσα.
"Γιατί.. γιατί μου το κάνεις αυτό;" Τραύλισα.
Τα πάντα γύρω μου άρχισαν να γυρίζουν. Ο θάνατος με πλησιάζει αν δεν με αφήσει. Βγάζω περίεργες κραυγές όσο βασανίζομαι ενώ αυτός χαμογελάει. Χαμογελάει σατανικά. Ευχαριστιόταν που βρίσκομαι στο έλεος του και τον παρακαλάω.
"Πότε πήρες άδεια Ελίνα για να φύγεις;" Τον κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια. Το μόνο που παίρνει ως απάντηση είναι ένα σπρώξιμο προς το μέρος του αλλά πάει στραφη καθώς αυτός είναι από πέτρα. "Κάτι σε ρώτησα." Έσφιξε και άλλο τη λαβή του. Είναι ψυχακιας δεν εξηγείται αλλιώς.
"Δεν..δεν πήρα." Είπα ξεψυχισμένα και με άφησε οπότε πήρα επιτέλους μια κανονική αναπνοή. Άρχισα να βήχω έντονα όσο έπιαναν τον λαιμό μου που έκαιγε. Έχω καταρρεύσει στο έδαφος. Δεν έχω άλλες δυνάμεις.
Αυτός κατεβαίνει στο ύψος μου και με κοιτάζει παγερά.
"Μην τολμήσεις και δεν πάρεις την άδεια μου για το που θα πας. Εδώ είναι το σπίτι μου και κάνω κομάντο εγώ." Προσπαθώ να καταλάβω τι στο καλό έχει πάθει.
Μπορεί να έχουμε τις συγκρούσεις και τις αντιπαραθέσεις μας όμως από χτες είναι πολύ πιο βίαιος από άλλες φορές και με τρομάζει πράγματα πολύ. Ανταλλάσσουμε βλέμματα μίσους για κάποια λεπτά. Σπάει πρώτος την οπτική μας επαφή και σηκώνεται προχωρώντας προς το μπάνιο.
Τα λέμε στο επόμενο ❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top