Συγκατοίκηση (7)

Είμαστε όχι και πολύ ώρα στο δρόμο χωρίς να λέμε τίποτα. Και τι να πούμε δηλαδή. Δεν έχουμε πιάσει κουβέντα τόσο καιρό θα πιάσουμε τώρα;

Έχουμε περάσει μέσα από διάφορες περιοχές -μέχρι και βουκολικά τοπία- για να καταλήξουμε σε κάτι γειτονιές όχι και τόσο καλόφημες.

Σταματάει το αμάξι και χωρίς να ανταλλάξιτμε κουβέντα εννοείται πηγαίνει πρώτος οδηγώντας με σε κάτι σκοτεινά στενά. Το μέρος βρωμάει υγρασία ενώ ο ήχος από τους σωλήνες που στάζουν είναι το μόνο που ακούγεται.

Μια πανδαισία.

Ανοίγει μια σκουριασμένη πόρτα και ανεβαίνει κάτι σκαλιά που οριακά δεν καταρρέουν.

Τον ακολουθώ σιωπηλά καθώς αν τον νευριάζω με βλέπω να με παρατάει στους δρόμους.

Η πολυκατοικία είναι πιο μεγάλη και από την προγιαγιά μου απ' ότι έχω καταλάβει όμως μάλλον δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα σε αυτή τη ζωή.

Χτυπάει την πόρτα ενός διαμερίσματος με συνθηματικό τρόπο και αυτή δευτερόλεπτα αργότερα ανοίγει από έναν άντρα που φαίνεται να είναι στα καλύτερά του, αν με πιάνεται.

"Βρε καλώς τον Λουκά." Τον αγκάλιασε σφιχτά και έκανε στην άκρη για να περάσει. "Που απ'ότι βλέπω δεν είναι και μόνος του." Με κοίταξε με ένα στραβό χαμόγελο κλείνοντας μου το μάτι.

Τικ έχει;

Το παιδί είναι ψηλός σχετικά, σχεδόν φαλακρός με μια ουλή στο φρύδι και μια μικρή μπυροκοιλίτσα. Φυσικά συνοδεύεται με ένα μισοαναμένο τσιγάρο στην άκρη των χειλιών και ένα άλλο στο αυτό του. Κατάλαβα κανένα καλόπαιδο θα είναι και αυτός.

"Πέρνα και εσύ." Μου λέει. Κάτι μου λέει ότι θα καλοπεράσω εδώ πέρα.

Το διαμέρισμα δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο. Τοίχοι βαμμένοι σε σκούρες αποχρώσεις ένα μονό κρεβάτι, ένα ράντζο και μια μικρή κουζίνα στα αριστερά. Η μούχλα στο ταβάνι ήταν αποκορύφωμα στο τοπίο που σας περιέγραψα.

Απορροφημένη από το να κοιτάζω από δω και από κει σκοντάφτω σε κάτι κουτιά πίτσας. Νοικοκύρης με τα όλα του.

Σηκώνοντας το βλέμμα μου βλέπω δύο κεφάλια να με κοιτάνε. Ο φαλακρός γελώντας και ο Λουκάς με ένα βλέμμα απογοήτευσης.

Όπως είπα και πριν μου φαίνεται θα καλοπεράσω εδώ.

...

Χωρίς να βγάλω λέξη έχω κάτσει σε μια γωνιά στο ας πούμε σαλόνι και έχω τους άλλους δύο να αναπολούν το παρελθόν και να γελάνε. Κυρίως ο φαλακρός δηλαδή.

Πρώτη φορά βλέπω τον Λουκά να γελάει από την καρδιά του και όχι από κακία. Του πάει.

"Και για πες βρε κοπελιά πως είναι το ονοματάκι σου;"

Άντε καλέ θυμήθηκαν ότι είμαι και εγώ εδώ.

Μου ήρθε να του πω Αφροξηλάνθη αλλά κρατήθηκα.

Ακρεστηκα μόνο στο να του πω το όνομα μου απλά.

"Πάντα τόσο ομιλητική είναι;" Ρώτησε το ξεφτέρι δίπλα του το οποίο έχει βολεύει σε ένα μαξιλάρι στηρίζοντας το κεφάλι του στο χέρι του και έχοντας ένα στραβό χαμόγελο.

"Στην αρχή ήταν μετά την έστρωσα." Ένα διαβολικό χαμόγελο διαγράφτηκε στο πρόσωπο του Λουκά.

Αναμνήσεις από το πως με έστρωσε μου έρχονται στο μυαλό ανατριχιάζοντας με αλλά και δημιουργώντας μου αμφιβολίες που τον εμπιστεύτηκα και ήρθα μαζί του.

Καλύτερα να είμαι μαζεμένη και ήσυχη. Δεν θέλω να έχω την ίδια αντιμετώπιση και από τον φίλο του.

Το παιδί σηκώνεται και πάει προς το μπάνιο και μένω με τον Λουκά ο οποίος με πλησιάζει και ξεροκαταπίνω.

Αρπάζει με δύναμη το πηγούνι μου και το σηκώνει με δύναμη προς τα πάνω ώστε να τον κοιτάζω. Το στραβό χαμόγελο δε έχει ξεκολλήσει από τα χείλη του πράγμα που με τρομάζει. Όσο πάει σηκώνει όλο και πιο πάνω το πηγούνι μου με αποτέλεσμα να νιώθω ότι θα μου ξεριζώσει το κεφάλι.

Αντανακλαστικά σηκώνω το σώμα μου για να μη πονάω αλλά με πιέζει με περισσότερη δύναμη.

"Άκου σε με και βάλτο καλά στο μυαλό σου. Αν θες να κυλήσουν όλα μέλι γάλα φρόντισε να κάνεις ότι σου λέω. Κατανοητό;" Το πρόσωπο του ήταν επικίνδυνα κοντά στο δικό μου και κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον έντονα στα μάτια με μίσος όσο αυτός δυνάμωνε το κράτημα του. "Ξανά λέω κατανοητό;" Ο τόνος του πιο απειλητικός από πριν με κάνει να γνεψω χωρίς δεύτερη σκέψη.

Τα βήματα που ακούστηκαν ήταν αρκετά για να με πετάξει ο Λουκάς στον καναπέ κυριολεκτικά και να ξανά κάτσει ανενόχλητος στη προηγούμενη θέση του ενώ εγώ πιάνω το πηγούνι μου που με πεθαίνει από τον πόνο.

"Όλα καλά;" Σίγουρα διακρίνει την ένταση που υπάρχει στην ατμόσφαιρα και σπεύδω να απαντήσω ότι όλα είναι μια χαρά. Ψέμα. Μεγάλο ψέμα όλα είναι χάλια.

Μου ρίχνει μια δύσπιστη ματιά αλλά δεν λέει κάτι. Μόνο απλώνει το χέρι του σε εμένα για χειραψία. "Παρεμπιπτόντως Σάββας." Κάνουμε μια χειραψία και του χαμογελάω απαλά χωρίς να σταματήσω να τον κοιτάω.

Νιώθω το έντονο βλέμμα του Λουκά πάνω μου που με κάνει να νιώθω πολύ άβολα. Ειδικά μετά τα προηγούμενα.

Η ώρα πέρασε έτσι με αυτούς τους δύο να μιλάνε γιατί έχουν να ειδοθούν πολύ καιρό και εμένα να κοιτάζω σαν τον μπούφο από δω και από κει αποφεύγοντας περίτρανα τον Λουκά.

Το βράδυ βρήκε εμάς τους τρεις -δυστυχώς- να προσπαθούμε να βολευτουμε στη βίλα αυτή. Φυσικά το κρεβάτι το καπάρωσε ο ένας και μοναδικός πασάς Λουκάς ενώ ο Σάββας το ράντζο. Και οι δύο τους τζέντλεμαν δεν έχω λόγια.

Έτσι κατέληξα να κάνω στρωματσάδα στο πάτωμα. Είμαι σίγουρη ότι αύριο δεν θα νιώθω τη μεσούλα μου αλλά δεν έχω και πολλές επιλογές. Για τη ακρίβεια δεν έχω καμία άλλη επιλογή.

Κλείνω τα μάτια μου κάνοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες για να κοιμηθώ. Είμαι από τα άτομα που δυσκολεύονται να κοιμηθούν αν δεν είναι στο κρεβάτι τους -αλλά και να πάνε σε άλλη τουαλέτα εκτός από τη δική τους- όμως αυτό είναι άλλο θέμα.

Έτσι καταλήγω να κάνω σβούρες στο πάτωμα χωρίς κάποιο αποτέλεσμα. Βήματα ακούγονται και κλείνω τα μάτια μου προσποιούμενη ότι κοιμάμαι. Δεν έχω ώρα και όρεξη για ψιλή κουβέντα με κανέναν από τους δύο τους.

"Το ξέρω πως δε κοιμάσαι." Φυσικά και ήταν ο ακατανομαστος ο οποίος στεκόταν ακριβώς από πάνω μου. Αυτός ο άνθρωπος δεν λέει να με αφήσει στην ησυχία μου. Ένα πράγμα σαν τις αμαρτίες μου δηλαδή. Εγώ σαν καλή ηθοποιός δεν κουνήθηκα ούτε χιλιοστό. "Ελίνα ξέρω ότι δεν κοιμάσαι. Όταν κοιμάσαι δεν έχεις τέτοια στάση σώματος και επίσης ροχαζίζεις λίγο." Αυτό ήταν αρκετό για να πεταχτώ στον αερα κυριολεκτικά.

"Με παρακολουθείς όταν κοιμάμαι;" Ψιθυροφώναξα και αυτός το μόνο που μου χάρισε ήταν ένα γελάκι. "Άσε που εγώ δεν κάνω έτσι στον ύπνο μου." Συνέχισα το παραλήρημα μου.

"Απλώς αποδεξου το." Ανασηκώσει αδιάφορα τους ώμους του.

Ακολούθησαν μερικά λεπτά αμήχανος ησυχίας που απλά κοιτιομαστε.

Όταν συνερχομαι επιτέλους ξανά ξαπλώνω και κουκουλώνω με με την κουβέρτα μου γυρνώντας του πλάτη.

Η επόμενη κίνηση του με έπιασε απροετοίμαστη καθώς τίναξε τη κουβέρτα από πάνω μου.

"Τι θες επιτέλους;" Ήμουν πραγματικά έξαλλη μετά από αυτό.

Ο τόνος μου προφανώς δεν του άρεσε αφού με άρπαξε από τον λαιμό και με έσφιξε με δύναμη.

"Πρόσεξε τον τόνο σου." Είπε αυταρχικά και με έσφιξε και άλλο. Εγώ πάλι πάλευα κανονικά για να πάρω μια κανονική αναπνοή μιας και ένιωθα το οξυγόνο να μου τελείωνει. Με άφησε πίσω αφού ο λαιμός μου έχει μουδιάσει για τα καλά και εγώ βαριανασαίνω. "Ήρθα να πάρω την κουβέρτα γιατί κρύωσα." Και με αυτά τα λόγια πήγε πίσω στο κρεβάτι σκεπάστηκε και μου γύρισε τη γεροδεμένη πλάτη του.

Ξαπλώνω πάλι πίσω με την αναπνοή μου άστατη και το στήθος μου να ανεβωκατεβαίνει.

Νόμιζα μετά από αυτή τη μετακόμιση τα πράγματα μεταξύ μας είχαν αρχίσει να καλυτερεύουν και να αρχίζαμε από την αρχή. Μάλλον έκανα λάθος. Μάλλον με μισεί.














Για ακόμη μια φορά έχω αργήσει πολύ το ξέρω😭

Ελπίζω τουλάχιστον να σας αρέσει

Τα λέμε στο επόμενο❤️❤️❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top