Κεφάλαιο 1
Ήμουν στο δάσος. Έτρεχα, έτρεχα για να σωθώ και να του ξεφύγω. Δύο μήνες έψαχνε να με βρει και τώρα τη λάθος ώρα και στιγμή εμφανίστηκα μπροστά του. Δεν κατάλαβα πως έγινε αυτό. Με τα μεγάλα κόκκινά του μάτια με κοιτούσε σα να ήμουν ο θησαυρός που μόλις είχε βρει, έτοιμος να με κατασπαράξει. Όμως δεν μπορούσα να δω το πρόσωπό του. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν άνθρωπος ή οχι..
Άπλωσε το χέρι του για να με αρπάξει, και τότε τσίριξα. Τσίριξα τόσο δυνατά. Πρώτη φορά κατάφερα να τσιρίξω έτσι. Τόσο πολύ μέχρι που η φωνή μου έκλεισε και δεν μπορούσα να βγάλω ούτε άχνα. Ακόμα κι αυτός φοβήθηκε και μαζεύτηκε Πίστευα ότι θα έφευγε και θα με άφηνε να γυρίσω πίσω στο σπίτι μου, στην οικογένειά μου.
Και εκείνη τη μαγική στιγμή τα σύννεφα που είχε ο ουρανός χάθηκαν φωτίζοντας ελάχιστα το πρόσωπό του, δίνοντάς μου όμως την ευκαιρία να καταλάβω ότι αυτός που με κυνηγούσε δεν έμοιαζε με άνθρωπο.
Αλλά με έναν λύκο που ήθελε να με φάει.
Και τότε εγώ...
<<Ξύπνα Ρόουζ. Ξύπνα... Με ακούς; Πάλι εφιάλτη είδες;>> Η ζεστή, θυμωμένη ως συνήθως φωνή της Άντρια με ξύπνησε από τον τρελό εφιάλτη που είχα δει. Άνοιξα τα μάτια μου και την είδα με τα ξανθά βαμμένα της μαλλιά και τα σκούρα μπλε της μάτια να με περιεργάζεται προσπαθώντας να καταλάβει τι έπαθα.
<<Άντρια, Θεέ μου, αν ακούσεις τί εφιάλτη είδα θα πέσεις κάτω>> είπα σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το μέτωπό μου με την κουβέρτα. Μέσα στον ύπνο μου ίδρωσα τόσο πολύ, που το μαξιλάρι και οι πιτζάμες μου ήταν μούσκεμα. Λογικό μετά από ένα όνειρο σαν κι αυτό. Ούτε καν όνειρο δηλαδή. Εφιάλτη. Τρελό εφιάλτη.
<<Δεν θέλω να ακούσω Ρόουζ>> είπε βιαστικά με το κοινό ύφος μιας 18χρονης: ξινό και βαρετό. <<Έχω καλύτερα πράγματα να κάνω απο το να περνάω τη λιγοστή μου ώρα ακούγοντας το όνειρό σου που είχε μέσα δράκους, πριγκίπισες και ζόμπι. Αλήθεια τώρα, δεν βαριέσαι να βλέπεις τα ίδια και τα ίδια;>>
<<Κι όμως Άντρια. Δεν έχει καμία σχέση με τα άλλα αυτός ο εφιάλτης. Κάτι παράξενο θα συμβεί σήμερα>> είπα προσπαθώντας να επαναφέρω στο μυαλό μου τους ήχους και τις εικόνες που συνόδευαν αυτό το παράξενο πλάσμα. Αυτό τον λύκο.
<<Μήπως θεωρείς παράξενο το γεγονός ότι σήμερα ξεκινάει το σχολείο και επιτέλους θα πας στη Β'Λυκείου; Λέω εγώ τώρα...>> ένα ίχνος βαρεμάρας άρχισε να διαγράφεται στο πρόσωπό της.
<<Ίσως. Αν και είμαι σίγουρη ότι αν ήμασταν στο Σιάτλ, στο σπίτι, θα ήταν πολύ καλύτερα>> είπα καθώς θυμήθηκα τη ζωή μας εκεί. Κάθε βράδυ εγώ και η Άννι πηγαίναμε βόλτες στις καφετέριες και στα μαγαζιά. Συναντούσαμε τον Τζόρτζ Μάλευ, το τελευταίο της θύμα από όσο γνωρίζω, και περνούσαμε υπέροχα. Μέχρι που μια μέρα η ουρανοκατέβατη απόφαση της μαμάς και του μπαμπά να χωρίσουν, χωρίς λόγο και αιτία γνωστά σε εμάς, μας έφερε εμένα, τη μαμά και την Άντρια στο Μανχάταν, πολλά χιλιόμετρα μακριά από τον μπαμπά, να ζούμε μόνες και να βαριόμαστε την κάθε ώρα και στιγμή.
<<Πραγματικά, δεν ξέρεις πόσο μου λύπει ο μπαμπάς, το σπίτι, η Άννι... Εδώ δεν ξέρω κανέναν και αποκλείεται να κάνω φίλους>>.
<<Έλα τώρα Ρόζι..>> την αγριοκοίταξα και γέλασε. Πριν από 6 μήνες ένα μανουλομάνουλο της τάξης μας, ο Μπράντον Λόρεν, είχε τύχει σε θάρρος ή αλήθεια να έρθει και να μου ζητήσει να βγούμε ραντεβού. Εγώ φυσικά ήθελα αλλά αυτός δεν φαινόταν και πολύ... θερμός. Τελικά καταλήξαμε στα Mc' Donalds να τρώμε ο καθένας από ένα τεράστιο μπέργκερ και να μιλάμε. Έτσι αρχίσαμε να βγαίνουμε καθημερινά και κατέληξα, άθελά μου βέβαια, να γίνω κοπέλα του. Κάτι εξαιρετικά ευχάριστο για όλους. Δυστυχώς όμως τον Ιούλιο που ήρθαμε στο Μανχάταν χαθήκαμε, αν και είχαμε υποσχεθεί ο ένας στον άλλο, πριν φύγω, ότι θα μιλάμε καθημερινά και τελικά χωρίσαμε. Το κακό ήταν ότι ο Μπράντον με φώναζε χαϊδευτικά Ρόζι ενώ εγώ τον φώναζα Μπράντ και η Άντρια το άκουσε και άρχισε να μου το κοπανάει καθημερινά. Μμμ... μεγάλες αδελφές. Τι να πείς;
<<Τι έλα; Με βλέπεις πώς είμαι;>> έκατσα σταυροπόδι κάτω από την κουβέρτα, σήκωσα τις κατακόκκινες μπούκλες μου και γούρλωσα τα μάτια μου. Με ύψος γύρω στο 1,65 και βάρος κανονικό για τα κιλά μου δεν θα ήμουν και η πρώτη επιλογή κάποιου Εντάξει, εάν εξαιρέσουμε τα μαλλιά και τα μάτια μου που άλλαζαν χρώμα ανάλογα με το ύφος του καιρού -γκρι/γαλάζια/πράσινα-, τα υπόλοιπα θα μπορούσαν να βελτιωθούν κάπως. <<Αα και σταμάτα επιτέλους να με λες Ρόζι. Το όνομα μου είναι Ρόουζ και δεν δέχομαι να με λες κάπως αλλιώς. Σύμφωνοι;>>
<<Μάλιστα κυρία μου. Δεν θα σε ξαναπώ Ρόζι ποτέ. Πάντως να ξέρεις είσαι μια κουκλάρα αυτά που λες είναι βλακείες. Τέλωσπαντων, ετοιμάσου έχει σχολείο. Όρεβουαρ.>> έκανε και έφυγε με ανάλαφρο ύφος και βήμα αφήνοντάς με μόνη στο δωμάτιο να συλλογίζομαι αυτά που μου είπε και να σκέφτομαι το λύκο και το τι με περιμένει σήμερα..
Αφού ξάπλωσα άλλα 5 λεπτά, με το ρολόι, στο κρεβάτι μου σκέφτοντας και ονειροπολώντας, αποφάσισα ότι είχε έρθει η ώρα να σηκωθώ, μιάς και είχε πάει 7:30 και σε λίγο θα ακουγόταν η γκρινιάρικη φωνή της μαμάς. Έκανα το καθημερινό πρωινιάτικό μου μπάνιο και κατέληξα να φορέσω το ξεθωριασμένο γαλάζιο προς το μπλέ πουκάμισό μου με το μαύρο μου κολλητό παντελόνι -έκανε λιγάκι κρύο για να φορέσω καλοκαιρινά ρούχα- και τα άσπρα υπέροχα vans που είχα πάρει στις εκπτώσεις πέρυσι τα οποία παραδόξως μου έκανα ακόμη. Ήμουν περίπου έτοιμη. Όμως μου έλειπε το κόσμημα. Όπως άκουσα να λέει η Άννι, το Μανχάταν είναι πολύ διάσημη περιοχή όπου σχεδόν όποιον δεις θα φοράει και κάτι πανάκριβο πάνω του. Συνήθως κόσμημα.
Ανάμεσα στα χιλιάδες κολιέ και κολιεδάκια, βρήκα αυτό που ήθελα. Το κολιέ που μου πήρε ο Μπράντον για τα προηγούμενα γενέθλιά μου ταίριαζε αφάνταστα. Σε μια σειρά από μαργαριτάρια είχε πλεγμένα με ένα διακριτικό σχέδιο τα αρχικά γράμματα των ονομάτων μας. Όσο θυμάμαι εκείνη την μέρα μου έρχεται κάθε φορά να βάλω τα κλάματα.
Ολοκλήρωσα την εμφάνισή μου με ένα βραχιόλι από τα Tiffanis, γνωστό κοσμηματοπωλείο εδώ στο Μανχάταν, δώρο της Άννι που είχε έρθει εδώ διακοπές με τον Τζόρτζ πέρυσι τα Χριστούγεννα. Εμμ.. όταν δεν έχει κάποιος μέρος για να αξιοποιήσει τα πάρα πολλά λεφτά του, όπως η Άννι, κάνει στους φίλους του δώρα αξίας 452 δολαρίων, έτσι επειδή ήταν ωραίο και σχετικά φτηνό, όπως είπε όταν γύρισε.
Έβαλα λίγο lip balm με άρωμα καρπούζι στα χείλη μου για να φαίνονται ζουμερά, πήρα την τσάντα μου και πήγα στην κουζίνα για να τσιμπήσω κάτι για πρωινό.
<<Καλημέρα μαμά>> είπα χαμογελώντας από το ένα αυτί ω το άλλο, κάτι πολύ παράξενο εκ μέρους μου γιατί συνήθως κάθε μέρα είχα μούτρα μέχρι κάτω επειδή με έβαζε να ξυπνώ αναγκαστικά νωρίς.
<<Καλημέρα Ρόουζ. Είσαι πανέμορφη αγάπη μου>> είπε σκύβοντας να μου δώσει ένα φιλί στο μάγουλο.
<<Ευχαριστώ δεν θέλω να φανώ πολύ υπερβολική>>. Κοίταξα πάλι τις στιλιστικές μου επιλογές. Όλα φάνηκαν να ταιριάζουν μεταξύ τους.
<<Ρόουζ είσαι τέλεια. Υπερβολική και βλακείες. Αυτό είναι το στιλ σου. Χαίρομαι που έχεις γούστο μωρό μου>> χαμογέλασε. Της έμοιασα ευτυχώς σε αυτό. Η Άντρια έμοιασε τον μπαμπά στο ντύσιμο ο οποίος ντύνεται σαν λέτσος. Η Άντρια όμως ό,τι κι αν βάλει είναι κουκλάρα. Ποτέ μου δεν της έμοιασα σε αυτό.
Κοίταξα την ώρα στο ρολόι της κουζίνας. Είχε πάει 7:55. Πάλι καλά που το Λύκειο ήταν δίπλα.
<<Μαμά φεύγω για το σχολείο Δεν θέλω να αργήσω πρώτη μέρα σήμερα. Η Άντρια έφυγε;>> ρώτησα βιαστικά Χθες είχε πει ότι θα με πήγαινε αυτή με την καινούρια της BMW που πήρε πριν από δύο εβδομάδες με τις οικονομίες της. Αν και το Λύκειο ήταν δύο στενά παρακάτω, η Άντρια ήθελε να φανεί πολύ κούλ με τη κίτρινη BMW της. Στο Μανχάταν όλα τα παιδιά της ηλικίας της έχουν κι από ένα αυτοκίνητο, οπότε μόλις φτάσαμε εδώ και το έμαθε, έπρηξε τη μαμά και έβγαλε δίπλωμα οδήγησης και καπάκι πήρε το αυτοκίνητο.
<<Όχι αγάπη μου. Δεν σου είχε πει ότι θα πάτε μαζί σήμερα; Είναι έξω βγάζει το αυτοκίνητο>> είπε βάζοντας μια φρυγανιά με μαρμελάδα κεράσι στο στόμα της.
<<Εντάξει μαμά. Φεύγω. Ευχήσου μου καλή επιτυχία>> τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν και να ιδρώνουν από το άγχος που με βαρούσε κατά κέφαλα.
<<Καλή επιτυχία Ρόουζ. Μην αγχώνεσαι Θα πάνε όλα τέλεια. Θέλω να είσαι ψύχραιμη>> είπε δίνοντάς μου μια αγκαλιά και σπρώχνοντάς με προς την πόρτα.
Βγήκα έξω σκεπτόμενη τα λόγια της: Μην αγχώνεσαι Θα πάνε όλα τέλεια. Θέλω να είσαι ψύχραιμη.
Άνοιξα τη πόρτα της ολοκαίνουριας BMW και έκατσα στη ζεστή θέση του συνοδηγού. Το μάτι μου πήρε τη ζωγραφιά που έκανα προχθές πάνω στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου. Ζωγράφισα σε μια γωνίτσα το πρόσωπο της Άντρια χαμογελαστό. Μόλις το είδα, έφτιαξε κάπως η διάθεσή μου.
Γυρνώντας το κεφάλι μου, είδα την Άντρια. Ήταν πραγματικά υπέροχη. Με την άσπρη τρία τέταρτα μπλούζα που τη φορούσε μέσα από τη κοντή μαύρη της φούστα, με καλσόν στο χρώμα του δέρματος και με τα καινούρια Louboutin, που της πήρε δώρο το αγόρι της ο Μάξ, έμοιαζε με κυρία παρά με μαθήτρια
<<Ουάου, Άντρια είσαι σούπερ>> της ψιθυροφώναξα ενώ έστριβε από το δρομάκι της πολυκατοικίας για να βγει στον κεντρικό.
Σήμερα η τάξη τους θα έκανε πάρτι μιάς και δεν θα ξαναέβλεπαν ο ένας τον άλλο ποτέ. Όλοι θα έφευγαν σε διαφορετικά πανεπιστήμια γιατί όλοι τους κέρδισαν υποτροφίες. Η Άντρια για το Πρίνστον, η κολλητή της η Κάμι για το Πομόνα και ο Μάξ για το Στάνφορντ. Θα βλεπόντουσαν μόνο Χριστούγεννα και Πάσχα από εδώ και πέρα.
<<Αλήθεια; Θέλω να δείχνω πολύ εντυπωσιακή σήμερα..>> με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. <<Και εσύ ωραία ντύθηκες>> είπε κλείνοντάς μου το μάτι.
<<Θέλω και εγώ να είμαι όμορφη σήμερα, δεσποινίς. Να κάνω το μπαμ!>>
Μόλις φτάσαμε στο Λύκειο, το στομάχι μου έγινε κόμπος. Ως συνήθως. Κάθε πρώτη μέρα σχολείου ποτέ δεν είναι μια καλή μέρα για εμένα.
Η Άντρια μου άνοιξε τη πόρτα και βγήκα έξω. <<Πήγαινε και προς Θεού μη φοβάσαι. Δεν πρόκειται να σε φάνε!>> με αγκάλιασε και πήγε στις φίλες της που την περίμεναν για να ξεκινήσουν τις ετοιμασίες.
<<Το ελπίζω...>> ψιθύρισα για να μην με ακούσει κανείς. Πριν κάνω το πρώτο μου βήμα, το κινητό μου δονήθηκε στη τσέπη μου κάνοντάς με να πεταχτώ. Ήταν ένα μήνυμα από την Άννι. Το μόνο που χρειαζόμουν. Το άνοιξα βιαστικά και διάβασα γρήγορα τι έλεγε.
<<Ρόουζ, σημαντικό!!! Μου είπε σμρ η Κάθλιν Τζόουνς < το γνωστό φυτό, ότι ο Μπράντον δεν θα ξανάρθει εδώ σχολείο. Νομίζω πως ήρθε στο Μανχάταν. Φανταπληκτικό;;; Λες να έρθει στο ίδιο σχολείο με το δικό σου; Ουάουυ... Τέσπα σε αφήνω γτ χτύπησε το κουδούνι. Αν δεις τπτ παράξενο πάρε τηλ. αμέσως. ΟΚ;;; Φιλούδιαα-Άννι <3 --Θεέ μου λες να ήρθε εδώ; Αποκλείεται, το Μανχάταν έχει πάρα πολλά Λύκεια>> σταμάτησα σκέφτοντας τι απάντηση να γράψω. Και τότε το κουδούνι του σχολείου χτύπησε τόσο δυνατά κάνοντας με να ξαναπεταχτώ. Έκλεισα αμέσως το κινητό, το έβαλα βαθιά στη τσάντα μου και πήρα μια μεγάλη ανάσα.
Έπρεπε να αντιμετωπίσω ένα ολόκληρο σχολείο Και ήμουν σίγουρη ότι αυτό το όνειρο με τον λύκο δεν θα μου έβγαινε σε καλό...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΛΙΖ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΕΙΤΕ ΜΟΥ ΑΝ ΣΑΣ ΑΡΕΣΕΙ!
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩΩΩ -ΡΙΑ
+κερασάκι
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top