Kεφάλαιο 9

-O Αlexandro, από δω έχω πληροφορηθεί γνωρίζεστε ήδη οπότε δεν χρειάζεται να πω πολλά θα είναι ο μελλοντικός σου σύζυγος και από δω και πέρα θα μένεις εδώ μαζί μας και θα συνεχίσεις το σχολείο εδώ στην Ιταλία...

~~~~

Επεξεργαζόμουν ξανά και ξανά αυτό που είπε με απόλυτη και σκληρή φωνή ο Μαrcus. 

Ένιωθα όλα τα βλέμματα πάνω μου, άλλα η μιλιά μου είχε κολλήσει στον λαιμό μου. 

-Και γιατί να τον παντρευτώ? ρώτησα με όσο πιο σταθερή φωνή γινόταν.

Αν και πάνω κάτω ήξερα τι απάντηση θα είχα.  

Η Laura πήγε να μιλήσει άλλα την διέκοψε ο Μαrcus λέγοντας:

-Γιατί είσαι σε κατάλληλη ηλικία για γάμο, όπως και ο γιός μου, αλλά επειδή σε βλέπω που διστάζεις οι γονείς σου να ξέρεις συμφωνούν. Οπότε έκλεισε!

-Τι? Ο πατέρας μου δεν θα συμφωνούσε ποτέ με κάτι τέτοιο και πέρα από αυτό, επειδή εσείς ψάχνετε για νύφη δεν σημαίνει ότι θα παντρευτώ από τα 17 μου, τελεία και παύλα! είπα λίγο πιο έντονα και με απόλυτη σοβαρότητα.

Η Laura με κοιτούσε με περηφάνεια και μου χαμογελούσε, ο Μαrcus όσο και να μην το έδειχνε φαινόταν ξαφνιασμένος, ο Αngelo με κοιτούσε με θαυμασμό  ενώ ο Alexandro με κοιτούσε με ένα έντονο και επίμονο βλέμμα.

-Κορίτσι μου, έτσι πρέπει να γίνει, δεν μπορείς να κάνεις κάτι για να το αλλάξεις, είπε τρυφερά η Laura. 

-Μα εγώ δεν.., 

- Για το δικό σου καλό και της οικογένειας σου θα συμφωνήσεις!

-Άρα δεν έχετε μιλήσει με τους δικούς μου, είπα συμπεραίνοντας.

-Έχουμε μιλήσει αύριο  θα είναι εδώ και σε τρείς μέρες από αύριο θα παντρευτείτε, είπε.

Ένιωθα τα μάτια μου να τσούζουν.

Η Laura με συνόδευσε και βγήκαμε από το γραφείο, βγήκαμε έξω από το σπίτι που υπήρχε ένα τεράστιος σε έκταση κήπος με σιντριβάνι, αγάλματα από μακριά μπορούσα να διακρίνω και ένα γήπεδο, μάλλον του τένις θα είναι σκέφτηκα. 

-Όσο και αν δεν μπορείς να το καταλάβεις τώρα είναι για το καλό σου, μου είπε.

Την κοίταξα στα μάτια. 

Έχει σχεδόν τα ίδια λαμπερά και επιβλητικά μάτια με τον γιό της, αυτή ήταν η πρώτη μου σκέψη.

-Ποιο είναι το καλό μου τότε, ρώτησα με ραγισμένη φωνή, και ένα δάκρυ μου κύλησε. 

Μου σκούπισε τα μάτια και μου είπε:

-Έχει και τα καλά της το να είσαι σύζυγος του αρχηγού της Μαφίας, είπε και άφησε ένα γελάκι.

Τι είπε..?

Κοκάλωσα ολόκληρη.

-Κάτσε δεν δεν το ήξερες? με ρώτησε σοβαρά αυτή την φορά.

-Όχι.., είπα με μία ανάσα.

-Κυρία, ο κύριος Marcus σας ζήτησε στο γραφείο του.

-Πάω και θα έρθω να μιλήσουμε εντάξει?

Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου.

Έφυγαν και οι δύο τους αφήνοντας με πίσω στον μεγάλο κήπο μόνη μου.

-Που πάω να μπλέξω.., είπα χαμηλόφωνα.

Προχώρησα και έκανα βόλτες και εξερευνούσα τον χώρο, κάποια στιγμή το μάτι μου έπιασε μια μικρή μορφή μέσα σε ένα παρκάκι που είχαν να προσπαθεί να κάνει κούνια.

Πλησίασα και ήταν ένα μικρό αγοράκι με μαύρα μαλλάκια.

-Γειαα, είπα απαλά.

Γύρισε και με κοίταξε, ήταν σκέτη γλύκα είχε σοκολατί επιδερμίδα , μαύρα μαλάκια και γκρίζα ματάκια.

Με κοιτούσε αλλά δεν μου μιλούσε.

-Είμαι η Ιζαμπέλα, είπα με ένα χαμόγελο. Εσένα πως σε λένε; ρώτησα γλυκά.

-Mε λένε Λαιαν, είπε ντροπαλά και σχεδόν τρομαγμένα θα έλεγα.

-Ryan ε; Έχεις πανέμορφο όνομα μικρούλη, είπα.

Μου χαμογέλασε και τα μαγουλάκια του κοκκίνησαν.

Τι χαριτωμένος που είναι!?!

-Θέλεις να φτιάξουμε μαζί πυργάκια; με ρώτησε τα χαριτωμένα του ματάκια μα περιμένουν με προσμονή την απάντηση μου.

-Εννοείται και θέλω, έλα να φτιάξουμε μαζί, είπα.

-Να εκεί είναι, είπε και μου έδειξε με το δαχτυλάκι του.

Λίγο πιο πέρα από τις κούνιες την τραμπάλα, υπήρχε ένας χώρος σχετικά μεσαίος σε μέγεθος με άμμο και διάφορα πλαστικά καστράκια. 

 Πήγαμε τρέχοντας, φτιάχναμε καστράκια, κάναμε κούνιες ακόμα και κρυφτό παίξαμε. 

Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει αλλά περνούσα υπέροχα μιλούσαμε γελούσαμε παίζαμε, όλα ήταν πανέμορφα. 

-Ryan, που ει- ω! 

Γύρισα και είδα την Στέλλα να μας κοιτάζει λες και είδε φάντασμα.

Σαν να σύνελθε κούνησε το κεφάλι της και μας πλησίασε με ένα χαμόγελο.

-Πάμε να κάνουμε μπανάκι για να φάτε όλοι μαζί, έλα.

-Μα θέλω να παίξω και άλλο, με την Ίζι, είπε παραπονεμένα.

 -Θα ξαναπαίξουμε αύριο στο υπόσχομαι εντάξει; είπα.

Κούνησε καταφατηκά το κεφαλάκι του.

-Πηγαίνετε  μέσα δεσποινίς τώρα θα σερβίρουμε.

Της έκανα ένα νεύμα και αφού τους άφησα να προχωρήσουν μπροστά, τους ακολούθησα.

Πριν μπω μέσα τσέκαρα τον εαυτό μου να δω ότι δεν είμαι σκονισμένη ή τα μαλλιά μου είναι σαν της κακιάς μάγισσας.

Παραδόξως ούτε ανακατεμένα μαλλιά είχα ούτε σκόνες.

Μπήκα μέσα και η  Έλενα με το που με είδε μου χαμογέλασε και μου έκανε νόημα να την ακολουθήσω.

Προχωρούσαμε και άνοιξε μια τεράστια πόρτα και μπροστά μου εμφανίστηκε η τραπεζαρία. 

Ήταν ένας πολύ μεγάλος χώρος με καναπεδάκι με μπαρ ποτών, αντί για τοίχους υπήρχε τζαμαρία πέρα για πέρα στο δωμάτιο. Στο κέντρο μπροστά από την τζαμαρία ήταν ένα μεγάλο τραπέζι.(πάνω έχω την φωτογραφία ) Το τραπέζι ήταν έτοιμο και σερβιρισμένο και όλοι είχαν πάρει τις θέσεις τους. Για άλλη μια φορά όλα τα βλέμματα ήταν πάνω μου. 

Επικεφαλής του τραπεζιού φυσικά και ήταν ο Marcus, από τα δεξιά του  ήταν η Laura η οποία μου χαμογελούσε, δίπλα της ήταν ο Angelo. Από την απέναντι πλευρά και την αριστερή μεριά του Marcus, δίπλα του καθόταν ο Alexandro και η διπλανή του θέση ήταν κενή.

Τέλεια, σκέφτηκα.

Έλα που σε χαλάει το μαναράκι. Για αυτό πάνε παλουκώσου!

Απλά αγνόησα παντελώς την Φρόσω και έμεινα στην θέση μου κοκαλωμένη. 

-Πέρασε να κάτσεις δίπλα στον μέλλοντα σύζυγο σου, κόρη μου, είπε ο Marcus.

Έσφιξα τα χέρια μου γροθιές αλλά δεν μίλησα, αυτό όμως δεν έμεινε απαρατήρητο από τον Alexandro.

Πήγα και κάθισα δίπλα του, μέχρι και το άρωμα του ήταν έντονο και επιβλητικό. Σαν χείμαρρος εισέπνευσα το άρωμα του.

Προτού μιλήσουμε ή πούμε οτιδήποτε ακούγονται παιδικά κλάματα. Η πόρτα ανοίγει ξαφνικά και μέσα μπαίνει ο Ryan με τις γλυκούλες του μπλε πιτζαμούλες, είχε πλαντάξει στο κλάμα και ήταν κατακόκκινος. Με το που με είδε άνοιξε τα χεράκια του και έτρεξε καταπάνω μου. Σηκώθηκα από την καρέκλα γονάτισα και μπήκε με φόρα στην αγκαλιά μου.

-Ίζι, είπε μέσα στα αναφιλητά του.

-Σςςς ηρέμησε, έλεγα και τον χάιδευα. 

Μετά που ηρέμησε πήγα να σηκωθώ αλλά δεν με άφηνε, οπότε τον σηκώθηκα με αυτόν στην αγκαλιά μου. 

Είχε χώσει το κεφαλάκι του στον λαιμό μου και δεν έλεγε να βγει από εκεί. 

-Τι έγινε, ρώτησε η Laura και σηκώθηκε όρθια πλησιάζοντας μας.

Ο Alexandro σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά μας.

-Che è successo?Perché piangi?(Τι έγινε γιατί κλαις;)είπε στον μικρό αλλά απάντηση δεν πήρε.

-Τι έγινε αγάπη μου θες να μου πεις; τον ρώτησα γλυκά.

Έβγαλε δειλά δειλά το κεφαλάκι του από τον λαιμό μου, με κοίταξε με τα κατακόκκινα ματάκια του.

-Η Στέφανι επειδή δεν ήθελα να κάνω μασκάκι νευλίασε  και μου φώναξε και έκλεισε τα φώτα και φοβήθηκα, είπε και τα μάτια του ξαναγέμισαν δάκρυα. 

-Όλα εντάξει είναι Ryan, έλα να σε πάω για ύπνο είπε η Laura και έκανε κίνηση να τον πάρει.

Εκείνος ξαναέβαλε το κεφάλι του στον λαιμό μου και πέρασε τα μικροσκοπικά χεράκια του γύρο από τον λαιμό μου.

-Οχιι, να πάω με την Ίζι.

Όλοι με το που το άκουσαν αυτό πάγωσαν. 

Ο Alexandro με κάρφωνε έντονα, όπως όλοι οι υπόλοιποι.

-Εμ αν δεν υπάρχει πρόβλημα μπορώ να τον πάω εγώ, είπα για να σπάσω αυτή την αμήχανη στιγμή. 

-Ναι φυσικά Έλενα δείξε της το δωμάτιο του μικρού,  γύρισε και κοίταξε τον Alexandro για λίγο.

Πήγα προς την μεγάλη πόρτα ξανά και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε τα σκαλιά μπροστά η Έλενα πίσω της εγώ με τον μικρό αγκαλιά που ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι κοιμόταν. 

Φτάσαμε μπροστά από την πόρτα του δωματίου του, η Έλενα μας άνοιξε την πόρτα.

-Πάω να φέρω το γάλα του, μου είπε ψιθυριστά και έγινε καπνός.

Τον ακούμπησα απαλά στο κρεβάτι και άναψα ένα φωτάκι που είχε δίπλα του. 

-Ήρθα και γω, είπε η Έλενα και στα χέρια της κρατούσε μια κούπα και ένα μασκάκι.

Χάιδεψα τον μικρό για να ξυπνήσει αλλά τίποτα, του φίλησα το κούτελο και του ψιθύρισα.

-Ξύπνα μικρούλη μου να πιούμε γάλα και ξανακοιμάσαι.

Άνοιξε σιγά σιγά τα ματάκια του, τα έτριψε και έπιασε με τα δυο του χεράκια την κούπα με το γάλα.

Αφού το ήπιε πήρα την κούπα και πήγα να σηκωθώ, με το μικρό του χεράκι έπιασε το δικό μου.

-Να μείνεις λίγο μαζί γιατί φοβάμαι; ρώτησε με νυσταγμένη φωνούλα.

-Εντάξει απλά, πρώτα θα κάνουμε το μασκάκι, οκευ; ρώτησα.

Η Έλενα μου πήρε την κούπα και μου έδωσε το μασκάκι και μου χαμογέλασε και έφυγε από το δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα πίσω της.

Αφού κάναμε τρεις εισπνούλες με το μασκάκι, τον σκέπασα και ξάπλωσα δίπλα του. 

Τον πήρα αγκαλιά και αυτός σαν μικρό γατάκι μαζεύτηκε όλος πάνω μου.

-Δεν θέλω να πάω σχολείο αύλιο, είπε με σιγανή και στεναχωρημένη φωνή.

-Γιατί; ρώτησα απαλά και γω.

-Λένε ότι είμαι ένα μπάσταλντο και εγώ φταίω που πέθανε η μαμά μου, είπε στεναχωρημένος. 

-Μωρό μου μην στεναχωριέσαι ναι; είπα και του έπιασα τα μαγουλάκια.

-Αύριο θα πάμε μαζί σχολείο και δεν θα σε ξαναπειράξει κανείς στο υπόσχομαι, είπα χαμογελώντας του. Μου ανταπέδωσε και ξαναχώθηκε στην αγκαλιά μου. 

-Απλά μην το πεις στον μπαμπά μου, είπε σιγανά.

-Ποιος είναι ο μπαμπάς σου; ρώτησα.

Απάντηση δεν πήρα,. 

Αποκοιμήθηκε τόσο γαλήνια. 

Τι φταίει ένα παιδί και τα βιώνει όλα αυτά;

Από αύριο όλα θα  αλλάξουν!

Με αυτές τις σκέψεις αποκοιμήθηκα και εγώ. 

~~~~

Καλησπέρααα! 

Τι κάνετεε; 

Εγώ είμαι υπέροχα!

Σήμερα έγραψα έκθεση και από όταν γύρισα έχω τρομερή έμπνευση!

Μην ξεχάσετε να αφήσετε ένα αστεράκι και την γνώμη σαςς!

Καλό σαββατόβραδο μπειμπςς!

Τα λέμε μέχρι το επόμενο Λαβυ<3!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top