Κεφάλαιο 23
Η ώρα είναι 8:30. Φοράω την ζακέτα μου και πηγαίνω στο γραφείο μου. Ανοίγω το συρτάρι και αρχίζω να ψάχνω. Δεν γίνεται, κάπου εδώ θα πρέπει να είναι. Απομακρύνω το συραπτικό, το ψαλίδι και ότι άλλο βρίσκω εκεί μέσα. Κάποτε πρέπει να καθαρίσω...
Το χαμόγελο μου εμφανίζεται όταν βλέπω ένα μικρό λαδί πουγκί. Το πέρνω και κλείνω το συρτάρι.
Το ξετυλίγω και πέφτει στην παλάμη μου μια μικρή διαφάνεια από αυτές που βάζουμε στα μικροσκόπια. Πολύ παλιά ήθελα να γίνω μικροβιολόγος και έτσι οι γονείς μου, έπειτα από το συνεχή πρήξιμο που τους έριχνα για να μου το πάρουν, η επιθυμία μου εκπληρώθηκε.
Βέβαια τώρα πια δεν το χρησιμοποιώ. Για την ακρίβεια ποτέ ως τώρα. Τώρα θα απορείτε τι το θέλω αυτό. Ε λοιπόν σκέφτομαι να πάω στο νεκροταφείο να πάρω μερικό δείγμα, αν βρω τουλάχιστον. Όπως θυμάμαι αυτό στο νεκροταφείο με τα κόκκινα μάτια παραλίγο να με σκότωνε αν δεν ήταν αυτό που το σταμάτησε. Για την ακρίβεια που το πλάκωσε στο ξύλο.
Μόλις τώρα συνειδητοποίησα κάτι. Αυτό στο νεκροταφείο είχε κόκκινα μάτια όπως και ο Vladimir στο δάσος που είναι βρικόλακας. Άρα και ο πρώτος ήταν βρικόλακας... Τι γίνεται πια! Έχω καταντήσει να είμαι μαγνήτης για βρικόλακες.
Βάζω την διαφάνεια πίσω στο πουγκί και το βάζω στην μικρή μαύρη τσάντα που βρίσκω. Βάζω μέσα όλα τα απαραίτητα όπως νερό, φακός, κλειδιά, κινητό και την βάζω στην πλάτη μου.
Κατεβαίνω τις σκάλες και βγαίνω απ' την πόρτα. Κλειδώνω καλά και ξεκινώ να πηγαίνω όλο πιο βαθιά μέσα στο πλέον σκοτεινό δάσος. Βγάζω το φακό απ' τη τσάντα και συνεχίζω το δρόμο μου.
Έπειτα από λίγο βλέπω την ξύλινη πινακίδα του νεκροταφείου. Χαμογελάω και προχωράω προς την είσοδο. Είναι αστείο να χαμογελάς ενώ βρίσκεσαι μπροστά από την είσοδο του νεκροταφείου.
Τοποθετώ καλύτερα την τσάντα στους ώμους μου και προχωράω μέσα. Το απαλό αεράκι του νεκροταφείου χτυπάει το σώμα μου κάνοντας με να ανατριχιάσω, αλλά παρόλα αυτά συνεχίζω τον δρόμο μου. Έπειτα από λίγο βλέπω μια γνώριμη ταφόπλακα.
Flashback:
Τα βήματα αλλάζουν κατεύθυνση και εγώ βρίσκω την ευκαιρία αφού αυτό έχει απομακρυνθεί αρκετά να τρέξω από την άλλη μεριά του νεκροταφείου. Με το τρέξιμο δεν το έχω καθόλου αλλά όταν είναι ζήτημα ζωής και θανάτου αποκτώ φτερά. Εκεί που τρέχω ξαφνικά μπερδεύω τα πόδια μου και πέφτω κάτω χτυπώντας το κεφάλι μου. Τα κόκκινα μάτια εμφανίζονται και νομίζω ότι μπορώ να διακρίνω ένα σατανικό χαμόγελο. Μπουσουλάω προς τα πίσω μέχρι που η πλάτη μου ακουμπάει ένα κρύο μάρμαρο από μια ταφόπλακα. Αυτό ήταν, η ζωή μου τελείωσε. Είναι παράξενο να ξέρεις ότι ο χρόνος σου επάνω στη γη τελείωσε και μάλιστα τόσο σύντομα.
Πάω να κλείσω τα μάτια μου όμως βλέπω ένα χέρι να τυλίγεται γύρω από το λαιμό του και αυτό με τα κόκκινα μάτια να πέφτει κάτω.
Δυστυχώς αυτή η ομίχλη δεν μου επιτρέπει να δω τι γίνεται αλλά μπορώ να ακούσω ότι αυτοί η δύο σίγουρα παλεύουν. Ότι ήταν αυτό που έριξε τον πρώτο μου έσωσε την ζωή. Προσπαθώ να κουνηθώ αλλά τα πόδια μου δεν εκτελούν καμία μου εντολή.
Τελικά καταφέρνω να κινηθώ όμως η τύχη δεν είναι με το μέρος μου. Το γρασίδι είναι βρεγμένο από την υγρασία με αποτέλεσμα να γλιστρήσω και να χτυπήσω το κεφάλι μου στο μάρμαρο. Το μόνο που καταφέρνω τα δω είναι κάποιον να με πλησιάζει αλλά χωρίς να δω πρόσωπο πριν τα πάντα μαυρίσουν.
End of Flashback.
Στο μάρμαρο βλέπω λίγο ξερό αίμα σιγουρεύοντας ότι είναι το δικό μου. Κοιτάω στην ευθεία του και προχωράω βλέποντας προσεχτικά το γρασίδι. Σκύβω και βλέπω ότι το γρασίδι σε αυτό το μέρος είναι πολύ πατημένο, λες και κάποιος πάλευε σε αυτό. Βλέπω επίσης κάτι σαν αίμα αλλά ασυνήθιστο από ότι πρέπει να είναι.
Παίρνω μια διαφάνεια από την τσάντα μου και βάζω λίγο αίμα εκεί. Αυτό σίγουρα θα είναι αυτού του βρικόλακα που με κυνήγαγε. Το παρατηρώ. Είναι αίμα αλλά δεν έχει το χρώμα που πρέπει κανονικά να έχει, κόκκινο. Είναι μαύρο και δεν έχει ξεραθεί σαν το δικό μου, το ανθρώπινο.
Την βάζω πάλι στο μικρό λαδί πουγκί της και κλείνω την τσάντα μου.
Σηκώνομαι και πέρνω το δρόμο της επιστροφής. Έπειτα από λίγο βλέπω τις κολώνες με το φως να είναι αναμένες δείχνοντας μου ότι βρίσκομαι πάλι στο πολιτισμό.
Μπαίνω στο σπίτι και αφού κλειδώσω ανεβαίνω στο δωμάτιο μου αφήνοντας την τσάντα μου πάνω στην καρέκλα. Κοιτάω το ρολόι και βλέπω ότι η ώρα είναι 10:05. Γρήγορα βάζω τις πιτζάμες μου και αφού κλείσω το φως ξαπλώνω το κρεβάτι.
Εκείνη την στιγμή ακούω την πόρτα την κάτω να ανοίγει και την φωνή του αδελφού μου να φωνάζει ''Emma γυρίσαμε!'' και αμέσως μετά την φωνή της μητέρας μου να του λέει να κάνει ησυχία γιατί μάλλον θα κοιμάμαι.
Μετά από κανένα 5 λεπτό ακούω βήματα στις σκάλες και ακούω την πόρτα του δωματίου μου να ανοίγει αφήνοντας να εισχωρήσει μέσα λίγο φως. Η μητέρα μου έρχεται και μου δίνει ένα φιλί στο κούτελο λέγωντας μου καληνύχτα και φεύγει όσο γίνεται πιο σιγά.
Τραβάω το σεντόνι πιο πολύ προς τα εμένα και κλείνω τα μάτια μου. Την άλλη εβδομάδα έρχεται ο Alex, άρα τότε θα μαζέψω περισσότερα στοιχεία για να ανακαλύψω την πραγματική του ταυτότητα. Αν είναι αυτό που δείχνει ή ένας βρικόλακας...
***********************************
Γειά σας! Τι κάνετε; Όλα καλά; Επιτέλους καλοκαίρι! Το μόνο που μου αρέσει στο καλοκαίρι είναι ότι δεν έχουμε για ένα μεγάλο διάστημα σχολείο😎. Ξέρω ότι άργησα υπερβολικά πολύ καιρό να ανεβάσω και ζητάω συγνώμη για αυτό αλλά, εγώ παθαίνω κάτι. Έχω πάρα πολλές ιδέες για αυτό το βιβλίο όμως βαριέμαι πολύ να τις γράψω... Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε... Τέλος πάντων και πάλι συγγνώμη, σας εύχομαι καλό καλοκαίρι σε όλους σας! Θα ξανά ανεβάσω όταν επιτέλους μου έρθει λίγη όρεξη γιατί στα αλήθεια βαριέμαι τόσο πολύ! Αυτά από εμένα♥.
Μην ξεχάσετε να ψηφίσετε ~>🌟 και να σχολιάσετε ~>💬.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top