~Goner
"Πώς πήγε χθες;"
Η ερώτηση της διπλανής της έβγαλε τη Ρενέ από τις σκέψεις της. Τον τελευταίο καιρό χανόταν στον λαβύρινθο του μυαλού της κι έχανε επαφή με το περιβάλλον. Το θεωρούσε προτέρημα, ειδικά για τις ώρες της δουλειάς. Ήταν δέκα το πρωί, πόσα από το κορίτσια του σπιτιού να ήταν ξύπνια εκείνη την ώρα; Εκείνο το πρωί ήταν δυο· συνήθως ήταν μόνο εκείνη. Όλες τους κοιμούνταν σχεδόν δέκα ώρες και ξυπνούσαν κατά τη μία για να φάνε το μεσημεριανό ζεστό. Αν μάλιστα ήταν Σάββατο, Κυριακή ή Δευτέρα, ξυπνούσαν κατευθείαν για το βραδινό. Η Ρενέ μετά βίας έκλεινε τα μάτια για τρεις ή τέσσερις ώρες, και καθόταν στην κουζίνα σαν φάντασμα, περιμένοντας να ξυπνήσει κάποια, για να τη βγάλει από το ερεβώδες χάος του μυαλού της.
"Πώς πιστεύεις να πήγε;" Απάντησε, με τη φωνή της βραχνή, είχε μιλήσει τελευταία φορά όταν ήταν στο μπαλκόνι με την Καρολάιν. "Ως συνήθως· ήρθε, έκανε ό,τι έκανε, πλήρωσε κι έφυγε."
Γύρισε και κοίταξε την Μπέκα Άνταμς. Ήταν η πιο πρόσφατη προσθήκη στο σπίτι τους κι αν και μεγαλύτερή της κατέφευγε σε εκείνη για συμβουλές, καθοδήγηση και κυρίως εμψύχωση και ελπίδα. Αυτό το έκαναν όλες οι κάτοικοι του σπιτιού, ακόμη κι η Κασσάνδρα, που όσο δυνατή κι αν έδειχνε, όσο κι αν έμοιαζε να διασκεδάζει το επάγγελμα, μέσα της βασανιζόταν και όταν δεν τις έβλεπε κανείς, μιλούσε ώρα πολλή με τη Ρενέ, για να βρει κι αυτή μια κάποια παρηγοριά. Η Ρενέ πάλι, δεν είχε κανενός είδους παρηγοριά.
"Θα έρθει η Μέρεντιθ σε λίγο," της είπε η Μπέκα. "Θα πάρει το μερίδιο της από την είσπραξη και θα μας μιλήσει για κάτι πολύ σημαντικό. Έτσι μου είπε στο τηλέφωνο."
"Αν είναι τόσο σημαντικό, πρέπει να ξυπνήσουμε τις υπόλοιπες."
"Ήλπιζα ότι θα με βοηθούσες σε αυτό. Τουλάχιστον ξύπνα την Κασσάνδρα. Φοβάμαι ότι θα μου πετάξει κάτι στο κεφάλι, αν προσπαθήσω."
Άθελα της, η Ρενέ μειδίασε ακούγοντας τον ενδοιασμό της συναδέλφου της.
"Πώς πηγές εσύ;" Τη ρώτησε, ενώ σηκώνονταν από την πολυθρόνα της. "Σταμάτησαν οι αιμορραγίες;"
"Κάθε φορά το αίμα λιγοστεύει. Πιστεύω θα σταματήσει σύντομα."
"Τι θα έλεγες να πάρεις μια άδεια ως τότε;"
"Ούτε να το σκέφτομαι δε θέλω! Τα χρειάζομαι τα χρήματα, Ρενέ! Έχω την αδελφή, την κουνιάδα και τα έξι ανίψια μου να ζήσω. Καλύτερα είμαι, αφού συνήθισα και τον πόνο."
Η Rennet κούνησε το κεφάλι της μουδιασμένα. Η Μπέκα ήταν περήφανη, ισχυρογνώμων και πεισματάρα, αλλά και απίστευτα ανιδιοτελής· αρνούταν να σκεφτεί την υγεία της, όταν επρόκειτο να βοηθήσει την αδελφή και την κουνιάδα της. Η πρώτη φρόντιζε τον άρρωστο άνδρα της κι η δεύτερη ήταν χήρα κι εργάζονταν σε ένα εστιατόριο ως λατζιέρισσα. Μόλις η Μπέκα έμεινε άνεργη, έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της. Ήταν τυχερή που βρέθηκε στον δρόμο της η Μέρεντιθ κι όχι κάποιος πιο επιτήδειος μαστροπός.
Με την άτυχη κοπέλα στη σκέψη της, έφτασε η Ρενέ στην πόρτα της Κασσάνδρα. Την άνοιξε όσο πιο άηχα μπορούσε και βρέθηκε στο δωμάτιο της πιο επιφανούς γυναίκας του σπιτιού. Όλοι οι πελάτες της ήταν επώνυμοι· επιχειρηματίες, βιομήχανοι, πολιτικοί, μαφιόζοι, ίσως κι όλα τα παραπάνω. Φορούσε στα μάτια μια μάσκα νυχτός, για να μην αφήνει το φως να εισχωρεί στα βλέφαρά της.
Η Ρενέ την πλησίασε στο τεράστιο κρεβάτι όπου κοιμόταν και τη σκούντησε απαλά.
"Κασσάνδρα, ξύπνα, σε παρακαλώ," ψιθύρισε ευγενικά.
Η ξανθιά κοιμωμένη γρύλισε και κούνησε το χέρι της άγαρμπα.
"Φύγε, οποίος κι αν είσαι. Δουλεύω μετά τις εννιά."
"Είναι δέκα και μισή," της είπε η Ρενέ και κατάφερε αυτό ακριβώς που επιθυμούσε. Η εκθαμβωτική γυναίκα πετάχτηκε όρθια σε μηδενικό χρόνο, πέταξε τη μάσκα της κι έτρεξε στη ντουλάπα της, αγνοώντας την ύπαρξή της επισκέπτριας στο δωμάτιο.
"Πώς κοιμήθηκα τόσο πολύ; Δεν κουράστηκα καθόλου χθες, απορώ με τον εαυτό μου," μονολογούσε, ενώ πετούσε ρούχα και παπούτσια έξω φρενήρως.
"Ηρέμησε, Κασσάνδρα," επενέβη ξανά η Ρενέ, μήπως και την ηρεμούσε. "Πρώτον, είναι δέκα και μισή το πρωί κι όχι το βράδυ και δεύτερον, μπορείς να κατέβεις κάτω και με το νυχτικό σου, δε χρειάζονται ρούχα και παπούτσια."
Παγωμένη έμεινε να την κοιτάζει η κατάξανθη οπτασία, συνειδητοποιώντας τότε μόνο ότι βρισκόταν εκεί και ταυτόχρονα προσπαθούσε να επεξεργαστεί όσα της είχε μόλις αποκαλύψει.
"Για ποιόν γαμημένο λόγο με ξύπνησες τόσο νωρίς το πρωί;" Ξέσπασε ακράτητη, με τα χέρια στη μέση για έμφαση. "Δεν είμαι σαν εσένα εγώ, έχω επιφανείς πελάτες, που με απαιτούν φρέσκια! Αυτοί ανεβάζουν το επίπεδο αυτού του σπιτιού, όχι οι μεθυσμένοι δικοί σου!"
Η Ρενέ πήρε μια βαθιά ανάσα προτού της απαντήσει, για να μην φουντώσει περισσότερο τον θυμό και την ένταση.
"Έρχεται η Μέρεντιθ, για να μας μιλήσει για κάτι πολύ σημαντικό. Τουλάχιστον από υποτυπώδη σεβασμό πρέπει να είμαστε όλες ξυπνητές."
Η Κασσάνδρα άφησε έναν εντελώς άκομψο κι αταίριαστο για τον χαρακτήρα της ήχο -κάτι μεταξύ σε γρύλισμα και μουγκανητό- κι αργά, νωχελικά φόρεσε τις λευκές της παντόφλες και μαζί με τη Ρενέ κατέβηκαν στο σαλόνι, όπου της περίμεναν όλες οι υπόλοιπες που η Μπέκα είχε ήδη ξυπνήσει· η Καρολάιν, η Ρέιτσελ και η Ντέμπρα.
Οι έξι τους κάθησαν σιωπηλά για λιγότερο από δέκα λεπτά, οπότε κι έφτασε η Μέρεντιθ, με το ολόλευκο και πάντα καθαρό της "Mini Cooper".
"Καλημέρα, κορίτσια," τις χαιρέτησε με ένα τεράστιο χαμόγελο. "Τι κάνετε;"
"Πολύ καλά, Μέρεντιθ. Εσύ;" Είπαν και οι πέντε ταυτόχρονα.
Τότε, η Μπέκα την πλησίασε και της έδωσε σε έναν φάκελο το μερίδιό της από τη χθεσινή είσπραξη. Εκείνη τον άνοιξε ελαφρά, μέτρησε το περιεχόμενό του με το μάτι και τον έβαλε στην τσάντα της.
"Σας έχω υπέροχα νέα!" Τους είπε, καθώς έκλεινε το φερμουάρ. "Ανέλπιστα και απίστευτα χαρμόσυνα νέα!"
"Θα μας πεις ή θα μας αφήσεις σε αγωνία;" Την προέτρεψε η Καρολάιν, εκφράζοντας τος σκέψεις όλων τους, που πράγματι αισθάνονταν περιέργεια κι αδημονούσαν για τα νέα. Η Μέρεντιθ επρόκειτο για εύχαρο άνθρωπο, όμως δεν ενθουσιαζόταν εύκολα και τώρα έλαμπε από ενθουσιασμό.
"Ο Φίλιπ Χάρολντς παντρεύεται κι ο κουμπάρος του έκλεισε εδώ το μπάτσελορ πάρτι! Τουλάχιστον πενήντα άτομα! Τεράστια παρέα! Θα βγάλετε γενναία μεροκάματα!" Τους ανακοίνωσε επιτέλους η Μαντάμ του σπιτιού, σκορπίζοντας τον ενθουσιασμό και στα κορίτσια. Ως κι η Κασσάνδρα φάνηκε να χαίρεται και να συμμετέχει στον εορτασμό των υπολοίπων· όχι βέβαια κι η Ρενέ, η οποία έφυγε πρώτη, μόλις η Μέρεντιθ τους έκανε σήμα με το χέρι της να διαλύσουν τη σύναξη. Όμως, η Μαντάμ είχε διαφορετικά σχέδια.
"Ρενέ, περίμενε!"
Η μελαχρινή κοπέλα, γύρισε αμέσως και πλησίασε το αφεντικό της υπάκουα.
"Ο Λίοναρντ σε περιμένει απόψε," της ψιθύρισε, ώστε μόνο εκείνη να την άκουγε.
"Ξανά;" Ξαφνιάστηκε η Ρενέ. "Πριν τρεις μέρες πάλι με είχε καλέσει."
"Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο, κορίτσι μου," της υπενθύμισε η Μέρεντιθ. "Κι αυτός είναι ο καλύτερος πελάτης μας και δικός σου."
"Σου έχω πει, δε θέλω να συχνάζω κοντά του. Δε με χρειάζεται μόνο για τη δουλειά μου."
"Προσπάθησα να του στείλω την Κασσάνδρα, όμως έμενε ακλόνητος. Εσένα θέλει και μόνο εσένα."
Η Ρενέ αναστέναξε για πολλοστή φορά εκείνο το πρωί.
"Ας είναι. Πες του να μείνει ήσυχος."
"Ο Γιούρος θα περάσει να σε πάρει στις εννιά και μισή. Μην αργήσεις."
Κι όταν η κοπέλα ένευσε καταφατικά, η Μέρεντιθ τη χαιρέτησε, κούνησε τα χέρια ως χαιρετισμό κι έφυγε με το "Mini Cooper" της.
Όλα τα κορίτσια πήγαν για ύπνο ξανά, αφήνοντας τη Ρενέ μόνη της, να βυθιστεί για άλλη μια φορά στις σκέψεις της. Καθώς ανέβαινε τη σκάλα, η ματιά της Κατολάιν τη συνάντησε κι ήταν μια ματιά μελαγχολική, νυσταγμένη και δραματική. Η Ρενέ της χαμογέλασε αχνά και την παρακολουθούσε καθώς χανόταν πίσω από την πόρτα του δωματίου της. Κατόρθωσε να δαμάσει τον αναστεναγμό που ανέβαινε στον λαιμό της. Πλέον ήταν κι επίσημα μόνη ξανά.
Ο Λίοναρντ Χάρβιλ αποτελούσε πράγματι μια ξεχωριστή κατηγορία πελατών, ασύγκριτος με οποιονδήποτε από όσους είχε εξυπηρετήσει η Ρενέ στα δέκα χρόνια της καριέρας της. Αυτό δεν ήταν το όνομά του, μα το πραγματικό δεν το γνώριζε κανείς. Ενδόμυχα, πάντοτε λαχταρούσε να τον κατάφερνε να της το αποκαλύψει. Και τότε, θα υπερηφανευόταν ότι μόνο εκείνη γνώριζε τον άνθρωπο πίσω από τον μέγα και τρανό Λίοναρντ Χάρβιλ, όπως ο Σήγκαρντ υπερηφανευόταν ότι είχε σκοτώσει τον δράκοντα Φάφνιρ.
Είχε απίστευτη δύναμη στα χέρια του αυτός ο άνδρας· ο Αρχηγός των Βρετανών γκάνγκστερ και δεν είχε καν γεννηθεί σε μια τέτοια οικογένεια. Μετά τον έρωτα του λυνόταν η γλώσσα και της έλεγε πάρα πολλά, ίσως περισσότερα από όσα θα ήθελε. Ήταν άλλος ένας από τους υποχθόνιους χούλιγκαν, που έβγαιναν σαν τυφλοπόντικες από τις τρύπες τους και μετέτρεπαν τα γήπεδα σε πεδία μαχών. Ένας ανώνυμος νέος μέσα σε εκατοντάδες ανώνυμους νέους του οργισμένου όχλου. Όμως, παρασύρθηκε κι έγινε μεσάζοντας μεταξύ ενός γκάνγκστερ και μιας φάρμας με άλογα, μπαίνοντας στον σκοτεινό κόσμο των στημένων αγώνων του ιπποδρόμου. Η δουλειά πήγε τόσο καλά που ο γκάνγκστερ τον έκανε δεξί του χέρι κι όταν πέθανε -επειδή δεν είχε δικά του παιδιά- τον διαδέχθηκε στην αρχηγία. Πλέον, δώδεκα χρόνια μετά, ο Λίοναρντ Χάρβιλ είχε ανατρέψει όλους τους εχθρούς του κι όσοι ήθελαν τη ζωή τους τον υπηρετούσαν πιστά, μέχρι κι η ρωσική μαφία στην Αγγλία.
Έμοιαζε να είχε γοητευτεί από τη Ρενέ. Πριν από εκείνη, είχε την Κασσάνδρα, που καυχιόταν για εκείνον περισσότερο από κάθε άλλον πελάτη της. Ώσπου, μόλις η ξανθιά καλλονή αρρώστησε με πνευμονία κι έμεινε κλινήρης για έναν ολόκληρο μήνα, η Μέρεντιθ του έστελνε τη Ρενέ ως αντικαταστάτρια κι από τότε, μόνο εκείνη ζητούσε το Μεγάλο Αφεντικό -έτσι τον έλεγαν όλοι στην πόλη τους. Φυσικά, όπως κάθε παθιασμένος άνδρας που έχει πάντα το πάνω χέρι, δεν την ήθελε μόνο για τη δουλειά της. Σύντομα, την έκανε μέλος του Οίκου του και της είχε δώσει πόστο με πολύ καλά χρήματα και μια πολυτελέστατη βίλα. Η Rennet αρνήθηκε τη βίλα και δέχτηκε τη δουλειά. Δεν ήθελε να φύγει από το σπίτι τους, πλέον ένιωθε ότι ήταν δεμένη εφ'όρου ζωής μαζί του. Άλλωστε, αν πήγαινε στη βίλα, θα είχε τον Λίοναρντ αποκλειστικό πελάτη και για παρέα τέσσερις τοίχους, ενώ στο σπίτι τουλάχιστον είχε πέντε ολοζώντανους ανθρώπους και προγραμματισμένα ραντεβού με εκείνον.
Αυτή η απρόσμενη έκκλησή του δεν της άρεσε καθόλου. Σίγουρα δεν την ήθελε για λόγους λαγνείας, για αυτό υπήρχε προγράμμα. Κατά πάσα πιθανότητα κάτι είχε συμβεί στη δουλειά, ίσως ήθελε να της αναθέσει πάλι κάποια αποστολή. Ανατρίχιαζε και μόνο στην ιδέα. Απέφευγε να σκέφτεται τις αποστολές του, γιατί όποτε το έκανε, αισθανόταν ότι βυθιζόταν ακόμα βαθύτερα στον βούρκο της αμαρτίας κι ότι στην Κόλαση έχτιζαν ολόκληρη πτέρυγα για να τη φιλοξενήσει, όταν κατέληγε εκεί. Πίστευε στην Κόλαση και στον Παράδεισο, πίστευε στον Θεό, αυτό της το είχε μεταβιβάσει η παραδοσιακή, καθολική μητέρα της.
Μετά βίας, έσυρε το σώμα της από την κουζίνα στο ένα από τα δυο μπάνια που υπήρχαν στο σπίτι. Από το μεσημέρι ως το βράδυ που ξεκινούσε η δουλειά, τα μπάνια ήταν συνεχώς γεμάτα κι ήταν δύσκολη η αναμονή τους. Έτσι, η Rennet επέλεξε να λούσει τα μαλλιά και το σώμα της εκείνη την ώρα, που οι υπόλοιπες κοιμούνταν και θα είχε την ησυχία της.
Μόλις τελείωσε, η ώρα είχε περάσει από έντεκα. Θεώρησε ότι έπρεπε σιγά σιγά να αρχίσει το μαγείρεμα. Το είχε αναλάβει εκείνη τα τελευταία πέντε χρόνια, μια που ελάχιστα κοιμόταν κι είχε ώρες να διαθέσει στη μαγειρική. Είχε κάνει τα ψώνια της εβδομάδας πριν μόλις δυο μέρες κι έτσι τα ράφια, το ψυγείο και τα ντουλάπια ήταν γεμάτα. Έβγαλε λαχανικά· ντομάτα, μελιτζάνα, κολοκύθι, πατάτα και ό,τι άλλο βρήκε στο ντουλάπι κι ετοιμάστηκε να φτιάξει ένα εξαιρετικό ρατατούι, όπως την είχε μάθει η γιαγιά της. Θα σκότωνε αρκετή ώρα κόβοντας τα λαχανικά κι η συγκέντρωση θα την απέτρεπε από το να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο. Χαιρόταν που μαγείρευε, ήταν ο καλύτερος τρόπος να ξεχνιέται.
Οι υπόλοιπες ώρες ως τις εννιά και μισή πέρασαν συνηθισμένα. Έφαγαν όλες μαζί, είδαν λίγη τηλεόραση, έπαιξαν χαρτιά και μία μία αποσύρονταν για να ετοιμαστούν για τη νυχτερινή βάρδια. Η Ρέιτσελ, η Κασσάνδρα κι η Καρολάιν έφυγαν για εξωτερική δουλειά στις εννιά, η Ντέμπρα έμεινε να περιμένει τον πελάτη στο σπίτι κι η Μπέκα έγινε ο νυχτερινός φύλακας του σπιτιού. Πάντοτε εμένε μια από αυτές στο σπίτι, για να το προσέχει, ενώ η άλλη εργαζόταν στο ημιυπόγειο δωμάτιο με τα ροδοκόκκινα σκεπάσματα από αυθεντικό μετάξι.
Όταν έφτασε η λιμουζίνα του Λίοναρντ, με οδηγό το δεξί του χέρι, τον Γιούρος Μπορ, η Ρενέ χαιρέτησε την Μπέκα και μπήκε στο πολυτελές αυτοκίνητο, για να βρει το ίδιο το Μεγάλο Αφεντικό να την περιμένει μέσα και να της υποδεικνύει την άδεια θέση δίπλα του.
Εκείνη κατάφερε να κρύψει την έκπληξή της και κάθισε εκεί ακριβώς που της έδειξε. Πρώτη φορά έφτανε ο ίδιος να την παραλάβει· κάθε φορά ως τότε ερχόταν ο Γιούρος μόνος. Αυτή η αλλαγή θορύβησε τη Ρενέ περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.
"Σου έλειψα;" Την πείραξε ο Λίοναρντ, δίνοντας της ένα φιλί στο μάγουλο. Ήταν εξαιρετικά κοντά ο ένας στον άλλον, ένιωθε ακόμα και την ανάσα του να γλείφει καυτή τον λαιμό και την κλείδα της.
"Μάλλον εγώ σου έλειψα, για να μην άντεχες να περιμένεις μερικές ημέρες ως το επόμενο ραντεβού μας," του απάντησε με μια ψυχρή ειλικρίνεια. Αυτή ήταν η συμφωνία τους από την αρχή· ειλικρίνεια, διαφάνεια και εμπιστοσύνη μεταξύ τους.
Ο άνδρας χαμογέλασε αχνά, χωρίς βέβαια το χαμόγελο να φτάνει τα σκοτεινά του μάτια.
"Αν το θέλεις, μετά τη δουλειά, μπορούμε να βρεθούμε, αλλά υπάρχουν ορισμένες επείγουσες εκκρεμότητες, που χρειάζομαι τη βοήθειά σου για να τακτοποιήσω."
Η Ρενέ πήρε μια βαθιά ανάσα, για να παραμείνει ψύχραιμη. Άλλη μια αποστολή την περίμενε.
"Τι θα κάνουμε σήμερα;" Τον ρώτησε με όσο θάρρος της είχε απομείνει.
"Όλα στην ώρα τους," απάντησε ο Λίοναρντ και ένευσε στον Γιούρος μπροστά. "Ξεκίνα."
"Μάλιστα," ακούστηκε η ρυθμισμένη φωνή του οδηγού κι η λιμουζίνα επιτάχυνε. Οι τρεις τους χάθηκαν στους δρόμους της πόλης κι η Rennet αναρωτιόταν τι της επιφύλασσε το αποψινό βράδυ.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Αυτό ήταν το δεύτερο κεφάλαιο της ιστορίας αυτής!
Στο επόμενο, θα γνωρίσουμε τον κόσμο του Philip Harolds και θα δούμε τι θέλει ο Leonard από τη Rennet και την τρομάζει τόσο...
Περιμένω τα σχόλια σας!
Μέχρι το επόμενο κεφαλαιο, να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας!!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top