~Execution
«Η σημερινή σου αποστολή είναι υψίστης σημασίας κι επιβάλλεται να πετύχεις,» ξεκίνησε ο Λίοναρντ, καθώς η λιμουζίνα άφηνε πίσω της το σπίτι. Η Ρενέ το κοιτούσε με την άκρη του ματιού της ώσπου χάθηκε εντελώς κι ένα ψύχος κατέλαβε την καρδιά της.
Ο άνδρας δίπλα της έβγαλε το προσωπικό του τάμπλετ από ένα ντουλάπι του αυτοκινήτου, το άνοιξε με το δακτυλικό του αποτύπωμα και εμφάνισε στην οθόνη του δυο φωτογραφίες ενός άνδρα φαινομενικά νεαρού, με ένα κατάλευκο, αστραφτερό κι άκρως αλαζονικό χαμόγελο, τόσο που θα μπορούσε να συγκριθεί με το δικό του. Η Ρενέ τον παρατήρησε προσεκτικά, αποτυπώνοντας στο μυαλό της λεπτομερώς το πρόσωπο και τον σωματότυπο του.
«Ονομάζεται Τόμας Γουίτμορ μα στην πιάτσα ακούει στο παρατσούκλι Κένταυρος,» της εξήγησε ο Λίοναρντ. «Είναι τριάντα δύο ετών και ραγδαία ανερχόμενος στις στημένες ιπποδρομίες, εξ'ού και το παρατσούκλι.»
«Ο καριόλης,» σχολίασε ο Γιούνορ με τα μάτια στον δρόμο, ο τρίτος παρών στο αυτοκίνητο κι ο μόνος που είχε το δικαίωμα να σχολιάζει τα λεγόμενα του Λίοναρντ ως το -κρυφό- δεξί του χέρι. «Το παρατσούκλι του είναι απλά εξαίσιο. Πολύ θα ήθελα να το σφετεριστώ.»
«Το πρόβλημα με αυτόν είναι ότι μέχρι πρότινος ανήκε στη δική μου ομάδα του ιπποδρόμου και χωρίς να τον καταλάβει κανείς, δούλευε στον μεγαλύτερο μου αντίπαλο,» προχώρησε ο Λίοναρντ.
«Τον Πήγασο,» συμπλήρωσε σκεπτική η Ρενέ, γνωρίζοντας ακριβώς ποιόν εννοούσε το αφεντικό της.
«Διάνα,» κατένευσε σχεδόν υπερήφανα εκείνος.
«Ακόμα κι από τον τάφο, σου δημιουργεί προβλήματα αυτός;» Απόρησε η Ρενέ, μιας κι ο Πήγασος είχε πεθάνει από καρδιακή προσβολή πριν μερικούς μήνες ή τουλάχιστον έτσι της είχε πει ο Γιούρος.
«Έτσι φαίνεται,» παραδέχτηκε με έναν αναστεναγμό το Μεγάλο Αφεντικό. «Όπως κι ο προκάτοχος μου, ο Πήγασος πέθανε άτεκνος κι έτσι άφησε την επιχείρηση των αλόγων στον παλιόφιλο Τόμας. Ο μικρός είναι εύστροφος και διορατικός και μέσα σε ελάχιστο χρόνο κατάφερε να ανακάμψει μια επιχείρηση που βρισκόταν στο λυκόφως της. Πρέπει να τον ξεφορτωθούμε προτού μας καθίσει στον σβέρκο.»
«Τι θέλεις από εμένα;» Ρώτησε ευθέως εκείνη.
«Το σύνηθες,» αποκρίθηκε εκείνος επίπεδα. «Μα οφείλω να επισημάνω ότι έχει αδυναμία στις Σκωτσέζες κοκκινομάλλες.»
Η Ρενέ ρουθούνισε αποδοκιμαστικά, σαν κουρασμένη κι απυηδισμένη, ενώ ο Λίοναρντ της παρέδωσε μια περούκα στο χρώμα της πιπερόριζας.
«Μου κάνεις γαμημένη πλάκα,» γρύλισε σχεδόν. «Περούκα και σκωτσέζικη προφορά; Την επόμενη φορά, στείλε με ντυμένη κωλοκαλόγρια!»
Ο Λίοναρντ αντί να της θυμώσει, άφησε ένα γάργαρο γέλιο από την ψυχή του.
«Γνωρίζω πόσο μισείς αυτά τα δυο -πόσο μάλλον τον συνδυασμό τους- ωστόσο κάνε μου αυτή τη χάρη και θα ανταμειφτείς,» της είπε, αγγίζοντας απαλά το πηγούνι της, ώστε οι ματιές τους να κλειδώσουν. «Τα λεφτά είναι πολλά, Ρενέ, και θα φροντίσω να λαμβάνεις κι εσύ ένα ποσοστό.»
«Δε χρειάζεται, μου παρέχεις ήδη αρκετά,» αρνήθηκε όσο πιο ευγενικά μπορούσε εκείνη.
«Όχι, όχι, όχι,» διαφώνησε ο άνδρας κουνώντας το κεφάλι του έντονα. «Δεν είναι ποτέ αρκετά. Να ξέρεις ότι η πρόταση μου για τη βίλα στο Ουίνσδορ ισχύει ακόμα.»
«Κι η δική μου επιμονή να παραμείνω στο σπίτι της Μέρεντιθ επίσης,» τον απέκρουσε η Ρενέ μα δεν πρόλαβε να αποτραβηχτεί, όταν μηδένισε την απόσταση μεταξύ τους και τη φίλησε στα χείλη.
Αφέθηκε. Το πνεύμα της έμοιαζε να έχει εξέλθει από το σώμα της και να περιπλανιέται στο υπερπέραν μοναχικό. Οι αισθήσεις της έσβησαν μία προς μία κι ίσως να φαινόταν νεκρή. Αναισθητοποιήθηκε και για εκείνες τις στιγμές πίστευε πως το δέρμα της ωχριούσε, πάγωνε κι έχανε κάθε ίχνος ζωής. Το μόνο που ένιωθε ήταν οι χτύποι της καρδιάς της στο στήθος να τις υπενθυμίζουν ότι σε λίγο θα επανερχόταν στη σκληρή πραγματικότητα και θα άφηνε τη γλυκιά λήθη. Ήταν έρμαιο στα χέρια του· μπορούσε ακόμα και να τη σκοτώσει αν το επιθυμούσε. Δε θα το ένιωθε, δε θα φώναζε, δε θα πάλευε, απλώς επιτέλους θα αποδεχόταν τον διαχωρισμό της ψυχής από το φθαρτό σώμα που τόσα χρόνια αδημονούσε να βιώσει. Κι έτσι, ήταν βέβαιη πως ποτέ δε θα το έκανε, γιατί η ζωή της του ανήκε κι επιθυμούσε εμμονικά, αδιάκοπα, σχεδόν αρρωστημένα να διακορεύσει, να καταλάβει και να απορροφήσει κάθε σταγόνα από την καρδιά της, μια που γνώριζε ότι δε θα του δινόταν πρόθυμα.
Αφέθηκε στο στόμα και στα χέρια του, που ταξίδεψαν στο σώμα της όπως και πολλές άλλες φορές στο παρελθόν. Είχε αποφασίσει πλέον να αφήνεται και να περιμένει τη λήξη.
Σταμάτησαν μερικά μέτρα πίσω από ένα μισοφωτισμένο μπαρ, όπου προφανώς βρισκόταν η φωλιά του Κένταυρου. Τότε, ο Λίοναρντ αποτραβήχτηκε απρόθυμα κι ο Γιούρος από τη θέση του οδηγού, της παρέδωσε όσα χρειαζόταν για την επίτευξη της αποστολής. Ο στόχος βρισκόταν στα δεξιά τους, ενώ στα αριστερά κυλούσε ο Τάμεσης γαλήνια, πεφωτισμένος ασημένια κι αδιανόητα ρομαντικά από το φεγγάρι. Δέκα χρόνια πριν, η Ρενέ ίσως και να συγκινούταν μα εκείνη τη στιγμή, απλώς ασφάλισε μέσα στο εξαιρετικά μίνι κι αποκαλυπτικό της φόρεμα όλα τα σύνεργα. Τέλος, μάζεψε τα μαύρα μαλλιά της σχεδόν δραματικά και φόρεσε την περούκα. Καθώς εξερχόταν από το πολυτελές αυτοκίνητο, άκουσε τον Λίοναρντ να της εύχεται καλή τύχη και του απάντησε με ένα νευρικό κούνημα του χεριού της -κάτι ανάμεσα σε χαιρετισμό και χειρονομία αποδοκιμασίας.
«Δε νομίζετε ότι οι αποστολές της είναι υπερβολικά πολλές όλα αυτά τα χρόνια;» Αναρωτήθηκε ο Γιούρος σκεπτικά, καθώς έβαζε ξανά εμπρός το αυτοκίνητο. Μετά την εκτέλεση της δουλειάς, είχε κανονιστεί να μεταφέρει άλλος τη Ρενέ στο σπίτι της.
«Το απολαμβάνει, Γιούρος,» απάντησε με ένα χαμόγελο ευχαρίστησης το Μεγάλο Αφεντικό. «Απολαμβάνει κάθε δευτερόλεπτο αυτής της δουλειάς. Αλλιώς, όταν της είχα προσφέρει ιδιόκτητη στέγη κι ανεξαρτησία, δε θα επέλεγε να μείνει πουτάνα.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το μπαρ ανέδιδε μια δυσωδία από καπνό πούρων, τσιγάρων και μιας μείξης ναρκωτικών που θα έκαναν έναν αγνό οργανισμό να λιποθυμήσει από τις αναθυμιάσεις που έμοιαζαν να αναδύονται κι από τους ίδιους τους βαμμένους καταπράσινους τοίχους, λες και βρισκόταν στην Ιρλανδία την ημέρα του Αγίου Πατρικίου.
Ένας καλοντυμένος στα κόκκινα σερβιτόρος την πλησίασε, φανερά θαμπωμένος από εκείνη.
Ίσως έχει κι αυτός αδυναμία στο τζίντζερ, σκέφτηκε η Ρενέ, χαμογελώντας του προκλητικά. Ήξερε πολύ καλά πώς έπρεπε να φερθεί, είχε γίνει πλέον κάποιου είδους ιδιόμορφη ρουτίνα για αυτή.
«Σε τι θα μπορούσαμε να σας εξυπηρετήσουμε;» Τη ρώτησε ο σερβιτόρος κι ήρθε η ώρα να επιστρατεύσει το δεύτερο μισητό της πράγμα για εκείνο το βράδυ.
«Αναζητώ τον Κένταυρο. Έχω έρθει να του υποβάλω προσωπικά τα σέβη μου,» απάντησε με την τέλεια εξασκημένη σκωτσέζικη προφορά της.
Ο σερβιτόρος την κοίταξε εξονυχιστικά από την κορυφή ως τα νύχια και της ένευσε να τον ακολουθήσει.
«Έλα μαζί μου.»
Η Rennet υπάκουσε, ευχαριστημένη που προς το παρόν όλα πήγαιναν καλά. Μετά από τόσα χρόνια και τόσες αποστολές, δε φοβόταν τίποτα, γιατί είχε συναντήσει τα πάντα. Κάθε είδους άνδρα, κάθε είδους κόλπο, παγίδα ή απάτη, κάθε είδους καχυποψία κι είχε μάθει να ξεφεύγει και να κατανικά τα πάντα. Ίσως και για αυτό να αποτελούσε ευνοούμενη του Λίοναρντ· γιατί εκεί όπου όλα του τα πρωτοπαλίκαρα αποτύγχαναν, εκείνη πετύχαινε θριαμβευτικά. Δεν ήταν κομπασμός ούτε καν υπερηφάνεια, ήταν απλώς η αλήθεια.
Για χάρη των αποστολών, είχε τελειοποιήσει και οικειοποιηθεί πλήρως κάθε προφορά της Αγγλικής γλώσσας, για να ταιριάζει στις προτιμήσεις όλων· από την αμερικανική ως την αυστραλιανή κι από τη σκωτσέζικη ως την ιρλανδική. Μαζί με τον Γιούρος είχε γίνει εξαίσια στην τέχνη της εξαπάτησης μα και σε όλα τα υπόλοιπα που συνεπαγόταν η δουλειά που είχε αναλάβει.
Ο σερβιτόρος τελικά την οδήγησε στο βάθος του κτιρίου. Άφησαν την οχλαγωγία και την κακοσμία μακριά τους, ώστε μονάχα σαν μακρινός απόηχος να φτάνει στα αυτιά τους η εκκωφαντική μουσική, κι έφτασαν αισίως σε μια δίφυλλη, δερμάτινη πόρτα, που φυλασσόταν από τέσσερις πανύψηλους και γεροδεμένους άνδρες.
«Η κοπέλα έχει έρθει για τον κύριο Γουίτμορ,» είπε ο σερβιτόρος και εξαφανίστηκε σε μια στιγμή, αφήνοντας τη μόνη με τους φύλακες.
«Πώς σε λένε;» Τη ρώτησε ένας από αυτούς.
«Αραμπέλλα Γουάιτ,» συστήθηκε όπως έπρεπε. «Θέλω να γνωρίσω τον κύριο Γουίτμορ και να εργαστώ για εκείνον.»
Προσπάθησε επίτηδες να τους προσπεράσει μα τη σταμάτησαν, όπως ακριβώς περίμενε.
«Όχι τόσο γρήγορα,» της είπε ο ίδιος φρουρός κι ένευσε στους άλλους τρεις να την ψάξουν για όπλα. Δε βρήκαν απολύτως τίποτα.
«Πέρασε,» της επέτρεψαν τελικά κι εκείνη τους έκλεισε το μάτι με πλείστη πονηριά.
Το δωμάτιο ήταν κατάφωτο, με έναν πανέμορφο κρυστάλλινο πολυέλαιο στο κέντρο του. Τριγύρω, τους τοίχους κοσμούσαν πίνακες από κάθε χρονολογία και εποχή, που προσέδιδαν την αίσθηση ότι το δωμάτιο αποτελούσε κόμβο συνάντησης κάθε ιστορικής στιγμής, γεγονότος και εξέλιξης. Αισθανόταν ότι είχε μεταφερθεί σε έναν διαφορετικό τόπο, στο κέντρο του κόσμου και του χρόνου, σαν να ήταν η μόνη γυναίκα της γης κι ο στόχος της ο μόνος άνδρας.
Άφησε τη ματιά της να περιπλανηθεί και τον εντόπισε στο μακρύ γραφείο του στο βάθος του δωματίου, σκυμμένο πάνω από ένα μάτσο χαρτιά. Από τα χρώματα και τα λογότυπα αναγνώρισε εύκολα τα προγράμματα του Ιπποδρόμου. Σφύριξε μακρόσυρτα, για να προξενήσει την προσοχή του.
Το κεφάλι του πετάχτηκε σαν ελατήριο κι οι ματιές τους συναντήθηκαν. Μετά από δέκα χρόνια στη δουλειά και αμέτρητους άνδρες που είχε γνωρίσει, η Ρενέ είχε αναπτύξει μια βαθιά περίσκεψη κι ένα προαίσθημα σχεδόν μεταφυσικό, ώστε μπορούσε να εισχωρήσει στην ψυχή του συνομιλητή της μονάχα κοιτώντας στα μάτια του.
Εκείνα τα σκούρα πράσινα μάτια που έπεσαν στα δικά της ήταν αδιανόητα ευφυή. Έμοιαζαν να αστράφτουν και να βροντούν, ενώ αναρίθμητες σκέψεις στροβιλίζονταν μέσα τους ταυτόχρονα. Σαν να χάνονταν και να περιπλέκονταν σε έναν δαιδαλώδη κυκεώνα μέσα στους αχαλίνωτους του υπολογισμούς. Όταν συνειδητοποίησε ότι αντίκριζε την απόλυτή του φαντασίωση, πάγωσε. Για ένα δευτερόλεπτο, τα μάτια του έμοιαζαν με άδειο καμβά. Παρέλυσε το μυαλό του και μέσα του φούντωσε η απορία αν η οπτασία μπροστά του ήταν πραγματική ή άλλη μια φαντασίωση.
«Καλησπέρα σας, κύριε Γουίτμορ,» τον χαιρέτησε με την πιο αισθησιακή της φωνή η Ρενέ. «Με λένε Αραμπέλλα Γουάιτ και λαχταρούσα όσο τίποτα να σας γνωρίσω.»
«Να με λες Τόμας,» την ικέτευσε σχεδόν ο νεαρός διάδοχος του Πηγάσου και έβγαλε τα γυαλιά του, ενώ χαλάρωσε τη γραβάτα στον λαιμό του. Προφανώς, η θερμοκρασία του σώματος του ανέβαινε τάχιστα.
«Ένα πουλάκι μου είπε ότι έχεις αδυναμία στις κοκκινομάλλες Σκωτσέζες, Τόμας,» του είπε η Rennet, πλησιάζοντας τον αργά, λικνίζοντας το σώμα της άρτια, μετά από μια δεκαετία εξάσκησης και πείρας.
Εκείνος στεκόταν ακίνητος, ωστόσο, όταν ξεροκατάπιε, αντήχησε ως τα αυτιά της.
«Λάτρεψα τη συλλογή των πινάκων σου,» παραδέχτηκε εκείνη κι ήταν το μόνο ειλικρινές πράγμα που σκόπευε να του πει.
«Δεν είναι ακριβώς δική μου, μα του προκατόχου μου,» ξεκαθάρισε σχεδόν τραυλίζοντας ο Κένταυρος. «Παρόλα αυτά, χαίρομαι πολύ που σου άρεσε. Αν θέλεις, θα μπορούσα να σε ξεναγήσω σε αυτά.»
«Όλα στην ώρα τους,» του υποσχέθηκε η Ρενέ, που βρέθηκε μόλις μισό μέτρο μακριά του. Η στάση του σώματος της ήταν τέτοια, ώστε να επιδεικνύονται όσο το δυνατόν καλύτερα το στήθος και οι μηροί της. «Απόψε θα ήθελα να γνωρίσω τον άλλον σου εαυτό, τον κρυφό.»
«Δεν έχω κρυφό εαυτό,» είπε μπερδεμένος ο Τόμας κι η Ρενέ σχεδόν τον λυπήθηκε. Ήταν ακόμα αμαθής στην σκοτεινή φύση του κόσμου που είχε επιλέξει να ανήκει. Την είχε δεχτεί τόσο εύκολα, χωρίς καμία καχυποψία, μόνο και μόνο επειδή φαινομενικά ανήκε στην αγαπημένη του ομάδα γυναικών. Άνδρες σαν κι εκείνον την έπειθαν ακράδαντα ότι κυβερνήτης του αρσενικού εγκεφάλου ήταν μόνο ένας, τον οποίο σχεδίαζε να αρπάξει στον Τόμας.
«Φυσικά κι έχεις.»
Γλίστρησε το επιδέξιο χέρι της στον κορμό του και τύλιξε με τη χούφτα της τα γεννητικά του όργανα πάνω από το παντελόνι του απρεπώς, αναιδώς και άξαφνα. Ο Κένταυρος εξεπλάγη φανερά με την κίνηση της μα χαμογέλασε, εν τέλει ευχαριστημένος.
«Αν απόψε φύγω ευχαριστημένη, θα έρθω ξανά αύριο,» του υποσχέθηκε για δεύτερη φορά, ενώ ξεφορτωνόταν το σακάκι του.
«Δε νομίζω να σε αφήσω να φύγεις,» τη βεβαίωσε ο Τόμας και τη φίλησε στα χείλη με ασυγκράτητο πάθος, μόνο που αυτή τη φορά δεν έχασε τον έλεγχο του σώματος της. Έπρεπε να παραμείνει συγκεντρωμένη, για να ολοκληρώσει την αποστολή της επιτυχώς.
Τον έσπρωξε απαλά και τον ξάπλωσε πάνω στο γραφείο του, μένοντας από πάνω του για να τον κρατά στη θέση που επιθυμούσε. Τα χέρια της ταξίδευαν στο σώμα του, καθώς το στόμα του μαγευόταν από το δικό της. Τύλιξε τα χέρια του στη μέση της και συνειδητοποίησε ότι ήταν πλήρως ντυμένη ενώ εκείνος σχεδόν γυμνός.
«Είναι άδικο, δε νομίζεις;» Τη ρώτησε, νεύοντας στο φόρεμα της που ακόμα φορούσε.
«Φυσικά,» συμφώνησε η Ρενέ. «Επίτρεψε μου να αρχίσω με τα εσώρουχα.»
Χωρίς όνειδος ή φραγμούς, πέρασε το χέρι της από τον ποδόγυρο του φορέματος, στα ενδότερα των μηρών της. Αντί, όμως, να βγάλει το εσώρουχο της, όπως ανέμενε ο ανυποψίαστος Thomas, έβγαλε ένα πιστόλι στο μέγεθος της παλάμης της, με έναν μικροσκοπικό σιγαστήρα.
Δεν πρόλαβε καν να αντιδράσει στην απότομη και τρομακτική τροπή των γεγονότων. Με αστραπιαίες κι ακριβείς κινήσεις, η Rennet έβαλε την κάνη σταθερά στο μέτωπο του και πάτησε την σκανδάλη.
Αυτό ήταν. Ο Τόμας Γουίτμορ, γνωστός κι ως Κένταυρος, ήταν νεκρός κι δεν αποτελούσε πια απειλή για τον Λίοναρντ Χάρβιλ.
Αυτή ήταν κι η συνήθης της τακτική. Έκρυβε το όπλο της εκτέλεσης μέσα στο εσώρουχο της, για να μην ψηλαφίζεται εύκολα ή και καθόλου. Έτσι, είχε κατορθώσει να φέρνει σε πέρας οποιαδήποτε αποστολή της δινόταν. Ούτε μια φορά δεν είχε αποτύχει, γνωρίζοντας ότι η αποτυχία στις συγκεκριμένες περιπτώσεις συνεπαγόταν πάντοτε τον θάνατο.
Κοίταξε τον πράσινο τοίχο μπροστά της. Οι κόκκινες κηλίδες του αίματος και των κομματιών από το κεφάλι του προσέφεραν μια νότα σουρεαλισμού κι όλως παραδόξως ταίριαζαν υπέροχα κι αρμονικά όχι μόνο με το πράσινο του τοίχου μα και με το άψυχο σώμα μπροστά της. Από καθαρό σεβασμό, του έκλεισε τα μάτια με τα γαντοφορεμένα της χέρια.
«Χαιρετισμοί από το Μεγάλο Αφεντικό,» ψιθύρισε στο αυτί του, αν και μόνο στον εαυτό της ακούστηκε.
Ύστερα, αναζήτησε μια έξοδο κινδύνου στο δωμάτιο. Ευτυχώς, δε δυσκολεύτηκε να τη βρει. Την άνοιξε κι έφυγε τρέχοντας, αδημονώντας να αναπνεύσει ξανά καθαρό αέρα -όσο καθαρός μπορούσε να χαρακτηριστεί ο αέρας του Λονδίνου.
Μόλις έφτασε επιτέλους στο τέρμα κι αντίκρισε τον έναστρο ουρανό, πήρε μια βαθιά ανάσα κι εκπνέοντας έβγαλε την περούκα από το κεφάλι της, νιώθοντας πιο ελεύθερη από όσο θυμόταν τα τελευταία πέντε χρόνια.
Κρατώντας στο ένα χέρι το όπλο και στο άλλο την περούκα, προχώρησε ως την πέτρινη όχθη του καναλιού του Τάμεση. Με μια αποφασιστική κίνηση πέταξε και τα δυο αντικείμενα που κρατούσε στο γαλήνιο ποτάμι. Ακούστηκε ο παφλασμός της επαφής του σίδερου με το νερό κι έπειτα σιωπή. Από το βάθος ακουγόταν η εκκωφαντική μουσική του μπαρ.
Συνέχισε τον δρόμο της ως το σημείο όπου εντόπισε να την περιμένει το γνωστό αυτοκίνητο του Leonard, μια κόκκινη SUV που διέθετε προσωπικό οδηγό. Προς έκπληξη της, στη θέση δίπλα της καθόταν ο Euros. Χαμογέλασε αχνά, βλέποντας ένα γνώριμο πρόσωπο.
«Πώς πήγε;» Αναρωτήθηκε ο κορυφαίος βοηθός του Λίοναρντ με μια πλατεία γκριμάτσα που επιδείκνυε σχεδόν ναρκισσιστικά τα ολόλευκα του δόντια.
«Ο Κένταυρος κατέβηκε στα Τάρταρα,» απάντησε ψυχρά εκείνη και χαμήλωσε το βλέμμα.
«Ξεφορτώθηκες το όπλο;»
«Μα και βέβαια.»
«Κι η περούκα; Πού βρίσκεται;»
«Κάπου κοντά του ή ίσως και μακρύτερα, διότι μπορεί να επιπλεύσει,» αποκρίθηκε με αφοπλιστική ειλικρίνεια η Ρενέ, προκαλώντας του γέλιο απροσδόκητο και καλοδεχούμενο, που χαλάρωσε αισθητά την ένταση ανάμεσα τους.
«Είσαι απολαυστική,» σχολίασε τελικά ο Γιούρος και της έδωσε το κινητό του τηλέφωνο. «Ο κύριος Χάρβιλ θέλει να σου μιλήσει.»
Η Ρενέ στερέωσε τη συσκευή στο αυτί της, ενώ έβγαζε τα λερωμένα από ελάχιστο αίμα γάντια της και τα παρέδιδε στον Γιούρος, που θα τα εξαφάνιζε αναλόγως.
«Πώς είσαι;» Ρώτησε ο Λίοναρντ μέσα από το τηλέφωνο.
«Αυτό που ήθελες έγινε,» του απάντησε εκείνη, όπως ακριβώς ήθελε να ακούσει.
«Εξαίρετα,» είπε με κρυφό ενθουσιασμό το Μεγάλο Αφεντικό. «Είσαι πράγματι διαμάντι, Ρενέ. Πότε είναι το επόμενο μας ραντεβού;»
«Μεθαύριο,» αποκρίθηκε ξερά, κοιτώντας τους ημιφωτισμένους δρόμους που περνούσαν. Κόντευαν μεσάνυχτα.
«Μεθαύριο,» επανέλαβε κι εκείνος, πολύ πιο γλαφυρά βεβαίως. «Αδημονώ να σε ανταμείψω αυτοπροσώπως.»
«Καλοσύνη σου,» του είπε όσο πιο ευγενικά μπορούσε. «Καληνύχτα.»
«Όνειρα γλυκά,» ακούστηκε η φωνή του προτού κλείσει η γραμμή. Η Ρενέ έδωσε το τηλέφωνο πίσω στον Γιούρος και δεν ξαναμίλησε καθόλη τη διάρκεια της υπόλοιπης διαδρομής.
Μόλις μπήκε στο δωμάτιό της, έτρεξε στο μπάνιο και πλύθηκε, σαν το καθαρό και καυτό νερό να την εξάγνιζε από τον φόνο. Τελείωσε γρήγορα, φόρεσε το νυχτικό της και ξάπλωσε στο κρεβάτι της, έτοιμη να παραδοθεί στην προσωρινή μα αναγκαία λήθη του ύπνου.
Προτού κοιμηθεί, έβγαλε ένα τετράδιο, το μόνο που διέθετε και φυλούσε κάτω από το στρώμα της. Εκεί, έγραφε όλα της τα θύματα, όλους τους ανθρώπους που τη διέτασσε ο Leonard να σκοτώνει κι έγραψε με το μολύβι της το όνομα του τελευταίου. Τόμας Γουίτμορ, γνωστός κι ως Κένταυρος, τριάντα δύο ετών.
Τους μέτρησε. Μέτρησε έναν προς έναν τους άνδρες που είχε σκοτώσει κι όταν συνειδητοποίησε τον αριθμό, κόντεψε να ουρλιάξει. Εκείνη την ημέρα είχε σκοτώσει τον εκατοστό άνδρα.
Έντρομη και λειτουργώντας από το ένστικτο και την αυτοτιμωρία, σηκώθηκε σαν παράφρων από το κρεβάτι κι έκλεισε όλα τα ανοιχτά της παράθυρα και την πόρτα. Έπειτα, πήρε ένα και μοναδικό τσιγάρο από αυτά που έκρυβε στο ντουλάπι της για ώρα ανάγκης και το άναψε, ενώ ορκιζόταν να μην το ξανακάνει ποτέ της για χάρη του Χένρι.
Σύντομα, ο καπνός πλημμύρισε το δωμάτιο σαν ομίχλη, ώστε τα μάτια της Ρενέ έτσουξαν και βούρκωσε. Κλαίγοντας, τα έκλεισε και κάπνισε πολύ αργά, όχι για να το απολαύσει μα για να αισθανθεί κάθε λεπτό της τιμωρίας της σαν μια αιωνιότητα. Όλο και πάχαινε το γκρίζο σύννεφο. Πλέον δεν έβλεπε πέρα από αυτό, έχασε την ορατότητα του ξάστερου ουρανού που τόσο όμορφα φαινόταν από το παράθυρο της. Δάκρυσε κι άλλο μόνο και μόνο για αυτό. Έβαλε στο ραδιόφωνο να παίζει το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ σχεδόν στη διά πασών.
Κάποια στιγμή, άκουσε βήματα να πλησιάζουν και την πόρτα της να ανοίγει διάπλατα. Κοίταξε το τσιγάρο στο χέρι της. Κόντευε να τελειώσει.
«Ρενέ, τι στο διάολο;» Ακούστηκε η γνώριμη φωνή της Καρολάιν, που βήχοντας έτρεξε κι άνοιξε τα παράθυρα. Αμέσως μετά, βρέθηκε μπροστά της. «Τι έκανες εδώ;»
«Καρολάιν, είμαι τέρας,» της είπε χωρίς κανένα συναίσθημα, σαν να ήταν το λογικότερο πράγμα του κόσμου.
«Μαλακίες,» διαφώνησε η φίλη της, ενώ πήρε το τσιγάρο από το χέρι της και το πέταξε έξω από το παράθυρο. Η χλωρίδα του κήπου θα το έσβηνε ολοκληρωτικά. «Αν είσαι εσύ τέρας, τότε καμία μας δεν πρέπει να έχει ελπίδες.»
«Είμαι δολοφόνος,» επέμεινε η Ρενέ, αγκαλιάζοντας τα γόνατα της. «Σήμερα ο Λίοναρντ διέταξε τον εκατοστό φόνο μου και τον κατόρθωσα.»
Η Καρολάιν αναστέναξε λυπημένα. Ο αέρας είχε καθαρίσει εντελώς, όμως η ψυχή της φίλης της είχε πληγωθεί ανεπανόρθωτα. Την αγκάλιασε στοργικά και της φίλησε το μέτωπο.
«Κράτα γερά, αγάπη μου,» της είπε, παλεύοντας να τη γαληνεύσει. «Έχε δύναμη και πίστη. Θα τελειώσει κι αυτό.»
«Είναι ο διάβολος του Λονδίνου και του ανήκω,» ψιθύρισε κλαίγοντας σιωπηλά η Ρενέ, καθώς την αγκάλιαζε αδύναμα. «Έχω καταδικαστεί για πάντα.»
«Θα έρθουν και καλύτερες ημέρες,» της είπε χαμογελαστά η ξανθιά κοπέλα.
«Μονάχα χειρότερες,» ψιθύρισε ξανά η Ρενέ. «Οι καλύτερες ήρθαν και παρήλθαν ανεπιστρεπτί.»
Έκλαψε πολύ εκείνο το βράδυ η εικοσιπεντάχρονη κοπέλα, ώσπου η σωματική εξάντληση επεβλήθη της ψυχικής και ο ύπνος την κατέβαλε, σε μια άκρως αναγκαία γαλήνη.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Χαίρετε! Τι κάνετε; Χριστός Ανέστη!
Ήθελα να σας γνώριζα και τον Philip Harolds, αλλά τελικά η αποστολή της Rennet απασχόλησε πολλές περισσότερες λέξεις από όσες περίμενα.
Πώς σας φάνηκε;
Στο επόμενο, δε μας τη γλιτώνει! Θα τον γνωρίσουμε τον Philip και θα πει κι ένα τραγούδι!!
Μέχρι τότε, να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top