~Alone

Η ζωή είναι μια ατέρμονη μοναξιά. Μόνος γεννιέται ο άνθρωπος, μόνος πεθαίνει. Όσους νοσοκόμους και να αντικρίσει στο μαιευτήριο, θα είναι μόνος. Όσοι φίλοι, γνωστοί, οικογένεια βρίσκονται μαζί του καθώς πεθαίνει, είναι το ίδιο με αυτόν τον άστεγο, που μεθάει συνέχεια και μια νύχτα πέφτει στις ρόδες ενός αυτοκινήτου που τον λιώνει κι ούτε καν σταματάει να πάρει τηλέφωνο το ασθενοφόρο. Και στις δυο περιπτώσεις, ο άνθρωπος είναι τελείως μόνος.

Στη διάρκεια της ζωής, αυτής της σχετικά σύντομης ή μακράς περιόδου, ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με επιλογές, αλληλεπιδρά με άλλους ανθρώπους και λαμβάνει αποφάσεις που καθορίζουν τη συνέχεια της ζωής του. Οι αποφάσεις και οι επιλογές απατούν πολλή σκέψη, διορατικότητα, ευλυγισία και σωστό χειρισμό, βασισμένο σε όλες τις παραμέτρους και τις συγκυρίες.

Η Ρενέ Γκαλφάρ ακολούθησε το σκοτεινό μονοπάτι της πορνείας χωρίς να το σκεφτεί πολύ. Βρισκόταν στην πιο δύσκολη φάση της ζωής της. Χρειαζόταν χρήματα επειγόντως, αλλιώς θα πέθαινε. Κι όχι μόνο αυτή. Ήταν από τις τυχερές, που είχαν γυναίκα αφεντικό, που κάποτε έκανε την ίδια δουλειά και τώρα, φερόταν στα κορίτσια της με απόλυτο σεβασμό κι ισότητα. Ήταν μια κάποια παρηγοριά μέσα στην τραγωδία τους.

Στην μεζονέτα των εξακοσίων τετραγωνικών μέτρων, στον χώρο εργασίας και διαμονής, είχε ένα δωμάτιο στο οποίο δούλευε κι ένα άλλο στο οποίο κοιμόταν μαζί με κάποιες συναδέλφους της. Αυτό συνέβαινε γιατί το αφεντικό τους δεν ήθελε να τις κλέψουν. Για αυτό, όλες τους δούλευαν σε δωμάτια με πολύ πλουσιοπάροχη διακόσμηση κι ακριβά έπιπλα, όπου όμως δε φυλούσαν κανένα προσωπικό τους αντικείμενο.

Η Ρενέ εμένε μαζί με άλλες πέντε γυναίκες, την Κασσάνδρα, την Μπέκα, τη Ρέιτσελ, την Ντέμπρα και την Καρολάιν, που ήταν η καλύτερη της φίλη. Είχαν ξεκινήσει δουλειά την ίδια μέρα πριν δέκα χρόνια και αυτό είχε συντελέσει στο να δεθούν σχεδόν αμέσως με έναν δεσμό κθριώς πνευματικό, ισχυρότερο από ερωτικό η αδελφικό.

Ήταν Πέμπτη· μέρα αραιή, καθημερινή, με ελάχιστη δουλειά, μόνο που επρόκειτο για τους τακτικούς πελάτες που δεν έπρεπε να αφήνουν παραπονεμένους. Κι όμως, αυτή η συγκεκριμένη ημέρα ήταν στην πραγματικότητα πολύ πιο σημαντική και ξεχωριστή από όσο φαινόταν.

Η Ρενέ και η Καρολάιν κάθονταν στο μπαλκόνι του δωματίου τους μόνες. Οι άλλες δυο συγκάτοικοί τους έλειπαν εδώ και ώρες. Η Μέρεντιθ Βάνγκαρντ, το αφεντικό τους, τις είχε στείλει στους βασικούς τους πελάτες, στην άλλη άκρη της πόλης. Θα αργούσαν να γυρίσουν κι αυτό σήμαινε ότι οι δυο φίλες είχαν χρόνο να περάσουν μαζί, μια που είχαν κι οι δυο ένα και μόνο ραντεβού κι αυτό μεταμεσονύχτιες ώρες.

Η Καρολάιν σηκώθηκε από την καρέκλα της και για λίγο χάθηκε στα ενδότερα του δωματίου. Η Ρενέ άκουσε μερικούς ήχους γυαλιών και ψυγείων να ανοιγοκλείνουν, χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία. Της άρεσε να αφήνει το μυαλό της να χάνεται στο άπειρο και να ξεχνά για λίγο το ζοφερό παρόν και το εβένινο παρελθόν της.

Μετά από ελάχιστο χρόνο, η Καρολάιν επέστρεψε, κρατώντας ένα μπουκάλι γαλλική σαμπάνια, δυο ποτήρια κι ένα πακέτο τσιγάρα.

"Τα τσιγάρα τα σούφρωσα από τη Μέρεντιθ. Είναι πρώτης ποιότητας," της εκμυστηρεύτηκε χαμογελαστά. "Και τη σαμπάνια την πήρα από το κελάρι. Από την καλή μεριά, όχι αυτή με τα νοθευμένα."

Άθελα της, η Ρενέ χαμογέλασε, μιμούμενη τη χαρά της φίλης της.

"Ελπίζω να τα καπνίσεις μόνη σου τα τσιγάρα. Εγώ το χόμπι το έκοψα χρόνια τώρα και το ξέρεις."

"Όχι γλυκιά μου," διαφώνησε με ένα πονηρό βλέμμα η φίλη της. "Απόψε θα καπνίσουμε μαζί τα τσιγάρα του αφεντικού και θα πιούμε την πανάκριβη σαμπάνια γιατί είναι ιδιαίτερη μέρα."

Η Ρενέ την κοίταξε παραξενεμένη, ανασηκώνοντας το αριστερό της φρύδι.

"Δε θυμάμαι κάτι σημαντικό να έχει γίνει σήμερα."

"Κι όμως, τέτοια μέρα δέκα χρόνια πριν, ξεκινήσαμε δουλειά εδώ μέσα," αποκρίθηκε η Καρολάιν. "Κι ακόμα κι αν δε θέλουμε να θυμόμαστε αυτό το ξεκίνημα, πιστεύω ότι αξίζει να γιορτάσουμε την πρώτη δεκαετία της φιλίας μας."

Κι ενώ έλεγε αυτά, άνοιξε το πακέτο με τα τσιγάρα και της πρόσφερε.

"Αφού το θέτεις έτσι, ας γιορτάσουμε," της είπε εύθυμα και δέχτηκε ένα τσιγάρο, το οποίο άναψε με ένα σπίρτο.

"Πότε νομίζεις θα ξαναβρούμε την ευκαιρία να είμαστε μόνες, χωρίς υποχρεώσεις και ενοχλητικούς θορύβους, χωρίς συγκάτοικους που μας εκνευρίζουν με την ξινίλα τους;" Βρήκε την ευκαιρία η Καρολάιν να ξεσπάσει.

"Μην είσαι υπερβολική," προσπάθησε να την καθησυχάσει η Ρενέ, που κάπνιζε μετά από χρόνια και ένιωθε μια ανεπαίσθητη γαλήνη και ύπνωση στο σώμα της. "Δεν είναι κακές οι συγκάτοικοί μας. Ίσως η Κασσάνδρα είναι λίγο περισσότερο αυτάρεσκη κι αλαζονική, όμως είναι απλώς μεθυσμένη από τα λούσα. Για όνομα, κάθε εβδομάδα κανονίζει τον Στέφαν Ντάνιελς, τον πλουσιότερο εφοπλιστή της Ευρώπης και γυρνάει σπίτι με ένα σωρό δώρα! Δεν το θεωρώ παράλογο που έχει καβαλήσει το καλάμι."

"Εγώ δεν τη δικαιολογώ," επέμεινε η ξανθιά φίλη της. "Αν τα λούσα και τα δώρα τρελαίνουν τις γυναίκες, τότε εσύ γιατί δεν έχεις τρελαθεί και παραμένεις ίδια; Όπως το θίγεις, μια γυναίκα στη θέση σου, που είναι η αποκλειστική του Λίοναρντ Χάρβιλ, θα έπρεπε να θεωρούσε τον εαυτό της βασίλισσα του κόσμου!"

"Του Κάτω Κόσμου," τη διόρθωσε πίκρα η Ρενέ, ρουφώντας μια τζούρα από το τσιγάρο της που απολάμβανε. "Δε συγκρίνεται ο Χάρβιλ με τον Ντάνιελς. Ο δεύτερος είναι καθαρός, νόμιμος, νομοταγής. Ο Χάρβιλ είναι μπλεγμένος με όλων των ειδών τις παρανομίες. Δε φαντάζεσαι τι έχω δει να κάνει, τι έχω ακούσει να σχεδιάζει και τι με έχει αναγκάσει να κάνω. Είναι ένα βρωμερό, αιμοβόρο αρπακτικό, σαν όλα τα τρωκτικά και πουλιά της νύχτας. Δεν του αρνείται κανένας τίποτα κι όποιος το κάνει πληρώνει το βαρύ τίμημα. Είσαι τυχερή που δεν έχεις πελάτες σαν αυτόν."

"Πιο τυχερή αισθάνομαι που έχω εσένα φίλη και μου δίνεις όλα τα δώρα αυτού του νυχτόβιου αρπακτικού," παραδέχτηκε η Καρολάιν, σκορπίζοντας το γέλιο και στις δυο τους.

Άνοιξε τη σαμπάνια και έχυσε σε δυο ποτήρια το περιεχόμενό της. Πρόσφερε στη Ρενέ το ένα κι ετοιμάστηκαν να τσουγκρίσουν.

"Στην ευτυχία που προσμένουμε," έκανε την πρόποσή της.

"Στη φιλία μας," ευχήθηκε η Ρενέ και ήπιαν ταυτόχρονα μια μεγάλη γουλιά, απολαμβάνοντας την πλούσια, φρουτώδη γεύση του γαλλικού ποτού.

Ύστερα, η Καρολάιν έφερε το κινητό της τηλέφωνο κι έβαλε τον αγαπημένο τους ραδιοφωνικό σταθμό, που έπαιζε τραγούδια από τη δεκαετία του '80 μέχρι το σήμερα. Όταν το άνοιξε, έπαιζε Γουΐτνει Χιούστον· στο «I Will Always Love You», είχαν πια αρχίσει κι οι δυο τους να δακρύζουν σαν κοριτσάκια. Ήταν από τις ελάχιστες φορές που είχαν ιδιωτικές στιγμές, για να γελάσουν, να ευθυμήσουν, να καπνίσουν, να κλάψουν.

Συνέχισε με μπαλάντες ροκ συγκροτημάτων και αγαπημένα κλασικά σαν το «I'm Still Loving You», το «Holliday», το «Stairway To Heaven» και το «Love Of My Life». Η Rennet θυμήθηκε τα αθώα της χρόνια, που άκουγε αυτά τα τραγούδια και τα κορόιδευε, επειδή ήταν υπερβολικά ρομαντικά για την αρέσκειά της. Πλέον έκλαιγε ακούγοντας τα, μια που ξυπνούσαν μέσα της τις πιο θλιβερές αναμνήσεις, τι κι αν τόσο βαθιά της είχε θάψει, έβρισκαν τρόπο κι ανέρχονταν στην επιφάνεια του μυαλού της, για να τη βασανίσουν.

Πέρασε η ώρα. Έχασαν την αίσθηση του χρόνου. Η Καρολάιν κοίταξε το ρολόι της και γούρλωσε τα μάτια ξαφνιασμένη.

"Θεέ και Κύριε!" Αναφώνησε αναστατωμένη. "Σε μισή ώρα έχω ραντεβού και δεν έχω καν ντυθεί! Πρέπει να βιαστώ!"

Μέσα στην ταραχή της, γύρισε στη φίλη της και την πήρε μια τρυφερή αγκαλιά.

"Δεσμεύομαι να το ξανακάνουμε. Πέρασα πολύ όμορφα," της είπε ειλικρινά και, πετώντας της ένα φιλί, έφυγε τρέχοντας για τα ενδότερα του δωματίου. Πήρε μαζί το κινητό της κι αναγκαστικά η μουσική έσβησε.

Η Ρενέ έμεινε μόνη, με την υπόλοιπη σαμπάνια και πέντε τσιγάρα στο κουτί τους, δίπλα στο μισογεμάτο τασάκι. Ακόμα άκουγε τα τραγούδια στα αυτιά της, από ένα ηχείο που πήγαζε κατευθείαν από την καρδιά της.

Let me take you far away, you'd like a holiday... Let me take you far away, you'd like a holiday... Exchange your troubles for the sun, a good time and fun... Let me take you far away, you'd like a holiday...

Άθελά της άρχισε να σιγοτραγουδά τους στίχους, φέρνοντας νέα δάκρυα στα μάτια της. Έτεινε το χέρι της και πήρε άλλο ένα τσιγάρο, το δεύτερο για εκείνη τη βραδιά, το δεύτερο μέσα σε πέντε χρόνια.

"Δεν πειράζει," είπε στον εαυτό της. "Σήμερα είναι ξεχωριστή ημέρα."

Άναψε το τσιγάρο με ένα σπίρτο και συνέχισε το τραγούδι δακρύζοντας.

Longing for the sun, you will come to the island without name.
Longing for the sun, you will come to the island many miles away from home.
Be welcome on the island without name.
Longing for the sun, you will come to the island many miles away from home...

Κι εκεί έμεινε, στην καρέκλα του μπαλκονιού, με τον καπνό του τσιγάρου και τα αστέρια του ουρανού για παρέα, σιγοτραγουδώντας και κλαίγοντας, μέχρι που πλησίασε η ώρα της δουλειάς και έπρεπε να ετοιμαστεί. Έσβησε το τσιγάρο, άδειασε το τασάκι στα σκουπίδια, έβαλε τη σαμπάνια ξανά στο ψυγείο και τα ποτήρια στον νεροχύτη. Τέλος, πήγε στο μπάνιο κι άνοιξε το φερμουάρ του νεσεσέρ της για να βαφτεί και να σουλουπώσει κάπως τα κατακόκκινα από το κλάμα μάτια της.

Ήταν μόνη της, όπως πάντα και για πάντα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ιδού το πρώτο κεφαλαιο αυτής της εντελώς διαφορετικής, πιο αισθηματικής ιστορίας που σας έχω. Περιμένω γνώμες στα σχόλια, θέλω παρα πολύ να μάθω πώς σας φάνηκαν η Ρενέ και η Καρολάιν.

Στο επόμενο κεφαλαιο, αν θέλετε φυσικά να υπάρχει επόμενο κεφαλαιο, θα γνωρίσουμε τις υπόλοιπες συγκάτοικους, τη Μέρεντιθ, αλλά και τον σκοτεινό Λίοναρντ Χάρβιλ.

Μέχρι να τα ξαναπούμε να είστε καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας 🙂❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top