Αχαΐρευτο ζώον...
"Έλλη δεν ακούω κουβέντα. Σου λέω εδώ και μισή ώρα, ΔΕΝ χωράμε στο αυτοκίνητο μου! Ήδη θα πάρω τη Χριστίνα, τη Ξένια και τα αγόρια! Δεν γίνεται!" εδώ και περίπου μισή ώρα έχουνε στρογγυλοκαθίσει όλοι στο σαλόνι και προσπαθούν να με πείσουν να πάω με τον Αχιλλέα.
ΜΕ ΤΟΝ ΑΧΙΛΛΕΑ!
Και Αχιλλέας = μηχανή
Μηχανή + Εγώ = Δεν ταιριάζετε σου λέω!
Απλά μαθηματικά!
ΚΑΙ ΕΙΜΑΙ ΣΚΡΑΠΑΣ ΣΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ!
"Ζωή δεν το περίμενα αυτό από σένα. Εσύ, η ίδια μου η κολλητή, με απαρνείσαι. Θα το θυμάμαι αυτό Ζωή... Θα το θυμάμαι." προσπάθησα να το παίξω θιγμένη, άλλα δυστυχώς με κατάλαβε... Ξανά...
"Έλλη. Είπα κάτι. Αχιλλέας. Μηχανή. Τώρα." την μισώ όταν το κάνει αυτό...
Γιατί πάντα γίνεται το δικό της?
Καλά δε λέω και εγώ έτσι κάνω αλλά... Αλλά.
"Πωωω έλεος... Καλά. ΑΛΛΑ μου χρωστάς." την έδειξα με τον δείκτη μου και πήγα προς την εξώπορτα.
Την άνοιξα και ο Αχιλλέας είχε σταθεί στη μαύρη μηχανή του, ενώ ένα τσιγάρο είχε τοποθετηθεί ανάμεσα στα ζουμερά του χείλη.
"Επιτέλους μας έκανες τη τιμή και ήρθες." είπε αγανακτισμένος και εγώ του σήκωσα το μεσαίο μου δάχτυλο.
Έφτασα μπροστά στη μηχανή και κοντοστάθηκα για λίγο.
"Τι γίνεται? Θα ανέβεις ή θα περιμένω για πολύ ακόμα?" πόση ανυπομονησία έχει αυτό το παιδί...
"Με αγχώνεις, σκάσε." σήκωσα το ένα μου πόδι για να ανέβω αλλά στραβοπάτησα και σωριάστηκα κάτω.
Ο Αχιλλέας σαν γουρούνι-μπάζο-δελφίνι-κλόουν που είναι, άρχισε να γελάει ασταμάτητα με τα μούτρα μου.
"Αχαΐρευτο ζώον..." μουρμούρησα και πήγα να σηκωθώ αλλά ένιωσα το χέρι του να τυλίγει το μπράτσο μου.
"Δεν σου έχω πει να μην με βρίζεις?" ο τόνος του άγριος. Αν είναι δυνατόν θα με βγάλει έξω από τα ρούχα μου πάλι!
"Βούλωσε το μωρέ. Ο καθένας με τον πόνο του." έβαλα λίγο περισσότερη δύναμη και σηκώθηκα.
Πήγα πάλι μπροστά στη μηχανή αλλά μαντέψτε.
Πάλι δεν μπορούσα να ανέβω.
"Επειδή μας βλέπω να ξημερώσουμε εδώ..." τον άκουσα να λέει και πριν καλά καλά το καταλάβω, βρέθηκα στον αέρα, και την επόμενη στιγμή καθισμένη πάνω στη μηχανή.
"Ξέχασα πόσο ανάπηρη είσαι..." μουρμούρησε και εγώ τον τσίμπησα στο μπράτσο.
"Σε ακούω ξέρεις."
"Γι'αυτό το είπα." απάντησε απότομα και έβαλε μπρος τη μηχανή.
"Δεν θα κρατηθείς?" με ρώτησε αλλά εγώ έμεινα στη θέση μου.
"Όχι καλά είμαι εδώ." απάντησα σίγουρη. Καλά, σχεδόν σίγουρη...
"Ότι πεις." είπε και ξεκίνησε τη μηχανή.
Βασικά, πήγαινε σχετικά αργά οπότε όλα καλά.
Ξαφνικά κατάλαβα ότι η ταχύτητα άρχισε να αυξάνεται.
Τι διάολο διάβασε τις σκέψεις μου?!
"Ακόμα δεν θες να κρατηθείς?" τον άκουσα να λέει, ενώ είμαι σίγουρη ότι αυτή τη στιγμή έχει πάρει ένα στραβό χαμόγελο.
"Όπως σου είπα, είμαι καλά και εδώ."
"Καλαααα." η ταχύτητα αυξήθηκε υπερβολικά πολύ, τόσο πολύ που είμαι σίγουρη ότι θα με πάρει ο αέρας.
Τα χέρια μου αυτόματα τυλίχτηκαν γύρω από τη μέση του και τον έσφιξα περισσότερο απ'όσο έπρεπε.
"Μαλάκα..." ψιθύρισα και ακούμπησα το κεφάλι μου στη πλάτη του.
"Ναι αλλά είμαι ωραίος μαλάκας." είπε και τον σκούντηξα ελαφρά.
Λίγο αργότερα φτάσαμε έξω από το κλαμπ. Με τη βοήθεια του κατέβηκα από τη μηχανή και προχώρησα πιο μπροστά του.
Μπήκαμε μέσα και η δυνατή μουσική τρύπησε τα αυτιά μου.
Αυτή τη στιγμή βρίσκομαι στο φυσικό μου περιβάλλον.
Πρόσεξα τα παιδιά σε ένα τραπέζι με καναπέ αλλά πριν προλάβω να κάνω το πρώτο βήμα, ένιωσα δύο χέρια να με πιάνουν από τη μέση μου, και αμέσως μετά ένα ζευγάρι χείλη να ρουφάει ελαφρά τον λαιμό μου.
"Αχιλλέα? Τι σκατά κάνεις?" ρώτησα και καλά ενοχλημένη, αλλά χωρίς να το θέλω, έκλεισα τα μάτια μου και συνέχισα να απολαμβάνω το άγγιγμα των χειλιών του πάνω στο δέρμα μου.
"Δεν ξέρω αν το έχεις καταλάβει, αλλά όλα τα λιγούρια σε έχουν γδύσει με τα μάτια τους..." μου είπε και λίγο αργότερα με άφησε.
Και ξαναρωτάω... Τι σκατά έγινε μόλις τώρα?!
Φτάσαμε στο τραπέζι και εγώ με τον Αχιλλέα καθίσαμε δίπλα, γιατί δεν υπήρχε πουθενά αλλού χώρος.
Ευχαριστώ Ζωή... Ευχαριστώ πολύ...
Αρχίσαμε να μιλάμε για μαλακίες, γελούσαμε σαν υστερικά, και γενικά δεν τη παλεύουμε καθόλου.
Η Ζωή με τον Σταύρο και η Ξένια με τον Μιχάλη ήταν όλο πιτσι πιτσι. Βρε λες να έφτιαξαν τελικά?
Από την άλλη ο Λουκάς ήταν μαζί με το αγόρι του. Άχου τα είναι τόσο γλυκούληδες μαζί!
Ξαφνικά ένιωσα ένα χέρι να χαϊδεύει τον ώμο μου.
"Αχιλλέα σταμάτα!" είπα αρκετά δυνατά ώστε να με ακούσει.
"Μα δεν κάνω τίποτα!" σήκωσε τα χέρια του προς υπεράσπιση του και τότε ένιωσα πάλι αυτό το άγγιγμα πάνω στον ώμο μου.
Αν δεν το έκανε ο Αχιλλέας, τότε ποιος το έκανε?
Γύρισα το κεφάλι μου και αντίκρισα τον Νίκο.
"Ω... Γεια σου Νίκο. Πως κι από δω?" είπα ελαφρώς ντροπιασμένη.
"Ξέρεις, από τη στιγμή που δεν έχουμε σχολείο για μία βδομάδα, ευκαιρία να το εκμεταλλευτώ, έτσι?" μου απάντησε με ένα στραβό χαμόγελο.
"Βλέπω κάνετε πάλι παρέα εσείς οι δύο εε? Πως κι έτσι?"
"Απλά βρέθηκα στην ανάγκη και αναγκαστικά της ζήτησα βοήθεια. Και εσύ μαλάκα μην ανακατεύεσαι. Κατάλαβες ή να στο συλλαβίσω?" του είπε απότομα ο Αχιλλέας, ενώ τον ένιωσα να τσιτώνεται.
"Ναι Αχιλλέα, το κατάλαβα, δεν είμαι αργόστροφος σαν εσένα." πρόσεξα τις γροθιές του να σφίγγονται.
Αμέσως έβαλα το χέρι μου πάνω στο δικό του και του το κράτησα σφιχτά.
"Αχιλλέα, ηρέμησε..." του ψιθύρισα και ευτυχώς με άκουσε.
"Ναι Αχιλλέα, άκου τη γκόμενα, σαν καλό σκυλάκι που είσαι." τι τον έπιασε τώρα τον Νίκο? Να πεθάνει θέλει?
"Τη γάμησες μαλάκα." αμέσως τράβηξε το χέρι του από το δικό μου και σηκώθηκε όρθιος.
Μια δυνατή γροθιά έπεσε στο πρόσωπο του Νίκου, κάνοντας τον να γυρίσει το κεφάλι του.
Εγώ με τη Χριστίνα χωρίσαμε τα αγόρια και μετά από πολλές προσπάθειες καταφέραμε και διώξαμε τον Νίκο.
"Τυχερός είσαι που δεν γέμισες πάλι με μώλωπες! Νομίζεις έχω όρεξη να φτιάχνω τη μάπα σου συνέχεια?" είπα για πλάκα και καθίσαμε πάλι στο τραπέζι.
Ο Άλεξ ήρθε με τα ποτά μας και αρχίσαμε να πίνουμε χωρίς σταματημό.
Λίγο αργότερα αποφάσισα να σηκωθώ για να πάω να χορέψω.
Άρχισα να κουνιέμαι στον ρυθμό της μουσικής σαν να μην με νοιάζει κανείς και τίποτα.
Δύο χέρια τυλίχτηκαν γύρω από τη μέση μου αλλά δεν σταμάτησα να χορεύω.
Αντιθέτως, συνέχισα να χορεύω πιο προκλητικά από πριν.
Τα χέρια του άγνωστου κατέβηκαν προς τον ποπό μου και ένιωσα να τον ζουλάει.
Εγώ αναστέναξα και άρχισα να τρίβομαι περισσότερο πάνω στον άγνωστο.
Λίγο πιο μετά ένιωσα τα χείλη του να ακουμπάνε τον λαιμό μου και ανατρίχιασα.
Αυτή η αίσθηση... Κάτι μου θυμίζει.
Γύρισα διστακτικά το κεφάλι μου και πρόσεξα τον Αχιλλέα, ο οποίος αυτή τη στιγμή φιλούσε κάθε σημείο του λαιμού μου.
Όσο και να ήθελα να του φωνάξω να σταματήσει, μια φωνούλα βαθιά μέσα μου, με παρότρυνε να τον αφήσω να συνεχίσει, αυτό που τόσο καλά ξέρει να κάνει.
Το σκουλαρίκι που είχε στο χείλος του, πάγωνε τον λαιμό μου, κάτι που με έκανε να ανατριχιάσω από την ευχαρίστηση.
Τελικά γύρισα και τον κοίταξα βαθιά στα γαλανά του μάτια. Γύρισα λίγο το κεφάλι μου και επιτέθηκα στον λαιμό του.
Θέλω να του αφήσω σημάδι. Όχι για να αποδείξω πως μου ανήκει, απλώς θέλω να τον εκνευρίσω.
Ναι καλά... Αφού εσύ τον θες μόνο για σένα. Μην το αρνείσαι...
Δεν σε ρώτησα εσένα.
Αφού βεβαιώθηκα ότι το σημάδι μου είχε αποτυπωθεί στον λαιμό του, του ψιθύρισα κάτι στο αυτί και απομακρύνθηκα.
"Καλά να πάθεις Αχιλλούκο."
[...]
"ΜΕΕΕ ΦΩΝΑΖΟΥΝΕ ΠΛΕΟΝ ΑΛΗΤΗΗΗ! ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ ΚΑΙ ΔΕΕΝ ΕΧΩ ΣΠΙΤΙΙ! ΣΤΟ ΠΟΤΟ ΜΟΥ ΕΣΥΥΥ ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗΗΗ ΓΥΡΝΑΩ ΚΑΙ ΕΧΕΙΣ ΧΑΘΕΙΙΙ!" εγώ με τον Αχιλλέα τραγουδούσαμε σε όλη τη διάρκεια της επιστροφής.
Τώρα είμαστε έξω από το σπίτι μου και τραγουδάμε χειρότερα και από βραχνιασμένο γέρο...
"Γαμώ τα κεφάλια σας βουλώστε το γαμημένο!" ψιθυροφώναξε ο Σταύρος, αλλά εγώ με τον Αχιλλέα αντί να σταματήσουμε, αρχίσαμε να γελάμε σαν υστερικά.
"Στο είπα ότι δεν έπρεπε να τους αφήσουμε να πιουν τόσο πολύ!" άκουσα τη Ξένια να μιλάει στον Μιχάλη.
"Τώρα είναι πολύ αργά. Άντε βγάλε τα κλειδιά να τους χώσουμε μέσα να τελειώνουμε. Αυτοί οι μεθύστακες θα ξυπνήσουν όλη τη γειτονιά!"
"Τι λεεε ρε Μιχαλιό? Ποιοι μεθύστακες?" είπε ο Αχιλλέας και εγώ γέλασα σιγανά.
"Εμάς λέει βρε βλάκα!" είπα χιουμοριστικά και χτύπησα το κούτελο του με το χέρι μου.
"Αααααααα... Γιατί εμείς είμαστε μεθυσμένοι?" ρώτησε και πρόσεξα ότι όλοι κουνούσαν το κεφάλι τους, σαν να μας κοροϊδεύουν.
"Όχι καλέ..." απάντησα και άνοιξα τη ξεκλείδωτη πλέον πόρτα.
"Λοιπόν παίδες. Εσείς θα πάτε στο κρεβατάκι της Έλλης, και θα ΚΟΙΜΗΘΕΙΤΕ, και εμείς θα τη κάνουμε. Εντάξει?"
"Καλά ρε Άλεξ γιατί μας μιλάς λες και είμαστε μωρά? Εντάξει... Καταλάβαμε." πρόλαβε και απάντησε ο Αχιλλέας, ενώ εγώ συμφώνησα.
"Καλά ότι πείτε." τότε όλοι ήρθαν και μας πήραν σηκωτούς, για να ανέβουμε τις σκάλες.
Μας έριξαν στο κρεβάτι μου και αφού μας ευχήθηκαν καληνύχτα, βγήκαν από το δωμάτιο.
"Ουυφφ τι μέρα και αυτή εεε?" μίλησα αλλά ως απάντηση πήρα ένα βαρύ ροχαλητό.
"Αχαΐρευτο ζώον..." μονολόγισα και τον χτύπησα με ένα μαξιλάρι για να σκάσει.
Χευυυυυυυ 😆
Άργησα λίγο αλλά ανέβασα 😋
Πως σας φάνηκε το κεφάλαιο?
Είπα να σας δώσω μερικά φιλάκια αλλά όχι από τα κανονικά... Αυτά θα αργήσουν λίγο ακόμα 😈
Αυτός ο Νίκος ειλικρινά θα πάει από το χέρι μου 🔫🔫🔫
Spoiler : Αχιλλέας pov 😏
Σι γιου στο επόμενο πιτσουλες 🍕🍕🍕
Μπιμπι ✌
-Σταυρούλα, το τεακι 💁
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top