Τι σου έκανα
Νιώθω σαν μισοκοιμησμένη.
Βρίσκομαι πάνω στο φορείο και 3 γιατροί το 'οδηγάνε' σε ένα άγνωστο για μένα δωμάτιο.
"Που είναι ο Αχιλλέας? Θέλω τον Αχιλλέα." μουρμούριζα αλλά κανένας γιατρός δεν έλεγε να μου δώσει απάντηση.
Φοβάμαι.
Νιώθω ότι δεν μπορώ να κουνηθώ και όλα γύρω μου είναι θολά.
Μπήκαμε σε ένα δωμάτιο. Ο ένας γιατρός με πλησίασε και μου κράτησε το χέρι.
Ένιωσα μια βελόνα να τρυπάει το δέρμα μου και λίγο αργότερα τα βλέφαρα μου άρχισαν να βαραίνουν.
[...]
Άνοιξα τα μάτια μου διστακτικά αλλά το φως που έμπαινε από το παράθυρο με τύφλωσε, με αποτέλεσμα να τα κλείσω σφιχτά.
Αφού συνήθισα τα άνοιξα και άρχισα να επεξεργάζομαι το δωμάτιο στο οποίο βρίσκομαι.
Με το που πρόσεξα το σίδερο που κρεμάνε τον ορό κατάλαβα ότι βρίσκομαι ακόμα στο νοσοκομείο.
Μια νοσοκόμα μπήκε μέσα και μόλις είδε ότι είμαι ξύπνια χαμογέλασε γλύκα.
"Ξύπνησες βλέπω. Πως αισθάνεσαι?" ρώτησε καθώς πλησίασε στον ορό μου και άρχισε να το πασπατεύει.
"Μπορείτε να μου πείτε που είναι ο Αχιλλέας? Είναι καλά?" είπα με την αγουροξυπνημένη μου φωνή και η κοπέλα πήρε μια σκεπτική έκφραση.
"Λες τον Αχιλλέα Αλεξίου?" στο άκουσμα του ονόματος του η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά.
"Ναι! Είναι εντάξει? Θέλω να τον δω!" είπα γρήγορα και πήγα να σηκωθώ αλλά η κοπέλα με έβαλε να ξαπλώσω πάλι.
"Λυπάμαι αλλά δεν γίνεται να τον δεις τώρα. Εξάλλου δεν πρέπει να κουράζεσαι. Χρειάζεσαι ξεκούραση, οπότε θα μείνεις εδώ." σήκωσε το ντοσιέ της και σημείωσε κάτι.
"Σε παρακαλώ. Πρέπει να δω αν είναι καλά. Τουλάχιστον μπορείς να μου πεις αν είναι εντάξει?" η κοπέλα έκλεισε το ντοσιέ της και με κοίταξε.
"Μέχρι τώρα η κατάσταση του είναι σταθερή, αλλά δεν έχει ξυπνήσει ακόμα. Βρίσκεται σε κώμα εδώ και δύο μέρες. Και εσύ ήσουν στην ίδια κατάσταση με εκείνον, αλλά ευτυχώς ξύπνησες." με το που τελείωσε τη πρόταση χαμογέλασε λίγο και βγήκε από το δωμάτιο.
Βρισκόμουν σε κώμα εδώ και δύο μέρες?
Λίγο πιο μετά χτύπησε η πόρτα και μπήκε μέσα μια άλλη νοσοκόμα.
"Έχεις επισκέψεις." είπε και καλά χαρωπά και την ίδια στιγμή μπήκαν μέσα ή Ζωή και η Ξένια.
"Έλλη!" φώναξαν μαζί και έτρεξαν καταπάνω μου.
"Μη μας ξανατρομάξεις έτσι κατάλαβες?!" είπε η Ζωή και πρόσεξα ότι ένα δάκρυ κύλησε στα μάτια της Ξένιας.
"Ξένια? Κλαις?" ρώτησα και της χάιδεψα το κεφάλι.
"Όχι κατουράει το μάτι μου." είπε ειρωνικά και γελάσαμε λίγο.
"Καλύτερα να την αφήσουμε να ηρεμήσει λίγο. Εντάξει? Το επόμενο επισκεπτήριο είναι το απόγευμα." ακούσαμε τη νοσοκόμα να λέει και τα κορίτσια μου άφησαν από ένα φιλί η κάθε μία.
Αφού βγήκαν έξω το δωμάτιο το πλημμύρισε η ησυχία.
Μα οι σκέψεις μου σε ένα άτομο ήταν κολλημένες.
Στον Αχιλλέα.
Πέρασε λίγη ώρα. Είναι μεσημέρι. Πριν λίγο μια παχουλή νοσοκόμα μου έφερε το μεσημεριανό μου.
Φιδές.
Και τι φιδές... Ανάλατος, με βρασμένο νερό και αυτές τις 'τρίχες' που αποκαλούμε φαγητό.
"Παρατηρήσαμε ότι υπάρχει μια βλάβη στο πίσω μέρος του κρανίου του."
"Είναι σοβαρό?"
"Δεν ξέρουμε τίποτα. Δεν έχει ξυπνήσει ακόμα για να μάθουμε."
"Πιστεύετε θα αργήσει?"
"Τρεις μέρες βρίσκεται σε κώμα. Δεν νομίζω να μείνει έτσι περισσότερο από ένα ατύχημα..."
Εδώ και ώρα ακούω τη συζήτηση δύο γιατρών έξω από το δωμάτιο μου.
Το ότι ο Αχιλλέας είχε βλάβη στο κρανίο το ήξερα εδώ και καιρό. Μα αυτό είναι σοβαρό.
Πάει.
Ποιος γαμάει τους γιατρούς. (νταμπ 😂)
Θέλω να δω τον Αχιλλέα.
Φόρεσα βιαστικά τις παντόφλες νοσοκομείου και κράτησα το ψηλό σίδερο.
Πήγα στη πόρτα και την άνοιξα απότομα. Έσπρωξα τους γιατρούς και τους προσπέρασα.
Άρχισα να τρέχω στους διαδρόμους ψάχνοντας τον αριθμό του δωματίου του.
"264. 264. 264." μονολόγισα στον εαυτό μου για να μην ξεχάσω τον αριθμό.
Όταν είδα το δωμάτιο του κοκάλωσα στη θέση μου. Άρχισα να περπατάω σιγά σιγά και έφτασα απ'έξω κοίταξα από το παραθυράκι της πόρτας.
Ακούμπησα τα χέρια μου στο μικρό αυτό τζαμάκι και τον κοίταξα με βουρκωμένα μάτια.
Το πάνω μέρος του κεφαλιού του
είναι τυλιγμένο με γάζες και μερικά σωληνάκια είναι σσυνδεδεμένα στα χέρια και τον θώρακα του.
"Τι σου έκανα Αχιλλέα μου?" μουρμούρησα και τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν σαν καταρράκτες από τα μάτια μου.
Πήγα να ανοίξω τη πόρτα αλλά 4 χέρια με τράβηξαν προς τα πίσω.
"ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ! ΘΕΛΩ ΝΑ ΤΟΝ ΔΩ. ΝΑ ΤΟΝ ΑΓΓΙΞΩ." άρχισα να ουρλιάζω και να χτυπιέμαι στους γιατρούς για να με αφήσουν αλλά μάταιος κόπος.
Αρκετός κόσμος είχε γυρίσει προς το μέρος μου και όλοι με κοιτούσαν τρομαγμένοι.
Εγώ συνέχισα να τραβιέμαι για να φτάσω στη πόρτα, αλλά ήρθαν παραπάνω γιατροί και με έβαλαν πάνω σε ένα κρεβάτι.
"Αφήστε με να τον δω..." ήταν το τελευταίο πράγμα που είπα πριν το ναρκωτικό εξαπλωθεί στο αίμα μου.
[...]
"Εεεελληηη." άκουσα μια γνώριμη φωνή και έτριψα τα μάτια μου.
"Έλλη. Ξύπνα!" συνέχισε και επιτέλους τα άνοιξα.
"Χριστίνα?" τι κάνει αυτή εδώ?
"Εγώ είμαι αυτή." είπε για πλάκα και έσκυψε να με αγκαλιάσει.
"Τι κάνεις εσύ εδώ? Νόμιζα πως εσύ και ο Νίκος ήσασταν διακοπές..." ένα συνοφρύωμα δημιουργήθηκε ανάμεσα στα φρύδια μου και αυτή μου έπιασε τον ώμο.
"Μόλις μάθαμε τι έγινε γυρίσαμε αμέσως." είπε και μου έδειξε ένα λούτρινο.
"Αυτό για περαστικά." γέλασε και το ακούμπησε στην άκρη του κρεβατιού.
"Ευχαριστώ...?" όντως έχει αλλάξει αρκετά...
"Ο Αχιλλέας πως είναι?" στη θύμηση του Αχιλλέα ή καρδιά μου σφίχτηκε και τα μάτια μου βούρκωσαν ξανά.
"Δ-δεν ξέρω..." μου ξέφυγε ένας λυγμός και εκείνη μου έδωσε μια στοργική αγκαλιά.
"Ηρέμησε. Είμαι σίγουρη πως θα γίνει καλά. Τέλος πάντων δεν μου επιτρέπουν να μείνω παραπάνω. Περαστικά." μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και βγήκε από το δωμάτιο.
Θέλω να κάνω μια βόλτα. Να ξεπιαστώ. Τα πόδια μου έχουν μουδιάσει τόση ώρα ξαπλωμένη.
Βγήκα στους διαδρόμους και άρχισα να περπατάω πέρα δώθε.
Σε ένα δωμάτιο πρόσεξα μια ηλικιωμένη κυρία. Φαινόταν ασυνήθιστα χλωμή.
Κοντοστάθηκα για λίγο για να δω το πρόσωπο της. Λίγο πριν κλείσουν τα παράθυρα κατάλαβα ποια ήταν αυτή.
Η γιαγιά του Αχιλλέα.
Ένας γιατρός βγήκε από το δωμάτιο και τον πλησίασα.
"Με συγχωρείτε, αλλά αυτή η κυρία γιατί βρίσκεται εδώ?" ρώτησα όσο πιο διακριτικά μπορούσα.
"Είστε συγγενής της?" χαμήλωσε τα γυαλιά του και με κοίταξε εξεταστικά.
"Είμαι... Είμαι η εγγονή της." εξάλλου και η ίδια με είχε αποκαλέσει έτσι, δεν νομίζω να έχει σημασία.
"Μάλιστα... Δυστυχώς απεβίωσε πριν λίγες ώρες..." γούρλωσα τα μάτια μου και τον κοίταξα με ανοιχτό το στόμα.
"Τι?!" αποκλείεται. Δεν μπορεί να πέθανε έτσι ξαφνικά!
"Πήραμε τηλέφωνο στο σπίτι της για να την ειδοποιήσουμε για τον εγγονό της αλλά δεν πήραμε απάντηση. Από τη στιγμή που το τηλέφωνο δεν έκλεισε ποτέ, υποθέσαμε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά." ω Θεέ μου... Αυτή η γυναίκα ήταν η μόνη οικογένεια του Αχιλλέα.
Δεν θέλω να ξέρω πως θα αντιδράσει όταν ξυπνήσει.
Δεν ξέρω καν αν θα καταφέρει να ξυπνήσει...
Οποποποπ
Σας είπα ότι θα με αγαπήσετε περισσότερο στη συνέχεια.
Τελικά πάει η γιαγιά 😢😢😢
Πφφ αυτό το κεφάλαιο με έκανε να κλάψω 😧
Συν το ότι δεν μου άρεσε. Πολύ κακογραμμένο...
Δεν έχω κάτι παραπάνω να πω...
Spoiler : ο Αχιλλέας ξυπνάει 😇😇
Μπαι πιτσακια 🍕
-Σταυρούλα, το τεακι που...εεμμ...πεινάει? 💁
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top