Δεν με θυμάσαι?

Μόλις φόρεσα τα ρούχα μου βγήκα από το δωμάτιο και πήγα στη ρεσεψιόν του νοσοκομείου.

Αφού υπέγραψα το χαρτί που λέει ότι μπορώ να φύγω, ένας γιατρός με συνόδεψε στην έξοδο.

"Έχουμε καλέσει ένα ταξί για να έρθει να σε πάρει. Εσύ μη πας πουθενά εντάξει? Σε 5 λεπτά θα είναι εδώ."

Έγνεψα καταφατικά στον νέο γιατρό και βγήκα έξω με βαριά βήματα.

Μου φαίνεται τόσο λάθος που εγώ είμαι καλά και φεύγω από αυτή τη φυλακή, ενώ ο Αχιλλέας βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση...

Εγώ έφταιγα εξαρχής για ό,τι έγινε.

Εγώ έπρεπε να είμαι στη θέση του.

Όχι αυτός.

Όσο θυμάμαι την εικόνα του, γεμάτος γάζες και σωληνάκια, θέλω να κλάψω.

Δεν του άξιζε γαμώτο.

Τίποτα από ότι έπαθε δεν του άξιζε...

Δεν του αξίζω.

Όταν ξυπνήσει δεν θα θέλει να με δει.

Τον φαντάζομαι να μου φωνάζει για να εξαφανιστώ από μπροστά του και η καρδιά μου σφίγγεται.

Είναι τόσο άδικο να είμαι εγώ καλά και αυτός... Αυτός να βρίσκεται σε κώμα.

Έκατσα στο παγκάκι και περίμενα υπομονετικά το ταξί.

Οι γιατροί μου υποσχέθηκαν ότι αν υπάρξει πρόοδος θα με πάρουν αμέσως τηλέφωνο.

Το υποσχέθηκαν.

Δεν γίνεται να αθετήσουν την υπόσχεση τους.

Η κόρνα του ταξί με ξύπνησε από τις σκέψεις μου και σηκώθηκα αργά από το παγκάκι.

Αφού μπήκα μέσα και είπα που μένω, έριξα τη πλάτη μου πίσω και άρχισα να χαζεύω τον συννεφιασμένο ουρανό.

Ούτε που κατάλαβα πότε φτάσαμε. Έδωσα τα λεφτά στον ταξιτζή και βγήκα από το αυτοκίνητο.

Στάθηκα για λίγο ακίνητη μπροστά από το σπίτι μου.

Οι γονείς μου δεν έχουν ιδέα για ό,τι έγινε και δεν έχω σκοπό να τους πω.

Κάτι τέτοιο θα κάνει χειρότερα τα πράγματα.

Χτύπησα αδύναμα τη πόρτα και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα άνοιξε η μαμά μου.

"Έλλη μου!" αναφώνησε και με έκλεισε σφιχτά στην αγκαλιά της.

"Που ήσασταν τόσες μέρες μου λες?! Σε έπαιρνα τηλέφωνο αλλά δεν το σήκωνες και εγώ με τον πατέρα σου ανησυχήσαμε!" είπε χωρίς να με αφήσει από την αγκαλιά της.

"Α-απλά με τον Αχιλλέα αποφασίσαμε να μείνουμε λίγο παραπάνω στο εξοχικό του, και το κινητό μου χάλασε..." προσπάθησα να ακουστώ όσο πιο πειστική μπορούσα.

"Μη μας το ξανακάνεις αυτό κατάλαβες?" με έπιασε από τους ώμους και με κοίταξε με τα διαπεραστικά της πράσινα μάτια.

"Εντάξει μαμά..." έκανε στην άκρη και μπήκα μέσα.

Ανέβηκα γρήγορα στο δωμάτιο μου και έπεσα με τα μούτρα στο κρεβάτι.

"Πως περάσατε με τον Αχιλλέα? Η γιαγιά του καλά είναι?" άκουσα τη μαμά μου από τη κουζίνα και τελικά ξέσπασα σε κλάματα.

Σκατά σκατά σκατά.

Όλα μου πάνε σκατά.

Η γιαγιά του Αχιλλέα, η μόνη που νοιάστηκε για αυτόν, η οικογένεια του ολόκληρη, είναι νεκρή και φταίω εγώ.

Για όλα φταίω εγώ.

[...]

Είναι 1 η ώρα το βράδυ. Είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι με το σταθερό τηλέφωνο αγκαλιά.

Όλη μέρα περιμένω μια κλήση από το νοσοκομείο αλλά τζίφος... Μόνο θείες και γνωστοί μας θυμήθηκαν.

Εκεί που ήμουν έτοιμη να κλείσω τα μάτια μου για να κοιμηθώ, το τηλέφωνο άρχισε να χτυπάει.

Εγώ πετάχτηκα όρθια από το κρεβάτι και απάντησα αμέσως για να μην ξυπνήσουν οι γονείς μου.

"Π-παρακαλώ?" ρώτησα με αγωνία και περίμενα υπομονετικά την απάντηση του γιατρού.

"Συγγνώμη για την ενόχληση αλλά είστε η Έλλη Γαληνέα?" οι χτύποι της καρδιάς μου αυξήθηκαν.

"Ναι! Εγώ είμαι!"

"Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε ότι ο Αχιλλέας Αλεξίου φαίνεται να δείχνει σημάδια ότι ξυπνάει." δεν την άφησα να πει τίποτα άλλο και έκλεισα το τηλέφωνο.

Φόρεσα βιαστικά τα πρώτα παπούτσια που βρήκα μπροστά μου και κατέβηκα ήσυχα τις σκάλες.

Πήρα τα κλειδιά του σπιτιού και έφυγα τρέχοντας.

Καλά καταλάβατε. Θα πάω μέχρι το νοσοκομείο τρέχοντας.

Μέσα σε 10 λεπτά ασταμάτητου τρεξίματος έφτασα στο νοσοκομείο.

Μπήκα μέσα αγνοώντας τις φωνές των γιατρών και κατευθύνθηκα στο δωμάτιο του Αχιλλέα.

Άνοιξα τη πόρτα σιγά και ένα πικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη μου.

"Γεια σου Αχιλλέα... Σου έλειψα?" είπα και έκατσα στη καρέκλα δίπλα του.

"Ξέρεις πόσο με ανησύχησες βλαμμένο?" ένα γελάκι μου ξέφυγε και πέρασα το χέρι μου ανάμεσα στα καστανά του μαλλιά.

"Αχιλλέα μου... Ξύπνα σε παρακαλώ..." έπιασα το χέρι του και το κράτησα σφιχτά. Ξαφνικά τον ένιωσα να κουνιέται ελαφρά και τινάχτηκα.

"Αχιλλέα μου? Ξύπνησες επιτέλους!" μερικά δάκρυα χαράς στόλισαν το πρόσωπο μου και του χαμογέλασα γλυκά.

"Ποια είσαι εσύ? Που είμαι?" ορίστε? Τι λέει?

"Αχιλλέα μου? Δ-δεν με θυμάσαι?"

"Όχι... Θα έπρεπε?" κοίταξε τα ενωμένα χέρια μας και τράβηξε το δικό του απότομα.

"Αχιλλέα. Μου κάνεις πλάκα τώρα έτσι?" άρχισα να γελάω και αυτός με κοίταξε μπερδεμένος.

"Πες μου ότι μου κάνεις πλάκα γαμώτο!" τα γέλια μου έγιναν πιο δυνατά από πριν και πλέον αντί για μπερδεμένος με κοιτούσε τρομαγμένος.

"ΑΠΛΑ ΠΕΣ ΜΟΥ ΟΤΙ ΜΟΥ ΚΑΝΕΙΣ ΠΛΑΚΑ!" τα γέλια μου μετατράπηκαν σε κλάματα και έπεσα στο πάτωμα.

Με τις γροθιές μου άρχισα να χτυπάω τα κακόμοιρα πλακάκια αγνοώντας τους γιατρούς που μόλις μπήκαν μέσα.

Άρχισαν να με τραβολογάνε για να σηκωθώ αλλά εγώ τους έσπρωχνα όλους μακριά μου.

Μάλιστα έδωσα μια δυνατή μπουνιά στη...'οικογένεια' ενός από τους γιατρούς.

"Αφήστε με γαμώτο!" φώναξα και όλοι σταμάτησαν.

Πλησίασα τον Αχιλλέα και τον έπιασα από τα μάγουλα.

"Κοίτα με Αχιλλέα. Κοίτα με και πες μου ειλικρινά. Με θυμάσαι? Ξέρεις ποια είμαι?"

Για λίγο έμεινε ακίνητος και τα γαλανά του μάτια κάρφωσαν τα δικά μου.

"Λυπάμαι... Δεν σε θυμάμαι..." έβγαλε τα χέρια μου από πάνω του και ένα δάκρυ κύλησε από το μάτι μου, και έπεσε στη παλάμη του.

"Πρέπει να σας ζητήσω να φύγετε για να του κάνουμε μερικές εξετάσεις." μία νοσοκόμα με έπιασε από τον ώμο και έγνεψα καταφατικά.

Χωρίς να σταματήσω να κλαίω, βγήκα έξω από το δωμάτιο και έκατσα στη καρέκλα από δίπλα.

Πως γίνεται να μη με θυμάται?

Δεν το πιστεύω ότι με ξέχασε.

Τα μάτια μου έκλεισαν από μόνα τους και με πήρε ο ύπνος.

Ένιωσα ένα χέρι να με σκουντάει και άνοιξα ορθάνοιχτα τα μάτια μου.

"Οι εξετάσεις τέλειωσαν. Εσύ πήγαινε πάρε κάτι να φας και κάτσε πάλι εδώ. Θα έρθω να σου πω τα αποτελέσματα σε λίγο εντάξει?"

"Δεν πεινάω. Απλά πείτε μου." παρακάλεσα τη γιατρό και τελικά συμφώνησε.

Άνοιξε τον φάκελο που κρατούσε και αφού τον ξεφύλλισε σταμάτησε απότομα σε ένα χαρτί.

"Ο Αχιλλέας Αλεξίου διαγνώστηκε με απώλεια μνήμης μεσαίου βαθμού. Δεν μπορεί να θυμηθεί τίποτα από τη καθημερινή του ζωή, ούτε τα κοντινά του πρόσωπα." αυτό μου έλειπε. Ο Αχιλλέας με αμνησία.

"Ξέρετε πόσο περίπου θα κρατήσει?" ρώτησα με ελπίδα αλλά το αρνητικό νεύμα της νοσοκόμας με έκανε να χάσω κάθε σταγόνα ελπίδας.

"Αύριο θα μπορέσει να γυρίσει σπίτι, αλλά δεν γίνεται να μείνει μόνος του σε αυτή τη κατάσταση. Μένει μαζί με τους γονείς του?"

"Δεν έχει δικούς του... Η μόνη οικογένεια που είχε έφυγε χτες από τη ζωή..." κοίταξα το πάτωμα και έμπλεξα τα δάχτυλα μου.

"Μάλιστα... Εσύ μπορείς να μείνεις μαζί του? Σε χρειάζεται όσο τίποτα άλλο τώρα..."

Να μείνω μαζί με το αγόρι μου που αυτή τη περίοδο δεν θυμάται καν τη μάπα μου ούτε τη σχέση μας? Να και κάτι που δεν κάνω κάθε μέρα...

"Φυσικά και θα τον προσέχω. Οπότε αύριο να έρθω για να τον πάρω?"

"Αύριο το πρωί. Θα τον έχουμε έτοιμο." είπε και έφυγε για να πάει στον επόμενο ασθενή της.

Να δω πως θα εξηγήσω στους δικούς μου ότι θα μετακομίσω στο με αμνησία αγόρι μου...








ΠΑΙΔΙΑ ΖΩ ΜΗ ΦΟΒΑΣΤΕ

Επειδή στο πρώτο βιβλίο ανέβαζα κάθε μέρα μη νομίζετε ότι θα κάνω και δω το ίδιο 😇

Συν το ότι αρχίζουν τα σχολεία οπότε τα κεφαλαία θα είναι πολύ πιο αραιά...

Τεσπα είμαι πλέον σίγουρη ότι θέλετε να με σκοτώσετε όλες...

Ο Αχιλλέας με αμνησία εε? Ου αα σεκσι 😢🔫

Και αν νομίζετε ότι τώρα είναι όλα σκατά, στη συνέχεια θα γίνουν αποσκατα 😃

Μπατ γιου στιλλ λοβ μι. Αι νοου γιου στιλλ λοβ μι...

Spoiler : η Έλλη θα συγκατοικήσει με τον Αχιλλέα

Αντιος πιτσακια ✌🍕






-Σταυρούλα, το τεακι 💁

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top