Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 🌠

Θεωρία νούμερο 5: Ζούμε σε έναν κόσμο που δημιουργήθηκε και ορίζεται από αντίθετα. Το γιν και το γιαν είναι μονίμως σε αντίθεση, αλλά είναι καταδικασμένα να αλληλοσυμπληρώνονται.


~~~

<<Πως γίνεται να είναι τέλη Δεκεμβρίου και να έχει τέτοια ζέστη; Τι σκατά παθαίνει ο καιρός;>> παραπονιέμαι και βάζω τα γυαλιά ηλίου μου.

Ποιος; Εγώ.

Που βάζω γυαλιά ηλίου μόνο όταν πηγαίνω θάλασσα, επειδή ο ήλιος είναι ανυπόφορος. Έβγαλα Δεκέμβρη μήνα να φορέσω γυαλιά.

<<Ε και; Δεν σου αρέσει;>> λέει ο Ντομ ακριβώς δίπλα μου και ξεφυσάω.

Με ρώτησε αν μου αρέσει αυτός ή ο ήλιος; Δεν κατάλαβα.

Μάλλον για τον ήλιο.

<<Ε οχι. Υποτίθεται ότι θα έπρεπε να χιονίζει και να καθόμαστε χουχουλιασμένοι δίπλα στο τζάκι>> μουρμουρίζω και πίνω από τον καφέ μου.

<<Μαζί χουχουλιασμένοι;>> ρωτάει και ένα διακριτικό χαμόγελο απλώνεται στο πρόσωπό του.

Ήταν τώρα σπόντα αυτό ή όχι;

Μήπως αρχίζω και τρελαίνομαι πάλι; Βλέπω πράγματα που δεν υπάρχουν;

Διορθώνω την πλεκτή μου ζακέτα και βολεύομαι ξανά στην καρέκλα. <<Γενικά. Όλοι χουχουλιασμένοι>> εξηγώ και γνέφει γελώντας. Κοιτάζει ευθεία μπροστά του και βρίσκω την ευκαιρία να τον παρατηρήσω.

Από την στιγμή που μου είπε ότι χώρισε με την Λόρεν, σκέφτομαι ότι υπάρχει έστω και μισή πιθανότητα να γυρίσει και να με κοιτάξει. Εννοείται αυτό δεν το έχω παραδεχτεί καν καλά καλά στον εαυτό μου.

Εννοώ... η σχέση μου, γιατί είναι όντως σχέση μετά τα χθεσινά, με τον Μέισον, πάει τόσο καλά. Εχθές ήταν πολύ όμορφα. Και σήμερα το πρωί που ξυπνήσαμε αγκαλιά και στον ύπνο του μασουλούσε μια τούφα από τα μαλλιά μου. Ένιωσα ότι ήμουν στο κατάλληλο μέρος.

Και σήμερα δηλαδή, που κάναμε μαζί πρωινό και ήμασταν έτοιμοι να μπαλαμουτιαστούμε για άλλη μια φορά στην κουζίνα αλλά μας διέκοψε ο Τζακ με την Κέισι και αγκχ... ήταν τόσο τέλειο, αν και παράκαηκαν οι φρυγανισμένες φέτες... 

Αυτό που τόσο καιρό διαβάζω σε βιβλία, βλέπω σε σαχλές ρομαντικές ταινίες, συμβαίνει και σε εμένα και νιώθω τέλεια. Βασικά παραπάνω από τέλεια. Υπερτέλεια. Δεν ξέρω αν υπάρχει αυτή η λέξη αλλά έτσι νιώθω.

Και δεν ξέρω αν ειμαι διατεθειμένη να διαλύσω όλο αυτό για κάποιον που μάλλον ποτέ δεν θα γυρίσει να με κοιτάξει γιατί με έχει βάλει για τα καλά στο φρεντζόουν.

Αλλά να μου πεις... Χριστούγεννα είναι; Ή ήταν τέλος πάντων. Το θαύμα των Χριστουγέννων δεν έχει ημερομηνία, σωστά; Αν γίνει και κανένα ακόμη θαύμα...; Βασικά όχι. Λέω βλακείες. Ούτε θαύματα, ούτε τίποτα. Ας μην γίνει τίποτα. Είμαστε πολύ καλά έτσι.

Λίγο, λίιιιιγο άβολα, αλλά δεν πειράζει.

Κατεβάζω τα πόδια μου από τα κάγκελα και παίρνω τον ζεστό καφέ στα χέρια μου. Το μπαλκόνι μου είναι το πλέον ιδανικό μέρος για να χαζεύεις την δύση του ήλιου. Τα καλοκαίρια ειδικά κάθε βράδυ μαζευόμαστε ή εδώ ή στης Μελίσσα και βλέπουμε τη δύση. Εδώ στριμωχνόμαστε στο μπαλκόνι και κυριολεκτικά καθόμαστε ο ένας πάνω στον άλλο, ενώ στην Μελίσσα αράζουμε ο καθένας σε μια ξαπλώστρα και πίνουμε τα μοχίτο μας. Χωρίς αλκοόλ φυσικά. Υποτίθεται.

Παρατηρώ τον ήλιο να χάνεται πίσω από μια πολυκατοικία και κουκουλώνομαι ακόμη περισσότερο με την ζακέτα. Αρχίζει να κάνει λίγο κρύο αλλά βαριέμαι να μπώ μέσα. Και δεν θέλω να μπω μέσα. 

<<Πως είσαι;>> ρωτάω εντελώς ξαφνικά και γυρίζει να με κοιτάξει παραξενεμένος. <<Εννοώ μετά από αυτό που έγινε με την Λόρεν>> πίνω μια γουλιά από τον καφέ μου. Τώρα γιατί έφτιαξα καφέ... δεν ξέρω. Είναι ήδη 6. Αν τον πιω όλο, δεν υπάρχει περίπτωση να κοιμηθώ το βράδυ. Εξαίσια!

Ξεφυσάει και χαμηλώνει τα μπατζάκια της φόρμας του. <<Εντάξει, κομπλέ>> απαντάει και τον κοιτάζω με σηκωμένο φρύδι.

Κομπλέ; Ένα απλό κομπλέ;

<<Είναι εντάξει να μου πεις. Δεν θα σου πω κάτι>> τον κλοτσάω με το πόδι μου και γελάει. 

<<Είμαι εντάξει, αλήθεια>> σμίγω τα φρύδια μου. <<Είναι λίγο κάπως, βέβαια...>> με κοιτάζει ξανά για επιβεβαίωση και γνέφω. <<Αλλά είμαι εντάξει>>

Οκευ. Ή τα αγόρια είναι ηλίθια ή δεν έχουν συναισθήματα. Μάλλον και τα δύο. 

<<Δηλαδή θες να μου πεις ότι δεν στεναχωρήθηκες ούτε λίγο; Τόσο δα;>>

Ανασηκώνει τους ώμους του. <<Όταν κάτι είναι να τελειώσει, θα τελειώσει Έιβερι>>

<<Ναι, αλλά όταν τελειώνει κάτι, δεν αισθάνεσαι σαν να σου λείπει κάτι; Σαν να έχεις ένα κενό μέσα σου;>> γυρνάω εξ ολοκλήρου προς το μέρος του και τον κοιτάζω.

<<Όχι. Γιατί όταν τελειώνει κάτι, πάντα αρχίζει κάτι άλλο. Δεν χρειάζεται να ξοδεύεις τον χρόνο σου κλαίγοντας και σκεπτόμενος τι πήγε λάθος ενώ θα μπορούσες κάλλιστα να συνεχίσεις την ζωή σου με κάποιον άλλο, με κάτι άλλο εν πάσει περιπτώσει>> 

Οκευ. Με ταπώνει συνέχεια με αυτά που λέει έτσι;

<<Έχεις βρει δηλαδή εσύ αυτό το κάτι άλλο ήδη;>> δεν κρατάω για άλλη μια φορά κλειστή την στοματάρα μου και ρωτάω. Δεν είναι ότι καίγομαι αν μου απαντήσει ή όχι... Αλλά πρέπει να μάθω.

Χαιδεύει την κούπα του. <<Ίσως>> απαντάει μονολεκτικά και νιώθω ότι το σαγόνι μου θα πέσει κάτω.

Ίσως;

ΙΣΩΣ;

Τι πάει να πει ίσως;

Ίσως τι; Ίσως βρήκε; Ίσως δεν βρήκε; Ίσως είμαι ηλίθια;

Ίσως με θέλει;

Σίγουρα όχι αυτό το ίσως...

Γυρνάω ξανά μπροστά μου. Δεν με νοιάζει. Καθόλου. Καθόλου μα καθόλου όμως.

<<Τέλεια>> απαντάω. Γυρνάει να με κοιτάξει και κάνω μια τιτανοτεράστια προσπάθεια να χαμογελάσω. <<Χαίρομαι για σένα>> οκευ. Φτάνει τόσα.

<<Πως είσαι με τον Μέισον;>> 

Ερώτηση παγίδα; 

<<Πολύ καλά, βασικά>>

Φαίνεται ότι μου έριξε την διάθεση; ΙΣΩΣ το κατάλαβε; ΙΣΩΣ;

<<Χαίρομαι>> απαντάει με το ίδιο ύφος με εμένα εξακολουθώντας να με κοιτάει.

Αγκχ θέλω να του βαρέσω μπουνιά. Τι τον νοιάζει πως είμαι με τον Μέισον; Σκέφτεται να κάνει κάτι ΊΣΩΣ;

Ο ήλιος πλέον έχει κρυφτεί εντελώς πίσω από την πολυκατοικία και έχει απλωθεί σκοτάδι. Μόνο το φως από κάτι λάμπες στον δρόμο δίνει λίγο φως και ευτυχώς δεν βλέπει πόσο κόκκινη είμαι από τα νεύρα.

Σηκώνομαι όρθια και στηρίζομαι στα κάγκελα. Τυλίγω τα χέρια μου γύρω μου. <<Αύριο θα έρθεις;>>

<<Που να έρθω πάλι;>> λέει και γελάω. Ναι, εγώ φταίω που τον καλώ κιόλας.

<<Η Μελίσσα κάθε χρόνο κάνει Πρωτοχρονιάτικο πάρτυ. Ξέρεις μαζευόμαστε αργά το βράδυ, μετράμε αντίστροφα και μετά παρτάρουμε ανελέητα>>

<<Εσύ παρτάρεις ανελέητα;>> με δείχνει με το δάχτυλο και κρατιέμαι να μην τον βρίσω.

Συγγνώμη κιόλας που εγώ κοιμάμαι πάντα κατά τις 2 όσο οι άλλοι κωλοχτυπιούνται.

<<Θα έρθεις;>> αγνοώ την ερώτησή του και εκείνος χαμογελάει, από όσο καταλαβαίνω. Μάλλον πρέπει να μπούμε μέσα γιατί σιγά σιγά δεν θα βλέπω τίποτα.

<<Θέλεις να έρθω;>>

Τι σκατά; Γιατί νομίζω ότι μου πετάει συνέχεια σπόντες;

<<Ε για να σου λέω να έρθεις, μάλλον θέλω, ξέρω γω;>>

Ανοίγει το κινητό του μάλλον για να δει κάτι και φωτίζεται το πρόσωπό του. Έχει αυτό το ηλίθιο στραβό χαμόγελο στα χείλη του και αγκχ εκνευρίζομαι όταν με κοροιδεύει.

<<Υποθέτω δεν έχω να κάνω κάτι αύριο βράδυ>> αφήνει το κινητό ανοιχτό πάνω στο γόνατό του μόνο για να φωτίζεται λίγο ο χώρος και ρολάρω τα μάτια μου.

Άνοιξε το κινητό για να δει αν έχει να κάνει κάτι αύριο; Τι ψωνάρα...

<<Μη μου πεις ότι δεν σου αρέσει ούτε η αλλαγή της χρονιάς. Βασικά, τι λέω. Προφανώς και δεν σου αρέσει>>

Γελάει δυνατά και τεντώνεται.

Οκευ. Το μπουφάν είναι που είναι κολλητό, κολλάει ακόμη περισσότερο όταν κάνει έτσι και πρέπει να πέσει φωτιά να με κάψει με αυτά που σκέφτομαι.

Ο Μέισον έχει καλύτερο σώμα και μασκουλά. Εχθές τα χάιδευα όσο εκείνος μάλλον ήταν με το ΙΣΩΣ μαζί.

Ίσως. Άκου εκεί ίσως...

<<Όσο παράξενο και αν σου φαίνεται, όταν ήμουν μικρός πάντα καθόμουν μέχρι αργά το βράδυ για να δω τα πυροτεχνήματα>>

Χαμογελάω. Τον φαντάζομαι μικρούλη να κοιμάται όρθιος αλλά να προσπαθεί να παραμείνει ξύπνιος μέχρι να αλλάξει η μέρα και να πετάγεται μόλις ακούει τα πυροτεχνήματα έξω από το παράθυρο.

Σαν τον Τζέις δηλαδή. 

<<Περίμενες τον Άγιο Βασίλη να σου φέρει τα δώρα;>> σταυρώνω τα χέρια μου. Ξέρω ήδη την απάντηση.

<<Ποτέ δεν πίστευα στον Άγιο Βασίλη, Έιβερι>> λέει χαμογελαστός και πατάει κάτι στο κινητό του μάλλον για να μην κλείσει.

Βάζω το χέρι μου στο μέτωπό μου και καλά σοκαρισμένη. <<Ε όχι. Δεν είναι δυνατόν. Δεν μπορώ να το πιστέψω!>>

<<Μα συγγνώμη, ήμουν συνειδητοποιημένο παιδί. Ήξερα ότι τα δώρα μου τα έπαιρνε ο μπαμπάς μου την παραμονή της Πρωτοχρονιάς>>

<<Α δηλαδή δεν έβαζες μπισκότα στο τζάκι μαζί με γάλα το βράδυ πριν πας για ύπνο;>>

Με κοιτάζει μπερδεμένος. <<Δεν είχαμε τζάκι>>

<<Καταλαβαίνεις τι εννοώ>>

Κουνάει το κεφάλι του. <<Προφανώς και όχι. Τέτοιες βλακείες δεν έκανα ποτέ. Απορώ ποιος το κάνει>> μουρμουρίζει και γνέφω αργά. Με κοιτάζει και ένα μεγάλο χαμόγελο απλώνεται στα χείλη του. <<Ήμουν σίγουρος!>>

Μα... μα δεν είναι κακό! Θέλω να πω... δεν πιστεύω στον Άγιο Βασίλη προφανώς αλλά... αν τύχει και έρθει να μην βρει κάτι να φάει; Νηστικό να τον αφήσω τον άνθρωπο. Μεγάλη γαιδουριά.

Του βγάζω την γλώσσα και κουνάει το κεφάλι του. <<Και αν θες να ξέρεις, πάντα τα βρίσκω φαγωμένα το πρωί>>

<<Ναι, είμαι σίγουρος!>>

Ξεφυσάω και κοιτάζω τον δρόμο. Υπάρχει αρκετή ησυχία αν και είναι ακόμη νωρίς.

Χτυπάει το κινητό μου και αμέσως το βγάζω από την τσέπη και είμαι σχεδόν σίγουρη ότι για λίγο γύρισε ο Ντομ το βλέμμα του προς το μέρος μου.

Μέισον: Θέλεις να περάσω αργότερα, μωράκι;

Χαζογελάω μόνη μου. Ακόμη όταν βλέπω τέτοια μηνύματα από τον Μέις ή όταν κάνουμε αρκετές ώρες βιντεοκλήση και δεν θέλουμε να κλείσουμε, δεν μπορώ να πιστέψω ότι όντως συμβαίνει αυτό που συμβαίνει μεταξύ μας.

<<Γιατί μοιάζεις με τον Πενυγουάιζ; Ποιος σου έστειλε μήνυμα;>> ρωτάει ο Ντομ και αμέσως σοβαρεύω.

Και πάντα συμβαίνει το ίδιο πράγμα. Κάθε φορά που γίνεται κάτι με τον Μέισον, ξεπετάγεται ο Ντομ. Μην πω σαν τι...

Και όλα ξαφνικά γυρίζουν. 

<<Ο Μέισον>> μουρμουρίζω και κοιτάζω το μήνυμα.

<<Α>> απαντάει ο Ντομ και σκέφτομαι τι να του γράψω.

Εννοείται πως θέλω να έρθει. Ήθελε να έρθει και πιο νωρίς αλλά πήγε για τρέξιμο και μετά ήρθε ο Ντομ και εμ... του είπα ότι θα του στείλω εγώ επείδή περίμενα να φύγει ο Ντομ, και μάλλον ξέχασα να του στείλω. Χεχ.

Όχι ότι ενοχλήθηκα που είναι ακόμη ο Ντομ εδώ ενώ περίμενα να κάτσει λίγο...

ΑΓΚΧ. ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΑΛΛΟ ΜΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ.

Σχεδόν αμέσως πετάγεται πάνω ο Ντομ και διορθώνει το μπουφάν του. <<Που πας;>> ρωτάω και κλείνω το κινητό μου.

<<Ε σπίτι. Έχω να παραδώσω μια εργασία μέχρι αύριο>> βάζει το κινητό και τα χέρια στις τσέπες του.

<<Μα είναι γιορτές, σας έχουν βάλει εργασίες;>>

<<Όταν έρθεις και εσύ στο Πανεπιστήμιο θα καταλάβεις>> απαντάει ειρωνικά και τραβιέμαι λιγάκι πίσω. Γιατί συμπεριφέρεται έτσι; Τι είπα.

Κάνει στην άκρη τις καρέκλες και παίρνει μαζί του την κούπα του. <<Θα την κατεβάσω εγώ κάτω>> μου λέει και μπαίνει μέσα στο δωμάτιο.

<<Εμ... θα έρθεις αύριο;>> φωνάζω και γυρίζει να με κοιτάξει πριν κλείσει την πόρτα του δωματίου πίσω του.

<<Θα έρθω Έιβ. Καληνύχτα>>

<<Καλη...νύχτα>> κλείνει αρκετά δυνατά την πόρτα και κάθομαι στην δικιά του καρέκλα που είναι ακόμη ζεστή.

Τι παθαίνει αυτός ο άνθρωπος; Ούτε περίοδο να είχε.

Ανοίγω ξανά το κινητό μου.

Εγώ: Σε περιμένω και τώρα αν θες.

Στέλνω και ξεφυσάω. Σηκώνομαι ξανά όρθια και στηρίζομαι στα κάγκελα. Τον βλέπω σχεδόν αμέσως να βγαίνει από την περίφραξη και να περπατάει γρήγορα με τα χέρια του στις τσέπες.

Κάποια στιγμή σταματάει και περιμένει στην διάβαση για να περάσει τον δρόμο. Έχω την εντύπωση ότι γύρισε προς το μέρος μου για να με κοιτάξει αλλά μάλλον είναι η ιδέα μου. Μπαίνω μέσα και κατεβάζω το παντζούρι. Στεναχωρημένη; Πληγωμένη; Δεν ξέρω τι στο διάολο.

Άκου εκεί ίσως...

~~~

Ελπίζω να σας άρεσε.

Τα λέμε στο επόμενο.

Φιλάκια. 

Ρίρι♥

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top