Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 🕰️


I just want you for my own
More than you could ever know,
Make my wish come true
All I want for Christmas is youuuuuu

Το τραγουδάω από το πρωί. Όλη μέρα.

Ναι. Καλά βλέπετε. Ανέβασα κεφάλαιο. Μην ρωτήσετε πως και γιατί. Το ένα μάτι μου έχει κλείσει και μπορεί να γράφω αρλούμπες

~~~

<<ΤΙ ΕΝΝΟΕΙΣ ΟΤΙ ΕΙΣΑΙ ΑΡΡΩΣΤΟΣ;>> φωνάζω στο τηλέφωνο και νιώθω ότι με άκουσε ακόμη και η κυρία Κατίνα από απέναντι.

<<Εννοώ, ότι ζαλίζομαι και βήχω σαν το γαιδούρι και χμ... τι άλλο; Α ναι, ΚΡΥΩΝΩ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ ΠΟΥ ΚΥΚΛΟΦΟΡΩ ΣΠΙΤΙ ΜΕ 24 ΖΕΥΓΑΡΙΑ ΚΑΛΤΣΕΣ>> μου λέει από την άλλη πλευρά και με πιάνει η καρδιά μου.

Γιατί; Γιατί όλα πρέπει να πηγαίνουν κατά διαόλου;

Μετά από ό,τι έγινε χθες, μετά από την αποτυχημένη μου προσπάθεια να τον φιλήσω, χωρίς εκείνος να το ξέρει βέβαια, δεν μιλήσαμε καθόλου. Καθόλου μα καθόλου.

Απλά εκείνος αφού ήρθε η μαμά με τον μικρό, τσέπωσε καμιά δεκαριά μελομακάρονα σε ένα ταπεράκι και έφυγε γρήγορα για το σπίτι του. Ή τουλάχιστον έτσι μου είπε.

Και εγώ τώρα φυσικά και είμαι έτοιμη να κλάψω από τα νεύρα. Κανονίσαμε σήμερα να έρθει ξανά από το σπίτι και να αράξουμε στο δωμάτιό μου, ΜΟΝΟΙ ΜΑΣ ΤΟ ΤΟΝΙΖΩ, μιας και η μαμά θα έφευγε για ένα σεμινάριο στην άλλη άκρη της πόλης και το μικρό ζιζάνιο θα πήγαινε στην γιαγιά του.

ΜΑ ΦΥΣΙΚΑ. ΕΓΩ ΝΑ ΜΗΝ ΣΤΑΥΡΩΣΩ ΓΚΟΜΕΝΟ. ΘΑ ΓΚΡΕΜΙΣΤΕΙ ΚΑΝΕΝΑΣ ΦΟΥΡΝΟΣ.

Τι λέω Χριστέ μου; Τι γκόμενος και βλακείες;

<<Ανέβασες πυρετό;>>

Πες όχι, πες όχι, πες όχιιιιιιι

<<Όχι βασικά>> ΝΑΙ! <<έβαλα πριν θερμόμετρο, μια χαρά είμαι>> τον ακούω αρκετά ταλαιπωρημένο και το μόνο που θέλω είναι να το κάνω μια αγκαλίτσα.

<<Άρα είσαι καλά!>> βγάζω το πόρισμα μόνη μου.

Τζίζους. Πόσο απεγνωσμένη ακούγομαι;

<<Έιβερι, μπορεί να μην έχω πυρετό αλλά είμαι σκατά>> βήχει λιγάκι και κατσουφιάζω.

<<Δηλαδή... είσαι πολύ άρρωστος;>> τρώω τα νύχια μου από τα νεύρα μου. Δεν ξέρω πως κρατιέται και δεν με βρίζει. Είμαι ηλίθια που ρωτάω και ξαναρωτάω το ίδιο πράγμα.

Ρίχνει ένα βηχαλάκι και ξεφυσάω. <<Έιβ, αλήθεια είμαι άρρωστος>> παραπονιέται και κρατιέμαι να μην βρίσω. <<Νομίζεις ότι σου λέω ψέματα;>> ρωτάει και συνοφριώνομαι.

<<Όχι, δεν είπα κάτι τέτοιο>> ανακάθομαι στον καναπέ και κοιτάζω το δέντρο. <<Γιατί να μου πεις ψέματα;>>

<<Νομίζεις ότι δεν θέλω να έρθω εκεί;>> ξαναρωτάει και μπερδεύομαι.

Δεν βγάζω που δεν βγάζω γενικώς άκρη μαζί του, αν είναι άρρωστος είναι ακόμη χειρότερα.

<<Πφφφ>> λέω επίτηδες δυνατά για να καταλάβει ότι δυσαρεστήθηκα. <<Εντάξει, σε αφήνω στην ησυχία σου τότε>> αποφεύγω να απαντήσω στην ερώτησή του.

<<Έιβερι>> λέει το όνομά μου ξανά <<νομίζεις ότι δεν θέλω να περάσω χρόνο μαζί σου;>> ξαναρωτάει πιο έντονα και χτυπάω το μαξιλάρι στο κεφάλι μου.

ΩΡΑΙΑ.ΤΙ ΤΟΥ ΛΕΣ ΤΩΡΑ;

<<Εεε δεν ξέρω>>

<<Σου έδωσα το δικαίωμα να νομίζεις ότι δεν θέλω να περνάμε χρόνο μαζί;>> ακούγεται τσαντισμένος.

Α εξαιρετικά. Μπράβο Έιβερι. Είναι άρρωστος και εσύ κατάφερες να τον τσαντίσεις. Μπράβο, όχι μπράβο.

<<Δεν είπα αυτό, μην αρπάζεσαι κατευθείαν>>

<<Αρπάζομαι γιατί υπονοείς ότι σε κοροιδεύω και ότι λέω ψέματα για να σε αποφύγω>> απαντάει εκνευρισμένος. <<Κάνουμε παρέα Έιβερι, είμαστε κάθε μέρα μαζί,...>>

<<Αυτό ακριβώς!>>

<<Τι πράγμα;>>

<<Είμαστε κάθε μέρα μαζί. Λογικό είναι να μην θες να βρεθούμε. Με έχεις βαρεθεί, σε καταλαβαίνω>>

Κρατιέμαι τόσο πολύ να μην κλάψω.

<<Τι λες τώρα;>> ακούγεται εντελώς μπερδεμένος και ξεφυσάω.

<<Σε αφήνω, καλύτερα να ξεκουραστείς. Θα μιλήσουμε αύριο>> του λέω και δεν απαντάει. <<Ντομ;>> ρωτάω <<Ντομ, με ακούς;>>

<<Ναι...>>

<<Σε αφήνω λέω>> επαναλαμβάνω. Ωχ, παίζει να θύμωσε;

<<Το άκουσα>> είναι τελείως ψυχρός. Σκατά. Θύμωσε.

<<Καληνύχτα>> του λέω και δεν περιμένω να μου πει και εκείνος τίποτα. Κλείνω το κινητό και το πετάω στον απέναντι καναπέ.

Είμαι ηλίθια.

Αλλά έχω δίκιο και το ξέρει.

Ναι αλλά είναι άρρωστος και εσύ ηλίθια του τα έψαλλες χωρίς λόγο...

ΑΓΚΧ ΤΟ ΞΕΡΩ.

Σηκώνομαι όρθια.

Θα του κάνω σούπα και θα του την πάω. Και επί τη ευκαιρία θα του μιλήσω.

Για τα πάντα.

(ταταταααααν)

Όχι εντάξει, δεν θα του εξομολογηθώ τον έρωτά μου, μην το χέσουμε κιόλας. Θα πάω να του ζητήσω συγνώμη. Γιατί είμαι όντως ηλίθια και του είπα τόσα πράγματα που από ό,τι κατάλαβα μάλλον εκείνος δεν τα πιστεύει για αυτό τσαντίστηκε.

Ωραία, πως φτιάχνεται η σούπα;

[...]

Κλασικά η πόρτα της πολυκατοικίας του είναι ανοιχτή. Για λίγο βέβαια με τρομάζει η ιδέα ότι αυτή η πόρτα μάλλον ξεχνιέται ανοιχτή και μπορεί να μπει ο καθένας μέσα. Από κλέφτες μέχρι άκυρες κοπέλες που φέρνουν σούπες σε άρρωστα αγόρια.

Να μην το κάνω μήπως; Είναι θυμωμένος, ακουγόταν από το τηλέφωνο. Μήπως είναι καλύτερα να τον αφήσω μόνο του και αύριο το πρωί με το που λαλήσουν τα κοκόρια να του φέρω την σούπα;

Ω ΣΚΑΣΕ ΚΑΙ ΑΠΛΑ ΜΠΕΣ ΜΕΣΑ.

Κοιτιέμαι για πρώτη φορά στον καθρέφτη δίπλα στο ασανσέρ όσο το περιμένω να έρθει. Έχω κλασικά τα μαύρα μου τα χάλια. Τα μαλλιά πάλι μέσα στο σκουφί, τα μάγουλα και η μύτη κόκκινα σαν να μην υπάρχει αύριο και η διάθεσή μου απεικονίζεται στα μάτια μου.

Νιώθω σκατά!

Φτάνω έξω από την πόρτα του για άλλη μια φορά όσο αναλύω στο μυαλό μου τα υπέρ και τα κατά του να του κάνω τέτοια έκπληξη.

Ή θα χαρεί που θα με δει και θα μου πει να περάσω,

ή θα εξακολουθεί να είναι θυμωμένος αλλά θα προσπαθήσει να το κρύψει,

ή θα μου φέρει την σούπα καπέλο.

Χτυπάω διστακτικά το κουδούνι και κοιτάζω την σκάλα στα αριστερά μου.

Προλαβαίνω να φύγω...

Τον ακούω να βήχει λιγάκι και έπειτα να μου ανοίγει την πόρτα. Είναι σκεπασμένος με μια γκρι χουχουλιάρικη κουβέρτα και φοράει κάτι πυτζάμες με... κάτσε, ΟΙ ΠΥΤΖΑΜΟΗΡΩΕΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΙ;

ΜΟΥ ΚΑΝΕΙΣ ΠΛΑΚΑ;

<<Τι κάνεις εδώ;>> ρωτάει και κρατιέμαι να μην γελάσω.

<<Σ-σου έφερα σούπα...>> του δείχνω το τάπερ. <<Επειδή είσαι κρυωμένος και ξέρεις... η σούπα βοηθάει στον πονόλαιμο ειδικά αν την φας ζεστή ζεστή...>>

<<Α μάλιστα, πρώτα λες ότι προσπαθώ να σε αποφύγω λέγοντάς σου ψέματα ότι είμαι άρρωστος και μετά μου φέρνεις σούπα;>>

Εξαιρετικά. Θα μου φέρει την σούπα στο κεφάλι.

Κάθομαι και τον κοιτάζω σαν χαζή. Τι να του πω. Ό,τι και να πω, θα είναι βλακεία.

<<Εμ... εντάξει. Φεύγω αν είναι>> μουρμουρίζω και σκύβω το κεφάλι μου. <<Τ-την σούπα κράτα την, α-αν θες>> του την δίνω στα χέρια και γυρνάω για να πατήσω το κουμπί του ασανσέρ.

Κρατήσου να μην κλάψεις, κρατήσου να μην κλάψεις...

<<Ει>> με πιάνει από τον αγκώνα. <<Συγνώμη, δεν το εννοούσα>> δικαιολογείται και γνέφω κοιτώντας κάτω. <<Κοίτα με>> επιμένει και σηκώνω το βλέμμα μου. <<Ευχαριστώ για την σούπα>> ψιθυρίζει και με κοιτάζει έντονα στα μάτια.

<<Δεν κάνει τίποτα>> προσπαθώ να χαμογελάσω αλλά δεν μου βγαίνει. Το ασανσέρ κατεβαίνει προς τα κάτω πριν προλάβω να μπω μέσα.

Κοιτάζει κάπου πίσω μου. <<Αν θες έλα μέσα>> προτείνει και κουνάω το κεφάλι μου. Το ξέρω ότι το λέει μόνο και μόνο για να μην αισθανθώ άβολα.

<<Όχι εντάξει, δεν ήρθα για να κάτσω>> λέω εν μέρη την αλήθεια. Ήθελα να κάτσω και να του κάνω παρέα γιατί είναι άρρωστος και... και όταν ο μπαμπάς μου ήταν άρρωστος... πάντα του έκανα παρέα και...

Ένα δάκρυ κυλάει από το μάγουλό μου και για κακή μου τύχη το βλέπει.

<<Τι έγινε;>> ρωτάει αναστατωμένος. <<Γιατί κλαις;>>

Ήταν τώρα ανάγκη να τον θυμηθώ; Μια γαμημένη καλή πράξη ήθελα να κάνω...

<<Ό-όλα καλά...>> σκουπίζω τα μάγουλά μου. <<Φεύγω>>

Δεν κάνω κάποιο βήμα και εκείνος ανοίγει την κουβέρτα του και με χώνει στην αγκαλιά του. Κρατιέμαι να μην κλάψω αλλά είναι τόσο δύσκολο. Είναι τόσο δύσκολο να θυμάμαι όλα αυτά που πέρασα μαζί του και στο τέλος δεν κατάφερα να του πω ούτε αντίο.

Είναι δύσκολο γαμώτο.

<<Ηρέμησε κορίτσι μου>> μου ψιθυρίζει και μου χαιδεύει τα μαλλιά. Κάποιοι λυγμοί μου ξεφεύγουν έτσι όπως είμαι κολλημένη πάνω στο στέρνο του και τελικά ενδίδω.

<<Σ-συγνώμη για π-πριν>> του λέω ανάμεσα στα αναφιλητά μου <<Ν-νιώθω ότι σου ει-είμαι βάρος>>

Μου χαιδεύει την πλάτη. <<Αυτό μην το ξαναπείς ποτέ>> μου ψιθυρίζει. <<Ποτέ!>>

Απομακρύνομαι από την ζεστή αγκαλιά του και σκουπίζω τα μάτια μου. <<Συγνώμη για αυτό, δεν μου αρέσει ν-να κλαίω μπροστά σε άλλους>> πατάω το κουμπί του ασανσέρ.

Νιώθω το βλέμμα του πάνω μου τόσο έντονα και αισθάνομαι άβολα που έκλαψα μπροστά του. Μπορεί να νομίζει ότι είμαι καμιά κλαψιάρα.

<<Τέλος πάντων, φεύγω. Κ-καληνύχτα>> του λέω και ανοίγω την πόρτα του ασανσέρ. Το χέρι του σχεδόν αμέσως κλείνει την πόρτα με δύναμη και με τραβάει πάνω του. <<Τ-τι;>> ρωτάω.

Η ανάσα του έξαλλη. Νιώθω ότι παίζω σε ταινία. Τι γίνεται;

Δεν μιλάει.

Γιατί δεν μιλάει καλέ;

Γέρνει περισσότερο προς το μέρος μου και με τον πιο υπέροχο και πανέμορφο και γλυκό τρόπο ακουμπάει τα χείλη του απαλά στα δικά μου.

Δεν με φιλάει. Δεν ανοίγει το στόμα μου για να χώσει άγρια την γλώσσα του όπως στα βιβλία που διαβάζω στο wattpad.

Απλά ακουμπάει τα χείλη του στα δικά μου απαλά, γλυκά, τρυφερά...

Νιώθω ότι θα λιποθυμήσω.

Τα πόδια μου τρέμουν. Βασικά τρέμω ολόκληρη.

Με φιλάει; Όντως ο Ντομ με φιλάει;

Που είναι οι κάμερες; Δεν υπάρχει περίπτωση αυτό να συμβαίνει όντως!

ΚΑΠΟΙΟΣ ΜΟΥ ΚΑΝΕΙ ΠΛΑΚΑ.

Βάζει τα χέρια του στην μέση μου και με τραβάει κατά πάνω του.

<<Είσαι ό,τι πιο σημαντικό υπάρχει στην ζωή μου>> μου ψιθυρίζει και λιώνω.

Και εσύ Ντομ. Αχ και να ξερες...











<<Έιβερι; Με ακούς;>>

Κάτσε τι; Που είμαι; Τι γίνεται;

Πώς που ποιος γιατί;

<<Καλά εγώ σου μιλάω και εσύ κοιμήθηκες;>>

Τι; Κοιμήθηκα;

ΟΧΙ ΚΑΛΕ. ΕΓΩ ΤΟΣΗ ΩΡΑ ΦΙΛΙΟΜΟΥΝ ΜΕ ΤΟΝ ΝΤΟΜ ΔΙΠΛΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΣΑΝΣΕΡ ΤΙ ΛΕΕΙ ΑΥΤΟΣ;

<<Εεε;>> μουρμουρίζω και ανοίγω τα μάτια μου.

ΣΚΑΤΑ.

ΟΝΕΙΡΟ ΕΒΛΕΠΑ;

ΓΑΜΩ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ!!!!!!!!!!!!!!

<<Κοιμήθηκες ρε κορίτσι μου;>> μου γκρινιάζει από την άλλη πλευρά της γραμμής και ανασηκώνομαι μπερδεμένη. <<Τόση ώρα δεν άκουσες Χριστό από ό,τι σου είπα;>>

Όνειρο έβλεπα.

Γαμώτο!

<<Είσαι όντως άρρωστος;>> τον ρωτάω για να επιβεβαιωθώ. Μπορεί και το ότι είναι άρρωστος να ήταν στο όνειρό μου, ποιος ξέρει;

<<ΕΝΤΑΞΕΙ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΑΡΡΩΣΤΟΣ ΜΕ ΕΦΑΓΕΣ. ΔΕΝ ΕΧΩ ΠΥΡΕΤΟ ΑΡΑ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΑΡΡΩΣΤΟΣ. ΑΜΑΝ>> φωνάζει και έπειτα βήχει.

Σκατά. Είναι άρρωστος.

Ξεφυσάω. Είμαι ηλίθια.

Είμαι πολύ μεγάλη ηλίθια. Πολύ μεγάλη ηλίθια που είναι ερωτευμένη με τον Ντομ.

Κάτσε.

Τι;

ΕΙΜΑΙΕΡΩΤΕΥΜΕΝΗΜΕΤΟΝΝΤΟΜΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ




~~~

χιχιχιχι

είμαι κακιά το ξέρω.

Αλλά μην μου αγχω. Όλα στην ώρα τους ;)

Πολλά πολλά χριστουγεννιάτικα φιλάκια.

Πάω για ύπνο γιατί είμαι ντεντ.

Τα λέμε αύριοοοο

Ριρι♥

•20 DAYS LEFT🎄🎁🎇•

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top