Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 🎆
Όσες παίζετε αμονγκ ας, πείτε μου, γιατί μου ήρθε φοβερή ιδέα να κάνουμε μιτ απ αλά αμονγκ ας. Πείτε μου δίπλα για να συνεννοηθούμε.
~~~
<<Και εγώ γιατί πρέπει να φύγω από το σπίτι, είπαμε;>> ρωτάει για εκατοστή φορά η μητέρα μου και αναστενάζω εκνευρισμένη.
<<Γιατί έτσι. Θα πάρεις και τον Τζέις μαζί>> της δείχνω τον γιο της που κάθεται πάνω στο τραπέζι της κουζίνας αμέριμνος και τρώει τα ντόνατς που έφερα το πρωί από τον φούρνο.
<<Εσύ τι θα κάνεις εδώ μόνη;>> σταυρώνει τα χέρια της και κοιτάζω διακριτικά την ώρα. 6 παρά 10. Αν δεν φύγουν σε 5 λεπτά θα τους ρίξω στο τζάκι. Και τους δύο.
Ξέρω ότι ο Ντομ ντρέπεται. Και προφανώς δεν υπήρχε περίπτωση να του πω να έρθει σπίτι και να είναι παρούσα και η μαμά μου. Δεν θα τον άφηνε σε χλωρό κλαρί.
Περιττό να πω ότι ήδη νομίζει πως έχω σχέση με τον Ντομ, παρόλο που δεν τον ξέρει καν.
Λέει, ότι δεν είναι λογικό να μιλάω κάθε μέρα μαζί του επί τρεις ώρες και να μην συμβαίνει τίποτα μεταξύ μας.
Αχ, μαμά. Που να ξέρες.
<<Εγώ κάλεσα στο σπίτι μια συμμαθήτριά μου για να κάνουμε την εργασία που σου είπα>> της δίνω κυριολεκτικά τα παπούτσια στο χέρι και πηγαίνω στην κουζίνα. <<Επειδή κάνετε φασαρία, ΜΗΝ ΤΟ ΑΡΝΗΘΕΙΣ ΚΑΝΕΤΕ ΠΟΛΥ ΦΑΣΑΡΙΑ>> τονίζω και κατεβάζω τον Τζεις από τον πάγκο όσο εκείνος μασουλάει το 8ο ντόνατ <<πρέπει δυστυχώς να φύγετε γιατί πρέπει να συγκεντρωθούμε>>
<<Μα το σχολείο σας είναι κλειστό>> λέει φορώντας το μπουφάν της. <<Πως θα παραδώσετε την εργασία;>> κυριολεκτικά σπρώχνω τον μικρό πάνω της και πετάω τα κασκόλ και το σκουφί στο κεφάλι του.
Αμάν αυτή η γυναίκα! <<Θα την στείλουμε με φαξ. ΆΝΤΕ ΦΥΓΕΤΕ>>
<<ΩΧΟΥ ΕΝΤΑΞΕΙ>> φωνάζει κι αυτή και παίρνει την τσάντα της. Βάζει τα παπούτσια στον μικρό. <<Στην γιαγιά σου θα πάμε>> αρπάζει τα κλειδιά της <<όταν τελειώσετε με την εργασία πάρε με τηλέφωνο για να έρθω, εντάξει;>> μου αφήνει ένα φιλί στο μέτωπο και εγώ την σπρώχνω στην πόρτα.
<<Ναιναιναι>> ανοίγω την εξώπορτα, <<Καλά να περάσ->>
<<Εμ χαίρεται!>>
ΟΧΙ ΡΕ ΓΑΜΩΤΟ!
ΟΧΙ ΤΗΝ ΑΤΥΧΙΑ ΜΟΥ ΜΕΣΑ.
Κοιτάζω τον Ντομ που έχει μείνει κάγκελο κρατώντας ένα κουτί με γλυκά στα χέρια του και κοιτάζοντας μια εμένα, μια την μαμά και μια τον Τζέις που χαμογελάει χωρίς λόγο.
Η μαμά μου καθαρίζει τον λαιμό της. <<Αυτή είναι η συμμαθήτρια που μου έλεγες;>> με ρωτάει χαμηλόφωνα κοιτάζοντας τον Ντομ από πάνω μέχρι κάτω.
ΣΚΑΤΑ.
ΤΩΡΑ ΘΑ ΤΑ ΑΚΟΥΣΩ ΑΓΡΙΑ.
<<Μαμά, να σου εξηγήσω>> ψιθυρίζω αλλά μου σηκώνει το χέρι.
<<Χάρηκα>> απλώνει το χέρι της στον Ντομ που για λίγο κομπλάρει και δεν ξέρει που να αφήσει τα γλυκά. Του τα παίρνω μέσα από τα χέρια. <<Νάταλι, η μαμά της Έιβερι>> του λέει με γλυκιά φωνή και ακόμη και εγώ δεν αναγνωρίζω την μαμά μου.
Υπό κανονικές συνθήκες θα μου τα έψελνε ασύστολα, αλλά για κάποιον παράξενο λόγο είναι πολύ... καλή;
<<Εεεεε... ναι κι εγώ>> ψέλνει ο Ντομ και ρολάρω τα μάτια μου. <<Εννοώ δηλαδή... ότι είμαι ο Χάρηκα, κι εγώ Ντομ>> τον κοιτάζω μπερδεμένη <<τι λέω; Εμ εννοώ ότι είμαι ο Ντομ, χάρηκα>> καταφέρνει να πει σωστά την πρόταση και κρατιέμαι να μην γελάσω.
<<Εμείς πρέπει να φύγουμε>> λέει η μαμά μου παίρνοντας στην αγκαλιά της τον Τζέις ο οποίος για κάποιον εξίσου περίεργο λόγο κοιτάζει τον Ντομ και σκάει στα γέλια.
Βασικά, τι περίεργο λόγο; Έχει γίνει κατακόκκινος σαν πασχαλινό αυγό. Λογικό να γελάει το παιδί.
<<Όταν... τελείωσετε, πάρε με>> μου λέει συνομωτικά η μαμά και γουρλώνω τα μάτια μου. <<Την εργασία όταν τελειώσετε, Έιβερι>>
<<ΜΑΜΑ!>>
Ο Ντομ περνάει διστακτικά μέσα και βλέπω την μαμά να με κοιτάζει πονηρά. Την πλησιάζω σαν βρεγμένη γάτα.
<<Αυτή είναι η συμμαθήτρια σου ε;>> ψιθυρίζει και ο Τζέις με κοιτάζει και αυτός με πονηρό ύφος.
<<Μαμά, αλήθεια δεν...>>
<<Άσε τα ψέματα>> κοιτάζει προς τα μέσα. <<Ωραίο το παλικάρι, πάντως>> γουρλώνω τα μάτια μου. Αφήνει τον μικρό κάτω και του κλείνει τα αφτιά. <<Προφυλακτικά έχω στο πρώτο συρτάρι στο κομοδίνο μου>>
<<ΜΑΜΑ ΕΛΕΟΣ!!!>> ουρλιάζω και τραβιέται.
<<Για να ξέρεις στο είπα, παιδί μου, τι ουρλιάζεις;>> ω τέλεια, έχω γίνει και εγώ τόσο κόκκινη όσο ο Ντομ. <<Φαίνεται σοβαρό παιδί, εκμεταλλεύσου τον>>
<<ΜΑΜΑ ΣΤΟ ΚΑΛΟ>> σφίγγω το κουτί με τα γλυκά και μπαίνω μέσα στο σπίτι κλείνοντας την πόρτα πίσω μου.
Ο Ντομ στέκεται ακίνητος χωρίς να έχει βγάλει καν το μπουφάν του και με κοιτάζει χαμογελαστός. <<Η μαμά σου είναι το κάτι άλλο>> μου λέει και στηρίζομαι στην πόρτα.
<<Το ξέρω. Της είπα να φύγει για να αποφύγω όλη αυτή την κατάσταση>> διευκρινίζω και πηγαίνω στην κουζίνα για να βάλω το κουτί στο ψυγείο.
<<Εε εντάξει μωρέ, δεν είπε και τίποτα>> αφήνει τα πράγματά του στον καλόγερο και έρχεται από πίσω μου.
Τον αγριοκοιτάζω. <<Ένα σου λέω. Μου είπε που έχει τα προφυλακτικά>> λέω και μένει κάγκελο.
Ωχ, έκανα βλακεία που το είπα;
Ιιιιιι θα νομίζει ότι όντως θέλω να κάνουμε σεξ.
Ιιιιιιιιιιιιιιιιι.
<<Εννοώ...>> πάω να πω αλλά δεν προλαβαίνω για σκάει στα γέλια.
Τον βλέπω να διπλώνεται στα δύο και να κοντεύει να πέσει στο πάτωμα όσο γελάει δυνατά.
Εντάξει ρε αδελφέ. Δεν ήταν και τόσο αστείο.
Τον κοιτάζω απορημένη και προσπαθώ να κρύψω την ενόχλησή μου από το γέλιο του.
Σηκώνεται όρθιος και σκουπίζει τα μάτια του.
<<Πωπω, έχω να γελάσω έτσι πάρα πολύ καιρό>> λέει με το ζόρι και χαμογελάω ανόρεκτα.
ΝΑΙ ΝΑΙ ΠΕΘΑΝΑΜΕ ΣΤΑ ΓΕΛΙΑ.
Πόσα να αντέξω η δύσμοιρη; Πόσα άλλα χτυπήματα;
Έρχεται προς το μέρος μου και μου ανακατεύει τα μαλλιά. <<Μη μου πεις ότι η μαμά σου νομίζει ότι τα έχουμε>> ρωτάει και από μέσα μου φορτώνω άγρια.
<<Ναι, βασικά μπορεί και να το νομίζει>> ανασηκώνω τους ώμους μου και τον βλέπω που είναι έτοιμος να ξαναγελάσει. <<Αλλά θα της πω ότι είμαστε μόνο φίλοι, μη σκας>> λέω το τελευταίο με υφάκι και φεύγω από την κουζίνα.
<<Δεν μπορώ να τους καταλάβω τους γονείς>> ακούω την φωνή του και γυρνάω να τον κοιτάξω. Ανεβαίνει στον πάγκο και κάθεται άνετος. <<Βλέπουν ένα κορίτσι να κάνει παρέα με ένα αγόρι και ΤΣΟΥΠ νομίζουν ότι έχουν σχέση ή κάτι τέτοιο>> σχολιάζει και εγώ γνέφω όσο ψάχνω τον φορτιστή μου.
Για να του τον φέρω στο κεφάλι.
<<Εσύ πιστεύεις στην φιλία μεταξύ αγοριών και κοριτσιών;>> ρωτάει και σταματάω να ψάχνω.
Τον πλησιάζω απειλητικά. <<Όχι και ναι>> παραδέχομαι και με κοιτάζει μπερδεμένος. <<Με όσα αγόρια έκανα παρέα στο παρελθόν, μου την έπεφταν, το είχαν παραδεχτεί. Παρόλα αυτά η παρέα μου έχει αγόρια εκ των οποίων ο ένας τα έχει με την Κέισι, την κολλητή μου, και ο άλλος με όλο τον υπόλοιπο γυναικείο πληθυσμό>> λέω χαριτολογώντας και γελάει. <<Απλά πιστεύω ότι τα περισσότερα αγόρια όταν μιλάνε σε εμάς, είναι αποκλειστικά για να μας την πέσουν>> καθαρίζει τον λαιμό του. <<Ναι, εντάξει εκτός από εσένα>>
<<Εμένα δεν χρειάζεται να με φοβάσαι>> μου υπενθυμίζει και χαμογελάω ξινά. Σαν την γκόμενά του την ξινίλω. <<Για κάποιον λόγο πίστευα ότι κάνεις αποκλειστικά παρέα με αγόρια>> μου λέει και σηκώνω το φρύδι. <<Είσαι άνετη, τουλάχιστον με εμένα είσαι φουλ άνετη. Λες και είμαι κολλητός σου>>
ΝΑΙ. ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΕΙΜΑΙ ΤΟΣΟ ΑΝΕΤΗ. ΤΟ ΒΡΗΚΕΣ.
<<Με όλους έτσι είμαι>> ανασηκώνω τους ώμους μου και πηγαίνω στο ψυγείο.
<<Αυτό μου αρέσει σε εσένα>> γυρνάει προς το μέρος μου και κουνάει τα πόδια του. Χαμογελάω χωρίς να με βλέπει. <<Αυτή η άνεσή σου μου αρέσει πάρα πολύ. Νιώθω λες και σε ξέρω χρόνια>>
Αφήνω το βούτυρο, το γάλα και τα αυγά δίπλα του στον πάγκο. <<Εσύ; Πιστεύεις στην φιλία μεταξύ αγοριών και κοριτσιών;>>
<<Αμε>>
<<Όντως;>>
<<Φυσικά. Αρκεί να μην υπάρξει ποτέ ξέρεις... έλξη. Να μην δεις την φίλη σου ποτέ ερωτικά>>
<<Αν την δεις;>> το παρατραβάω. Το νιώθω. <<Τι γίνεται τότε;>>
<<Τότε είναι δύσκολα τα πράγματα>> ξύνει το σβέρκο του. <<Όταν είσαι σε σχέση, δεν πρέπει να δεις κανέναν άλλο ερωτικά πέρα από την κοπέλα σου, σωστά;>> ρωτάει και γνέφω.
Ω τέλεια. Εξαιρετικά!
<<Βέβαια, όταν έρχεσαι με κάποιον πάρα πολύ κοντά, όσο φίλος σου και αν είναι, κάποια στιγμή είναι λογικό να αισθανθείς και κάτι παραπάνω>> πηγαίνω στο ντουλάπι για να βγάλω το αλεύρι. <<Αν μέχρι τότε δεν είσαι σε σχέση, δεν θα υπάρχει πρόβλημα αν γίνει όντως κάτι, έτσι;>> τον βλέπω να κατεβαίνει από τον πάγκο και να με κοιτάζει χαμογελαστός.
<<Συμφωνώ!>> η αλήθεια είναι ότι δεν πολυάκουγα τι έλεγε.
<<Χαίρομαι που συμφωνείς, Έιβερι>> λέει χαμογελαστός και τον κοιτάζω περίεργα.
Σε τι συμφώνησα;
Κοιτάζει πάνω στον πάγκο. <<Γιατί τα έβγαλες όλα αυτά; Τι θα κάνουμε;>>
Χαμογελάω εγώ πονηρά τώρα. <<Λοιπόν...>> φεύγω από κοντά του και πηγαίνω από την άλλη πλευρά του πάγκου. <<Φαντάζομαι ότι επειδή δεν σου αρέσουν τα Χριστούγεννα, δεν σου αρέσουν καθόλου και τα γλυκά που τρώνε αυτές τις μέρες>>
<<Μη μου πεις ότι...>>
Γελάω. <<Μελομακάρονα ή κουραμπιέδες;>>
<<Όντως; Θα με βάλεις να μαγειρέψω; Όντως τώρα;>> ρωτάει και γνέφω. <<Τι σου έχω κάνει;>>
Δεν με θέλεις, βασικά.
<<Μαζί θα τα κάνουμε>> βγάζω δύο ποδιές από το συρτάρι και του πετάω την μια. <<Τι πιο ωραίο από το να κάνεις γλυκά για τα Χριστούγεννα; Μπαίνεις εντελώς στο κλίμα>> λέω χαρούμενη και χοροπηδάω σαν την χαζή.
<<Μα δεν ξέρω τίποτα από κουζίνα>> παίρνει ένα αυγό στο χέρι του και το εξετάζει διεξοδικά. Ξέρει ότι είναι αυγό;
<<Και επίσης...>> πηγαίνω στην τηλεόραση. <<Πως θα μπούμε στο μουντ αν δεν ακούμε ένα τέλειο Χριστουγεννιάτικο πλέιλιστ από τέλεια τραγούδια;>>
<<Όχι, μη, πόσα να αντέξω;;;>> σκύβει το κεφάι του και γελάω σαν την κακιά μάγισσα.
<<Έλα μην γκρινιάζεις! Ξεκινάμε!!>>
[...]
<<ΠΕΙΝΑΩ>> ανακοινώνει και με κοιτάζει μουτρωμένος.
Όχι μόνο δεν βοήθησε, έβγαλε την ποδιά του, την πέταξε στο πάτωμα, έκανα εγώ όλη την δουλειά ενώ εκείνος έπαιζε my talking Tom στο κινητό μου και έβγαζε φωτογραφίες.
Σκουπίζω το τελευταίο πιάτο και κοιτάζω τον φούρνο. <<Παίζει να είναι έτοιμα>> παίρνω το γάντι της κουζίνας και βγάζω το ταψί με τα μελομακάρονα έξω. <<Φαίνονται τέλεια>> του τα δείχνω και κάνει μουτσουνάκια.
<<Καμμένα είναι!>>
<<Τέλεια βγήκαν, σκάσε>> παίρνω το μπολ με το σιρόπι και τα βουτάω εκεί μέσα.
<<Δεν μου αρέσουν!>> σταυρώνει τα χέρια του και χτυπάει κάτω το πόδι του.
<<Σταμάτα!>>
<<Θέλω να φύγωωωωωωωω>> γκρινιάζει και ρολάρω τα μάτια μου.
Τα κάνω όλα χωρίς να του απαντήσω κάτι. Αφού τελείωσω αφήνω την πιατέλα πάνω στον πάγκο και του δίνω μια χαρτοπετσέτα. <<Ορίστε, δοκίμασε!>>
<<Δεν θέλω>>
<<ΦΑΕ ΕΙΠΑ>>
Παίρνει ένα, το μυρίζει με κοιτάζει εκνευρισμένος και δαγκώνει ένα νανοελάχιστο κομμάτι. <<Μπλιαχ>> λέει καθώς μασάει.
Παίρνω και εγώ ένα και δαγκώνω. <<Τι λες; Βγήκαν τέλεια>> λέω μπουκωμένη και γελάει. <<Είσαι ηλίθιος>> τον σπρώχνω. <<Όντως δεν σου άρεσαν;>>
<<Εντάξει, έτσι κι έτσι>> το βάζει όλο στο στόμα του και γελάω.
Φαντάσου να μην του άρεσαν κιόλας.
<<Έγιναν πάρα πολύ ωραία>> μας βάζω από ένα ποτήρι νερό και τον βλέπω να παίρνει ακόμη ένα και να το μπουκώνει στο στόμα του.
<<Μωρέ μπράβο>> λέει με το ζόρι και με κοιτάζει όσο στηρίζεται στον πάγκο. <<Θα σε πάρω σπίτι να μου μαγειρεύεις>> λέει και γελάω.
<<Θα με πληρώνεις>>
<<Η Λόρεν δεν ξέρει να βράζει ούτε αυγό>>
Ήμουν σίγουρη. Αυτή η ξινομούρα σιγά μην ξέρει καν τι είναι το αυγό.
<<Ε δεν πειράζει, μπορεί να είναι σε άλλα πράγματα καλή>> μαζεύω τα ψίχουλα και αποφεύγω το βλέμμα του. Ο ώμος του αγγίζει τον δικό μου και αρχίζω σιγά σιγά να αισθάνομαι άβολα.
<<Έχεις δίκιο>> ψιθυρίζει και παίρνει μια βαθιά ανάσα.
<<Όλα καλά μεταξύ σας;>> ρωτάω και τσαλακώνω μια χαρτοπετσέτα.
Πες όχι, πες όχι, πες όχι...
<<Ναι όλα κομπλέ>> λέει και κοιτάζει έξω από το παράθυρο.
<<Χαίρομαι>>
Με κοιτάζει. <<Κι εγώ>> απαντάει.
Γιατί είμαστε τόσο κοντά για ακόμη μια φορά;
Γιατί θέλω να με φιλήσει πάλι;
Γιατί δεν κάνει καμία κίνηση να με φιλήσει;
Α ΝΑΙ. ΕΠΕΙΔΗ ΜΕ ΤΗΝ ΛΟΡΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΛΑ ΚΟΜΠΛΕ. ΤΟ ΞΕΧΑΣΑ.
<<Αυτό που είπες πριν>> ξεκινάω να λέω και με κοιτάζει έντονα <<για το αν έρθεις με κάποιον φίλο σου πιο κοντά, ότι είναι... ξέρεις είναι λογικό να αισθανθείς κάτι παραπάνω>>
<<Ναι;>>
<<...ισχύει και για σένα;>>
ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ ΤΙ ΡΩΤΑΩ;
ΑΣ ΜΕ ΜΑΖΕΨΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ.
Χαμογελάει και με πλησιάζει ακόμη παραπάνω.
Νιώθω τα χέρια μου να ιδρώνουν.
<<Φυσικά>> απαντάει ψιθυριστά και τον βλέπω να κοιτάζει τα χείλη μου. <<Γιατί ρωτάς;>>
Ωραία. Θα τον φιλήσω εγώ.
Παίρνω μια κοφτή ανάσα.
ΚΑΝΤΟ.
<<ΗΡΘΑΜΕΕΕΕΕ>> ακούω την φωνή της μαμάς μου και την εξώπορτα να ανοίγει και σχεδόν αμέσως πετάγομαι 3 μέτρα μακριά του. Ο Ντομ πηγαίνει από την άλλη πλευρά του πάγκου και κάθεται στο σκαμπό, ενώ εγώ στηρίζομαι στον νεροχύτη.
Τον κοιτάζω να ξύνει για άλλη μια φορά το σβέρκο του και καταλαβαίνω αμέσως ότι αυτό το κάνει όταν αισθάνεται άβολα.
<<Ειβερι, τι μυριίζει έτθι;;;;>> έρχεται ο Τζέις στην αγκαλιά μου.
<<Έκανα μελομακάρονα>> του λέω και τον αφήνω να φάει.
Ο Ντομ με κοιτάζει και αποφεύγω το βλέμμα του.
Καλά πήγε και αυτό...
~~~
Πωπω.
Πολύ κακό.
Τι τιμ είστε λοιπόν; Μελομακάρονα ή Κουραμπιέδες. Να γίνει μπιφ θέλω.
Εγώ είμαι τιμ μελομακάρονα. Αν και τα τρώω και τα δύο χεχ.
Επίσης ΑΝΕΒΑΣΑ ΔΥΟ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΣΗΜΕΡΑ. ΝΑ ΤΟ ΣΧΟΛΙΆΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΑΥΤΟ.
Ελπίζω να σας άρεσε και να έχετε ταυτιστεί λίγο με την ατυχία της Έιβερι.
Αυτό το κορίτσι θα σταυρώσει γκόμενο όταν σταυρώσω και εγώ.
ΔΗΛΑΔΗ ΠΟΤΕ.
Άντε τα λέμε αύριοοο♥
Πολλά πολλά χριστουγεννιάτικα φιλάκια♥
Ρίριιιιι
•21 DAYS LEFT🎄🎁🎇•
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top