Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου ❄️
Ξεκίνησα να το γράφω χθες γιατί είχα όρεξη όσο ήμουν ξαπλωμένη στον καναπέ τυλιγμένη σαν ντολμας με την κουβέρτα διπλα στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Επίσης είμαι πτώμα. Ναι, γύρισα σπίτι, ο αδελφός μου ενθουσιάστηκε τόσο πολύ λες και είδε τους πυτζαμοήρωες από κοντά και εγώ απλά προσπαθώ να συνηθίσω το γεγονός ότι το δωμάτιό μου είναι πιο ροζ και από το μέλλον μου.
~~~
<<Πως περνάτε;>>
<<ΕΙΝΑΙ ΤΕΛΕΙΑ. ΕΙΝΑΙ ΤΡΕΛΑΑΑ>> ακούω την κολλητή μου για πρώτη φορά μετά από σχεδόν μια εβδομάδα και απομακρύνω το κινητό από το αφτί μου επειδή όλοι ξέρουμε ότι τσιρίδα της Κέισι μπορεί να σε αφήσει παντελώς κουφό.
Πήγαν σε ένα τέλειο σαλέ δύο ώρες μακριά από την πόλη. Σχεδόν όλη η παρέα.
Βασικά όχι. Όλη η παρέα εκτός από εμένα.
Γελάω και συνεχίζω να περπατάω κατεβάζοντας το σκουφί μου τόσο όσο ώστε να καλύπτει και τα αφτιά μου.
<<Πότε θα γυρίσετε; Έχω νέα>>
<<Μισό να ρωτήσω. ΤΖΑΑΑΑΑΚΚ...>> κυριολεκτικά ουρλιάζει για ακόμη μια φορά και ξανααπομακρύνω το κινητό. <<ΠΟΤΕ ΘΑ ΦΥΓΟΥΜΕΕΕΕ;;;>>
Φτάνω έξω από την πολυκατοικία του Ντομ και παρατηρώ ότι η πόρτα είναι ανοιχτή. Ευτυχώς. Ήθελα σήμερα να του κάνω έκπληξη. Μου είχε πει βέβαια ότι έχει μαθήματα μέχρι αργά το βράδυ, αλλά... πφ αλλά ήθελα να τον δω, εντάξει;
Μετά το χθεσινό, έχω πάψει να σκέφτομαι λογικά. Ήμασταν υπερβολικά κοντά, αγκαλιαστήκαμε, κοιτούσαμε ο ένας τα χείλη του άλλου, ήταν τόσο...
Έχει κοπέλαααααα, τραγουδάει το υποσυνείδητό μου.
Χέστηκα.
Εγώ τον ανάγκασα να δει χριστουγεννιάτικες ταινίες και να βγει έξω με -2 βαθμούς Κελσίου και να παίξει χιονοπόλεμο μαζί μου. Η κοπέλα του τι έκανε;
<<Κυριακή πρωίιιι>> λέει η Κέισι στο τηλέφωνο και με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Μπαίνω στο ασανσέρ και πατάω το κουμπί για τον 5ο. <<Τι νέα έχεις;>>
Χαμογελάω. <<Δεν φαντάζεσαι>>
<<ΒΡΗΚΕΣ ΓΚΟΜΕΝΟ;>> τσιρίζει.
<<Όχι, βασικά...>>
<<ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ ΒΡΗΚΕ ΓΚΟΜΕΝΟ. ΘΑ ΤΡΕΛΑΘΩΩΩΩ>>
<<Σκάσε! Δεν βρήκα γκόμενο>> την επιπλήττω και μουγκρίζει. Το ασανσέρ σταματάει ομαλά και βγαίνω έξω. Στέκομαι έξω από την πόρτα χωρίς να χτυπήσω κουδούνι. <<Είναι ένα νέο παιδί που γνώρισα. Και είναι πολύ καλός και ευγενικός και καλός και...>> ψιθυρίζω. Ώρα είναι να με ακούσει να λέω τέτοια πράγματα για αυτόν...
<<Καιιιιι;;;>>
<<Είναι φίλος. Αυτό μόνο>> τονίζω και την προλαβαίνω πριν κάνει παράπονα. <<Σε αφήνω τώρα. Θα μιλήσουμε άλλη μέρα>> της στέλνω ένα φιλί και τερματίζω την κλήση.
Δεν προλαβαίνω να χτυπήσω το κουδούνι και ακούω από μέσα μια φωνή.
Γυναικεία φωνή.
Ώπα. Κάτσε. Τι;
Παίρνω βιαστικά το δάχτυλό μου από το κουδούνι και ακουμπάω προσεκτικά στην πόρτα.
<<Για ποιόν λόγο μου συμπεριφέρεσαι έτσι;>>
Ωχ. Ή έχω παραισθήσεις ή αυτή η γυναικεία φωνή είναι της κοπέλας του.
Άχου να δεις πως την είπε...
<<Τι εννοείς Λόρεν;>> μπράβο, Λόρεν την λένε. <<Πως ακριβώς σου συμπεριφέρομαι;>>
Ακούω τα παπούτσια της να πηγαίνουν πέρα δώθε. <<Ήρθα εδώ. Ταξίδεψα τόσα χιλιόμετρα για να σου κάνω έκπληξη, και ποια είναι η αντίδρασή σου; Με κοιτάς λες και είμαι ξένη. Πάω να σε φιλήσω και τραβιέσαι. Τι συμβαίνει, Ντομ;>>
Ω σκατά.
Αχ είμαι γαιδούρα που κάθομαι και κρυφακούω ενώ τσακώνονται, έτσι;
Μιλήστε λίγο πιο δυνατά όμως...
<<Δεν σε καταλαβαίνω, ειλικρινά. Σου είπα, έχω μέχρι τις 9 μάθημα, μπορείς να περιμένεις τρεις ώρες; Μετά θα σου δώσω όσα φιλιά θες>> της λέει ήρεμος. Σπάνια συγχίζεται αυτό το παιδί, από ό,τι έχω καταλάβει.
<<Όχι, δεν χρειάζεται. Κάνε το μάθημά σου, εγώ φεύγω>> λέει αρκετά δυνατά και το δευτερόλεπτο που συνειδητοποιώ ότι μάλλον φεύγει, γυρνάω για να κατέβω τρέχοντας τις σκάλες.
Μόνο που φυσικά και δεν προλαβαίνω.
Η πόρτα ανοίγει και εγώ γυρνάω απότομα ενώ παραλίγο να χάσω την ισορροπία μου και να γκρεμοτσακιστώ στις σκάλες.
Ουάου.
Αν αυτή είναι η Λόρεν, τότε δεν υπάρχει καμία περίπτωση να γυρίσει ποτέ να με κοιτάξει ο Ντομ.
<<Ε, γειά>> μουρμουρίζω και βλέπω τον Ντομ από πίσω να σηκώνεται από την καρέκλα και να έρχεται προς το μέρος μας.
<<Ποια είσαι εσύ;>> ρωτάει η Λόρεν και ξινίζει την μύτη της. Ω τέλεια. Ήδη δεν με συμπάθησε.
Ουπς. Χέστηκα.
Ανοίγω το στόμα μου για να υπερασπιστώ τον εαυτό μου αλλά ο Ντομ έρχεται δίπλα μας. <<Έιβερι, δεν σε περίμενα>> λέει χαμογελαστός και βάζει τα χέρια στις τσέπες του.
Όκευ, αυτό είναι άβολο.
<<Εμ από εδώ η Λόρεν, η κοπέλα μου>> δείχνει την ξανθιά κοπέλα που μου θυμίζει ελάχιστα την Τζίτζι Χαντίντ και μετά γυρνάει προς το μέρος μου <<και από εδώ η Έιβερι, η κοπέλα που γνώρισα την προηγούμενη εβδομάδα, σου έχω μιλήσει για την Έιβερι>> απλώνω το χέρι μου και εκείνη εξακολουθεί να με κοιτάζει με ξινισμένο ύφος.
Τραβάω το χέρι μου διστακτικά κοιτώντας τον Ντομ. <<Εμ μάλλον διέκοψα; Καλύτερα να φύγω>> μουρμουρίζω και ο Ντομ μου κάνει νόημα να σταματήσω.
<<Περίμενε, έχω κάτι να σου δώσω>> εξαφανίζεται μέσα στο σπίτι και η κοπέλα του με κοιτάζει βλοσυρά.
<<Εγώ φεύγω>> δηλώνει η Λόρεν και αρπάζει το παλτό της από τον καλόγερο κάνοντάς τον να ταλαντευτεί αρκετά.<<Όταν τελειώσεις με τα μαθήματά σου, πάρε με τηλέφωνο>> λέει μέσα από τα δόντια της και κάνω αμέσως στην άκρη για να την αφήσω να περάσει και να μπει στο ασανσέρ.
Ο Ντομ φωνάζει το όνομά της,αλλά εκείνη έχει μπει ήδη στο ασανσέρ. Τον κοιτάζω και εκείνος αφήνει μιαμεγάλη ανάσα. Στηρίζει το σώμα του στην κάσα της πόρτας <<Ναι, αυτή είναιη κοπέλα μου>> κουνάει το κεφάλι του αφηρημένος και γνέφω.
<<Μήπως καλύτερα να φύγω; Άκουσα ότι έχεις μάθημα>>
<<Όχι, έλα. Σε θέλω εδώ>> προχωράει μέσα στο σπίτι και πέφτει με δύναμη στον καναπέ. <<Το μάθημα μπορεί να περιμένει>> τον ακολουθώ διστακτικά και κλείνω την πόρτα πίσω μου. Βγάζω παπούτσια, μπουφάν και σκουφί και τα αφήνω στον καλόγερο.
<<Πως είσαι;>> ρωτάω και κάθομαι δίπλα του. Σε μια επιτρεπτή βέβαια απόσταση.
<<Άστα να πάνε>> μουγκρίζει και πιάνει το κεφάλι του. Θέλω τόσο να απλώσω το χέρι μου και αν του κάνω μασάζ αλλά κρατιέμαι. Δεν είναι σωστό.
<<Μπορείς να μου μιλήσεις>>ψιθυρίζω και γυρνάει να με κοιτάξει με ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη. <<Τι;>>
Ξεφυσάει. <<Απλά... δεν την καταλαβαίνω. Ώρες ώρες συμπεριφέρεται τόσο εγωιστικά>> μάλλον εννοεί την Λόρεν. <<Είναι καλός άνθρωπος, αλήθεια>> ξινίζω την μούρη μου ακριβώς όπως εκείνη πριν και γελάει. <<Όχι, αλήθεια σου λέω. Απλά τώρα την πέτυχες σε άσχημη φάση>> ανακάθεται και στηρίζει το κεφάλι του στα χέρια του.
<<Γιατί έφυγε;>>
Ανασηκώνει τους ώμους του. <<Εκνευρίστηκε. Όταν εκνευρίζεται πάντα αντιδράει υπερβολικά. Πλέον έχει πάψει να με απασχολεί αυτό>>
<<Μήπως φταίω εγώ;>>
Με κοιτάει και χαμογελάει γλυκά. Μου πιάνει το χέρι και το σφίγγει στο δικό του. <<Εσύ να φταις που η Λόρεν είναι οξύθυμη;>>
<<Όχι, λέω... επειδή με είδε. Ξέρεις, με είδε στην πόρτα σου, μπορεί να νόμιζε κάτι άλλο>> με φαγουρίζει η παλάμη μου και κρατιέμαι για να μην ξυθώ.
<<Αα για αυτό. Μπα, ξέρει ότι είσαι φίλη μου>> μαχαιρία, απευθείας στην καρδιά. <<Της έχω μιλήσει για σένα>>
Χάνω έναν χτύπο από την καρδιά μου. Της μίλησε; Μίλησε στην κοπέλα του για... για μένα;
<<Τι της είπες;>> σηκώνω το φρύδι μου και γελάει.
<<Πόσο κομπλέ άτομο είσαι, πόσο πολύ αγαπάς τα Χριστούγεννα, πόσο καλή μου φίλη έγινες...>> απαριθμεί και ανακάθομαι. Άχου, πρόλαβα να γίνω και καλή του φίλη, μη χέσω; <<Βέβαια, είμαι σίγουρος ότι στο μυαλό της ήσουν μια κοντή, χοντρή, άσχημη, με σπυριά, γυαλιά και αχτένιστα μαλλιά>> λέει γελώντας και αμέσως ρουφάω την μικρή κοιλίτσα μου.
<<Χμ, έπεσε εντελώς μέσα, πάντως>> λέω για πλάκα και γνέφει.
<<Ειδικά στο άσχημη>> λέει και σταυρώνω τα χέρια μου.
<<Ορίστε;>> μόλις με αποκάλεσε άσχημη;
Γελάει δυνατά. <<Πλάκα σου κάνω βέβαια. Εσύ; Εσύ να είσαι άσχημη; Προφανώς και όχι>> μου χαιδεύει τα μαλλιά και σηκώνεται όρθιος.
Αυτό ήταν κοπλιμέντο έτσι; Δεν κάνουν πουλάκια τα αφτιά μου; Είπε ότι δεν είμαι άσχημη;;;
<<Πάντως>> ανακάθομαι στον καναπέ και τον κοιτάζω που πηγαίνει στην κουζίνα. <<Θα της περάσει. Καμία κοπέλα δεν μπορεί να κρατήσει μούτρα στο αγόρι της. Θα έρθει πίσω και θα κλαψουρίζει, σου βάζω και στοίχημα>>
<<Δεν νομίζω, δεν κάνει τέτοια>> βάζει χυμό σε δύο ποτήρια και τα φέρνει. <<Μπορεί να την βλέπεις έτσι άκαμπτη και πλαστική και να νομίζεις ότι νιαουρίζει, αλλά αλήθεια δεν έχει καμία σχέση με τις γατούλες που ξέρεις>> μου δίνει τον χυμό και κάθεται ξανά δίπλα μου. Τόσο κοντά που το γόνατό μου έτσι όπως το έχω ανεβασμένο στον καναπέ, να πιέζει το μπούτι του.
Πίνω λίγο από τον χυμό και τον κοιτάζω χαμογελαστή χωρίς να πω κάτι.
Όκευ, καρφώνομαι.
<<Εσύ πως κι από εδώ;>> ρωτάει και παίρνει τον χυμό μου για να τον αφήσει στο τραπεζάκι.
<<Δεν είχα τι να κάνω, βασικά>> σταυρώνω τα χέρια μου. <<Και σκέφτηκα να σου κάνω έκπληξη>>
<<Αμάν σήμερα όλοι με τις εκπλήξεις>> μουρμουρίζει και χαμογελάω.
<<Συγνώμη αν χάλασα την φάση>> λέω σιγανά και χαιδεύω το ριχτάρι του καναπέ.
Απλώνει το χέρι του και τυλίγει γύρω από το δάχτυλό του μια τούφα των μαλλιών μου. <<Δεν φταις εσύ. Η φάση ήταν ήδη χαλασμένη>>
<<Τι πάει να πει αυτό;>>
Ξεφυσάει και με κοιτάζει στα μάτια. Λιώνω. Κρατήστε με. <<Όσο περνάει ο καιρός καταλαβαίνω ότι... αυτά που μας χωρίζουν είναι περισσότερα από αυτά που μας ενώνουν>>
<<Εμάς τους δύο;>> ρωτάω μπερδεμένη και με κοιτάζει λες και είπα βλακεία.
<<Για εμένα και την Λόρεν μιλάω, Έιβ>>
Αχ, πρώτη φορά με λέει έτσι.
<<Α οκευ, σ-συνέχισε>>
<<Ε και δεν ξέρω τι να κάνω. Θέλω χρόνο να σκεφτώ>> λέει και γνέφω.
Ωραία, η διάθεσή του είναι σκατά.
Σκέψου κάτι. Σκέψου οτιδήποτε θα μπορούσε να του φτιάξει την διάθεση.
<<Τις ταινίες τις είδες;>> ρωτάω στο άκυρο και με κοιτάζει ξαφνιασμένος.
<<Ποιες;>>
<<Τις ταινίες που σου έφερα, λέω. Τις είδες;>>
<<Μόνο αυτό το Next Christmas>> λέει μουτρωμένος.
<<...Last Christmas>> τον διορθώνω.
<<Έστω. Τέρμα καταθλιπτικό. Απορώ γιατί σου αρέσει>>
Χαμογελάω. Του αναλύω τα πάντα σε αυτή την ταινία. Από την αρχή μέχρι και το τέλος. Του εξηγώ για ποιον λόγο είναι υπερβολικά τέλεια ταινία και γιατί είχα καταναλώσει τρία κουτιά χαρτομάντιλα από το κλάμα που έριξα, εκείνος όμως με κοιτάει λες και είμαι χαζή.
<<Δηλαδή εσύ δεν δάκρυσες;>> τον πειράζω. Ακόμη και η μητέρα μου, το πιο σκληρό άτομο που ξέρω και το μόνο άτομο που σπάνια κλαίει, στο τέλος της ταινίας μου εξομολογήθηκε ότι ίδρωσαν λιγάκι τα μάτια της.
<<Όχι>>
<<Καθόλου;>>
<<Όχι...>>
<<Καθόλου μα καθόλου;>>
<<Όχι, Έιβερι. Δεν κλαίω σε ταινίες. Δεν είμαι τόσο ευαίσθητος όσο εσύ, που κυριολεκτικά φαντάζομαι ότι κλαις ακόμη και σε ντοκιμαντέρ.>> λέει και μαζεύομαι. Δεν είναι κακό να είσαι ευαίσθητος. Πάντα έκλαιγα. Ακόμη και σε θρίλερ έχω κλάψει γιατί είχε πεθάνει ένα γλυκίτατο τέρας και παρόλο που η οικογένεια έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα, εγώ καθόμουν και σκεφτόμουν το τέρας.
Είμαι συναισθηματικός άνθρωπος. Τι να κάνω;
Με κοιτάζει με κουταβίσιο βλέμμα και καταλαβαίνει ότι ίσως με ενόχλησαν τα λόγια του. <<Ξέρεις ότι δεν το είπα για κακό...>> λέει και μου σηκώνει το πηγούνι. Γνέφω χωρίς να πω τίποτα. <<Έλα τώρα... μην μου κρατάς μούτρα. Ήδη η κοπέλα μου είναι εκνευρισμένη μαζί μου, όχι κι εσύ...>> λέει και γνέφω πάλι. <<Έλα εδώ>> ανοίγει τα χέρια του και με αγκαλιάζει σφιχτά.
Μυρίζω το άρωμά του στο μαύρο πουλόβερ που φοράει και αμέσως ξεχνάω τα πάντα.
Νιώθω έναν τρελό κόμπο στο στομάχι.
<<Συγνώμη, εντάξει;>> λέει στο αφτί μου.
<<Συγχωρεμένος>> καθαρίζω τον λαιμό μου και σηκώνομαι για να τον δω.
Γαμώτο. Είμαστε υπερβολικά κοντά. Γιατί είμαστε τόσο κοντά;
Αμέσως βλέπω ότι τα μάτια του κοιτάζουν τα χείλη μου και αρχίζω κα τρέμω. Παρόλο που έχει 9385 βαθμούς Κελσίου στο δωμάτιο.
<<Γιατί τρέμεις;>> ψιθυρίζει και κοιτάει εναλλάξ μια στα μάτια και μια στο στόμα μου.
<<Δ-δεν τρέμω>> απαντάω αμέσως.
Αισθάνομαι ότι θα με φιλήσει. Είμαι σχεδόν σίγουρη ότι θα κάνει την κίνηση και θα ενώσει τα χείλη μας.
Το μόνο που σκέφτομαι είναι ότι το θέλω. Θέλω να με φιλήσει.
Επίσης, σκέφτομαι ότι καλά έκανα και έπλυνα τα δόντια μου πριν βγω από το σπίτι.
Κλείνω σιγά σιγά τα μάτια μου και την στιγμή που τα χείλη μας είναι έτοιμα να ακουμπήσουν, ο Ντομ απομακρύνεται.
<<Εμ... έχω κάτι να σου δώσω>> λέει και σηκώνεται όρθιος.
Ναι. Ένα φιλί.
Γιατί φεύγει; Που πάει καλέ;
<<Τ-τι εννοείς;>> προσπαθώ να ηρεμήσω και να σταματήσω το τρέμουλο στα χέρια μου.
Εκείνος εξαφανίζεται για λίγο και έπειτα ξανάρχεται με μια σακούλα στα χέρια του. <<Ορίστε>> μου δίνει την σακούλα και την ανοίγω.
Ταινίες έχει μέσα.
Κάτσε, είναι οι δικές μου οι ταινίες;
<<Όχι, σε προλαβαίνω πριν ρωτήσεις. Δεν είναι οι δικές σου οι ταινίες. Τις δικές σου τις πέταξ->> τον αγριοκοιτάζω και διορθώνει <<τις τακτοποίησα στο ντουλάπι, εννοώ. Υποθέτω κάποια στιγμή θα με αναγκάσεις να δω και τις υπόλοιπες>> λέει και χαμογελάω. <<Είναι όλες οι ταινίες του Fast and the Furious>> εξηγεί. <<Όταν πήγαμε για μπέργκερ μου είχες πει ότι είχες δει μόνο την πρώτη και σου άρεσε πολύ και ότι δεν έτυχε να κάτσεις να δεις και τις υπόλοιπες>> δείχνει την σακούλα. <<Τώρα μπορείς να κάνεις ανελέητο μάραθον>>
Χαμογελάω τόσο πολύ που πονάω. Πατάω μια τσιρίδα και κυριολεκτικά πέφτω πάνω του. <<Ευχαριστώ τόσο πολύυυυυυυυ!!!!>>
Γελάει. <<Δεν κάνει τίποτα>>
<<Είναι δώρο δηλαδή αυτό;>> αγκαλιάζω την σακούλα και τον κοιτάζω πονηρά.
Ξεφυσάει. <<Όχι, θα μου τις δώσεις πίσω μετά>>
<<Κάνε όνειρα>>
~~~
Βαρετό κεφάλαιο το ξέρω αλλά είμαι πτώμα. Κυριολεκτικά πτώμα.
Τώρα είμαι έτοιμη να κοιμηθώ 45 ώρες για να ξεκουραστώ.
Ελπίζω να σας άρεσε πάντως.
Τα λέμε στο επόμενο.
Πολλά πολλά χριστουγεννιάτικα φιλάκια♥♥
Ρίριιιι♥
•23 DAYS LEFT🎄🎁🎇•
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top