Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 🎊

Θέλω να έρθουν επιτέλους τα βιβλία της σχολής και να διαβάσω σαν άνθρωπος.

Εύδοξε αν με ακούς, στείλε τα γαμωβιβλία γιατί θα τρελαθώ. Ποιος; Εγώ. Αν είναι δυνατόν!


~~~

<<Τι εννοείς δεν σε πήρε ούτε ένα τηλέφωνο;>> ρωτάει έξαλλη η Μελίσσα και ξεφυσάω εκνευρισμένη. Για ποιον λόγο είναι αυτή εδώ είπαμε;

<<Δεν ξέρω. Δεν θέλω να το συζητήσω>> ανακατεύω το κουτί με τα χριστουγεννιάτικα γλυκά πάνω από το τραπέζι. 

<<Καλά και εσύ για ποιον λόγο τον φίλησες;>> ρωτάει ο Τζακ και τον αγριοκοιτάζω. 

<<Ε έπρεπε κάποια στιγμή να γίνει>> πετάγεται η Κέισι και κολλάω την μπουνιά μου με την δική της.

<<Ήταν ανάγκη να το κάνει τώρα δηλαδή;>> ρωτάει από δίπλα μου ο Μέισον και τον κοιτάζω μπερδεμένη.

<<Εσένα τώρα τι σε πείραξε;>> αναφωνεί η Κέισι με ένα χαμόγελο στο πρόσωπό της.

<<Δεν με πείραξε>> τεντώνεται προς τα πίσω και απλώνει τα πόδια του. <<Απλά ήταν τελείως άκυρη η στιγμή>>

<<ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΩΩ;;;;;>> φωνάζω μπας και με βοηθήσει κανένας από αυτούς επιτέλους. 

Τους κουβάλησα σήμερα πρωί πρωί γιατί όχι μόνο φοβάμαι να βγώ έξω από το σπίτι, ακόμη και το σταθερό τρέμω να σηκώσω μήπως είναι αυτός.

Περιττό να πω ότι εχθές με του που βγήκα από το ασανσέρ της πολυκατοικίας, έτρεξα τόσο γρήγορα προς την έξοδο και έπεσα με δύναμη στο τελευταίο σκαλί και μια εξαιρετική τεράστια μελανιά απλώθηκε σε όλο το δεξί μου μπούτι. Για πρώτη φορά, αν και τραυματισμένη, έκανα την απόσταση σπίτι Ντομ- σπίτι δικό μου μέσα σε 4 λεπτά. Λογικό αφού έτρεχα σαν την παλαβή. Αρκετοί περαστικοί με κοιτούσαν παράξενα, προφανώς. Έτρεχα λες και σκότωσα κάποιον και προσπαθούσα να ξεφύγω από την αστυνομία.

Βασικά, όντως σκότωσα.

Την φιλία μου με τον Ντομ. Ταταταααααμμμμμ.

Γιατί πλάκα πλάκα σιγά μην θέλει να μου ξαναμιλήσει μετά την εξόρμησή μου από χθες. Υπάρχουν δύο εκδοχές.

Ή θα νομίζει ότι του την πέφτω, που βασικά δεν με συμφέρει να νομίζει αυτό, αν και είναι αλήθεια,

ή ότι έχω το συνήθειο να φιλάω όλους τους φίλους μου, πράγμα που είναι παράξενο.

ΑΛΛΑ ΙΣΧΥΕΙ ΓΙΑΤΙ ΧΕΧ ΜΑΝΤΕΨΕ ΠΟΙΑ ΕΧΕΙ ΦΙΛΗΘΕΙ ΑΠΕΙΡΕΣ ΦΟΡΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΜΕΙΣΟΝ!

Χριστέ μου. Θα με περνάει για καμία ανώμαλη! Τι ντροπή!

<<Εγώ προτείνω να ηρεμήσεις λιγάκι>> έρχεται η Κέισι δίπλα μου στο πάτωμα και με αγκαλιάζει από τους ώμους. Πάλι καλά που την έχω, γιατί θα είχα τρελαθεί. Ο Τζακ όπως και ο Μέισον είναι στην κοσμάρα τους και η Μελίσσα...

Για ποιον λόγο είπαμε ήρθε η Μελίσσα σήμερα;

<<Νομίζεις μπορώ;>> γέρνω στον ώμο της. <<Το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Καθόμουν στο κρεβάτι με ορθάνοιχτα μάτια και περίμενα μπας και χτυπήσει η πόρτα του δωματίου μου ή ακούσω πέτρες στο παράθυρό μου>>

<<Κούκλα, σόρυ που στο λέω, αλλά δεν παίζεις σε ταινία>> πετάγεται η Μελίσσα και συγκρατώ την ροχάλα που θέλω να της ρίξω. Έχει δίκιο. Θα ήταν υπερβολικά τσίζι να έρθει ο Ντομ μέσα στα άγρια χαράματα και να πετάει πέτρες στο παράθυρό μου.

Και μετά εγώ να ανοίγω τα παραθυρόφυλλα τρομαγμένη, να αντικρίσω τα υπέροχα γαλαζουλογκρί μάτια του και την γλυκούλα κατακόκκινη μύτη του, να τον ρωτήσω τι θέλει από την ζωή μου, να βάλω έπειτα τα κλάματα χωρίς λόγο και εκείνος να σκαρφαλώσει στο παράθυρό μου και να μου πει ότι είμαι η γυναίκα της ζωής του και έπειτα να μου σκάσει ένα σβουριχτό φιλί μέχρι να πω τον δεσπότη Παναγιώτη και μετά...

ΤΙ ΛΕΩ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ; ΤΙ ΒΛΑΚΕΙΕΣ ΚΑΘΟΜΑΙ ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ;

Η Κέισι κοιτάζει ενδελεχώς το πρόσωπό μου. <<Όντως δεν κοιμήθηκες. Αυτοί οι μαύροι κύκλοι είναι πιο μεγάλοι και από την ύλη της Ιστορίας για τις εξετάσεις. Χριστέ μου>> λέει τρομοκρατημένη και γνέφω θετικά.

<<Αισθάνομαι άσχημα>> μουρμουρίζω και είμαι έτοιμη να κλάψω. 

Όσες φορές και αν πω ότι "ξέρεις Έιβερι, πρέπει να το ξεχάσεις και να κάνεις σαν μην έχει συμβεί τίποτα", άλλες τόσες φορές τον σκέφτομαι. Τα πάντα μου θυμίζουν τον Ντομ. Γιατί πλέον ο Ντομ έχει συνδιαστεί με τα Χριστούγεννα και χεχ δεν υπάρχει γωνία στο σπίτι μου που να μην είναι στολισμένη.

ΘΕΛΩ ΝΑ ΤΣΙΡΙΞΩ!

<<Κακώς αισθάνεσαι άσχημα>> αφήνει ο Τζακ τον καφέ του στο τραπεζάκι και ξαπλώνει στον καναπέ απέναντί μας. <<Έκανες αυτό που ένιωθες. Τώρα του πέταξες το μπαλάκι. Στο χέρι του είναι τι θα γίνει με την φιλία σας>> λέει αραχτός και τον κοιτάζουμε όλοι με το στόμα ανοιχτό.

Ώρες ώρες πετάει σοφά πράγματα, πρέπει να το παραδεχτώ.

<<Μα ένα αθώο φιλί ήταν>> επεμβαίνει η Κέισι. <<Δεν σημαίνει κάτι!>> την αγριοκοιτάζω. <<Ναι, εντάξει σημαίνει κάτι, αλλά εκείνος δεν το ξέρει και δεν μπορεί να το καταλάβει. Αν κάθε πεταχτό φιλί που έδινα εγώ σήμαινε κάτι, τώρα ουυυ...>> πάει να πει αλλά ο Τζακ σηκώνεται στους αγκώνες του και την κοιτάζει περίεργα. <<...τίποτα, δηλαδή. Τίποτα>>

<<Τι θα κάνω τώρα εγώ δηλαδή;>> γκρινιάζω. <<Δεν μπορώ να συμπεριφέρομαι σαν να μην συνέβη τίποτα. Τον φίλησα. Είμαι αδικαιολόγητη>> 

Δεν μιλάει κανένας τους. Εξαιρετικά. Τώρα και επίσημα δεν ξέρω τι να κάνω.

Χτυπάει το κουδούνι. <<Το κουδούνι>> μουρμουρίζω εγώ.

<<Το κουδούνιι>> λέει η Κέισι κοιτώντας τον Τζακ.

<<Ναι το κουδούνι>> κλωτσάει ο Τζακ τον Μέισον.

<<Άντε κούκλα σήκω, δεν ακούς το κουδούνι;>> κοιτάει ο Μέισον την Μελίσσα και χαζογελάω. Πωπω, όλοι μές την όρεξη είναι.

<<Πφ είστε βλάκες>> λέει η χαζή και πηγαίνει αργά αργά στην πόρτα προσπαθώντας να ισορροπήσει στα τακούνια της. Ποιος λογικός άνθρωπος φοράει στις 12 το μεσημέρι τακούνια.

<<Η πίτσα θα είναι μάλλον>> μουρμουρίζω ξανά εγώ.

<<Ναι μάλλον η πίτσα>> λέει η Κέισι.

<<Ισχύει η πίτσα θα είναι>> πετάγεται ο Τζακ.

<<Μπέργκερ δεν παραγγείλαμε;>> ξύνει το κεφάλι του ο Μέισον και ρολάρω τα μάτια μου.

Ανοίγει την πόρτα η Μελίσσα και σταυρώνει τα χέρια της. <<Ει. Αυτός δεν κρατάει καμία πίτσα!>> μας κοιτάζει.

<<Ε παιδιά η Μελίσσα λέει->> πάει να πει ο Τζακ αλλά του κλείνει ο Μέισον το στόμα.

<<Τι εννοείς;>> ανασηκώνομαι.

Γυρνάει προς τα έξω. <<Ποιος είσαι εσύ;>> 

<<Εμ είναι εδώ η... η Έιβερι;>>

Ε ΑΙ ΣΤΟ ΚΑΛΟ!

Είναι αυτή η φωνή του Ντομ;

ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ

Πετάγομαι όρθια τόσο γρήγορα που παραλίγο να χτυπήσω το κεφάλι μου στην γωνία από το τζάκι. Ανεβάζω το τζιν, διορθώνω την μπλούζα που είναι χιλιοτσαλακωμένη και χτενίζω τα μαλλιά με τα δάχτυλά μου.

<<Σιγά. Δεν ήρθε και ο Ντικάπριο>> λέει ο Μέισον ειρωνικά και περνάω πάνω από τα πόδια του.

<<ΕΙΒΕΡΙΙΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΝΤΟΜ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑΑΑ>> τσιρίζει η βλαμμένη και την σπρώχνω στην άκρη για να σταθώ εγώ μπροστά στην πόρτα. Και καλά σέξυ και ανέμελη.

Ναι. Το βρήκες. Κυρίως σέξυ.

<<Γειά>> λέει χαμογελαστός και κοιτάζει πίσω μου τα παιδιά που είναι λίγο περίεργοι και κυριολεκτικά έχουν γυρίσει όλοι και μας κοιτάνε.

<<Γειά, τι λέει;>> μουρμουρίζω και σταυρώνω τα χέρια μου.

Άβολο. Άβολο. Άβολοοοοο.

<<Ήθελα... να μιλήσουμε λίγο. Εκτός και αν ενοχλώ>> δείχνει τα παιδιά πίσω μου.

<<Ναι ενοχλείς!>> πετάγεται ο Μέισον και γυρίζω να τον αγριοκοιτάξω. Η Κέισι του βουλώνει στο στόμα με ένα μελομακάρονο.

Παίρνω το μπουφάν μου από τον καλόγερο και βγαίνω έξω κλείνοντας πίσω μου την πόρτα. <<Όχι βασικά. Δεν με ενοχλείς καθόλου. Τι έγινε;>> τα λέω όλα τόσο γρήγορα που απορώ για λίγο αν όντως κατάλαβε τι είπα.

Παρατηρώ ότι στο ένα του χέρι κρατάει μια σακούλα άσπρη που δεν φαίνεται το περιεχόμενό της. <<Να...>> ξεκινάει να πει και νιώθω ότι τα χέρια μου τρέμουν ανεξέλεγκτα. Τα βάζω μέσα στις τσέπες του μπουφάν μου. <<Για εχθές... ήθελα να σου πω ότι...>>

<<Πριν πεις οτιδήποτε>> τον διακόπτω και με κοιτάζει σφιγμένος. Θα του το κάνω πιο εύκολο. <<Συγνώμη. Ξέρεις για το φιλί. Δεν... δεν έπρεπε να το κάνω>> τζίζους. Γιατί με κοιτάζει έτσι ααααα; <<Δηλαδή για να καταλάβεις... απλά μου βγήκε αυθόρμητα και... και ήταν μια στιγμή αδυναμίας>> λέω την κλασική ατάκα από όλες τις σειρές και ταινίες που έχω δει. <<Προφανώς και δεν σήμαινε κάτι>> για σένα. Γιατί για εμένα...άστο. <<Και επίσης μην νομίζεις ότι γενικά έχω την τάση να φιλάω τους φίλους μου. Εκτός του Μέισον που ναι οκευ φιλιόμαστε γενικά αλλά δεν σημαίνει κάτι προφανώς...>>

ΚΑΠΟΙΟΣ ΝΑ ΜΟΥ ΚΛΕΙΣΕΙ ΤΟ ΣΤΟΜΑ. 

ΜΟΛΙΣ ΤΟΥ ΕΙΠΑ ΟΤΙ ΓΕΝΙΚΑ ΦΙΛΙΕΜΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΜΕΙΣΟΝ;

ΠΟΣΟ ΜΑ ΠΟΣΟ ΗΛΙΘΙΑ ΕΙΜΑΙ ΡΕ ΠΑΙΔΙΑ;

Οκέυ, μάλλον τώρα εγώ έγινα πιο κόκκινη και από την μύτη του Μέισον.

ΤΙ; ΟΧΙ. ΤΗΝ ΜΥΤΗ ΤΟΥ ΝΤΟΜ. ΟΧΙ ΤΟΥ ΜΕΙΣΟΝ. ΤΟΥ ΝΤΟΜ. ΝΤΟΜ.

(η φάση που εδώ όντως μπερδεύτηκα και έγραψα Μέισον αντί για Ντομ και απλά το συνέχισα επειδή είμαι χαζη. κλαιω)

ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΛΑΨΩΩΩΩΩΩ.

<<Θέλω να πω...>> προσπαθώ να καλύψω όλες τις βλακείες που του είπα αλλά με προλαβαίνει.

<<Όχι εντάξει. Με κάλυψες>> λέει και χαμογελάει διστακτικά. Γνέφω αρκετές φορές αλλά ακόμη θέλω να του εξηγήσω τι πραγματικά εννοούσα. Άκου κει, γενικά φιλιέμαι με τον Μέισον. Τι άλλο θα πω ρε παιδιά; 

<<Δ-δεν πιστεύω να θύμωσες ή κάτι τέτοιο;>> 

<<Όχι βέβαια. Γιατί να θυμώσω; Ίσα ίσα...>> περνάει το ελεύθερό του χέρι μέσα από τα μαλλιά του, μια κίνηση που δεν ξέρω αν σας το έχω πει, αλλά την λατρεύω. <<Απλά ήθελα να βεβαιωθώ ότι όντως δεν σήμαινε κάτι, γιατί είναι και η Λόρεν και καταλαβαίνεις λίγο την κατάσταση>> απαντάει και σιγά σιγά αρχίζω να πιάνω το νόημα.

<<Ναι φυσικά. Εννοείται πως καταλαβαίνω. Όλα κομπλέ>> 

Μην κλάψεις. Μην κλάψεις. Μην κλάψεις. Κλάψε μόλις μπεις μέσα, όχι μπροστά του τουλάχιστον.

Ξεφυσάει φανερά ανακουφισμένος. <<Ωραία ευτυχώς>> λέει και πλέον με κοιτάει στα μάτια επιτέλους. <<Χαίρομαι που το ξεκαθαρίσαμε>>

<<Ναι ναι κι εγώ>> δαγκώνω τα χείλη μου και κοιτάζω αφηρημένη ένα δέντρο πίσω του που είναι στολισμένο όλο με γιρλάντες και φωτάκια.

<<Πρέπει να φύγω, γιατί έχω να τελειώσω μια εργασία>> μου δηλώνει.

<<Ναι και εγώ πρέπει να πάω μέσα. Με περιμένουν τα παιδιά>>

Κάνει να φύγει, αλλά τελευταία στιγμή γυρνάει και απλώνει το χέρι του με την άσπρη σακούλα προς το μέρος μου. <<Παραλίγο να το ξεχάσω. Αυτό είναι για σένα>>

Παίρνω διστακτικά την σακούλα. <<Τι είναι αυτό;>>

<<Τίποτα το σημαντικό. Ζαχαρωτά, καραμέλες και σοκολάτες>> λέει και χαμογελάω. <<Κατέβηκα στην πλατεία πριν λίγο και έκανα βόλτες εκεί στα σπιτάκια>> τον κοιτάζω έκπληκτη. <<Και τα είδα και επειδή ήθελα να έρθω για να μιλήσουμε...ώχου εντάξει, απλά τα πήρα για να σε κάνω να νιώσεις καλύτερα. Δεν ήξερα πως ήσουν μετά το χθεσινό>>

Κρατάω την σακούλα σφιχτά στην αγκαλιά μου. <<Ευχαριστώ πολύ>> ψελλίζω και προσπαθώ να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Από πότε έγινα τόσο ευαίσθητη; Έλεος. 

Επίσης, πήγε μόνος του στην πλατεία. Χωρίς καν να τον αναγκάσω εγώ. Πήγε μόνος του σε ένα μέρος μου φωνάζει "Χριστούγεννα". Μάλλον το σχέδιο πάει πολύ καλύτερα από όσο νόμιζα.

Μου ρίχνει ένα χαμόγελο και γυρνάει για να φύγει. <<Ντομ;>> φωνάζω.

<<Τι;>>

<<Είναι δώρο τα γλυκά ή σκοπεύεις να τα πάρεις πίσω σαν τις ταινίες από το Fast and the Furious;>> σκουπίζω διακριτικά το μάγουλό μου.

<<Δώρα είναι Έιβ. Και τα δύο>> μου κλείνει το μάτι και χάνεται στην ομίχλη.



~~~

Οκευ. Δεν συγκινήθηκα. Καθόλου. Απλά λίγο ίδρωσαν τα μάτια μου.

ΒΑΣΙΚΑ ΤΙ ΛΕΩ; ΕΚΛΑΨΑ. ΟΚΕΥ; ΑΚΟΜΗ ΚΛΑΙΩ ΓΙΑΤΙ ΕΧΩ ΣΚΥΛΟΣΥΓΚΙΝΗΘΕΙ ΚΑΙ ΘΕΛΩ ΕΝΑΝ ΝΤΟΜ. 

Δεν λέω τίποτα άλλο. Παω να πνίξω τον πόνο μου διαβάζοντας γερμανικά.

Ελπίζω να σας άρεσε♥

Τα λέμε αύριοοο

Πολλά πολλά χριστουγεννιάτικα φιλάκιααα♥

Ριρι♥



•11 DAYS LEFT🎄🎁🎇•

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top