~24~
«Ο αδελφός μου...πως είναι;» με ρωτάει χωρίς να πάρει τα μελαγχολικά μάτια της από το λευκό τοπίο που απλωνόταν μπροστά μας.
«Σε αγαπάει. Είναι...ένας πολύ καλός άνθρωπος.» απαντάω.
«Πως... μοιάζει;» με ρωτάει και γυρίζει να με κοιτάξει.
«Είναι ψηλός, ξανθός...τώρα που σε βλέπω μοιαζεται πολύ!» της λέω και χαμογελάω γλυκά στο μικρό κορίτσι.
Χωρίς να πει κάτι πιάνει απαλά το χέρι μου και με οδηγεί μπροστά από μια πόρτα. «Αυτό είναι το αγαπημένο μου δωμάτιο.» απαντάει καθώς το χέρι της ακουμπάει το επίχρυσο πόμολο της πόρτας. Το τρίξιμο που έκανε καθώς άνοιγε έκανε τις τρίχες στο σβέρκο μου να σηκωθούν. «Συγγνώμη για αυτό...» λέει και με οδηγεί μέσα στο δωμάτιο. Ήταν μια τεράστια βιβλιοθήκη. Δεν υπήρχαν τοίχοι μόνο ράφια γεμάτα βιβλία. Στο κέντρο του δωματίου υπήρχαν τέσσερις πολυθρόνες και ένα μεγάλο τραπέζι. Τα μάτια μου συνέχιζαν να κοιτάνε εξεταστικά την παραμυθένια βιβλιοθήκη.
«Μένω με τις ώρες εδώ. Τις περισσότερες φορές σκέφτομαι πως θα ήταν η ζωή μου αν ζούσε η μαμά μου και ο αδελφός μου. Όμως, χάρις εσένα μπορώ να ζήσω την ζωή που τόσο καιρό ονειρευόμουν.» απαντάει με λαχτάρα.
«Δεν ξέρω Αυγή. Αν ήθελε ο πατέρας σου να γνωρίσεις τον αδελφό σου δεν θα το είχε ήδη κάνει;» ρωτάω αυτό που τριγύριζε στο μυαλό μου.
«Το ξέρω...όμως, η ελπίδα πεθάνει πάντα τελευταία. Σωστά;» ρωτάει και με κοιτάζει χαμογελώντας.
«Σωστά!» λέω και εγώ με την σειρά μου. Ως απάντηση έπιασε το χέρι μου και με απομάκρυνε από την βιβλιοθήκη. Συνεχίσαμε την πορεία μας στους σκοτεινούς διαδρόμους του κτηρίου και ομολογώ πως έχω ήδη χαθεί αν προσπαθήσω να γυρίσω πίσω.
«Που πάμε;» ρωτάω χωρίς να πάρω τα μάτια μου από τον διάδρομο που απλωνόταν μπροστά μου, γεμάτος δάδες ενώ ένα κόκκινο χαλί στόλιζε το παγωμένο πάτωμα.
«Στο δωμάτιο μου!» αναφωνεί και επιταχύνει το βήμα της.
«Και...οι δάδες; Δεν φοβάσαι μην πιάσουμε φωτιά;» ρωτάω το προφανές.
«Είναι λάμπες. Δεν διατρέχεις κανένα κίνδυνο.» απαντάει και ξεσπάει σε γέλια. Απομάκρυνα το χέρι μου από το δικό της και πλησίασα τις λάμπες. Έμοιαζαν σαν αληθινές δάδες από μακριά, αν όμως πλησίαζες αρκετά μπορούσες να δεις πως είναι όντως λάμπες. Με αργά βήματα προχώρησα ξανά προς την Αυγή η οποία ήταν ήδη μπροστά από μια πόρτα.
Μόλις την άνοιξε νόμιζα πως αντίκριζα έναν μικρό γήινο παράδεισο. Το φως του ήλιου έκανε το λευκό δωμάτιο να δείχνει ακόμα πιο παραδεισένιο ενώ οι χρυσές λεπτομέρειες που υπήρχαν το έκαναν να μοιάζει αρχοντικό. Ήταν πραγματικά ένα δωμάτιο βγαλμένο από παραμύθι.
«Έλα μέσα μην στέκεσαι εκεί.» λέει και πέφτει με φορά πάνω στο υπερδιπλο κρεβάτι της. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου και μαγεμένη κάθισα δίπλα της. Ξαφνικά άρχισε να βήχει χωρίς σταματημό. Πανικόβλητη την πλησίασα και προσπαθούσα να δω τι ήθελα να μου πει και τότε είδα πως πάνω στο κομοδίνο της είχε έναν αναπνευστήρα, το πήρα στα χέρια μου και της το έδωσα. Έβαλε το μηχάνημα στο στόμα της, πατώντας ένα κουμπί άφησε το φάρμακο να εισχωρήσει στους πνεύμονες της με αποτέλεσμα λίγες στιγμές αργότερα να ηρεμήσει.
«Είσαι καλά;» την ρώτησα κοιτάζοντας την ανήσυχα.
«Ναι ναι μια χαρά...το παθαίνω ανά διαστήματα.» απαντάει και σηκώνεται γρήγορα από το κρεβάτι της σαν να μην είχε γίνει τίποτα. «Αν νυστάζεις μπορείς να κοιμηθείς, φαίνεσαι εξαντλημένη. Εγώ θα κάτσω να ζωγραφίσω.» προσθέτει.
Χωρίς να πω κάτι παραπάνω σηκώνω ελάχιστα το σώμα μου και ξαπλώνω στα μαλακά μαξιλάρια. Ένιωθα κάθε κύτταρο του σώματος μου να χαλαρώνει με αποτέλεσμα να βγει όλη η κούραση και η ένταση της ημέρας στην επιφάνεια. Έκλεισα απλά τα μάτια μου και άφησα τον εαυτό μου να κοιμηθεί πάνω στα ζεστό και μαλακό στρώμα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top