4. Ευαγγελισμός

Τίτλος: Ευαγγελισμός 

Λέξεις: 2.502

Σχέσεις: Στέφανος Καραμανίδης / Λάζαρος Λαζάρου 

Περίληψη: Συνέχεια στο "αυτό το καταραμένο μπλέξιμο". Είναι η Χριστουγεννιάτικη γιορτή στο στρατόπεδο Βάτη και ο Καραμανίδης με τον Λαζάρου πέρασαν το προηγούμενο βράδυ μαζί. 

----

  Η χριστουγεννιάτικη γιορτή στην αίθουσα εκδηλώσεων του στρατοπέδου Βάτη είναι το πιο συγκλονιστικό γεγονός ολόκληρης της χρονιάς και ο Λάζαρος χασμουριέται ασύστολα. Επειδή στο δωμάτιο έχει μαζευτεί ήδη το μισό στρατόπεδο και οι περισσότεροι εκ των αξιωματικών μαζί με τις οικογένειές τους, ο Λάζαρος προσπαθεί να κρύψει αυτό το χασμουρητό στον ώμο του. Καμιά επιτυχία στο όλο εγχείρημα. Το δεύτερο χασμουρητό είναι τόσο δυνατό που τα μάτια του αρχίζουν να δακρύζουν.

«Τι έγινε κυρ' σκηνοθέτα», τον κοροϊδεύει ο στρατιώτης-άγγελος-νούμερο-δύο. «Δεν κοιμηθήκαμε καλά το βράδυ;»

   Και που να 'ξερες, σκέφτεται από μέσα του ο Λάζαρος αλλά απ' έξω του λέει: «Δεν κοιτάς καλύτερα τα δικά σου χάλια», δείχνοντας το ζευγάρι πουπουλένια φτερά στην πλάτη του στρατιώτη που έσπασαν στη μετακίνηση με αποτέλεσμα η δεξιά τους πλευρά να κρέμεται από τον ώμο του, άνευρη και θλιμμένη, σαν σπασμένο κλαδί.

«Μην αγχώνεσαι, τα δικά μου χάλια θα τα δει όλο το στρατόπεδο».

   Ο Λάζαρος είχε ξυπνήσει πρώτος το πρωί, γεγονός που ήταν μεγάλο ευτύχημα. Η χθεσινή βραδιά του μοιάζει σαν παράξενο όνειρο, γεμάτο βροχή, μουσική και αλμύρα και την αίσθηση πως του συνέβη κάτι πραγματικά συγκλονιστικό. Είχε ξυπνήσει με το μισό σώμα του Καραμανίδη πεσμένο στο στήθος του και του στόμα του, ορθάνοιχτο, να έχει αφήσει μια λεπτή γραμμή σάλιου πάνω στο μακό φανελάκι. Ούτε που ξέρει πως κατάφερε και σηκώθηκε. Το μόνο που θυμάται είναι να βγαίνει από την πόρτα του δωματίου υπηρεσίας με τα ρούχα του τσαλακωμένα και την μπλούζα να μην έχει μπει καλά-καλά μέσα στο παντελόνι. Δεν ξέρει αν ο Καραμανίδης ξύπνησε και πώς ξύπνησε. Το μόνο συναίσθημά του ήταν μια απροσδιόριστη, ταραγμένη επιθυμία να ξεχάσει και να ξεχαστεί στα γρήγορα προτού τον βρει τίποτε χειρότερο.

   Μετά από αυτό είχε πάει στα μπάνια και κάτω από το καυτό νερό είχε μετρήσει τα άκρα, τα νεφρά και τα παΐδια του και ευτυχώς τα είχε βρει όλα στη θέση τους. Το μόνο παράταιρο ήταν μια μελανιά στο σχήμα αντίχειρα που κοσμούσε το αριστερό του μπράτσο, στο σημείο που τον είχε αρπάξει χθες βράδυ ο Καραμανίδης όταν τον σήκωσε όρθιο. Την είχε πιέσει, νιώθοντας τον σουβλερό της πόνο σαν βάλσαμο. Ούτε που το είχε καταλάβει πως είχαν βάλει τόση δύναμη. Τώρα που το σκέφτεται, το μόνο που ελπίζει είναι να μην σκάσει αργότερα μύτη ο Καραμανίδης με κάνα σημάδι από δόντια στον λαιμό του. Ξαφνικά του είναι πολύ ξεκάθαρη η ανάμνηση από τον λαιμό του Καραμανίδη κάτω από το στόμα του, με τον ζωντανό παλμό και τα σκαμπανεβάσματά του καθώς έκλαιγε. Γαμώτο, σκέφτεται τώρα, μπήγοντας τα νύχια στο δέρμα του, μπλεχτήκαμε άσχημα.

«Όλα έτοιμα;» τον διακόπτει η ερώτηση που έρχεται να κάνει ο ταγματάρχης Βοσκόπουλος που, ως υπεύθυνος της γιορτής, έχει αναλάβει να ιδρώνει και να ξειδρώνει και να στάζει και να σκουπίζεται.

«Μάλιστα», απαντάει ο Λάζαρος. «Όλα είναι όπως πρέπει. Πέρα από το ατύχημα με το φτερό...»

«Δεν μας νοιάζει το φτερό Λαζάρου. Περίμενε το σήμα μου και στείλε αυτούς τους τρεις άχρηστους επί σκηνής να τελειώνουμε».

   Ο Λάζαρος συμφωνεί αρκετά με αυτό το «τελειώνουμε» που, αν μη τι άλλο, θα του επιτρέψει να επιστρέψει στο τηλεφωνείο, να μπει μέσα, να κλειδωθεί και να μην βγει ξανά μέχρι να έρθει η Δευτέρα Παρουσία, ή τουλάχιστον μέχρι ο Καραμανίδης να πάρει μετάθεση για το φεγγάρι ή έστω τον Βόρειο Πόλο.

«Μάλιστα, κύριε ταγματάρχη».

   Αν είναι τυχερός ίσως προλάβουν να τελειώσουν με τα θεατρικά πριν καν προλάβει να εμφανιστεί ο υπολοχαγός που προς το παρόν είναι εξαφανισμένος. Η απουσία του είναι αρκετά αισθητή και ανησυχητική για τον Λάζαρο που τον περίμενε, μετά από τόσες νύχτες προετοιμασίας και καρτερικότητας, να έχει πιάσει πρώτος-πρώτος θέση στη γιορτή. Που να 'ναι άραγε; Είναι μια ερώτηση που όσο περνάει η ώρα και η πόρτα μένει κλειστή μεταβάλλεται σε μια άλλη, πιο υπαρξιακή. Θα έρθει; Αμήχανα, τον θυμάται εχθές το βράδυ, να τον έχει πιάσει από το σβέρκο και να τον παρακαλεί να φύγει, όσο ταυτόχρονα τον κρατούσε, επίμονα και επίπονα και σταθερά, στη θέση του. Ήταν όταν ξεκίνησε να κλαίει, πάνω που ο Λάζαρος για πρώτη φορά συνειδητοποίησε πόσο πραγματικά μόνος και απελπισμένος είναι αυτός ο άνθρωπος. Ξαφνικά βρίσκει τον εαυτό του να αναρωτιέται μήπως το χθεσινοβραδινό ξεκαθάρισε κάτι στον Καραμανίδη. Θα 'πρέπει να ήταν σαν κάποιου είδους αποκάλυψη. Τουλάχιστον για τον ίδιο η θητεία του είναι κάτι που θα παρέλθει και θα ξεχαστεί και θα μείνει μονάχα σαν παράξενη ανάμνηση. Για τον Καραμανίδη είναι ολάκερη η ζωή του.

   Βιαστικός, έχει σχεδόν χτίσει την αφήγηση για το πως ο Καραμανίδης θα διστάσει να έρθει όταν συνειδητοποιεί τι κάνει. Σκατά, σκέφτεται επιπλήττοντας τον εαυτό του, με μια παράξενη αμηχανία, άντε να τελειώνουμε πριν γίνει καμιά μαλακία και αρχίσει να παίζει το τανγκό. Δεν ξέρει καν τι θα κάνει όταν, αναπόφευκτα, θα παίξει το τραγούδι. Ίσως να αρχίσει να χορεύει τσάμικα. Άσχετο. Για να σκέφτεται τέτοια σημαίνει πως δεν είναι καλά. Δεν αισθάνεται και καθόλου καλά. Και το χειρότερο, όσο περνάει η ώρα τόσο πιο ξεκάθαρο του είναι πως και να περάσει η γιορτή, πάλι θα πρέπει να αντιμετωπίσει κάπως τον Καραμανίδη αύριο ή μεθαύριο, ή όποτε τέλος πάντων έχει ξανά υπηρεσία. Παρ' τ' αυγό και κούρεφ' το, γενικά.

   Την κατάσταση σίγουρα χειροτερεύει και η παρουσία της Ζωής Λόγγου την οποία έχει ξεχωρίσει ανάμεσα στο πλήθος. Την αναγνώρισε από τον άντρα της και από τη φωτογραφία αλλά θα μπορούσε να είχε βασιστεί και σε πολύ λιγότερο συγκεκριμένα αλλά εξίσου αποκαλυπτικά χαρακτηριστικά όπως την ολοφάνερη θλίψη της. Κάθεται στο μεγάλο τραπέζι στη δεξιά πλευρά της αίθουσας με ένα απίστευτα όμορφο, κόκκινο φόρεμα το οποίο κάνει τον Λάζαρο να αισθάνεται ακόμη πιο γελοίος για τη συμμετοχή του στο όλο φιάσκο. Τώρα που τη βλέπει καλύτερα μπορεί να διακρίνει πολλά από τα πράγματα για τα οποία την είχε ενστικτωδώς κατηγορήσει στον Καραμανίδη: είναι όντως όμορφη και νέα και απόμακρη και υπέροχη σαν καναρίνι σε κλουβί. Δεν του φαίνεται καθόλου παράξενο που ο υπολοχαγός την επέλεξε ως αντικείμενο του πόθου του. Αναρωτιέται αν θα δεχτεί τον χορό του. Και ύστερα, συνειρμικά συνειδητοποιεί πως όλες οι τελευταίες μέρες συνέβησαν για εκείνη και νιώθει αυτή τη συνειδητοποίηση να μαζεύεται ως ένα πράσινο, γλοιώδες γράσο στο στήθος του, σαν αυτό στο οποίο λογικά θα έχουν ψηθεί και τα κρέατα.

   Κάπου εκεί βλέπει και το σήμα του Βοσκόπουλου και με έναν ανακουφισμένο αναστεναγμό αφήνει τις ζηλιάρες σκέψεις του για τη Ζωή Λόγγου στην άκρη και στέλνει τους τρεις φαντάρους-αγγέλους στο σφαγείο.

   Έχουν φτάσει στο τέταρτο ποιηματάκι εξύμνησης του θείους βρέφους και η αρχική ευγενική, ενοχλημένη υπομονή του κοινού έχει μετατραπεί σε μια διάχυτη ανυπομονησία, όταν καταφτάνει ο Καραμανίδης, περιποιημένος με την καλο-σιδερωμένη στολή του και ζωσμένος μια δειλή αμηχανία. Παράξενο που ο Λάζαρος μπορεί να τη διακρίνει τόσο ξεκάθαρα από τις περιορισμένος κινήσεις του. Ή, μάλλον, όχι και τόσο παράξενο. Μέσα σε τρία βράδια, νιώθει λες και έχει παρακολουθήσει ταχύρρυθμα μαθήματα στο σώμα του υπολοχαγού. Χωρίς να μπορεί να τραβήξει τα μάτια του, τον παρακολουθεί να μπαίνει από την πόρτα και αμίλητος, βαρύς και φοβισμένος να κάθεται σε ένα αδειανό τραπεζάκι στην αριστερή πλευρά του δωματίου. Ακριβώς απέναντι από τη Ζωή Λόγγου· δεν του ξεφεύγει αυτή η λεπτομέρεια. Ούτε του ξεφεύγει ο διακριτικός τρόπος με τον οποίο ο Καραμανίδης ρίχνει ένα βλέμμα και στον ίδιο, στιγμιαία και ενοχικά, πριν γυρίσει το πρόσωπό του προς την χαρτονένια φάτνη. Σκατά φάτνη – ούτε θείο βρέφος έχει μέσα, ούτε Παναγία, ούτε αγγέλους, μόνο κάτι ξερούς, μουντούς μάγους με κουτιά στα χέρια και ένα φωτεινό αστέρι του οποίου η μπογιά έχει ξεθυμάνει. Ο Λαζάρου μπορεί να νιώσει το καρδιοχτύπι στα παΐδια του. Δεν του φαίνεται και τόσο άσχημη ξαφνικά η τύχη του συνονόματού του – και τι δεν θα έδινε για τρεις μέρες διακοπές σε έναν θεόκλειστο, σφραγισμένο τάφο.

   Όπως έχει η κατάσταση, μπορεί μονάχα να κάτσει στη θέση του και να προσπαθεί (μάταια) να μην κοιτάει τον Καραμανίδη.

   Αφότου ολοκληρώνεται με αμφίβολη επιτυχία το Εθνικού τουλάχιστον προδιαγραφών σκετς, τη σκηνή αναλαμβάνει ο Βοσκόπουλος για τη χριστουγεννιάτικη, μεθεόρτια ομιλία. Κάπου εκεί ο Λαζάρου το χάνει. Παρά τις προσπάθειές του, το μυαλό του έχει κατακλιστεί από το ρυθμικό παμ παμ παμ του τανγκό μαζί με όλα τα υπόλοιπα λιγότερα ρυθμικά πράγματα που μοιράστηκε χθες βράδυ με τον Καραμανίδη. Θυμάται καθαρά το στόμα του και τα χέρια του και τα πόδια του και όλα τα πράγματα που απελευθέρωσαν μέσα του, ρίχνοντάς τον σε εκείνο το κρεβάτι μέχρι που το σώμα του Καραμανίδη έγινε κάτι απτό και αληθινό, μαζί με τη ψυχή του, ξεπερνώντας κάθε φαντασίωσή του. Δεν έχει ηρεμήσει καθόλου από αυτό το σμίξιμο. Δεν ξέρει αν θα ηρεμήσει. Μπόρεσε να μπήξει τα δόντια του σε κάτι υπέροχο και απαγορευμένο που του έδωσε, προς στιγμήν, μια τεράστια ανακούφιση αλλά τώρα έχει ανοίξει μέσα του ένα τεράστιο κενό, το οποίο χάσκει σαν το κατάμαυρο, απύθμενο βάραθρο πέρα από τις πύλες του παραδείσου.

   Ξαφνικά συνειδητοποιεί πως αν δει τον Καραμανίδη να χορεύει με τη Ζωή Λόγγου, θα καταρρεύσει.

   Είναι μια συνειδητοποίηση στην οποία του φαίνεται παράξενο που δεν είχε καταλήξει μέχρι στιγμής, κυρίως επειδή όταν την αντιλαμβάνεται όλα ξεκαθαρίζουν μέσα του. Και μαζί με τη συνειδητοποίηση του καρφώνεται και η επιτακτική επιθυμία να φύγει από το δωμάτιο. Άμεσα. Είναι μια επιθυμία την οποία ικανοποιεί, διακριτικά και χωρίς πολλά-πολλά, απαγορεύοντας στον εαυτό του να ρίξει έστω και μια φευγαλέα ακόμη ματιά στον υπολοχαγό. Ας καεί η αίθουσα εκδηλώσεων. Δεν έχει καμιά όρεξη να μάθει τι επρόκειτο να διαδραματιστεί μέσα στους τέσσερις τοίχους της. Ανακουφισμένος, βγαίνει από την αίθουσα και ο παγωμένος, χριστουγεννιάτικος άνεμος τον υποδέχεται νωπός και με το ανεπαίσθητο άρωμα βραστής γαλοπούλας. Καλά Χριστούγεννα γαμώ την τύχη μου, σκέφτεται και παίρνει το δρομάκι για το τηλεφωνείο με τα χέρια στις τσέπες.

   Ξέρει πως πρέπει να καλέσει την Ελένη αλλά δεν θα το κάνει. Η Αθήνα φαίνεται απίστευτα θολή, γλυκιά και ψεύτικη, κάπως σαν την χαρτονένια φάτνη με το θαμπό λαμπρό αστέρι, υπερβολικά μακρινή για να μπορεί να τον αγγίξει με τα καθοριστικά τεκταινόμενά της. Αυτός βρίσκεται τέρμα Θεού· σε ένα μέρος που ούτε ο αρχάγγελος Γαβριήλ δεν θα μπορούσε να τον βρει για να του φέρει τον κρίνο και ο καλύτερος ευαγγελισμός στον οποίο θα μπορούσε να ελπίζει θα ήταν ο υπολοχαγός του να αρνιόταν να παρευρεθεί σε μια χριστουγεννιάτικη σκατογιορτή. Πού τη βρήκε άραγε όλη αυτή την απελπισία και πήγε και χώθηκε μέσα της;

«Λαζάρου».

   Το όνομά του. Κοντοστέκεται.

   Είναι παράξενο αλλά ξαφνικά του έρχεται να γελάσει. Υπήρξε μια στιγμή χθες, καθώς ο Καραμανίδης τον κρατούσε, που το φως του δωματίου έμοιαζε να πέφτει πάνω τους με τέτοιον τρόπο που άλλαζε όλα τους τα χαρακτηριστικά και όλα αυτά τα μαθήματα των χρόνιων σπουδών του που είχαν καταπιεί το σταθερό μέλλον που είχε χτιστεί στη Βαρβάκειο για να το φτύσουν ως τρίμματα αβεβαιότητας, τον είχαν κάνει να σκεφτεί πώς ίσως ο Καραμανίδης, παρά τη σκληρή πέτσα του υπηρεσιακού αξιωματικού, να είχε μια τάση προς την Αλήθεια. Τώρα, καθώς γυρνάει για να τον κοιτάξει, τον βρίσκει να στέκεται εκεί, μέσα στο θαμπό φως του Έβρου και συνειδητοποιεί πως δεν είχε άδικο. Ο Καραμανίδης είναι θυμωμένος και ο Λάζαρος νιώθει μια περίεργη αγαλλίαση. Είναι και ο ίδιος θυμωμένος.

«Πού πας;»

«Τελείωσε το κομμάτι της γιορτής που είχα αναλάβει», του απαντάει, κάπως ψυχρά. «Τώρα θα παίξει η μπάντα. Δεν θα χορέψετε;»

   Μπορεί να δει το πρόσωπο του Καραμανίδη να συσπάται και να τινάζεται και να πιέζεται λες και προσπαθεί να καταπιεί πέτρες. Ανάθεμα και αν του έδειξε ποτέ κανείς πώς να βιώνει τα συναισθήματά του.

«Δεν μπορώ», απαντάει. Τον παρακολουθεί να τινάζεται ολόκληρος και, σχεδόν έκπληκτος, ο Λάζαρος συνειδητοποιεί πως μέσα στο σώμα του Καραμανίδη συμβαίνει ένας πόλεμος. Τον βλέπει να μετακινείται, να βάζει τα χέρια στις τσέπες και να βγάζει ένα τσιγάρο με μια σπασμωδική απελπισία που τον δυσκολεύει να το ανάψει. «Εσύ φταις», καταλήγει, όταν ο καπνός γλιστράει από τα ρουθούνια του. «Σκατά μαθήματα χορού έκανες».

   Ο Λάζαρος χαμογελάει. «Θεωρώ πως ήταν ικανοποιητικά», απαντάει, κοιτώντας κάπως πεινασμένα το τσιγάρο. «Για πρώτη μου φορά».

«Μια τρύπα στο νερό ήταν», απαντάει, μόνο που τώρα η γνώριμη φράση έχει μια διαφορετική, σχεδόν λογοτεχνική αξία, την οποία ο Λάζαρος ανιχνεύει σαν λαγωνικό. Στιγμιαία αναρωτιέται αν ο Καραμανίδης πίστεψε ποτέ πως θα μπορούσε ένας τρίλεπτος χορός να είναι οτιδήποτε άλλο πέρα από μια τρύπα στο νερό.

«Δεν μπορεί να γίνει κανείς χορευτής σε αυτές τις συνθήκες, κύριε υπολοχαγέ», του λέει τελικά. «Το τανγκό το μάθατε. Πηγαίνετε να το χορέψετε. Έχετε χρόνο ακόμη».

«Σκατά χρόνο έχω», του απαντάει απότομα ο Καραμανίδης. «Τίποτε δεν έχω. Δεν έπρεπε να είχες κάτσει εχθές. Τα κατέστρεψες όλα».

   Για μια στιγμή ο Λάζαρος νιώθει να τον λυπάται. «Ενδεχομένως», απαντάει. «Θέλετε κάτι άλλο ή να φύγω;»

«Θέλω να μου απαντήσεις μια ερώτηση», τον σταματάει ο Καραμανίδης. Κοιτάει το τσιγάρο του σαν να είναι κάτι απολύτως ξένο ή, έστω, σαν να μην θυμάται πώς βρέθηκε στα χέρια του και όταν μιλάει ακούγεται τόσο θλιμμένος και απελπισμένος που ο Λάζαρος θέλει να τον φιλήσει. «Πιστεύεις ότι θα δεχόταν; Αν της ζητούσα να χορέψουμε;»

   Ο Λάζαρος δεν χρειάζεται να το σκεφτεί πολύ. «Ναι», του απαντάει. «Φαίνεται μόνη».

   Βλέπει τον Καραμανίδη να γνέφει και ύστερα, προς μεγάλη του έκπληξη, λέει: «Την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε όταν μου μίλησε με φώναξε με το μικρό μου. Είχα χρόνια να ακούσω κάποιον να με φωνάζει με το μικρό μου».

   Ενστικτωδώς, ο Λαζάρου ανασύρει τα γεγονότα της προηγούμενης μέρας και αρχίζει να τα ξεφυλλίζει, ψάχνοντας για κάποια στιγμή που θα μπορούσε να δικαιολογήσει αυτή την εξομολόγηση. Στα αλήθεια όμως, δεν μπορεί να βρει κάποιο λόγο του που θα θύμιζε παρόμοια τρυφερότητα και το να τον αποκαλέσει τώρα Στέφανο ή να του μιλήσει στον ενικό, μοιάζει ανυπολόγιστα σκληρό. Έτσι μένει να τον κοιτάει, αμίλητος, παρακολουθώντας τον καπνό να μπερδεύεται με τα ζεστά του χνώτα.

«Θα σου κανονίσω μια άδεια», λέει τελικά ο Καραμανίδης, πετώντας τη γόπα του στο έδαφος με μια καθοριστική κίνηση. «Να πας να δεις τη μάνα σου».

   Ο Λάζαρος δεν θέλει να του υπενθυμίσει πως μάλλον είναι αργά για κάτι τέτοιο.

«Όταν γυρίσεις θα μιλήσουμε».

   Ξαφνικά νιώθει μια τεράστια τρυφερότητα για τον υπολοχαγό του αφού δεν μπορεί να φανταστεί ποια θα ήταν τα συναισθήματά του για τον Καραμανίδη μετά από το τέλος μιας τέτοιας άδειας. Στην Αθήνα θα μπορούσε να μυρίσει πολιτισμό, να δει το σπίτι του και τους στολισμένους, χριστουγεννιάτικους δρόμους έστω και κατόπιν εορτής και να συναντήσει κάποιον για ένα σίγουρα λιγότερο επικίνδυνο και απαγορευμένο γαμήσι από αυτό που θα μπορούσε να του προσφέρει το στρατόπεδο Βάτη. Προς στιγμήν αναρωτιέται αν ο Καραμανίδης του δίνει αυτό το καρότο για να τον δοκιμάσει αλλά πολύ αμφιβάλλει αν κάποιος τόσο άμαθος σε ζητήματα καρδιάς έχει τη διορατικότητα να σκεφτεί με αυτόν τον τρόπο. Περιέργως, είναι βέβαιος πως ο Καραμανίδης είναι ειλικρινής. Δεν έχει την πονηριά να φανταστεί όλα αυτά που περνάνε τώρα από το μυαλό του Λαζάρου. Και είναι τέτοια η τρυφερότητα που για μια στιγμή σκέφτεται να τον καλέσει στο τηλεφωνείο, όπου κρύβει ένα ωραίο, γυάλινο μπουκάλι κρητική ρακή, για να του προσφέρει αυτό που θέλει, το οποίο έχει καταλάβει ο Λαζάρου δεν είναι τίποτε παραπάνω από κάποια συντροφικότητα.

   Δεν προτείνει, όμως, τίποτε, παρά μόνο γνέφει και ύστερα, γεμάτος από ένα αιφνίδιο, εορταστικό συναίσθημα, λέει: «Καλά Χριστούγεννα, κύριε υπολοχαγέ».

   Ακούει τον Καραμανίδη να καγχάζει. Βάζει τα χέρια στις τσέπες και τινάζει τους ώμους, με έναν τρόπο που μοιάζει στον Λαζάρου σαν πλάσμα με φτερά. «Καλά Χριστούγεννα, Λαζάρου».

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top