2. τα δύο του λεπτά (ξανά)

Τίτλος: τα δύο του λεπτά (ξανά)

Λέξεις: 3.375

Σχέσεις: Στέφανος Καραμανίδης / Λάζαρος Λαζάρου 

Περίληψη: Ο Καραμανίδης επισκέπτεται τον Λαζάρου στο νοσοκομείο. 

----

   Όταν ξυπνάει στο νοσοκομείο μαθαίνει πως ήταν σχεδόν μια μέρα χωρίς τις αισθήσεις του. Και μετά από αυτό, είναι μισή βδομάδα που κάνει ο πυρετός για να πέσει. Η ανάσα του μοιάζει μονίμως σφηνωμένη στο στήθος, σαν μια γροθιά να σφίγγει τα πνευμόνια. Το βράδυ δεν κοιμάται καλά. Δεν βοηθάει που σκέφτεται τη μητέρα του, ξαπλωμένη σε κάποιο αντίστοιχο κρεβάτι στην άλλη άκρη της Ελλάδας, νεκρή και ζωντανή ταυτόχρονα. Δεν ξέρει τι της συνέβη, άλλωστε. Οι νοσοκόμες τον καθησυχάζουν επειδή είναι νέος και υγιής αλλά δεν τον αφήνουν να τηλεφωνήσει στην Ελένη, ίσως επειδή η φωνή του πάντα τρέμει όταν το ρωτάει. Με την παραλληλία του πυρετού να υποχωρεί μπορεί πλέον να καταλάβει τι συνέβη: ίσως να' χει πεθάνει ήδη και το κοντινότερο που θα έχει σε μια αντάμωση είναι η θολή, αλλοιωμένη φιγούρα της που του στοιχειώνει τον ύπνο. Και αν πέθανε, έχει αρχίσει να συνειδητοποιεί, ίσως να μην καταφέρει να της πει το τελευταίο αντίο ούτε στην κηδεία της.

   Μαζί με τη σκέψη της μητέρας του, έχει αρχίσει να του γίνεται κατανοητή και η μοίρα που σφράγισε όταν διέσχισε εκείνον τον φράχτη, περνώντας στην πλευρά της λιποταξίας. Το να παρακούσει την άρνηση του Καραμανίδη να του δώσει άδεια, ήταν κάτι παραπάνω από ένα σφάλμα, κάτι μπορεί να εξηγηθεί απλά, έχανα τη μητέρα μου, πέθαινε. Καμιά μητέρα και κανένας θάνατος δεν τον σώνουν από τη φυλακή, αν αποφασίσει κάποιος να έρθει να τον συλλάβει. Κάθε πρωί που ξυπνάει, με τον ήλιο να μπαίνει άχρωμος και παγωμένος από τις γρίλιες, κοιτάει προς την πόρτα, περιμένοντας την να πέσει από λεπτό σε λεπτό. Αναρωτιέται αν οι νοσοκόμες θα φέρουν κάποια αντίρρηση ή αν απλώς θα τον παρακολουθήσουν να σέρνεται έξω από το κτίριο, με τις πιτζάμες στη χειμωνιάτικη βροχή που παραλίγο ήδη μια φορά να τον σκοτώσει. Αυτό θα γίνει βέβαια, μόνο αν ο Καραμανίδης θελήσει να τον προδώσει ως λιποτάκτη. Αλλά και για τον Καραμανίδη παραλίγο να πεθάνει ήδη μια φορά, οπότε η σκέψη δεν τον καθησυχάζει ιδιαίτερα.

   Δεν θυμάται πολλά από το βράδυ που γύρισε στο στρατόπεδο, βρεγμένος ως το κόκαλο, με την ανάσα κομμένη για λόγους τελείως διαφορετικούς από την πνευμονία. Θυμάται το χέρι του Καραμανίδη στη μέση του, με τα δάχτυλα σφιγμένα, τόσο που για μια στιγμή είχε σκεφτεί: «Φοβάται πως θα φύγω» και αυτή είναι η μόνη ξεκάθαρη σκέψη που είχε σε όλη τη διάρκεια του χορού τους. Του είναι πολύ πιο διαυγής η ανάμνηση του Καραμανίδη στην απέναντι πλευρά του φράχτη με το βλέμμα σκληρό και απίστευτα μαλακό ταυτόχρονα. Δεν ξέρει πως μπορεί να τα συνδυάζει τόσο καλά: το βαρύ βήμα και το απαλό άγγιγμα. Ακόμη και όταν τον πατούσε η κίνηση ισορροπούσε ανάμεσα σε αυτά τα δύο, λες και μπορούσε να αποφασίσει αν ήθελε να τον πονέσει ή να τον χαϊδέψει. Αναρωτιέται τι από τα δύο θα προτιμήσει τώρα. Αν θα τον αφήσει να κάτσει στο κρεβάτι του, ξεχασμένος αλλά ασφαλής. Ή αν θα σηκώσει το χέρι και θα χτυπήσει.

   Τον είχε φιλήσει, άλλωστε, αλλά έχασε τις αισθήσεις προτού μάθει την αντίδρασή του.

   Αυτό που συμβαίνει είναι πως τον ξαφνιάζει, κάτι που ο Λάζαρος θα έπρεπε να έχει αρχίσει να περιμένει. Νιώθει πως κάθε του συνάντηση με τον Καραμανίδη είναι ένα μικρό ξάφνιασμα, ένα σπιθαμιαίο κούνημα της πόρτας που σου επιτρέπει να κοιτάξεις λίγο πιο ξεκάθαρα μέσα από τη χαραμάδα: ο χορός, ο σκύλος, ο έρωτάς του για τη γυναίκα του λοχαγού, εκείνη η μέρα που έσπρωξε τον μηρό του ανάμεσα στα πόδια το, κρατώντας το εκεί, αφήνοντας μια ανάσα. Τώρα τον ξαφνιάζει επειδή εμφανίζεται στην πόρτα του και το λευκό φως της λάμπας κάνει το πρόσωπό του να φαίνεται απόκοσμο, λες και του έχουν ρουφήξει όλο το αίμα.

   Ο Λάζαρος ανασηκώνεται στο κρεβάτι, τα χέρια του να σφίγγουν γύρω από την κουβέρτα. Υποτίθεται του έχει πέσει ο πυρετός εδώ και δυο μέρες αλλά ξαφνικά αναρωτιέται αν υποτροπίασε και έχει πάλι παραισθήσεις. Αλλά δεν νομίζει πως θα έβλεπε τον Καραμανίδη έτσι στις παραισθήσεις του: με το καπέλο του κάτω από τη μασχάλη, τα μάτια του σακουλιασμένα με κούραση, μαυρισμένα. Ο τρόπος που στέκεται δεν είναι κάτι που περίμενε ποτέ να ανταμώσει ο Λάζαρος, ούτε καν στις φαντασιώσεις του. Φαίνεται εξουθενωμένος. Λίγο σαν εκείνη τη μέρα στο γραφείο, όταν είχε προς στιγμήν νομίσει πως όλα πήγαν στράφι και θα έχανε τον χορό του.

   Τον παρακολουθεί καθώς τον παρακολουθεί, το βλέμμα του Καραμανίδη να κατεβαίνει από το πρόσωπο στα χέρια του εκεί που έχουν τσιτώσει πάνω στο στρώμα.

«Χαλάρωσε Λαζάρου», λέει, με μια κίνηση του χεριού και μπαίνει μέσα στο δωμάτιο, πλησιάζοντας την καρέκλα ώστε να κρεμάσει το καπέλο του από την πλάτη της.

   Η προσταγή κάνει τους ώμους του Λάζαρου να πέσουν λίγο, αλλά δεν τον χαλαρώνει. Αν κάνει κάτι στην πραγματικότητα είναι να τον τσιτώσει ακόμη περισσότερο. Δεν περίμενε να ξαναδεί τον Καραμανίδη. Ίσως μονάχα αν ερχόντουσαν να τον συλλάβουν, αλλά ακόμη και εκεί, μάλλον θα προτιμούσε να μείνει μακριά, να μην πασαλειφτεί με τη λάσπη της υπόθεσης. Είναι πολύ προσεκτικός σε τέτοια πράγματα, πάντα βγάζει πρώτα τα μεταφορικά του παπούτσια. Τον αγχώνει που είναι με αυτό τον τρόπο στο έλεός του. Ή μάλλον καλύτερα, με αυτούς τους τρόπους. Υπάρχουν τόσες επιλογές, αν θέλει να τον βλάψει.

   Και εκείνος θα είχε αντίποινα, αν δεν είχε πάει να τα γαμήσει όλα μέσα στην αρρώστια του. Το να σε καλεί ο προϊστάμενος σου στο γραφείο του, να σε βάζει να βγάζεις τα παπούτσια σου και να χορεύεται τανγκό δεν είναι μικρό πράγμα. Θα μπορούσε να είχε μιλήσει μέχρι και για ασέλγεια, αλλά μετά πήγε σαν ηλίθιος και τον φίλησε, οπότε τώρα είναι γυμνός μες στο σκοτάδι. Η κουβέρτα είναι τραχιά καθώς την τρίβει ανάμεσα στα δάχτυλά του. Παρακολουθεί τον Καραμανίδη να μετακινείται στο δωμάτιο, πίσω από την πλάτη του να διαγράφεται η θέα του παραθύρου, βαμμένη μαύρη τώρα που νύχτωσε, απόκοσμη. Έχει χάσει τις μέρες πλέον, ο ήλιος δύει και ανατέλλει κάθε μέρα, αλλά αποκομμένος από κάποια αίσθηση χρόνου. Αν ο Καραμανίδης τον ρωτήσει τι μέρα είναι δεν θα μπορούσε να του πει.

«Έμαθα πως είσαι καλύτερα», λέει ο Καραμανίδης, αμήχανα.

   Ο Λάζαρος δαγκώνει το εσωτερικό του χείλους του. «Μάλιστα, κύριε», λέει, αν και δεν θα πρέπει να φαίνεται τόσο καλύτερα. Δεν έχει καταφέρει να κατεβάσει πολύ φαγητό αυτές τις μέρες. Εν μέρει εξαιτίας της αρρώστιας του, αλλά κυρίως λόγω όλων των άλλων. «Δεν έχω ανεβάσει ξανά πυρετό», συνεχίζει και ύστερα μορφάζει. Δεν είναι πως τον ρώτησε.

   Αλλά ο Καραμανίδης απλώς κουνάει το κεφάλι του. «Ο γιατρός είπε πως θα βγεις σε μερικές μέρες».

   Αυτό κάνει τον Λάζαρο να πεταχτεί ανεπαίσθητα. Δεν έχει καταφέρει να συνεννοηθεί με τις νοσοκόμες επί του θέματος και πέρα από την πρώτη μέρα που ξύπνησε, ο γιατρός δεν έχει εμφανιστεί ξανά. Οι γιορτές είναι κακή περίοδος για να είναι κανείς άρρωστος, όποιο και αν είναι το νοσοκομείο.

«Αλήθεια;» ρωτάει, κάπως χαζά.

   Ο Καραμανίδης στέκεται στο τέλος του κρεβατιού του τώρα, με το ένα χέρι στην τσέπη της ζακέτας. Μπορεί να ακούσει το ανεπαίσθητο κλικ-κλικ, από νύχια που χτυπάνε πάνω σε κάτι μεταλλικό. Το κουτάκι από τις παστίλιες, αναγνωρίζει ο Λαζάρου και νιώθει το στόμα του να γεμίζει με τη γεύση του ευκάλυπτου. Και αυτό το λίγο φαγητό που έχει βάλει στο στόμα του μια βδομάδα είναι νερόβραστο και άγευστο σαν άμμος. Δεν θυμάται τι ακριβώς γεύση είχε το στόμα του Καραμανίδη, αλλά μπορεί να μαντέψει.

«Γι' αυτό ήρθα να σε δω», λέει, αλλά δίχως να τον κοιτάει στα μάτια. «Όταν βγεις από το νοσοκομείο θα πάρεις αναρρωτική».

   Είναι σαν χτύπημα μετά από χτύπημα κάθε πρόταση που λέει ο Καραμανίδης, τον αφήνει δίχως ανάσα. Το στόμα του Λάζαρου ανοιγοκλείνει ελάχιστα: αυτό σημαίνει πως θα πάει να δει την Ελένη και επίσης σημαίνει ότι –

   Ότι –

   Κοιτάει τον Καραμανίδη λίγα δευτερόλεπτα και ύστερα σε μια στιγμή απίστευτου θάρρους λέει:

«Κύριε υπολοχαγέ». Κάτι που κάνει το πρόσωπο του Καραμανίδη να στραβώσει, λες και δεν τον περίμενε να του απευθύνει το λόγο. «Αυτό σημαίνει ότι – ». Αλλά διστάζει. Το γυρνάει γύρω από τη γλώσσα του, ζυγίζοντάς το και ύστερα επαναλαμβάνει. «Πως είμαστε εντάξει; Για – ». Κοντοστέκεται. «Για ό,τι έγινε;» Νιώθει τόση απίστευτη ντροπή μόνο και που το λέει, που συνεχίζει να μιλάει, αυθόρμητα, προσπαθώντας να το θάψει: «Επειδή δεν καταλάβαινα τι έκανα, κύριε, ήταν ο παραλληλισμός από τον πυρετό και – ».

«Ξέρω τι ήταν, Λαζάρου», τον διακόπτει εκείνος, απότομα, γυρνώντας προς το πλάι ώστε να κοιτάξει την πόρτα του δωματίου, ακόμη ανοιχτή. Αλλά όταν γυρνάει ξανά προς το μέρος του το πρόσωπό του έχει απαλύνει πάλι. Μισο-σκληρός, μισο-μαλακός όπως πάντα. «Ξέρω».

   Δεν βοηθάνε τα ταλαιπωρημένα από την αρρώστια πνευμόνια του, ξεμένει εντελώς από ανάσα. Ξαφνικά του είναι αδύνατο να κοιτάει τον Καραμανίδη στο πρόσωπο και κατεβάζει το κεφάλι, σφίγγοντας τα χείλη. Ακόμη και στο ζενίθ του πυρετού του, που κάθε τρελό σενάριο έμοιαζε αληθινό δεν θα μπορούσε να φανταστεί κάτι τέτοιο, να έχει αυτή τη συζήτηση με τον Καραμανίδη στο κρεβάτι του νοσοκομείου, με τη φωνή του άλλου άντρα να ακούγεται τόσο τρυφερή, λες και απευθύνεται σε παιδί που μόλις έπεσε και πλήγιασε το γόνατό του. Ίσως να 'ναι η τρυφερότητα που τον κάνει να ντρέπεται τόσο. Τις φωνές και την αγριάδα θα μπορούσε να τις αντέξει. Ίσως, στην ονειρική εκδοχή της ιστορίας, να άντεχε και το πάθος. Αλλά αυτό του είναι απίστευτα ανοίκειο. Μερικές μέρες πριν και ούτε που θα μπορούσε να μαντέψει πως ο Καραμανίδης είναι ικανός για τέτοια συναισθήματα.

   Δεν νιώθει πως το αξίζει ιδιαίτερα, οπότε, κρατώντας το κεφάλι χαμηλωμένο, μουρμουρίζει: «Συγγνώμη».

   Με την άκρη του ματιού του βλέπει τον Καραμανίδη να μετακινείται ανεπαίσθητα και ύστερα να λέει: «Λαζάρου, κοίταξε με». Έχει βάλει και το άλλο χέρι στην τσέπη τώρα, φαίνεται ακόμη πιο αμήχανος. «Θέλω να ξέρεις», λέει. «Πως από εμένα δεν έχεις να φοβηθείς τίποτε. Είσαι ασφαλής. Και για αυτό που πήγες να κάνεις». Εννοώντας την παραλίγο λιποταξία. «Και για αυτό που έκανες».

   Ο Λάζαρος διστάζει για μια στιγμή. Αναρωτιέται τι να εννοεί: που τον φίλησε ή που τον ερωτεύτηκε;

   Δεν ξέρει τι να απαντήσει οπότε λέει: «Σας ευχαριστώ, κύριε υπολοχαγέ».

   Ξαφνικά νιώθει επίσης τεράστια τρυφερότητα για τον Καραμανίδη, θα πρέπει να το είχε καταλάβει πως θα τον τρώει ο φόβος σαν σαράκι με κάθε μέρα που περνάει στο νοσοκομείο, να μην ξέρει αν είναι ασφαλής ή όχι. Είναι, άλλωστε δύσκολο να είσαι όλη μέρα στο κρεβάτι, μόνος με τις σκέψεις σου. Για αυτό θα πρέπει να είχε έρθει: για να απαλύνει το φόβο. Μια έκφραση ευγνωμοσύνης. Ωστόσο, δεν κάνει κίνηση να φύγει. Κοιτάει μια ακόμη φορά την πόρτα και ύστερα καταπίνει.

«Λαζάρου», λέει, απαλά. «Είσαι εντάξει;»

   Κάνει το στήθος του Λάζαρου να φουσκώσει αυτό, το πως επιμένει.

«Μάλιστα, κύριε», λέει ξανά και ο Καραμανίδης ξανα-στραβώνει.

«Μην με λες κύριο», του κάνει. «Δεν έχω έρθει σαν υπολοχαγός σου τώρα».

   Αυτό κάνει τον Λαζάρου να ανασηκωθεί. «Εντάξει», λέει ξαφνιασμένος και ο Καραμανίδης καθαρίζει τον λαιμό του.

«Μίλησα με την αδερφή σου», λέει, στέλνοντας την καρδιά του Λαζάρου σε έναν χορό που κάνει το στήθος του να πονάει. Το πόδι του διπλώνει προς το στήθος, έτοιμος να σηκωθεί, αλλά είναι κάτι στο βλέμμα του Καραμανίδη που τον κρατάει στο κρεβάτι, κολλημένο, σαν σίδερο σε μαγνήτη.

«Είπε κάτι για τη μάνα μου;» ρωτάει, νιώθοντας κάθε λέξη βαριά στο στόμα του.

   Το στόμα του Καραμανίδη ανοίγει ελάχιστα. Μοιάζει σαν να πονάει όταν το λέει: «Λυπάμαι».

   Το περιμένει μέρες τώρα, αλλά η αναμονή δεν το κάνει πιο εύκολο. Το φως της λάμπας τρεμοπαίζει στιγμιαία καθώς ο Καραμανίδης πλησιάζει την πόρτα για να την κλείσει, πριν διασχίσει το χώρο μέχρι το κρεβάτι του Λάζαρου. Σχεδόν δεν αντιλαμβάνεται το βούλιαγμα του στρώματος στο πλάι του, έτσι παγωμένος που είναι, μέχρι που νιώθει την παλάμη του Καραμανίδη στο γόνατό του, ζεστή και βαριά, σαν άγκυρα, βαρίδι. Τον γειώνει κάπως, τον επιστρέφει πίσω στο δέρμα του επειδή προς στιγμήν είχε χαθεί, είχε πετάξει μέχρι την άλλη άκρη της χώρας, εκεί που αναμφίβολα σε κάποιο παγωμένο δωμάτιο του σπιτιού τους η Ελένη θα καθόταν με το πρόσωπο στα χέρια, απίστευτα μόνη. Έτσι νιώθει και αυτός, σαν το δωμάτιο και σαν την Ελένη, σαν κάποιος να έσκαψε μέσα του και να έβγαλε ό,τι είχε, πετώντας το στην άκρη.

   Το δάκρυ στάζει από την άκρη του ματιού του και είναι μονάχα το άγγιγμα του Καραμανίδη που τον συγκρατεί κάπως πριν ξεσπάσει σε λυγμούς. Δίχως να σκέφτεται σκύβει μπροστά, ακουμπάει το μέτωπο στην αναστροφή της παλάμης του Καραμανίδη, πιέζει το πρόσωπο του εκεί, τα χέρια του να σφίγγουν το πάπλωμα. Μπορεί να νιώσει την άλλη παλάμη του Καραμανίδη στη βάση του λαιμού του, στη γραμμή των κοντοκουρεμένων μαλλιών του. Χρειάζεται λίγη ώρα για να συνειδητοποιήσει πως ο Καραμανίδης του χαϊδεύει τα μαλλιά όσο κλαίει πάνω στο χέρι του. Αναρωτιέται τι θα σκέφτεται. Αν θα τον θεωρεί μαλθακό. Ή άνανδρο. Αν θα σκεφτεί και όλους του άλλους παράγοντες. Μια βδομάδα στο κρεβάτι, άρρωστος, νηστικός, άυπνος, τρομαγμένος. Άνθρωπος είναι και αυτός, πόσα να αντέξει;

   Μένουν για μερικές στιγμές έτσι μέχρι που το βάρος στο στέρνο του Λάζαρου μοιάζει να ελαφραίνει κάπως και ανασηκώνεται στο κρεβάτι, σκουπίζοντας τα μάτια στο εσωτερικό του πήχη του. Μια ζαλάδα χτυπάει στους κροτάφους του, τόσο που όταν ο Καραμανίδης κάνει να σηκωθεί από το κρεβάτι δεν διστάζει να κλείσει τα δάχτυλα γύρω από τον καρπό του, κρατώντας τον εκεί. Αμέσως πανικοβάλλεται όμως, όταν συνειδητοποιεί τι έκανε και τον αφήνει, λες και κάηκε.

   Αλλά ο Καραμανίδης δεν αντιδράει όπως τον περίμενε.

«Πάω να σου φέρω λίγο νερό», λέει, πνιχτά και ο Λάζαρος κουνάει το κεφάλι του αποπροσανατολισμένος.

«Κάτσε», λέει. «Παρακαλώ».

   Και ύστερα δαγκώνει τη γλώσσα του – του μίλησε στον ενικό. Αναρωτιέται πως δεν έχει ξεσπάσει ακόμη: πρώτα να κλαίει πάνω του, ύστερα να τον τραβάει, να του μιλάει λες και είναι φίλοι. Και να τα κάνει όλα αυτά όσο ξέρει ότι είναι ερωτευμένος μαζί του. Άντρες σαν αυτόν, με τέτοιες εξουσίες, παίρνουν απίστευτη ευχαρίστηση με το να βασανίζουν ανθρώπους σαν τον Λάζαρο, να τους σπρώχνουν πέρα-δώθε σαν μπίλιες. Αλλά ο Καραμανίδης το μόνο που κάνει είναι να μετακινηθεί πάνω στο στρώμα, για να τεντώσει το πόδι του που είχε λογικά πιαστεί. Ο αγκώνες του χτυπάει ανεπαίσθητα πάνω στο πόδι του Λάζαρου.

«Λυπάμαι για τη μητέρα σου», λέει μαλακά και ύστερα ακόμη περισσότερο: «Και λυπάμαι που δεν μπόρεσες να τη δεις».

   Ο Λάζαρος δεν τον κατηγορεί. Ξέρει πως η οδηγία για ανάκληση όλων των αδειών είχε έρθει από πάνω. Μπορεί ο Καραμανίδης να είναι μεγαλύτερο ψάρι από τον ίδιο, αλλά και οι δύο ψάρια είναι, κολυμπάνε στον λάκκο με τους καρχαρίες.

«Ίσως να είναι καλύτερα έτσι», λέει τελικά ο Λάζαρος.

   Δεν ξέρει τι θα είχε γίνει αν δεν είχε ματαιώσει τη λιποταξία του. Τώρα ο Καραμανίδης θα τον προστατέψει, αλλά σίγουρα δεν θα μπορούσε να κάνει το ίδιο αν είχε μπει στο τραίνο και το επόμενο πρωί οι υπόλοιποι φαντάροι έβρισκαν το κρεβάτι του άδειο. Ούτε θεϊκή παρέμβαση δεν θα μπορούσε να τον σώσει. Και το ζήτημα είναι πως ναι, μπορεί να έβλεπε τη μάνα του ή μπορεί να έφτανε στο προσκέφαλό της και να την έβρισκε δίχως ανάσα. Από τη φυλακή ούτε τον τάφο της δεν θα μπορούσε να επισκεφτεί.

   Τώρα κοιτάει τον Καραμανίδη που έχει βγάλει το κουτάκι με τις παστίλιες και το γυρνάει στα δάχτυλά του.

«Τουλάχιστον άξιζε;» τον ρωτάει.

   Το κεφάλι του πετιέται, τα δάχτυλά του σταματούν να κινούνται.

«Που γύρισα», λέει. «Άξιζε; Χόρεψες μαζί της;»

   Κάτι πολύ τρυφερό γεμίζει τα χαρακτηριστικά του Καραμανίδη. Έχει ένα ονειροπόλο βλέμμα καθώς του απαντάει, λες και βρίσκεται σε δυο μέρη ταυτόχρονα: στο κρεβάτι του Λάζαρου και στην πίστα του χορού, με τα χέρια του γύρω από την όμορφη γυναίκα του Συνταγματάρχη.

«Ναι», λέει, γνέφοντας. «Άξιζε. Είχες δίκιο για τα δύο λεπτά». Χτυπάει μια-δυο φορές τα δάχτυλά στο κουτάκι και ύστερα λέει: «Θέλω να ξέρεις πως δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό που έκανες, Λαζάρου»

   Πρέπει να είναι η ζάλη από την αφυδάτωση αλλιώς δεν υπάρχει άλλη εξήγηση που βρήκε το θράσος να τον κοιτάξει στα μάτια και να πει:

«Δεν θα μπορούσα να στερήσω από κάποιον τα δύο του λεπτά, κύριε υπολοχαγέ» και ύστερα να μετακινήσει το βλέμμα του προς τα δικά του χέρια, ακουμπισμένα με τις παλάμες προς τα πάνω στην κουβέρτα και να ψιθυρίσει: «Τα δικά μου μου τα στέρησε η πνευμονία».

   Περιμένει πως αυτό θα είναι το τελειωτικό χτύπημα που θα λυγίσει τον Καραμανίδη, που θα τον γυρίσει εναντίον του. Αλλά αντί να σηκωθεί από το κρεβάτι ο άλλος άντρας μένει σιωπηλός. Το μόνο που ακούγεται στο δωμάτιο είναι το σιγανό τικ-τικ από το ρολόι τοίχου και ύστερα ο μεταλλικός θόρυβος του κουτιού με τις παστίλιες καθώς ανοίγει.

«Πάρε μια, Λαζάρου», του λέει ο Καραμανίδης, τείνοντας το προς το μέρος του και το στόμα του Λάζαρου γεμίζει σάλιο.

   Αντιλαμβάνεται πόσο πραγματικά άνοστο ήταν το φαγητό που έτρωγε τόσες μέρες, μονάχα όταν βάζει την παστίλια στην άκρη της γλώσσας του. Παρακολουθεί τον Καραμανίδη καθώς παίρνει επίσης μία, τη γυρίζει για μια στιγμή στα δάχτυλά του και ύστερα την δαγκώνει, κλείνοντας το κουτάκι. Είναι τόσο κοντά τώρα που μπορεί να δει την κίνηση του λαιμού του καθώς δουλεύει, το τσίτωμα στο δέρμα του όταν ανασηκώνει το χέρι για να βάλει το κουτάκι πίσω στην τσέπη. Και ύστερα απλώνει το χέρι και βάζει δυο δάχτυλα κάτω από το πιγούνι του Λάζαρου, ανασηκώνοντας το πρόσωπό του.

«Κατάλαβε», λέει, αμήχανα, «ότι δεν είναι έτσι για μένα». Ο Λάζαρος είναι πολύ ξαφνιασμένος για να καταλάβει τι εννοεί. «Αλλά νομίζω πως τουλάχιστον αυτό στο χρωστάω».

   Όταν σκύβει μπροστά και τον φιλάει ο Λάζαρος ξαφνιάζεται τόσο πολύ που σχεδόν αποτραβιέται. Τα χείλη του είναι πιο ζεστά από ό,τι τα θυμάται, αλλά ίσως να φταίει που τώρα δεν είναι και εκείνος παγωμένος. Δεν ξέρει τι ακριβώς είναι αυτό: ίσως μια συγγνώμη, μια ανταμοιβή σε μέρος της υπόσχεσης που δεν τηρήθηκε. Μπορεί να μην γύρισε σπίτι τα Χριστούγεννα να δει τη μητέρα του, αλλά τώρα έχει αυτό και προς στιγμήν δεν ξέρει τι να το κάνει. Μπορεί να ακούσει το απόμακρο τικ-τικ από το ρολόι και τα χείλη του Καραμανίδη κινούνται κόντρα στα δικά του, το μουστάκι του να γαργαλάει το άνω χείλος του. Το στόμα του ανοίγει λίγο και η άκρη της γλώσσας του έχει πράγματι τη γεύση ευκάλυπτου. Αναρωτιέται τι να σκέφτεται ο άλλος άντρας όσο τον φιλάει. Με κλειστά τα μάτια και με το άτριχο πρόσωπό του, ίσως τα χείλη του να μην διαφέρουν τόσο από τα χείλη της κυρίας Λόγγου αλλά, οργισμένος με τον εαυτό του, παίρνει αυτή τη ζήλεια που μαζεύεται και την σπρώχνει κάτω. Ό,τι και αν είναι αυτό το φιλί είναι για εκείνον, τα δικά του δύο λεπτά. Οπότε σπρώχνει τα δάχτυλα του μέσα στα μαλλιά του Καραμανίδη και τον φιλάει πίσω, ανοίγοντας το στόμα του.

   Όταν χωρίζονται, ο Λάζαρος έχει χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου. Μένουν για λίγη ώρα έτσι, τα πρόσωπά του κοντά. Για μια στιγμή, αναρωτιέται αν ο Καραμανίδης θα τον φιλήσει ξανά. Αντί αυτού, ανασηκώνεται και με μια παράξενη αμηχανία, επιδιορθώνει τα ρούχα του. Όχι πως είναι τσαλακωμένα. Ο Λάζαρος φοβόταν υπερβολικά πολύ να τον αγγίξει οπουδήποτε πέρα από τα μαλλιά του και το χέρι που ακούμπησε μαλακά στον αγκώνα του. Τον παρακολουθεί τώρα καθώς ξεροβήχει και ύστερα, με το τίναγμα ανθρώπου που μόλις θυμήθηκε κάτι σημαντικό, βάζει το χέρι του βαθιά στην τσέπη του μπουφάν του και βγάζει κάτι που ο Λάζαρος αμέσως αναγνωρίζει. Είναι το μικρό αγαλματίδιο της Αφροδίτης, εκείνο από το γραφείο του.

«Είναι για σένα», του λέει, ακουμπώντας το στο κομοδίνο. Ο Λάζαρος είναι υπερβολικά ξαφνιασμένος για να αντιδράσει. «Σε ευχαριστώ, Λάζαρε».

   Κοιτιούνται ξανά και ο Λάζαρος ανοιγοκλείνει το στόμα. Του είναι τόσο παράξενο να ακούει το όνομά του έτσι, ειπωμένα από δυο χείλη κόκκινα από το φιλί τους.

   Ο Καραμανίδης διστάζει λίγο, ψάχνοντας κάποια λέξη, το ένα χέρι του είναι σηκωμένο και το ακουμπάει στον ώμο του Λαζάρου, σφίγγοντας ελαφρά. Όπως έσφιγγε ο Λάζαρος τον δικό του ώμο όταν χόρευαν τανγκό. Ένα κενό αρχίζει να γεμίζει το στομάχι του. Το πλάι του μηρού του, εκεί που ακουμπούσε ο Καραμανίδης τόση ώρα, μοιάζει παγωμένο. Αλλά το χέρι του είναι ζεστό στον ώμο του και ο Λάζαρος προσπαθεί να το απομνημονεύσει.

«Καλή ανάρρωση», του λέει και ύστερα το διορθώνει. «Καλή ζωή». Αποτραβάει το χέρι του και το βάζει πάλι πίσω στην τσέπη. «Ίσως να τα ξαναπούμε».

   Και τότε τουγυρνάει την πλάτη και βγαίνει έξω από το δωμάτιο, αφήνοντας πίσω του το ελαφρύάρωμα του ευκαλύπτου. Το ρολόι χτυπάει στον τοίχο, γεμίζοντας το χώρο με τουπόκωφο τικ-τικ του και ο Λάζαρος μένει εκεί, σφίγγοντας την κουβέρτα, μόνοςξανά. Μοναδική συντροφιά το άγαλμα της Αφροδίτης, απόδειξη πως όλα αυτάσυνέβησαν στην πραγματικότητα και δεν ήταν ένα απλό παιχνίδι του μυαλού του. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top