Κεφάλαιο 2ο


Πικρά λόγια

Νιώθω να ξυπνάω από έναν αιώνιο ύπνο, μιας και τα μάτια μου είναι πολύ βαριά για να τα ανοίξω ακόμα, προσπαθώ μέσω των άλλων μου αισθήσεων να καταλάβω που βρίσκομαι. Η απόλυτη σιωπή που επικρατεί γύρω μου είναι αυτό που με τρομάζει περισσότερο από όλα. Πιέζω τον εαυτό μου και ανοίγω τα βλέφαρα μου. Δίνω εντολή στον εγκέφαλο μου να μου δώσει δύναμη να σηκώσω το κεφάλι μου και μετά το υπόλοιπο μου σώμα, γιατί όπως φαίνεται ήμουν ξαπλωμένη στο... έδαφος. 

Όταν καταφέρνω να σηκώσω το σώμα μου και να σταθεροποιηθώ στα πόδια μου, νιώθω έναν οξύ πόνο στο κεφάλι μου. Βάζω το χέρι μου στο πονεμένο σημείο, κάτι που δεν κάνει ωστόσο τα πράγματα καλύτερα. Μία ζαλάδα με περικλύει, παρόλα αυτά πρέπει να μιλήσω σε κάποιον. Μέσα σε μια στιγμή εικόνες περνούν στο μυαλό μου, προσπαθώ να τις βάλω σε μια σειρά μήπως και με βοηθήσουν στη κατάσταση μου... Ήσουν στη τάξη όταν ένα ηχητικό κύμα σας "επιτέθηκε", τα τζάμια έσπασαν, επικράτησε πανικός, άρχισες να τρέχεις με την Ιωάννα, ναι...η Ιωάννα, που βρίσκεται τώρα; την άφησες λίγο πριν βγεις από το κτήριο, γιατί; γιατί γύρισες για τον Άγγελο, ο Άγγελος...ήταν τραυματισμένος, φώναξε το όνομα μου, "Πρόσεχε!" μου είπε και τότε μια ακόμα άγνωστη φωνή να προσπαθεί να με ξυπνήσει... Εκεί σβήνουν όλα. 

Παρατηρώ πως βρίσκομαι σε ένα μικρό γνώριμο δωμάτιο. Τρίβω τα μάτια μου στη προσπάθεια μου να "καθαρίσω" λίγο το τοπίο. Είναι...το γραφείο του διευθυντή. Γιατί είμαι εδώ; ή μάλλον καλύτερη ερώτηση θα ήταν ποιος με έφερε εδώ; Τραβάω τη βαριά μπλε κουρτίνα, πρέπει να είναι βράδυ, δεν εξηγείται αλλιώς το τόσο σκοτάδι, ωστόσο τον αέρα δεν μπορώ να τον εξηγήσω όπως επίσης και...την απόλυτη ερημιά. Έξω δεν υπήρχε ούτε ένα παιδί, ούτε ένας σαστισμένος γονέας, ούτε ένα αδέσποτο από τα πολλά που γυρνάνε στη περιοχή και...η εξώπορτα, είναι ανοιχτή γιατί είναι ανοιχτή; Και γιατί είμαι ακόμα εδώ; Πρέπει να γυρίσω σπίτι. Τις σκέψεις μου διακόπτει ο ήχος της πόρτας, χωρίς σκέψη και σχεδόν μηχανικά κρύβομαι κάτω από το γραφείο, γιατί το έκανα αυτο; "Νατάσα; Νατάσα ξύπνησες;" είναι η ίδια φωνή που προσπαθούσε να με ξυπνήσει...είναι...

"Έκτωρα" είπα περισσότερο σαν επιβεβαίωση στον εαυτό μου και αυτός απλά γύρισε να με κοιτάξει με ένα χαμόγελο ανακούφισης. "Για...γιατί ήσουν κρυμμένη κάτω από το γραφείο;" με ρώτησε προσπαθώντας να συγκρατήσει τα γέλια του. Ως απάντηση ανασήκωσα τους ώμους μου και αυτός απλά χαμογέλασε. Με τον Έκτωρα γνωριζόμαστε από τη α' δημοτικού, πηγαίναμε στο ίδιο γυμνάσιο και τώρα στο ίδιο Λύκειο, παρόλα αυτά ποτέ δεν κάναμε ιδιαίτερη παρέα μιας και ανήκαμε σε...διαφορετικές "κοινωνικές τάξεις".

Κλισέ.

Περνάει το χέρι του μέσα από τα καστανόξανθα μαλλιά του ως ένδειξη αμηχανίας και τότε πρόσεξα το διάφανο σακουλάκι που κρατούσε στο αριστερό του χέρι. "Σχεδόν θα το ξεχνούσα, αυτό είναι για εσένα" είπε και μου πρόσφερε το σακουλάκι που μέσα -όπως κατάλαβα- περιείχε ένα σάντουιτς. Το ανοίγω βιαστηκά και αρχίζω με μεγάλες βιαστικές μπουκίες να το καταβροχθίζω. Είχε σαλάμι, κάτι το οποίο σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα με δυσαρεστούσε, αλλά όχι τώρα.

Όπως ήμουν καθησμένη στο πάτωμα με τη πλάτη στηριγμένη στο τοίχο και μαζεμένα τα γόνατα, κάθεται πλάι μου στην ίδια ακριβώς στάση. Καθαρίζει το λαιμό του και ξεροβήχει μερικές φορές μέχρι που τελειώνω το σάντουιτς μου και πέρνει το λόγο. Με το κεφάλι σκημένο και χωρίς να με κοιτάζει, μιλούσε πολύ αργά σαν να μην ήθελε να παραλείψει τίποτα και η φωνή του ήταν τόσο σταθερή, πράγμα που πάντα θαύμαζα στον συνομιλητή μου, ακόμα και αν αυτά που έλεγε δεν νομίζω πως θα μπορούσε να τα πει κανένας άλλος με τόση ψυχραιμία.

"Λοιπόν, όταν είδες τον Άγγελο, σου φώναζε πρόσεχε, πρόσεχε γιατί ένα ακόμα σεισμικό κύμα συνέβαινε εκείνη ακριβώς τη στιγμή και εσύ περπατούσες ανενόχλητη στο διάδρομο, ανάμεσα στις σιδερένιες βιβλιοθήκες. Μία από αυτές λοιπόν, κόντεψε να πέσει πάνω σου όταν σε έσμπρωξα και επέσες κάτω. Στη πτώση χτύπησες το κεφάλι σου και έχασες τις αισθήσεις σου. Ήσουν λιπόθυμη για...τουλάχιστον πέντε με έξυ ώρες. Τις ώρες αυτές πολλά συνέβησαν..."  Κάνει μία μικρή παύση και με κοιτάζει στα μάτια ανγχωμένος... "Από ότι καταλάβαμε, κανείς δεν μπορεί να βγει από το κτήριο. Οπ...όποιος το κάνει καταλήγει νεκρός εξαιτίας ενός μπλε αμυδρού φωτός... Δεν γνωρίζουμε κάτι αλλο... Πολλά παιδιά έκαναν απόπειρες να "ξεγελάσουν" το φως, παρόλα αυτά...όλες απέτυχαν. Δεν έχουμε τρόφιμα μιας και πρέπει να διασχίσουμε την αυλή για να φτάσουμε στο κυλικείο και...ούτε τρόπο για να επικοινωνίσουμε με τον έξω κόσμο αφού τα κινητά δεν έχουν σήμα..."

Μη μπορώντας να συνειδητοποιήσω τα λόγια που μόλις άκουσα, ξεσπάω σε γέλια... "Πολύ καλό Έκτωρα, πραγματικά πολύ καλό, κό κόντεψα να το πιστέψω" έλεγα και ξαναέλεγα παρακαλώντας από μέσα μου να μου πει πως έχω δίκαιο...μα δεν το έκανε, απλά συνέχησε να κοιτάζει το πάτωμα παίζοντας με τα κορδόνια του. "Νατάσα... και... και κάτι ακόμα... η... Ιωάννα..." σταματάει να μιλάει και δάκρια συσσωρεύονται στο εσωτερικό των ματιών μου...  "Πες κάτι, σε παρακαλώ". Του απαντάω με ένα ψυχρό"Δείξε μου" και νεύει καταφατικά...


~Ορίστε λοιπόν και το 2ο κεφάλαιο, ελπίζω να σας αρέσει ❤️

^Επίσης, ξερω οτι ισως να μην παιζει σημαντικο ρολο, ωστοσο ειμαστε #4 στις επιστημονικης φαντασιας!!!!!

#Αγαπωσαςαπειρα

Love yaa


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top