#9 New place

Είμαστε όλοι μας μέσα σε βάρκες. Αντικρίζω την γαλάζια ανοιχτεί θάλασσα που βρίσκονταν μπροστά μας. Όλο αυτό μου θυμίζει την ημέρα που καταστράφηκε το χωριό μου. Που ήμουν μόνη στην θάλασσα και αφηνα τα κύματα να με πανε όπου θέλουν χωρίς να έχω κάποιον προορισμο. Και είχε κρύο όπως και τώρα έχει κρύο.

Καθώς τα σκέφτομαι όλα αυτό νιώθω το κεφάλι μου να βαραίνει και το στομάχι μου να ανακατεύεται. Αλλά έπρεπε για άλλη μια φορά να φανώ δυνατή όπως θα ήθελαν και οι δικοί μου μετά από όλα αυτά. Αν και είναι δυσκολο όλο αυτό για εμένα.

Γιατί ξαφνικά όλο αυτό. Γιατί είμαι κουρασμένη, γιατί πονάω κάθε φορά όταν σκέφτομαι ό,τι είχε συμβεί. Αυτήν την μεγάλη καταστροφή, το χάος που δημιουργήθηκε εξαιτίας ενός χαζού και ανελέητου βασιλιά. Ωστόσο οι απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα ήταν λογικές. Το περιεργο πιστευω θα ήταν αμα δεν τα ένιωθα όλα αυτά. Γιατί εννοείτε έχασα τα προσωπα που αγαπουσα και που μεγάλωσα μαζί τους.

Ένιωσα το σώμα μου να βαραίνει και έπεσα μπροστά. Ευτυχώς βρέθηκα πάνω στον Λουκά που ήμασταν στην ίδια βάρκα αλλιώς μπορεί τώρα να βρισκόμουν στην θάλασσα μέσα.

Κατάλαβα τον χαμό και την αναστάτωση που συνέβει και στους τρείς. Τότε ένιωσα δύο χέρια να με κρατάνε γερά και να με ζεσταίνουν. Όταν άνοιξα ελαφρά τα μάτια μου είδα τον Λουκά.

Μετά όμως δεν άντεξα και έσβησα. Τα μάτια μου έκλεισα και λυποθύμισα τελείως. Έπεσα στο απόλυτο κενό και μαύρο σκοτάδι του ύπνου. Νομίζω μετά από αυτό θα πρέπει να τους ανησυχησα πραγματικά πολυ.

________

Ένα μικρό κορίτσι κατά κάστανα και με ωραία κάστανα μάτια και ένα κόκκινο ελαφρι φόρεμα έτρεχε πάνω στο νερό και γελούσε. Ήταν τόσο χαρούμενη.

Για ένα λεπτό, αυτήν ήμουν εγώ πριν χρόνια όσο ακόμα ήμουν μικρή.

Ξαφνικά βρέθηκα στο δάσος.

"Μαμά" φωνάζει το κοριτσάκι που ουσιαστικά ήμουν εγώ αλλά όταν ήμουν ακόμα παιδάκι.

Τότε ήρθε η μητέρα μου και με αγκάλιασε και από πίσω ο πατέρας μου. "Μην ξαναφύγεις πριγκίπισσα μου" μου ειπαν και οι δυο ταυτόχρονα καθώς εγω γελούσα και εγώ μπορουσα να ακούσω το πόσο χαρούμενη ήμουν και αμέσως φύγαμε.

Τότε ξαφνικά ξέσπασε από το πουθενά φωτιά και άρχιζαν να ακούγονται φωνές και ουρλιαχτά και μπροστά μου ο εαυτός μου όταν ήμουν μικρή και οι γονείς μου πήραν φωτιά... Λάθος μου, έγιναν φωτιά..
_____________________________________

Όταν ξύπνησα είδα από πάνω μου τον Νέστορα να στέκεστε και παραξενευτηκα αμέσως.

"Συνήλθε" Ψυθηροφώναξε και οι άλλοι έτρεξαν γρήγορα κοντά μου. Και αυτό με έκανε να είμαι πιο περίεργη γιατί γίνεται όλο αυτό.

Βρισκόμασταν σε μια ξηρά. Κι από μια γρήγορη ματιά που έριξα γύρω μου ήταν ένας ερημωμένος τόπος.

"Τι συνέβη;" ρώτησα εξαντλημένη και έπιασα το κεφάλι μου που το ένιωθα βαρύ.

"Λυποθύμισες" λέει ο Λούκας και εγώ κοιτάω κάτω. Σωστά είχα καταλάβει. Πραγματικά δεν ξέρω τι τρεχει με τον εαυτό μου και λιποθυμάω τώρα τελευταία αλλά ξέρω ότι πρεπει να γίνω πιο δυναμική.

"Και πως βρεθήκαμε εδώ;" Ρώτησα και τότε πήρε τον λόγο ο Νέστορας.

"Απλά βρήκαμε την πρώτη στεριά και ήρθαμε έτσι ώστε να γίνεις καλά. Και αν θέλεις μετά μπορούμε να μείνουμε εδώ" λέει και μου χαμογελάει. Τους είχα ανησυχήσει όλους δυστυχώς.

Σηκώνομαι και τότε ένιωσα κάτι... Κάτι επικίνδυνο υπήρχε εκεί κοντά που έκανε το μυαλό μου να μουδιάζει.

Νόμιζα ότι είδα μια μαύρη σκιά να μας κοιτάει πίσω από ένα δέντρο που βρισκόταν κοντά μας.

Αμέσως έτρεξα, να διαπιστώσω τι ήταν αυτό που είδα, αλλά δεν βρήκα τίποτα τελικά.

Μπορεί να ήταν η φαντασία μου αλλά μπορεί και όχι... Αν δεν ήταν τότε...

Όταν γύρισα είδα να με κοιτάνε όλοι κι όπως κάτι τέτοιες ώρες όλοι ρωτάνε κάτι, έτσι έκανα κι εγώ "Τι;"

"Γιατί έτρεξες μέχρι εκεί;" ρώτησε ο Λούκας και τότε έρχεται δίπλα μου ο Ριχάρδος με την γρήγορη ταχύτητα του. Τότε κατάλαβα ότι δε ν παρατήρησαν τίποτα αυτοί και λογικό να τους φαινόταν όλο αυτό περίεργο. Μόλις είχα συνέλθει έτσι κι αλλιώς άρα δεν είχε νόημα για αυτους να το κάνω αυτό.

"Καλά λένε τα αγόρια είναι χαζά" λέω και αναστενάζω. Αν και ήξερα ότι είχαν δίκιο να ρωτάνε και να μην ξέρουν.

"Όχι, αν δεν ήμουν έγω, τώρα θα μπορεί να πάθαινες κάτι χειρότερο. Ξέρω τα πάντα από αρρώστιες και φάρμακα" λέει και περιφανεύεται για τον εαυτό του ο Νέστορας και τότε ο Λούκας τον χτυπάει στον σβέρκο.

"Εντάξει εντάξει σταματήστε παιδιά. Πριγκίπισσα θα μας πεις τι εννοείς;" Λέει ο Ριχάρδος σοβαρά. Ευτυχώς θέλω να πιστεύω ότι στην ομάδα έχουμε και ένα λογικό άτομο.

"Κάποιος ή κάτι μας παρακολουθούσε..." λέω κάπως σκεφτηκη και όλοι γούρλωσαν τα μάτια τους και με το δίκιο τους. Αλλά δεν έδωσα τόσο σημασία.

"Ξέρεις ποιος ήταν;" ρωτάει ο Λούκας.

"Για να λέει κάποιος και κάτι νομίζεις να ξέρει ποιος ήταν εκεί;" Λέει ο Νέστορας και ο Λούκας εκνευρίζεται για άλλη μια φορά "Δεν ρώτησα εσένα αλλά αυτή. Εσύ τι ανακατευεσαι;" και πήρε θέση να τον σφαλιαρίσει. Και συνειδητοποιώ για άλλη μια φορά πως ο Λούκας δεν μπορεί να κρατήσει εύκολα τα νεύρα του και ο Νέστορα δεν μπορεί να σταματήσει να είναι πειραχτήρι και να το διασκεδάζει με αυτό.

"Σταματήστε τώρα να μαλώνετε και να κάνετε σαν μικρά παιδιά! Ακούσατε ότι υπάρχει ή υπήρχε κάποιος κατάσκοπος και εσείς δεν κοιτάτε τίποτα άλλο πέρα από τον καυγά; Σοβαρευτείτε λίγο." λέει ο Ριχάρδος και ο Λουκάς κατεβάζει το χέρι του γιατί κατάλαβε ότι τα πραγματα ήταν σοβαρά και έπρεπε να ηρεμήσει. Ρίχνει μια τελευταία δολοφονική ματιά στον Νέστορα ο οποίος τρομάζει αλλά μετά χαλάρωσε γιατί ήξερε πως χάρης τον Ριχάρδο δεν θα φάει ξυλο.

Ευτυχώς έχω και τον Ριχάρδο. Χρειαζομουν ένα λογικό πρόσωπο εδώ μέσα να μας ηρεμεί σε κάτι τέτοιες καταστάσεις. Και να έχει και μυαλό ή έστω να το δουλεύει.

[...]

Προχωρούσαμε και βλέπαμε τον τόπο. Ουσιαστικά κάναμε μια περιήγηση για να δούμε το μέρος.

Χωριστηκαμε σε δύο ομάδες για να ελέγξουμε το νησί. Και να δουμε ότι όλα ήταν ασφαλές και υπήρχε ζωή και πολιτισμός.

Οι ομάδες ήταν οι εξής:

Ομάδα πρώτη:
Πριγκίπισσα
Νέστορας

Δεύτερη ομάδα:
Ριχάρδος
Λούκας

Γιατί όλοι ξέρουμε ότι άμα αφήναμε τον Λούκα με τον Νέστορα στην ίδια ομάδα τοτε αυτοί οι δυο μαζί θα σκοτωνόταν. Όποτε καλύτερα που δεν έτυχαν αυτοί οι δυο μαζί.

Λουκάς POV

"Νομίζεις πως ήταν σωστό που αφήσαμε την πριγκίπισσα με τον Νέστορα; Θα μπορέσει να την προστατεύσει; Νομίζω δεν έπρεπε να το κάνουμε αυτό με κλήρο." λέω και αναστενάζω και τότε με κοιτάει ο Ριχάρδος.

"Ηρέμησε δεν νομίζω να πάθουν κάτι" μου λέει προσπαθώντας να με καθησυχάζει. "Αλλά άμα πάθουν κάτι, εσύ θα φταίς και η γρουσουζιά σου!" συμπληρώνει και ανχονομαι περισσότερο.

"Για καλό το είπες τώρα αυτό;" τον ρώτησα καθώς σκεφτόμουν ότι η πριγκίπισσα θα πάθαινε κάτι κακό και καθώς ένιωθα το άγχος να με πλημμυρίζει. Έτσι και πάθαινε κάτι η πριγκίπισσα θα έτρωγε πολυ ξυλο ο Νέστορας. Δεν θα την γλυτωνε αυτήν την φορά.

"Όχι εγώ απλά την αλήθεια λέω" μου λέει και συνεχίζει να προχωράει άνετος. Τοτε τον κοίταξα επίμονα και όταν με είδε τοτε κατάλαβε.

"Καλά καλά εντάξει" λέει καθώς στριφογυρίζω τα μάτια μου και αναστενάζω ελαφρά.

Πριγκίπισσας POV

"Μην φοβάστε, θα κάνω τα πάντα για να σας προστατεύσω για να μην πάθετε κάτι" λέει ο Νέστορας και εγώ κουνάω θετικά το κεφάλι "Ευχαριστώ αλλά πραγματικά δεν χρειάζεται, ξέρω να προστατεύω τον εαυτό μου." Του απάντησα γιατί έπρεπε να φανώ λίγο δυναμική.

Προχωρούσαμε στον δρόμο και γύρω γύρω ήταν οι πάγκοι και πολλοί άνθρωποι από πίσω να πουλάνε πολλά πράγματα και να φωνάζουν διαφημίζοντας τα. Καταλάβαμε ότι επιτέλους φτάσαμε σε μια περιοχη που κατοικείται δηλαδή βρήκαμε αυτό ακριβώς που ψάχναμε.

Είχαμε μπει μέσα στον πολύ κόσμο που προσπαθούσαν να αγοράσουν πράγματα ή ακόμα και να κοιτάξει απλά τι υπάρχει στους πάγκους. Τα περισσότερα ήταν φαγώσημα, όπως για παράδειγμα ψάρια, φρούτα, λαχανικά κτλ. Αλλά είχε και μαγαζιά με πράγματα είτε μικροπραγματα είτε με διαφορά δοχεία και αλλά. Ήταν πραγματικά όλα υπέροχα.

"Θες να πάρω κάτι να φάμε;" Ρώτησε ο Νέστορας κι εγώ αμέσως έπιασα το στομάχι μου που άρχιζε να φωνάζει με τον δικό του τρόπο 'ναι' και εγώ κούνησα θετικά το κεφάλι κι αυτό χαμογέλασε. Εεε με τόσα φαγώσιμα γυρω πως να μην πεινάσεις και να μην δελεαστεις.

Κατευθύνθηκε προς έναν πάγκο και πήρε μια φρατζόλα ψωμί. Όταν ήρθε ξανά προς τα εμένα πήγε να κόψει ψωμί αλλά εγώ τον σταμάτησα.

Αμέσως εμφανίστηκε το ερωτηματικό στο πρόσωπο του. "Να φάνε και οι άλλοι" του απαντάω λύνοντας του την απορία.

Κούνησε αμέσως θετικά το κεφάλι του συμφωνώντας μαζί μου. Έβαλε το ψωμί μέσα στον σάκο του που είχε παρει με μερικά πράγματα από όταν φυγαμε απο την παλια μας κατοικία και μου χαμογέλασε. Πιστευω είχε καταλάβει τι εννοουσα και ευτυχώς αυτό το παιδί είναι λογικό.

"Συνεχίζουμε;" με ρώτησε καθώς έδειχνε μπροστά. Χωρίς δεύτερη σκέψη κούνησα θετικά το κεφάλι μου και άρχισα να περπατάω μπροστά. Το ίδιο έκανε κι αυτός. Πλέον είχαμε βρει νομίζω ένα νέο μέρος να μείνουμε πλέον. Το μόνο που λείπει είναι να ελέγξουμε το αν υπάρχει πολυς στρατός ή όχι γιατί το να μην έχει καθόλου στρατιώτες είναι το πιο μη λογικό πράγμα.

Λουκά POV

Ήμουν με τον Ριχάρδο και κάναμε βόλτα και γύρω γύρω μας υπήρχαν πολλά σπίτια. Τελικά υπήρχε ζωή εδώ και δεν ήταν τόσο ερημιά όπως έδειχνε με το που φτάσαμε σε αυτό το νησί και αυτό ήταν θετικό.

Φτάσαμε σε μια άκρη κοντά στην ακτή. Εκεί πέρα είδαμε κάποιον να...

Για ένα λεπτό. Κάποιος εμφανίστηκε ξαφνικά σε εκείνο το σημείο. Και αμέσως παραξενευτικα και κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και τότε θυμήθηκα το λόγια της πριγκίπισσα πριν στην ακτή.

Αμέσως σκούντηξα τον Ριχάρδο και με πήρε και τρέξαμε γρήγορα προς τα εκεί. Όταν πλησιάσαμε και είδα ότι ήταν το μικρό κοριτσάκι είχα μείνει άφωνος. Τώρα άρχισαν να εξηγούνται όλα.

"Γειά σας" μας λέει και χαμογελάει σας μία κακιά μάγισσα σε παραμύθι που λένε στα μικρά παιδιά. Έμοιαζε σαν να έλεγε 'μπλέξατε τώρα'

Ήταν πραγματικά περίεργο αυτό το μικρό κορίτσι.

"Είσαι κι εσύ μία από εμάς" λέω και την κοιτάω σοκαρισμένος. Πλέον μπορουσα να καταλάβω ξεκάθαρα τι έτρεχε με αυτήν.

"Ναι." Λέει αυτήν σαν ήταν κάτι απλό. Αλλά λογικά να ήταν αυτό κάτι απλό για αυτήν.

"Έλα μαζί μας τότε" λέει ο Ριχάρδος.

"Δεν γίνεται. Δουλειά μου είναι να σας σκοτώσω και οχι να σας ακολουθήσω." μας  λέει και οι δύο μένουμε με το στόμα ανοιχτό με αυτό που ακούσαμε. Τι εννοεί ότι η δουλειά της είναι να μας σκοτώσει...

Αυτό προς το παρον αγαπητοί αναγνώστες! Ελπίζω να σας άρεσε!

Τα λέμε στο επόμενο κεφάλαιο!! ❤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top