#1 Begin

Σκοτάδι. Το πρώτο πράγμα που είδα όταν γεννήθηκα ήταν σκοτάδι. Ήταν μια βροχερή νύχτα γεμάτη κεραυνούς κι αστραπές. Με λίγα λόγια είχε κακοκαιρία. Οι γονείς μου μου έλεγαν πως όσο έκλαιγα η καταιγίδα δυνάμωνε πολύ επικύνδινα. Οι κάτοικοι του χωριου είχαν όλοι τρομοκρατιθεί. Όταν είχαν μάθει οτι εγώ ήμουν η αιτία ήθελαν να με θυσιάσουν για να έχουν το αιτιατό που ήθελαν, με θεωρούσαν πρόβλημα. Δυστυχώς ναι ήμουν ένα πρόβλημα για όλους. Οι γονείς μου όμως δεν έπαψαν να πιστεύουν σε εμένα. Ευτυχώς ο πατέρας μου ήταν ο αρχηγός του χωριού κι είχα γλυτώσει απο αυτόν τον κύνδινο. Όταν σταμάτησα να κλαίω τότε τα σύνεφα έφυγαν απο τον ουρανό κι ο ήλιος ξαναφώτησε το χωριό μου. Έτσι καταλάβαμε πως κάθε φορά που γέλαγα ο καιρός ήταν ήρεμος κι υπέροχος κι κάθε φορά που ήμουν πληγωμένη ή έκλαιγα έξω ο καιρός ήταν μουντός.

Με αυτόν τον τρόπο ανακάλυψα τις δικές μου δυνάμεις. Μπορούσα να ελένξω τον καιρό. Βασικά για την ακρίβεια καθόριζα τον καιρό ωστόσο ακόμα δεν μπορούσα να χειριστώ τις δυνάμεις μου. Ο πατέρας μου, μου έφερε τους καλύτερους δασκάλους για να εκπαιδευτώ κι να ελένξω τις ικανότητες μου όπως χρειάζετε. Γιατί πάντα μου έλεγε πως άμα ξέρω να τις χρησημοποιώ τότε αυτό θα βοηθήσει εμένα κι το χωριό απίστευτα πολύ. Δεν θα είχαμε πλέον προβλημα με τις καλιέργιες. Αυτό σημαίνει περισσότερα τρόφιμα αρα καλύτερη ζωή.

Όσο περνούσε ο καιρός κι εγώ μεγάλωνα κι μάθαινα να ελένχω τις δυνάμεις μου κι μπορούσα να τις εγκιοποιήσω καλύτερα τότε έβλεπα σιγά σιγά τον κόσμο να με αγαπάει. Έτσι κι αλλιώς όταν μεγαλώσω θα γίνω εγώ η επόμενη αρχηγός του χωριού μας. Μπορώ να πώ οτι είχα μια ωραία παιδική ζωή. Ήμουν ευτυχισμένει όλα πήγαιναν μια χαρά. Το χωριό μου με αγαπούσε, κι οι γονείς μου επίσης. Ίσως με πίεζαν λιγάκι παραπάνω αλλά καταλάβαινα τον λόγο που το έκαναν.

Στα 13 μου έλεχνα σχεδόν πλήρως τις δυνάμεις μου.

"Πρέπει να ποτιστουν τα χωράφια μας κύριε" είπε ένας χωρικός στον πατέρα μου καθώς του υποκλινόταν. "Σήκω πάνω δεν χρειάζεται να υποκλήνεσαι αγαπητέ Τζόουνς. Το αιτημά σου γίνεται δεκτό." μολις τελειώνει τον λόγο του γυρναει κι μου ρίχνει μια κλέφτικη ματιά. Τότε κατάλαβα οτι ήρθε η δικιά μου σειρά να βοηθήσω ετσι χαμογέλασα στον πατέρα μου "μην φοβάσαι θα το κανονίσω εγω" ετσι σήκωσα ψηλά τα χέρια μου. Πολλα σύνεφα μαζεύτηκαν πάνω απο το χωριό κι άρχισε να βρεχει σιγά σιγά. Ο νεαρός κυρίος Τζόουνς πήγε να φύγει αλλά πριν φύγει εντελώς πρόσθεσε "Ευχαριστώ πολυ πριγκιπισσα μου. Σας ήμαστε ευγνώμων." κι έτσι πάντα κέρδιζα την αγάπη τους.

Μια μέρα περνούσα απο την πλατεία με τον κολλητο μου κι άκουσα τυχαία τα σχόλια δύο χωριανών. "Ευτυχώς τα τρόφιμα φτάνουν για να ταίσουμε όλο το χωριό και αυτόν τον χειμώνα" τότε ενα τεράστιο μειδίαμα εκφανίστηκε στα χείλια μου. Χαιρόμουν τόσο πολύ που μπορούσα να βοηθήσω το χωριό σε τόσο μεγάλο βαθμό. "Πιστεύω ότι θα γίνει άξια αρχηγός και ικανεί διάδοχος του πατέρα της." συμπληρώνει ο άλλος κι έννιωσα τα σχόλιά τους να αγκίζουν την καρδιά μου. Με έκαναν να αισθάνομαι όμορφα.

Όμως όπως όλοι έτσι κι εγώ είχα τον δικό μου κολλητό όπως ανέφερα κι πάνω. Τον λέγανε Σίμον. Ένα παιδί που σχεδόν πάντα χαμογελούσε κι ήθελε να κάνει κι τον άλλον χαρούμενο. Κι μπορώ να πω πως μαζί μου τα κατάφερναι. Μπορούσε να με κάνει να χαμογελάσω ακόμα κι στις πιο δύσκολες στιγμές. Είχε τον δικό του εκπληκτικό τροπό για να το καταφέρνει αυτό. "Γιατί να μην μπορώ να έχω τον πλήρη έλενχο των δυνάμεων μου; Γιατί σε εμένα;" του είχα πει μια μέρα μαζεύοντας τα πόδια μου κοντά στο σώμα μου μέχρι τα γονατά μου να ακουμπήσουν το στήθος μου. "Γιατι εγώ νομίζεις οτι ελένχω πλήρως τις ικανότητες μου; Αν είναι έτσι κάτσε να γελάσω, ή πες μου μάλλον ποιός σου το είπε αυτό να πάω να τον πλακώσω στο ξύλο γιατί σε κοροϊδεύει." μου απάντησε ο Σίμον καθώς χτυπάει ελαφρά τον ώμο μου κι μου κλείνει στην συνέχεια το μάτι του. Κι κάπως έτσι με έκανε πάντα να γελάω. Λέγοντας χαζομάρες ή και εξυπνάδες αλλά πάντα είχε δίκιο σε αυτά που έλεγε. Όλοι στο χωριό μου έλεγαν πως ο Σίμον έχει μεγάλες δυνατότητες κι ήταν το πιο έξυπνο παιδί στο χωριό. Θα γινόταν ο αρχηγός του στρατού μας. Μπορούσε να δαμάσει τα μέταλλα. Για αυτό ήταν κι από τους πρώτους ξιφομάχους μας κι ας ήταν μικρό παιδί. Κυρίως του άρεσε να φτιάχνει πανοπλιες κι διάφορα μεταλικά πράγματα.

Η επόμενη καλύτερη μου φίλη ήταν η Μαρία. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την μέρα που την γνώρισα.

"Σήμερα λέω να κάνω μια κοπάνα από το μάθημα είσαι μέσα;" ρώτησα τον Σίμον.

"Τι δεν πάμε καλά αν έρθω μαζί σου θα λένε ότι σε παρέσυρα. Και αν πας ο αρχηγός θα εκνευριστεί και μπορεί να μας τιμωρίσει άσχημα. Εγώ δεν έρχομαι." ανακοίνωσε και προχώρησε μπροστά.

"Ωραία θα το κάνω μόνη μου, δεν με νοιάζει. Αφού είσαι φοβιτσιάρης." του είπα και του έβγαλα την γλώσσα.

"Δεν είμαι φοβιτσιάρης." δικαιολογήθηκε και στάυρωσε τα χέρια του πάνω στο στήθος του.

"Τότε ελα μαζί μου για να το αποδείξεις" είπα αποφασισμένη.

"Συγνώμη που είμαι προσεκτικός και δεν παίζω με την φωτιά." μου απάντησε κι έφυγε.

Πραγματικά είχα μείνει άφωνη με αυτή του την απάντηση, δεν το περίμενα. Νόμιζα πως θα ερχόταν.

"Άκουσα κάτι για κοπάνα." μίλησε μία φωνή πίσω μου και γύρισα να δω ένα κορίτσι.

"Ωχ. Σε παρακαλώ μην το πεις στον πατέρα μου" είπα τρομαγμένη.

"Ηρέμησε. Δεν θα το πω σε κανέναν. Απλά άκουσα πως θες παρέα και είπα να έρθω κι εγώ, άμα με θες φυσικά. Με λένε Μαρία" είπε το κορίτσι και εγώ μόλις το άκουσα πέταξα από την χαρά μου.

"Φυσικά, έλα!" της χαμογέλασα.

Ήταν μια πολύ καλή κοπέλα και αξία φίλη.

Μμμ. Σας έχω μιλήσει ποτέ για την μητέρα μου;

Δεν το νομίζω. Πιστεύω θέλετε να μάθετε.

Η μητέρα μου ήταν μια κοπέλα γεμάτη χαμόγελα. Θυμάμαι πόσο αγαπούσε την φύση. Λογικό αφού η δύναμη της ήταν να ελέγχει τα φυτά.

Συνέχεια με αυτά και την φροντίδα τους ασχολούταν. Ο πατέρας μου της είχε φτιάξει έναν ολόδικο της κήπο αλλά ποτέ δεν την έφτανε. Πάντοτε φρόντιζε όλα τα λουλούδια και δέντρα του χωριού.

Αχ ο πατέρας μου...

Θα θέλατε να μάθετε για τον πατέρα μου τον αρχηγό του χωριού;

Πιστεύω ναι.

Ο πατέρας μου ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος που με αγαπούσε πάρα μα πάρα πολύ. Αλλά όχι μόνο εμένα, αγαπούσε πολύ και το χωριό του. Φρόντιζε για το καλό όλων.

Ήταν ο πιο δίκαιος άνθρωπος στον χωριό. Πολύ μεγαλόψυχος. Αλλά συχνά γινόταν και αυστηρός.

Α,α μην ξεχάσω να σας αναφέρω ότι το περίφημο χωριό μου ήταν ένα νησί μέσα στην θάλασσα. Και ήταν το μόνο νησί σε όλον τον κόσμο που δεχόταν τα ξεχωριστά άτομα και δεν τα χαρακτήριζε τέρατα.

Ενώ προσπαθούσαμε να ήμαστε ένα ειρηνικό χωριό, δεν τα καταφέρναμε. Πάντοτε είχαμε συγκρούσεις με άλλες περιοχές.

Στα 14 μου είχε ακουστεί η φήμη ότι ένας μεγάλος βασιλιάς είχε κατακτήσει μια ολόκληρη χώρα. Ήταν ξακουστός πλέον και όλοι σιγά σιγά υπέκυπταν.

Το χωριό μας πάλεψε μαζί τους και καταφέραμε να τους σταματήσουμε χάρις τις φοβερές στρατηγικές του πατέρα μου.

Το μυαλό του ήταν τόσο έξυπνο που κατάφερνε και έφτιαχνε μια τακτική μάχης σε λίγα κι'ολας λεπτά.

Έτσι καταφέραμε να σταματήσουμε πολλές επιθέσεις αυτού του βασιλιά.

Αλλά που να το περιμέναμε.

Ο βασιλιάς αυτός συμμάχησε και με άλλες χώρες, όχι απλά για να μας κατακτήσουν, αλλά για να μας καταστρέψουν ολοκληρωτικά.

"Ποιος από εσάς είναι μαζί μου για να καταφέρουμε να σκοτώσουμε όλα αυτά τα τέρατα και ο κόσμος μας να γίνει φυσιολογικός;"

Και για μαντεψτε. Όλοι δέχτηκαν.

Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί μας αντιμετώπιζαν σαν τέρατα. Σαν κάτι τόσο επικίνδυνο. Αφού δεν τους είχαμε πειράξει ποτέ.

Και όμως το σκεπτικό αυτών των ανθρώπων έξω απ'το νησί πρέπει να είναι, στ' αλήθεια, τόσο χαζό.

Μία νύχτα τόσο γαλήνια που ο ουρανός γελούσε και φώτιζε από τα άστρα έγινε το κακό.

Πλοία ξένης προέλευσης αγκυροβόλησαν στο νησί μας.

Ουρλιαχτά πόνου ξέσπασαν μέσα στο χωριό μου με έκαναν να τρέμω.

Πλέον ο ουρανός δεν ήταν γαλήνιος. Κεραυνοί ξέσπασαν ως δια μαγείας. Όμως ήταν με το μέρος μας, κατέστρεφαν τα πλοία τους.

Φωτιές παντού. Το χάος ήταν τόσο μεγάλο. Ο πατέρας μου ετοίμασε τον στρατό όσο και την αποχώρηση των παιδιών από το νησί.

Καθώς τρέχαμε από την πλευρά που δεν υπήρχαν αντίπαλα πλοία έβλεπα αθώες ψυχές ανθρώπων να χάνονται έτσι από το πουθενά.

Αυτό έκανε την καρδιά μου να θρυμματίζεται και να σπάει σε χίλια κομμάτια. Γιατί να μην μπορώ να τους βοηθήσω;

Καθώς τρέχαμε πολλά από τα παιδιά αυτά έχαναν την ζωή τους από την φωτιά και από πολλούς

ανθρώπους-αγρίμια που δεν τους νοιάζει τίποτα πέρα από ο εαυτός τους.

Τα δάκρυα μου έσταζαν σαν βροχή. Ήθελα τόσο πολύ να βρω αυτόν τον βασιλιά που το προκαλεί αυτό και να τον σκοτώσω.

Όλοι σταματήσαμε όταν στρατιώτες μαζεύτικαν γύρο μας.

"Αφήστε τα παιδιά είναι αθώα! Δεν σας έφταιξαν σε τίποτα!" φώναζαν η γυναίκες του χωριού.

"Ναι όμως κι αυτά κάποια μέρα θα γίνουν τέρατα σαν εσάς και θα απειλήσουν το είδος μας" ανταπάντησε ένας στρατιώτης.

"Εσείς είστε τέρατα, που προκαλείτε αυτόν τον χαμό χωρίς να σας πειράζουμε!" ούρλιαξε τότε ο Σίμον. Και αυτό άλλαξε κάθε τι που είχα στο μυαλό μου για αυτόν. Έγινε τόσο γενναίος ξαφνικά. Ενώ εγώ ήμουν ανίκανη ακόμη να σταθώ.

"Τι είπες μικρό άθλιο σκουλίκι." γρύλισε ο στρατιώτης εκνευρισμένος. "Υποκλίσου τώρα μπροστά μας!" του φώναξε.

"Όχι! Δεν υποκλίνομαι σε κάποιον που δεν έχει μυαλό να σκεφτεί σωστά. Αρνούμαι να υποκλιθώ σε ένα ΛΑΘΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ!" ούρλιαζε ο Σίμον και ο στρατιώτης τον πλησίασε θυμωμένος βγάζοντας το σπαθί από την θήκη του.

Τότε πετάχτηκα μπροστά του "Συγχωρέστε τον δεν ξέρει τι λέει" είπα και προσπάθησα να μην κλάψω.

Ο στρατιώτης δεν έδωσε όμως σημασία και με έσπρωξε πέρα με αποτέλεσμα να πέσω στην ξερή γη.

Και σήκωσε το σπαθί και το κάρφωσε στην καρδιά του Σίμον.

Είδα τον κολλητό μου να πεθαίνει μπροστά στα μάτια μου. Αμέσως ούρλιαξα και άρχισα να κλαίω.

Σιγά σιγά οι στρατιώτες σκότωσαν όλα τα παιδιά. Δεν πίστευα σε αυτό που έβλεπα όσο έκλαιγα και ούρλιαζα οι κεραυνοί δυνάμωναν.

Ένας στρατιώτης εμφανίστηκε μπροστά μου. Σήκωσε το σπαθί του για να με σκοτώσει. Έκλεισα τα μάτια μου αλλά τίποτα όταν τα άνοιξα είδα μπροστά καρφωμένη την γυναίκα που θα μας πήγαινε στα πλοία.

"Τρέξε πριγκίπισσα, τρέξε" φώναξε όσο μπορούσε καθώς αργοπέθαινε μπροστά στα μάτια μου.

Αμέσως χωρίς δεύτερη σκέψη έτρεξα.

"Πιάστε την είναι η πριγκίπισσα. Μην την αφήσετε!" ακούω μια ξένη φωνή πίσω μου και μετά πολλά βήματα.

Μπήκα μέσα στο δάσος.

Έτρεχα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Μέχρι που έφτασα στην θάλασσα.

Ακούγονταν πολλές φωνές πίσω μου. Μπήκα σε μια από τις βάρκες που περίμεναν εκεί και άρχισα να κάνω κουπί για να ξεφύγω.

Μετά από λίγο κοίταξα πίσω μου. Υπήρχαν πολλοί στρατιώτες στην ακτή αλλά για καλή μου τύχη κανένας από αυτούς δεν με ακολούθησαν. Όσο έβλεπα το χωριό μου από μακριά να παίρνει φωτιά πονούσε η ψυχή μου.

Και να 'μαι τώρα, η μόνη που σώθηκε μέσα στην μέση του πουθενά με μια βάρκα. Μέσα σε μία νύχτα τα έχασα όλα. Και όσο τα σκέφτομαι το κεφάλι μου πονάει πάρα πολύ.

Φοβάμαι να δω τι μου επιφυλάσσει το μέλλον.

Αυτή ήταν η αρχή της νέας μου ιστορίας. Πιστεύω να σας αρέσει. Ξέρω ότι είναι πολύ λυπητερή. Αλλά η ζωή δεν είναι μόνο καλά.

Πάντως χαίρομαι που κατάφερα να γράψω 1900+ λέξεις.

Η καημένη περνάει δύσκολα. Για να δούμε όμως τι θα συμβεί στην συνέχεια. Τι της επιφυλαζει η μοίρα;

Θα τα πούμε στο επόμενο. Από εμένα φιλιά! 😘

Μην ξεχάσετε να ⭐ και να μου πείτε την γνώμη σας στα σχόλια. Θέλω να δω σχόλια. Ανυπομωνω!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top