Stay Away Τελευταίο!

«Κάνεις ένα βήμα, μόνο τόσο χρειάζεται, για να βρεθείς στο κενό. Όταν αποφασίσεις να γυρίσεις πίσω θα είναι ήδη αργά... Θα πέφτεις και δε θα μπορεί να σε σώσει κανείς».

Αποχαιρέτησε τους γονείς της κι έπειτα συνέχισε να προβάρει τα ρούχα που είχε φέρει η Κλαρίσα. Η Καταλίνα είχε τις αμφιβολίες της για κάθε τι που δοκίμαζε, αφού ήταν άκρως προκλητικό και ακατάλληλο για το δικό της γούστο. Τους πήρε τρεις ώρες μέχρι να αποφασίσουν τι θα βάλει και τελικά η Καταλίνα συμβιβάστηκε να φορέσει μια λευκή, μίνι φούστα κι ένα μαύρο τοπάκι

Επιβιβάστηκαν στο αμάξι και σε λιγότερο από δέκα λεπτά έφτασαν έξω από το μεγάλο σπίτι όπου γινόταν το πάρτι. Στον κήπο επικρατούσε πανικός από κόσμο ενώ κάθε είδους όχημα, από αυτοκίνητα μέχρι ποδήλατα, ήταν παρκαρισμένα έξω από αυτόν.  Η Κλαρίσα κόλλησε το κεφάλι της στο τζάμι του αυτοκινήτου, καθώς δυο μηχανές μεγάλου κυβισμού της τράβηξαν την προσοχή.
«Πω πω, δες κάτι μηχανές! αυτές σίγουρα δεν είναι από το σχολείο μας. Θα ήθελα να ήξερα ποιοι τις έχουν; Φαίνονται ζόρικες!» είπε χωρίς να κρύψει στιγμή τον ενθουσιασμό της. Το μόνο, όμως, που κατάφερε να εισπράξει ως απάντηση ήταν ένα στραβοκοίταγμα από την Καταλίνα, που προσπαθούσε απεγνωσμένα να βρει ελεύθερο μέρος για να παρκάρει.
«Αλήθεια τώρα, δε θα γυρίσεις, καν να τις κοιτάξεις;» τη ρώτησε η Κλαρίσα.
«Όχι!» απάντησε κοφτά. «Αυτές οι μηχανές ανήκουν σίγουρα σε εξωσχολικούς. Υπέροχα!» Με μία γκριμάτσα ικανοποίησης εστίασε την προσοχή της σε μία κενή θέση. Έκανε λίγες μανούβρες και κατάφερε να παρκάρει. 

Μόλις μπήκαν στο σπίτι, οι εικόνες που αντίκρισαν, πρόσφεραν στην κάθε μία διαφορετικές συγκινήσεις. Η Κλαρίσα έδειχνε εκστασιασμένη, ενώ από την άλλη η Καταλίνα ήθελε να κάνει μεταβολή και να εξαφανιστεί.
Το πρώτο πράγμα που αισθάνθηκε, ήταν άπνοια. Ο καπνός από τα δεκάδες τσιγάρα. εισχώρησε στα πνευμόνια της και την έπνιξε. Επίσης οι περισσότεροι έδειχναν μεθυσμένοι ενώ ζευγαράκια ερωτοτροπούσαν παντού.
«Λοιπόν, κάθισε εδώ» είπε η Κλαρίσα δείχνοντας τον μεγάλο, μαύρο καναπέ «πάω να μας φέρω κάτι να πιούμε. Μην έχεις αυτά τα μούτρα, σε παρακαλώ. Ήρθαμε να διασκεδάσουμε σωστά;»
«Σωστά» απάντησε ειρωνικά η Καταλίνα κι έστρεψε το βλέμμα της προς τον καναπέ ο οποίος ήταν κατειλημμένος από μια παρέα κοριτσιών. «Προτιμώ να μείνω όρθια. Θα σε περιμένω εδώ» συνέχισε και ακούμπησε στον τοίχο πίσω της απογοητευμένη.
Η Κλαρίσα ξεφύσησε. Καταλάβαινε πως η κολλητή της ένιωθε σαν το ψάρι έξω από τη γυάλα, αλλά πάραυτα ήθελε να την κάνει να δει με άλλο μάτι τη στιγμή. Έφυγε πηγαίνοντας προς την κουζίνα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που πήγαινέ σε πάρτι του Πίτερ και ήξερε πως εκεί θα έβρισκε ό,τι ακριβώς χρειαζόταν.
Η Καταλίνα άρχισε να παρατηρεί γύρω της και η χαοτική ατμόσφαιρα την άγχωσε.
«Καταλίνα;» άκουσε μια ανδρική φωνή πίσω της και γύρισε. «Δεν περίμενα ποτέ να σε δω εδώ» αποκρίθηκε ο Πίτερ έκπληκτος κι εκείνη χαμογέλασε διστακτικά.
Το βλέμμα του κατηφόρισε στα μακριά της πόδια και έλαμψε από θαυμασμό. Τόσα χρόνια στο ίδιο σχολείο πρώτη φορά προφανώς την έβλεπε με φούστα. Η αμηχανία που ένιωσε η Καταλίνα, οδήγησε τα χέρια της στα μαλλιά της. Ξέσπασε πάνω τους τραβώντας τις άκρες τους απαλά, κι εκείνος διαισθανόμενος πως την έκανε να νιώσει άβολα επέστρεψε τη ματιά του στο πρόσωπό της.
«Υποθέτω για όλα υπάρχει πρώτη φορά» του απάντησε.
«Να φανταστώ, κάπου εδώ γύρω θα βρίσκεται και η Κλαρίσα;»
«Καλά φαντάζεσαι, πήγε να μας φέρει ποτό» του απάντησε και υψώνοντας το κεφάλι άρχισε να την ψάχνει με το βλέμμα της. «Α! Να τη! Με ποιον μιλάει όμως;» απόρησε η Καταλίνα και το ψηλόλιγνο αγόρι ανασήκωσε τους ώμους.
«Δεν έχω ιδέα. Κάθε χρόνο γίνεται και χειρότερα. Ίσως την επόμενη χρονιά, πείσω τη μαθητική κοινότητα να διοργανώσουμε ένα πάρτι για την αποφοίτηση σε κάποιον εξωτερικό χώρο. Θεωρώ πως θα είναι καλύτερα. Ναι, δε λέω έχω το πιο μεγάλο σπίτι από όλους αλλά είναι κουραστικό….» ο Πίτερ, μιλούσε ακατάπαυστα. Έπειτα όμως από ένα σημείο και μετά η Καταλίνα σταμάτησε να τον ακούει. Είχε επικεντρώσει το βλέμμα της, στον άγνωστο άντρα με τον οποίο μιλούσε η κολλητή της. Αναρωτήθηκε, τι έλεγαν και η Κλαρίσα χαζογελούσε συνεχώς.  Η φυσιογνωμία του, της φάνηκε άγνωστη και ηλικιακά έδειχνε μεγαλύτερος. Προσπάθησε να δει καλύτερα, άλλα δεν τα κατάφερε. Ένα δυνατό κομμάτι τρέλανε τον κόσμο, ο οποίος άρχισε να κουνάει ψηλά τα χέρια προς κάθε κατεύθυνση.
«Καταλίνα, μ ’ακούς ;» ρώτησε λίγο πιο δυνατά ο Πίτερ κι εκείνη τον κοίταξε.
«Με συγχωρείς. Χάθηκα για λίγο. Τι έλεγες;»
Το αγόρι απέναντι της απογοητεύθηκε.
«Τίποτα σημαντικό, λοιπόν σου εύχομαι καλά να περάσεις κι ευχαριστώ που ήρθες στο πάρτι μου». Ο Πίτερ έφυγε πριν προλάβει εκείνη να του απαντήσει.
«Αλλόκοτα παιδιά. Μετά αισθάνομαι πως εγώ είμαι η περίεργη» μονολόγησε κι έστρεψε ξανά το βλέμμα της προς την πόρτα που στεκόταν η Κλαρίσα, αλλά εκείνη δεν ήταν πουθενά.
«Τι διάολο;» μουρμούρισε και σηκώθηκε ελαφρώς στις μύτες των ποδιών της αναζητώντας τη στο πλήθος.
«Τη φίλη σου ψάχνεις; Νομίζω βγήκε έξω με έναν τύπο». Η βαθειά, μπάσα φωνή που άκουσε ξαφνικά, πάγωσε το αίμα στις φλέβες της.
Ήταν γνώριμη. Όχι, όμως με την καλή έννοια.
Ο Λουκ χαμογέλασε νευρικά. Είχε ήδη χάσει την υπομονή του περιμένοντας να μείνει μόνη. Το να στείλει τον Λίαμ, ευθεία πάνω στην Κλαρίσα ήταν προσχεδιασμένο, ώστε να μπορέσει να ξεμοναχιάσει με την άνεσή του τη μικρή.
«Σου έφαγε η γάτα τη γλώσσα;» τη ρώτησε σαρκαστικά και, πιάνοντάς την από τους ώμους, την έστρεψε προς το μέρος του.
Η επιβεβαίωση που πήρε μόλις τα μάτια της ήρθαν σε άμεση επαφή με τα δικά του, έφτανε. Το βλέμμα της χόρευε τρομαγμένα με το δικό του ακολουθώντας τη πορεία των ματιών του και κρύος ιδρώτας άρχισε να λούζει τη πλάτη της. Έκανε ένα βήμα πίσω, παίρνοντας απόσταση αλλά εκείνος με ένα δικό του την έκλεισε ξανά. Έβαλε το μυαλό της να δουλέψει και ο κίνδυνος ξύπνησε τις αισθήσεις της, αφήνοντας τη λογική να πάρει τα ηνία. Σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να προδοθεί, σκέφτηκε.
«Σε ξέρω;» τον ρώτησε αμήχανα.
«Δεν ξέρω, με ξέρεις;» της απάντησε με ερώτηση ο Λουκ κι εκείνη κούνησε το κεφάλι αρνητικά.
Το μισό- σπασμένο χαμόγελο που σχηματίστηκε στα χείλη του δεν της άρεσε καθόλου.
«Δε μου αρέσει να μιλάω με αγνώστους» αποκρίθηκε με σταθερή φωνή αυτή τη φορά και εκείνος ύψωσε το δάχτυλο του προς το μέρος της, κουνώντας το πέρα δώθε.
«Σου είπα πως θα σε βρω». Η Καταλίνα χλόμιασε σαν άκουσε τα ίδια ακριβώς απειλητικά λόγια για δεύτερη φορά μα δεν κατάφερε να αντιδράσει. Την έπιασε από το μπράτσο, τραβώντας την απαλά προς την ανοιχτή μπαλκονόπορτα που οδηγούσε στην πίσω αυλή.
«Είσαι τρελός; Άφησε με θα ουρλιάξω!» Προσπάθησε να απελευθερώσει το χέρι της κι εκείνος το πίεσε με δύναμη.
«Κάτσε φρόνιμη, γιατί θα γίνει μακελειό εδώ μέσα, κατάλαβες;» ψιθύρισε κοντά στο αφτί της.
Βγήκαν στην ύπαιθρο και την τράβηξε αρκετά μακριά από τα ελάχιστα, αδιάκριτα βλέμματα.
«Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να με σέρνεις, μου λες;» Η Καταλίνα τράβηξε ξανά το χέρι της κι αυτή τη φορά το απελευθέρωσε. Το τσούξιμο που ένιωθε από το βάναυσο κράτημά του, την ενόχλησε άλλα παρέμεινε αγέρωχη μπροστά του. Φοβόταν. Όσα είχε δει, θα μπορούσαν άνετα να τον στείλουν στη φυλακή και ήταν σίγουρη πως, αν του έδινε την εντύπωση ότι τον αναγνώρισε, δε θα δίσταζε να τη σκοτώσει.
Ο Λουκ την κοίταξε ευθεία μέσα στα μάτια. Είχε τσαγανό. Της το αναγνώριζε. Δεν υπήρχε περίπτωση όμως να ρισκάρει. Ξάφνου το μάτι του έπιασε κίνηση στην αυλή. Ένα ζευγαράκι βγήκε από το σαλόνι γελώντας δυνατά.  Σίγουρα δεν ήταν ένας χώρος που θα του επέτρεπε να κινηθεί όπως ήθελε από δω και πέρα. Έβγαλε από την αριστερή πλευρά το όπλο του και, κολλώντας απότομα το κορμί του πάνω στο δικό της, έχωσε το χέρι του κάτω από την μπλούζα της. Την ανασήκωσε ελαφρά και, πριν εκείνη προλάβει να αρθρώσει λέξη, τοποθέτησε την κάνη στο γυμνό της δέρμα.
«Το νιώθεις αυτό;» ρώτησε σιγανά.
Το στήθος της άρχισε να ανεβοκατεβαίνει γρήγορα. Φυσικά και το ένιωθε. Μόλις το κρύο μέταλλο ήρθε σε επαφή με τη σάρκα της, ανατρίχιασε ολόκληρη.
«Θα πάμε μια ωραία βόλτα οι δυο μας. Αν τολμήσεις να βγάλεις φωνή, σε σκότωσα! Έγινα κατανοητός;»
Το παιχνίδι είχε αγριέψει. Η πεποίθηση πως ίσως γλίτωνε, άρχισε να εξανεμίζεται αφού ο άντρας που είχε μπροστά της δεν αστειευόταν.
«Είπα! Έγινα κατανοητός;» Ο Λουκ ύψωσε τον τόνο της φωνής του κι εκείνη κούνησε απρόθυμα το κεφάλι. «Ωραία, αυτό αρκεί» της είπε και, τραβώντας αργά το όπλο προς τα πίσω, το έβαλε πάλι στη θέση του.
Έπιασε τα χέρι της από την παλάμη αυτή τη φορά και ξεκίνησαν να περπατάνε. Το βήμα του ήταν μεγάλο και γοργό και η Καταλίνα σχεδόν έτρεχε ξοπίσω του.  Μόλις έφτασαν στην κεντρική πύλη, το κινητό στην τσέπη του άρχισε να δονείται. Ο Λίαμ του έστειλε μήνυμα επιβεβαιώνοντάς τον, πως κρατούσε ακόμη απασχολημένη τη φίλη της μικρής. Άρα είχε χρόνο μπροστά του. Απομακρύνθηκαν αρκετά.
«Πού με πας, μου λες;» ρώτησε η Καταλίνα μόλις άρχισαν να την οδηγεί  προς την απόμερη περιοχή.
«Σκάσε και περπάτα!» Ο τόνος της φωνής του ήταν απότομος και κοφτός.
Φτάνοντας στα όρια της περίφραξης του σπιτιού ο Λουκ είδε ένα απομονωμένο αλσύλλιο παραπλεύρως και χαμογέλασε.
Η Καταλίνα μόλις κατάλαβε πως ήθελε να την απομονώσει, έβαλε κόντρα και σταμάτησε.
«Δεν πάω πουθενά μαζί σου! Ποιος νομίζεις ότι είσαι;»
«Προχώρα πριν πάρω ανάποδες! Έχουμε να κάνουμε μια κουβέντα οι δυο μας!»
«Δεν έχω να πω τίποτα μαζί σου! Δε σε ξέρω καν. Παράτα με!»
«Δε με ξέρεις, ε;» Ο Λουκ την άρπαξε από το ήδη κατακόκκινο μπράτσο της και την έσπρωξε ανάμεσα στα δέντρα.  Η Καταλίνα αντέδρασε ενστικτωδώς χαστουκίζοντάς τον με το ελεύθερο χέρι της.
Την επόμενη στιγμή ο διάολος πήρε σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια της. Το νεύρο μεταμορφώθηκε σε θυμό και ο θυμός σε οργή. Τα μελανά, σκληρά παιδικά του χρόνια έφεραν εικόνες στο μυαλό του που δεν έπρεπε να βγουν στην επιφάνεια. Η αίσθηση, από τα απανωτά, δυνατά χαστούκια που εισέπραττε από τον ίδιο του τον πατέρα, ζωντάνεψε και ο Λουκ θόλωσε. Χωρίς να σκεφτεί, σήκωσε το χέρι του και προσγείωσε την παλάμη του πάνω στο ανέγγιχτο, μέχρι εκείνη τη στιγμή,  μάγουλο της.  Η δύναμη με την οποία τη χτύπησε ήταν αρκετή για να τη ρίξει στο έδαφος.
«Θα σου το κόψω, αν το ξανασηκώσεις!» ούρλιαξε ο Λουκ κι εκείνη, ανίσχυρη να κουνηθεί, τον κοιτούσε τρομοκρατημένη. Κρατούσε το αναψοκοκκινισμένο της μάγουλο ενώ στα μάτια της άρχισαν να σχηματίζονται διάφανα, ρυάκια δακρύων, τα οποία δεν άργησαν να κυλήσουν. Με μια γρήγορη δρασκελιά όρμησε προς το μέρος της κι εκείνη ύψωσε τα χέρια της θέλοντας να κρυφτεί. Οι γοεροί λυγμοί της τον εξόργισαν ακόμη περισσότερο.
«Σταμάτα να κλαις!» φώναξε και, πιάνοντας την από τους καρπούς, την ταρακούνησε σπρώχνοντάς την προς τα πίσω βίαια. Την ξάπλωσε και σκαρφάλωσε πάνω της. Η Καταλίνα  άρχισε να κουνάει ανεξέλεγκτα τα πόδια της. Ο Λουκ όμως δεν ένιωθε. Τα χτυπήματα της, όπου κι αν ήταν αυτά, έμοιαζαν με χάδι. Δεν είχε καν τη δύναμη να τον πονέσει.
«Βοήθεια!» κραύγασε δυνατά κι εκείνος απελευθερώνοντας το χέρι της, της έκλεισε αμέσως το στόμα.
«Σκάσε, που να σε πάρει ο διάολος! Σκάσε γιατί στ’ ορκίζομαι, θα σε σκοτώσω!»
Τα αναφιλητά της έσκαγαν πάνω στην παλάμη του ενώ  κάθε προσπάθεια που έκανε για  να φωνάξει κατέληγε στο κενό. Ένιωθε τον φόβο να μεγαλώνει. Ο άνθρωπος ήταν ψυχασθενής εγκληματίας. Τα γκριζοπράσινα μάτια του είχαν σκοτεινιάσει και οι γρήγορες ανάσες του ράπιζαν το πρόσωπό της.
«Νόμιζες ότι θα μου ξέφευγες; Πόσο γελάστηκες, Καταλίνα! Καταλίνα Μορέττι, σωστά;»
Τα μάτια της άστραψαν, μόλις άκουσε το όνομά της να βγαίνει από τα χείλη του.
Ξάφνου σταμάτησε να κλαίει. Σταμάτησε να χτυπιέται και διέταξε το κορμί της να ηρεμήσει.
«Με πονάς» μούγκρισε λυπημένα κι εκείνος χαλάρωσε το κράτημά του.
Έπρεπε να συγκρατήσει τον εαυτό του. Να μάθει, αν αυτή η μικρή μίλησε σε κάποιον για όσα είδε και να πράξει ανάλογα. Άλλωστε, δεν μπορούσε να τη σκοτώσει. Όχι, εκεί. Όχι, έτσι. Τα μάτια που τους είδαν να βγαίνουν μαζί ήταν πολλά και ο ίδιος έπρεπε να χειριστεί την κατάσταση με εξαιρετική μαεστρία.
«Θα τραβήξω το χέρι μου και θα κάτσεις φρόνιμη. Έγινα σαφής;» ψέλλισε σιγανά κι εκείνη έγνεψε καταφατικά.
«Πρόσεξε με καλά. Θα φύγω. Εσύ θα επιστρέψεις πίσω. Αν τολμήσεις να ανοίξεις αυτά τα όμορφα χειλάκια σου, θα σου τα σφραγίσω μια και καλή. Δεν παίζω. Ό,τι λέω, το εννοώ» συνέχισε απειλητικά και η Καταλίνα βούρκωσε.
«Δε ξέρω τι ζητάς από μένα. Άφησε με ήσυχη και σου υπόσχομαι να μην πω τίποτα σε κανένα». Η φωνή της φανέρωνε τον φόβο της κι εκείνος σαν λαγωνικό τον μύρισε.
«Ξέρεις πολύ καλά τι ζητάω» της είπε και αυτή τη φορά, τα λόγια του ήταν ήρεμα.
Κοίταξε για ένα δευτερόλεπτο τα μισάνοιχτα χείλη της και, σκύβοντας, τα πλησίασε.
Ο τρόμος στα μάτια της καθώς και το αμυδρό φως του φεγγαριού  αναδείκνυαν μια καθάρια ομορφιά και η αντρική του φύση δεν έμεινε ασυγκίνητη.
«Τόσο μικρή, τόσο άβγαλτη… σχεδόν αθώα» ψιθύρισε σαγηνευτικά.
Παρά το χαστούκι, τη βίαιη και βάναυση συμπεριφορά του, ο Λουκ κατάφερε να μπερδέψει το μυαλό της σε δευτερόλεπτα. Σκέψεις περίεργες την τάραξαν και όσο εκείνος άφηνε τις λέξεις πάνω στα χείλη της, εκείνη ένιωθε μια γλυκιά ζεστασιά να τυλίγει το κορμί της. Ο Λουκ τόλμησε να παραβιάσει ακόμα πιο πολύ τον προσωπικό της χώρο. Έσκυψε στο πλάι του προσώπου της και με τη μύτη του διέγραψε έναν κύκλο πάνω στο κόκκινο μάγουλο της.
«Ίσως σε δοκιμάσω, πριν σε σκοτώσω!» είπε και, αφήνοντας τα χέρια της, σηκώθηκε από πάνω της. Της έριξε ένα τελευταίο βλέμμα και έπειτα γύρισε τη πλάτη του και ξεκίνησε να περπατά μακριά της.
Τον είδε να απομακρύνεται και, όταν έμεινε πλέον μόνη, ξέσπασε σε λυγμούς. Ξαπλωμένη ανάσκελα, με τα μάτια της κολλημένα ψηλά στον ουρανό, έπιασε το χώμα και το έσφιξε δυνατά  στην παλάμη της. Έπρεπε να βρει λύση να ξεφύγει. Μήπως να μιλούσε στους δικούς της ή στην αστυνομία; Η ιδέα αυτή δε φάνηκε καλή. Την είχε εντοπίσει μέσα σε ελάχιστες ώρες, πράγμα που δήλωνε ότι είχε τη δύναμη αλλά και τα μέσα να κάνει πράξη τις απειλές του. Σηκώθηκε έχοντας την απελπισία ζωγραφισμένη στο βλέμμα και τινάζοντας το χώμα από τα ρούχα της κοίταξε για μια στιγμή ψηλά στον ουρανό. Έπειτα κατέβασε το κεφάλι δακρυσμένη,  σκούπισε τα μάτια της και έστρωσε τα ανακατεμένα της μαλλιά. Έπρεπε πάση θυσία να βρει την Κλαρίσα και να φύγει από εκεί το συντομότερο δυνατό.



💋💋💋💋

Να είστε όλοι καλά! Τα κεφάλαια όπως είδατε άλλαξαν με ελάχιστες αλλα ουσιαστικές διαφορές. Δε θα ανέβει άλλο κεφάλαιο,  το βιβλίο αυτό ξέρετε σε τι δρόμο είχε βαδίσει και συνεχίζει να βαδίζει ♥️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top