Stay away 5°
«Κι αν σε βρω; Αυτό θα απαλύνει το θυμό μου; Όχι ... Ίσως αυτό με κάνει χειρότερα. Ίσως, μάτια μου, δεν πρέπει να σε βρω ποτέ».
Ξάπλωσε στο ζεστό της κρεβάτι χωρίς ρούχα και χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα. Ακόμη δεν μπορούσε μέσα της να πιστέψει πως παραλίγο να ήταν νεκρή. Η εικόνα των αιμόφυρτων άντρων τρεμόπαιζε συνεχώς στο μυαλό της ενώ η απορία, αν τελικά είχαν σκοτωθεί, την τυραννούσε. Μέσα σε αυτό το συρφετό ηχούσε ακόμη η απειλητική χροιά της φωνής του κακοποιού στα αφτιά της γιγαντώνοντας το δέος της. «Θα σε βρω… όπου και να πας θα σε βρω».
Το κινητό της χτύπησε· ο ήχος από μόνος του ήταν αρκετός, για να την ταράξει αλλά βρήκε το θάρρος και άπλωσε το χέρι της προς το κομοδίνο. Η οθόνη αναβόσβηνε αναγράφοντας το όνομα της Κλαρίσα.
«Μπορείς να μου πεις πού διάολο είσαι επιτέλους; Σ’ έχω τηλεφωνήσει άπειρες φορές» απάντησε επιθετικά στη φίλη της.
Η ώρα ήταν ήδη περασμένη, η Καταλίνα πέρασε πολλά και αδυνατούσε να συγκρατήσει τον εαυτό της από ένα επικείμενο ξέσπασμα. Ένιωσε στα μάγουλα της τις καυτές σταγόνες να κυλάνε.
«Συγγνώμη, είμαι απαράδεκτη, το ξέρω» την άκουσε να απολογείται.
«Λοιπόν; Περιμένω» είπε νευριασμένα και ανασηκώθηκε στο κρεβάτι, αναμένοντας να ακούσει τον τόσο σοβαρό λόγο που έκανε τη φίλη της να εξαφανιστεί.
«Όταν σου είπα να βρεθούμε στην είσοδο, έπεσα επάνω στον Τζον. Μετά, καταλαβαίνεις… Δεν το ήθελα, με συγχωρείς». Τα λόγια της μαρτυρούσαν τη μεταμέλεια της, αλλά η Καταλίνα και μόνο που άκουσε το όνομά Τζον, κατάλαβε.
Χρόνια τώρα η Κλαρίσα ήταν ερωτευμένη με αυτόν τον άξεστο βλάκα που είχε τη συνήθεια να αλλάζει τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα.
«Δε θα βάλεις ποτέ μυαλό, έτσι; Ξέρεις πόσο τρόμαξα, ρε γαμώ το; Νόμιζα πως κάτι έπαθες, γιατί δε σήκωνες καν το τηλέφωνο σου. Ελπίζω να μην έγινε αυτό, που ούτε να σκέφτομαι δε θέλω».
«Το έκανα. Βρίσε με άφοβα. Δεν κατάφερα να αντισταθώ, αν και γνωρίζω πως για εκείνον, θα είμαι πάντα ένα τίποτα».
Η Καταλίνα αναστέναξε.
«Δεν ξέρω τι να σου πω. Κατρακυλάς ξανά στα ίδια μονοπάτια και κάνεις πάλι τα ίδια λάθη. Βαρέθηκα να σου λέω συνέχεια τα ίδια και τα ίδια».
Η αναπνοή της Κλαρίσα ήταν το μόνο που ακουγόταν, αφού δεν είχε τι να πει, για να μπορέσει να υπερασπιστεί τον εαυτό της.
Η Καταλίνα άνοιξε το στόμα έτοιμη να της μιλήσει αλλά οι λέξεις, που θα περιέγραφαν όλον αυτό τον εφιάλτη που είχε βιώσει, δεν μπόρεσαν να βγουν από τα χείλη της.
Η γνωριμία τους κρατούσε έξι χρόνια τώρα και μεταξύ τους δεν υπήρχαν μυστικά...μέχρι εκείνη τη στιγμή.
«Τι έκανες, εσύ, γύρισες απλώς στο σπίτι;» Τελικά, έσπασε την αμήχανη σιωπή η Κλαρίσα.
«Ναι, ήρθα. Το μόνο πρόβλημά μου είναι πως, μέσα στην ταραχή μου να σε βρω, άφησα τις τσάντες έξω από το εμπορικό. Ίσως θα ήταν καλύτερα να μην έρθω τελικά στο ηλίθιο πάρτι» είπε οξύθυμα.
«Δε θέλω να ακούω βλακείες! Αν δεν έχεις ρούχα, θα σου δώσω εγώ. Πάει και τελείωσε! Μου το υποσχέθηκες, εξάλλου». Έκλεισαν το τηλέφωνο και η Καταλίνα έπεσε πάλι στο κρεβάτι. Προσπάθησε να βγάλει από το μυαλό της κάθε αρνητική σκέψη και άφησε τον εαυτό της ελεύθερο. Είχε ανάγκη από ξεκούραση και ύπνο. Μετά από όλα αυτά που έγιναν φοβήθηκε, όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή της
***
Το γεγονός πως όταν ο Λουκ ήταν εκνευρισμένος, πήγαινε στο κλαμπ για να κατευνάσει τις ορμές με μια γυναίκα, το ήξεραν όλοι. Βέβαια, γνώριζαν και πως, αν δεν έμενε ικανοποιημένος, τα νεύρα του θα ήταν κίνδυνος-θάνατος για όποιον είχε την ατυχία να πέσει πάνω του. Ο Λίαμ, όμως, δεν είχε κάτι να φοβάται. Ίσως ήταν ο μοναδικός που δε θα πείραζε ποτέ του.
«Όπως βλέπεις, δεν είμαι και στα καλύτερά μου» είπε και του έδειξε το μπουκάλι επάνω στο γραφείο και το σπασμένο κινητό που υπήρχε στο πάτωμα.
Ο Λίαμ κάθισε σοβαρός και ξεκίνησε να του δίνει αναφορά.
«Έδωσα εντολή να εξαφανίσουν το πτώμα αυτού του μαλακισμένου του Τζόναθαν που τα έκανε μαντάρα. Έμαθα πως ο μικρός Σάντσεζ νοσηλεύεται στην εντατική σε σοβαρή κατάσταση. Ας ελπίσουμε να τα τινάξει. Και για το τέλος σου άφησα το καλύτερο…βρήκα τη μάρτυρα». Με μόλις τρεις λέξεις ο Λίαμ κατάφερε να κάνει τον Λουκ να πεταχτεί όρθιος.
«Ποια είναι; Λέγε!»
Ο Λίαμ βλέποντάς τον έτσι, κατάλαβε ποιο από τα τρία θέματα τον έκαιγε περισσότερο.
«Ο Πάτρικ έκλεψε το υλικό από τις κάμερες που υπάρχουν στην πίσω πλευρά του εμπορικού κέντρου την ώρα που συναντούσαμε εμείς τον Λέο Σάντσεζ αλλά και από τις υπόλοιπες κάμερες μέσα στον κλειστό χώρο. Τις έλεγξε κι εντόπισε τη μάρτυρα μαζί με μια φίλη της να κάνουν ανέμελες τα ψώνια τους. Η ταχύτητα καθώς και ο τρόπος που βρήκε ο Πάτρικ τις πληροφορίες κόστισαν χρυσάφι. Σ’το λέω να το ξέρεις» του εξήγησε ο Λίαμ.
«Λέγε, ρε μαλάκα, ποια είναι;» γρύλισε ο Λουκ αφήνοντας ασχολίαστο το θέμα του κόστους.
Έβγαλε από την τσέπη του ένα διπλωμένο χαρτί που το άνοιξε και μια φωτογραφία που την έριξε μπροστά του. Ο Λουκ την πήρε στα χέρια του και άρχισε να την παρατηρεί ενδελεχώς.
Μια νεαρή κοπέλα με γαλάζια μάτια και μακριά, μαύρα μαλλιά καθόταν στη θέση του οδηγού ενός μικρού αυτοκινήτου και κοίταζε αφηρημένα έξω από το παράθυρο.
«Το όνομά της είναι Καταλίνα Μορέττι. Σε λίγες μέρες κλείνει τα δεκαεπτά. Είναι μοναχοκόρη και οι γονείς της έχουν μία κατασκευαστική εταιρία. Πλούσια οικογένεια,. Μένει λίγο έξω από τη Νέα Υόρκη σε προάστιο» του είπε και συνέχισε ακάθεκτος την αναφορά. «Έμαθε επίσης σε ποιο σχολείο πηγαίνει, έψαξε τους λογαριασμούς των μαθητών του συγκεκριμένου σχολείου, που είναι συνδεδεμένοι με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και το μόνο που βρήκε ήταν κάποιες αναρτήσεις για ένα πάρτι αύριο. Εκείνη δε διαθέτει κανέναν προσωπικό λογαριασμό σε κάποιο από αυτά, πράγμα που με κάνει να πιστεύω ότι είναι ξενέρωτη». Ο Λουκ άκουγε όλα, όσα του έλεγε ο Λίαμ, με εξαιρετικό ενδιαφέρον και προσοχή ενώ τα μάτια του ήταν καρφωμένα ακόμη στη φωτογραφία.
«Θέλω να βρεις τη διεύθυνση που θα γίνει το πάρτι, να βρεις τρόπο να εμφανιστούμε ως καλεσμένοι και να βάλεις άτομα να παρακολουθούν την ίδια αλλά και τους γονείς της». Ανασήκωσε το βλέμμα του ενώ το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς.
Ο Λίαμ έκανε ένα καταφατικό νεύμα και χαμογέλασε καθώς μάντευε τις επόμενες κινήσεις του φίλου του.
«Επίσης, θέλω τα σχέδια του σπιτιού της» είπε και άφησε τη φωτογραφία επάνω στο γραφείο.
Ο Λίαμ σηκώθηκε και άπλωσε το χέρι για να την πάρει αλλά ο Λουκ πρόλαβε και την άρπαξε.
«Θέλω να τη δείξω στα άτομα που θα βάλω να την παρακολουθούν» του εξήγησε.
«Βρες άλλη. Αυτή είναι δική μου» είπε σοβαρός και ο τόνος του δε χωρούσε αμφιβολία.
Ο Λίαμ γέλασε ηχηρά.
«Αφού δε σε ευχαρίστησε η ξανθιά, κράτα τη φωτογραφία της πιτσιρίκας μπας και ξεδώσεις, μαλάκα» τον ειρωνεύτηκε κι έπειτα έφυγε.
***
Το πρωί τη βρήκε κουλουριασμένη στο κρεβάτι της με έναν έντονο πονόλαιμο να την ενοχλεί. Σηκώθηκε νωχελικά από το κρεβάτι της και το μόνο που την ένοιαζε εκείνη τη στιγμή ήταν να κατέβει κάτω και να πάρει ένα παυσίπονο. Παραμιλούσε βρίζοντας σιγανά, όταν αντίκρισε μπροστά της τη Μελ.
«Καλημέρα» της είπε εκείνη χαρούμενη, αλλά αμέσως κατάλαβε πως η μικρή αφεντικίνα της δεν ήταν και στα καλύτερά της.
«…μέρα» μουρμούρισε ανόρεχτα και, κατεβαίνοντας αργά τις σκάλες, πήγε στην τραπεζαρία.
Οι γονείς της ήταν τόσο απορροφημένοι με τη συζήτηση τους για το επικείμενο ταξίδι, που δεν πρόσεξε κάνεις τους την Καταλίνα, η οποία μπήκε μέσα και στάθηκε λίγα μέτρα μακριά τους. Ένα φτέρνισμα, όμως, έκανε αισθητή την παρουσία της.
«Καλημέρα» είπε ο πατέρας της.
«Καλημέρα, μπαμπά. Αν κρίνω από το ύφος της μαμάς, θα φύγετε σύντομα» αποκρίθηκε εκείνη και πήρε θέση στο τραπέζι.
«Ναι, αγάπη μου, και σε ευχαριστώ που καταλαβαίνεις πόσο σημαντικό είναι αυτό. Ξέρεις, δεν ήθελα να σε αφήσουμε μόνη στα γενέθλια σου, αλλά ο πατέρας σου μου εξήγησε την κατάσταση. Είναι μια πάρα πολύ σημαντική συμφωνία και χρειάζεται και η δική παρουσία αλλά και η υπογραφή μου» πήρε ένα απολογητικό ύφος η μητέρα της.
«Δεν πειράζει, μαμά. Θα κάνω ό,τι έκανα και πέρσι, θα βάλω καμία ταινία, λίγο παγωτό και ύπνο. Πραγματικά δε χρειάζομαι τίποτα άλλο· λοιπόν πότε φεύγετε;» τους ρώτησε εύθυμα.
«Σήμερα, κορίτσι μου. Σε δύο ώρες πετάμε για Λονδίνο» απάντησε ο πατέρας της.
Η Καταλίνα χαμογέλασε αχνά.
«Ελπίζω να περάσετε περίφημα και να μην ανησυχείτε για μένα».
«Καταλίνα, σίγουρα δε σε πειράζει;» ρώτησε αβέβαιη η Άννα.
«Τα είπαμε, μαμά».
«Μήπως όταν τελειώσει το σχολείο, να κανονίζαμε να ερχόσουν κι εσύ στο Λονδίνο;»
«Θα δούμε. Θα είμαστε σε επικοινωνία» της υποσχέθηκε.
Συνέχισαν να τρώνε και κάποια στιγμή ο Λεονάρντο, αφού τελείωσε, έσπρωξε το πιάτο από μπροστά του και άνοιξε το τάμπλετ για να ενημερωθεί για τα νέα της ημέρας από ένα ειδησεογραφικό σάιτ. Σε κάποια στιγμή ο Λεονάρντο τινάχτηκε όρθιος ταραγμένος.
«Μπαμπά, τι έπαθες;» τον ρώτησε η κόρη του.
«Ο γιος του Λούσιο Σάντσεζ, του φίλου μου. Τον θυμάσαι; Είχαν έρθει αρκετές φορές στο σπίτι μας με το πατέρα του. Είναι στο νοσοκομείο. Βρέθηκε χτυπημένος πίσω από εμπορικό κέντρο και είναι σε κρίσιμη κατάσταση, από ό,τι λένε» είπε αναστατωμένος και έπειτα στράφηκε στη γυναίκα του που κοιτούσε σοκαρισμένη. «Άννα, θα ήταν πρέπων, πριν φύγουμε, να κάναμε μία στάση στην κλινική, και να εκφράσουμε τη συμπάθειά μας στον φίλο μου. Ο Σάντσεζ είναι χήρος χρόνια και το μόνο που του έχει απομείνει σε αυτή ζωή είναι αυτό το αγόρι» της είπε κι εκείνη συμφώνησε.
«Απορώ, πως σε ένα πολυσύχναστο σημείο μπόρεσε κάποιος να τον χτυπήσει τόσο άσχημα. Άραγε τον λήστεψαν;» αναρωτήθηκε η Άννα.
Η Καταλίνα πάγωσε όταν κατάλαβε πως ο χτυπημένος νεαρός που είδε το προηγούμενο βράδυ πίσω από το εμπορικό κέντρο, ήταν ο γιος του Σάντσεζ, εκείνο το μικρό αγόρι που κάποτε είχαν παίξει και μαζί. Υπήρχε όμως και ένας ακόμη χτυπημένος απ’ όσο θυμόταν και ο πατέρας της δεν έκανε καμία αναφορά για δεύτερο τραυματία. Σκέφτηκε πως ίσως έπρεπε να πάει στην αστυνομία, αλλά από την άλλη μπορεί αυτή η κίνησή της να έθετε την ίδια και την οικογένεια της σε άμεσο κίνδυνο. Δεν ήταν καθόλου χαζή· οι άνθρωποι που διέπραξαν αυτές τις αποτρόπαιες πράξεις σίγουρα ήταν κακοποιοί.
«Καταλίνα, είσαι καλά;» τη ρώτησε η μάνα της.
«Καλά, απλώς στεναχωρήθηκα γι’ αυτό το παιδί» είπε και πίσω από το βεβιασμένο της χαμόγελο θέλησε να κρύψει την αναστάτωσή της.
Το κινητό στην τσέπη της χτύπησε.
Σε δύο λεπτά θα είμαι εκεί, έλεγε το μήνυμα από την Κλαρίσα.
«Ήρθε η φίλη μου για να ετοιμαστούμε για το πάρτι» είπε στους γονείς της κι έφυγε για να την υποδεχτεί.
***
Ο Λουκ έφτασε έξω από την πύλη· οι φρουροί τον χαιρέτησαν κι εκείνος με ένα νεύμα του κεφαλιού τους ανταπέδωσε. Του άνοιξαν δίχως καθυστέρηση και, μπαίνοντας, σταμάτησε μπροστά στην κεντρική είσοδο. Του φάνηκε περίεργο που δεν άνοιξε η πόρτα. Συνήθως μόλις έσβηνε τη μηχανή, η ηλικιωμένη οικονόμος του σπιτιού τον καλωσόριζε. Κατέβηκε και άνοιξε με το κλειδί του. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία στην έπαυλη. Ανέβηκε δυο- δυο τα σκαλιά, ώσπου έφτασε έξω από το δωμάτιο του Νικ και άνοιξε την πόρτα.
«Πού είναι η Ολίβια;» ρώτησε αμέσως και ο Νικ έβγαλε τη μάσκα οξυγόνου.
«Στο κέντρο. Αρρώστησε η ανιψιά της. Την έστειλα με συνοδεία και θα γυρίσει αύριο. Έλα, γιε μου, κάθισε».
«Θα μπορούσες να μου το πεις από το τηλέφωνο. Δε θέλω να μένεις μόνος».
«Μια χαρά είμαι. Κάπου εδώ τριγυρίζει και ο Μιγκέλ. Λοιπόν, ακούω».
Ο Λουκ κάθισε δίπλα του.
«Έχουμε θέμα». Ο Νικ τον κοίταξε καλά- καλά και έπειτα τον προέτρεψε με ένα του νεύμα να μιλήσει.
«Όπως ξέρεις, έδωσα ξανά δανεικά στον Λέο Σάντσεζ. Συνήθως αργεί, αλλά αυτή τη φορά δεν έφερε τίποτα. Αποφάσισα να τον εκφοβίσω. Έδωσα εντολή στον Τζόναθαν, εκείνον τον καινούριο, να τον χτυπήσει και, όταν του ζήτησα να σταματήσει, αυτός δεν υπάκουσε τις εντολές μου». Ο Νικ τον άκουγε με προσήλωση. Μέχρι στιγμής, όσα του έλεγε ακούγονταν φυσιολογικά. «Ο Λίαμ τον καθάρισε» συνέχισε ο Λουκ.
«Καλά έκανε. Πώς είναι ο Σάντσεζ;»
«Απ’ ό,τι έμαθα σε αφασία στην εντατική».
«Το πτώμα του Τζόναθαν;»
«Έστειλα άντρες να το πάρουν».
«Έστειλες; Γιατί δεν τον πήρατε επιτόπου;» Ο Νικ άρχισε να νιώθει πως κάτι δεν πάει καλά.
«Είχαμε μάρτυρα…κάποιος μας είδε». Ο Νικ έπιασε το σεντόνι και έκανε να σηκωθεί αλλά ο Λουκ τον σταμάτησε. «Ήρεμα, γερό μου. Όλα είναι υπό έλεγχο».
«Υπό έλεγχο; Πώς γίνεται να σας ξέφυγε κάποιος; Τον εντόπισε ο Πάτρικ;»
«Φυσικά. Για την ακρίβεια είναι γυναίκα. Καταλίνα Μορέττι. Ετών δεκαεπτά. Έχω ήδη πληροφορίες. Μη σε ανησυχεί τίποτα».
«Δεν πρέπει να μένουν πίσω μάρτυρες».
Ο Λουκ αναστέναξε. Ο Νικ ήταν σαφώς πιο σοφός και έμπειρος. Και ο ίδιος αν έπαιρνε τη θέση του κάποια στιγμή, θα έπρεπε να ακολουθήσει τις τακτικές του.
«Απόψε κιόλας, θα πλησιάσω τη μάρτυρα. Θεώρησε το θέμα της τελειωμένο. Έπειτα θα αναλάβω τον Σάντσεζ» είπε αποφασιστικά και σηκώθηκε.
«Όχι, όλα μαζί γιατί θα γίνει πάλι στραβή. Τον Σάντσεζ άφησέ τον. Αυτή η μικρή είναι ο άμεσος κίνδυνος. Πριν τη σκοτώσεις, μάθε σε ποιους μίλησε».
«Αυτό έχω σκοπό να κάνω».
Ο Λουκ, αφού τελείωσε με την αναφορά του στον μέντορά του, αποχώρησε από την έπαυλη.
***
Ο Μιγκέλ στάθηκε έξω από την πόρτα του Νικ και χτύπησε μια φορά. Πήρε αμέσως απόκριση και μπήκε μέσα.
«Ο κατάλληλος άνθρωπος, την κατάλληλη στιγμή!» είπε ο Νικ και έβηξε.
Ο Μιγκέλ ήταν χρόνια στη φαμίλια και, ως ο πιο παλιός, ήταν το δεξί του χέρι του Νικ, πριν φυσικά μεγαλώσει ο Λουκ. Πλέον, τα πράγματα είχαν αλλάξει. Ο Λουκ πήρε το ρόλο του παιδιού που ο Νικ δεν απέκτησε ποτέ και ο Μιγκέλ στην ουσία υποβαθμίστηκε στην ιεραρχία.
«Ήμουν στη κουζίνα. Είδα τον Λουκ που έφευγε και ήρθα να δω, αν με θέλεις κάτι».
«Η αλήθεια είναι πως κάτι θέλω» είπε χαμηλόφωνα και έκανε νόημα στον Μιγκέλ να πλησιάσει.
***
Ο εκνευρισμός του Λουκ είχε χτυπήσει κόκκινο και, όσο ο ήλιος χανόταν και η ώρα πλησίαζε, τόσο χειροτέρευε.
«Μπορείς να μου πεις τι σκοπεύεις να κάνεις σήμερα;» τον ρώτησε ο Λίαμ.
Τα σενάρια, όμως, στο μυαλό του ήταν πολλά. Σέρβιρε μόνο δύο ποτήρια ουίσκι και έκατσε ξανά στην πολυθρόνα.
«Δεν είδες, γαμώ το, πως η φάτσα του μικρού καριόλη είναι σε όλες τις εφημερίδες και στο διαδίκτυο από το πρωί; Αν η μικρή μιλήσει στην αστυνομία και αρχίσουν να ψάχνουν, την πατήσαμε» είπε αναστατωμένος και συνέχισε. «Δεν ξέρω. Θέλω να δω, αν η μικρή θα πάει στο πάρτι και από εκεί και πέρα θέλω να τσεκάρω, αν θα με αναγνωρίσει. Το επόμενο που πρέπει να μάθω είναι, αν μίλησε στην αστυνομία. Όπως και να έχει το πράγμα, πρέπει να καλύψουμε τα ίχνη μας. Πρέπει να της κλείσω το στόμα» κατέληξε τελικά ο Λουκ και, χωρίς ενδοιασμούς, είπε όσα σκεφτόταν. Κατέβασε μονορούφι το ποτήρι του και το γέμισε ξανά. Αυτή η μικρή του είχε καρφωθεί μέσα στο μυαλό. Ο θάνατός της ήταν, ίσως, η μοναδική επιλογή του γιατί αν τον αναγνώριζε το ρίσκο θα ήταν μεγάλο.
«Η τελευταία πληροφορία που έλαβα είναι πως οι γονείς της έφυγαν σήμερα το μεσημέρι για Λονδίνο και πως θα μείνουν εκεί καιρό, οπότε το πεδίο για να δράσεις είναι ιδανικό» του ανέφερε ο Λίαμ και το βλέμμα του Λουκ άστραψε παρανοϊκά. «Σκέψου καλά τι θα κάνεις για να διορθώσουμε όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα τη μαλακία του μακαρίτη του Τζόναθαν και φρόντισε μόνο μην πάμε εκεί και είσαι μεθυσμένος».
Ο Λίαμ σηκώθηκε από την καρέκλα βλέποντας την απροθυμία του φίλου του να απαντήσει και βγήκε από το γραφείο ξύνοντας μηχανικά το κεφάλι του. Στον διάδρομο συνάντησε την ξανθιά καλλονή και έκανε μια γκριμάτσα αηδίας. Δεν ήταν μυστικό πως την απεχθανόταν.
«Θα σε συμβούλευα να μην μπεις μέσα» της είπε και την έπιασε από το μπράτσο.
«Εγώ έχω τον τρόπο, Λίαμ» του είπε με σιγουριά.
«Μην πεις ότι δε σε προειδοποίησα, Μιράντα».
Τον προσπέρασε, έφτιαξε το πλούσιο μπούστο της και έπιασε το χερούλι. Άνοιξε την πόρτα και το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν το άγριο βλέμμα του Λουκ.
«Σε κάλεσε κανείς;» τη ρώτησε κι εκείνη αδιαφόρησε. Γύρισε προς την πόρτα και την κλείδωσε.
«Ξέρω πως μπορώ να σε χαλαρώσω, μωρό μου, γιατί δε μ’ αφήνεις;» είπε σαγηνευτικά.
Τον πλησίασε και πέταξε τη ρόμπα της στο πάτωμα. Γύρισε την καρέκλα του και πέρασε τα πόδια της δεξιά και αριστερά του καβαλώντας τον. Εκείνος της χαμογέλασε. Τύλιξε απαλά το χέρι του γύρω από λαιμό της. Το άφησε να ταξιδέψει στα στήθη της και το τοποθέτησε όμορφα πίσω από κεφάλι της, πιάνοντας τα μαλλιά της.
«Επιμένεις έτσι;» είπε πονηρά και τη γλυκοκοίταξε.
Με μία γρήγορη κίνηση όμως, τράβηξε δυνατά τα μαλλιά της και το κεφάλι της λύγισε προς τα πίσω.
«Έχεις στη διάθεσή σου δέκα δευτερόλεπτα να σηκωθείς από πάνω μου αλλιώς θα το μετανιώσεις» της είπε και ο τόνος της φωνής του ήταν απατηλά ήρεμος.
Εκείνη σηκώθηκε από πάνω του έτοιμη να βάλει τα κλάματα και, με γρήγορες κινήσεις, έβαλε ξανά τη ρόμπα της.
«Γιατί μου φέρεσαι έτσι;» τόλμησε να τον ρωτήσει κι εκείνος την κοίταζε ανέκφραστος.
«Πιστεύεις πως είσαι κάποια εδώ μέσα; Πιστεύεις ότι μπορείς να έρχεσαι εδώ, όποτε σου καπνίσει και να κλειδώνεις κιόλας; Χάσου από τα μάτια μου και την επόμενη φορά μη ξανακάνεις το ίδιο λάθος. Κατάλαβες;» Της είχε ξεκαθαρίσει στο παρελθόν πως δε θα ήταν τίποτα παραπάνω από ένα απλό πήδημα για εκείνον και αυτό δε θα άλλαζε.
Η Μιράντα ξεκλείδωσε την πόρτα.
«Εύχομαι να σε δω κάποια στιγμή να μολυνθείς από έρωτα και να μη βρίσκεις γιατρειά» είπε σιγανά σαν να τον καταράστηκε.
«Έφυγες!» της φώναξε κι εκείνη έκλεισε την πόρτα δίχως να κοιτάξει πίσω.
Τα λόγια της ακούστηκαν τόσο γελοία στα αφτιά του. Στον πόνο του έρωτα πίστευαν μόνο οι αδαής, αυτοί που δεν ήξεραν πραγματικά τι σημαίνει οδύνη.
Κοίταξε το μπουκάλι δίπλα του βαριανασαίνοντας. Το ρολόι επάνω στο γραφείο φανέρωνε πως έπρεπε να ξεκινήσει. Σήκωσε το ακουστικό και κάλεσε την αποθήκη.
«Φέρε τρία σακουλάκια στο γραφείο» διέταξε κι έκλεισε το τηλέφωνο.
Άφησε τη μάτια του να περιπλανηθεί στον χώρο γύρω του. Έγειρε προς τα πίσω, ανέβασε τα πόδια του επάνω στο γραφείο και άναψε ένα τσιγάρο.
«Έρχομαι, μικρή… Έρχομαι». Έκλεισε τα μάτια κι έφερε τη μορφή της στο νου του. Χωρίς να τα ανοίξει ένιωσε την ενέργεια του να αυξάνεται. Δεν μπορούσε να περιμένει άλλο.
💋💋💋💋💋
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top