Stay Away 1°
Κεφάλαιο 1
«Ίσως κάποια βήματα μάς οδηγήσουν στο αδιέξοδο˙ άλλα πάλι στην απόλυτη ελευθερία... Δεν παύουν, όμως, να προέρχονται από τις δικές μας επιλογές... »
Καταλίνα
Αεροδρόμιο: ένα μέρος απ’ όπου οι άνθρωποι μπορούν να ταξιδέψουν εκεί, όπου η ψυχή τους λαχταρά. Πόσο ειρωνικό ακούγεται αυτό στη δική μου σκέψη. Το δικό μου ταξίδι δεν είναι αναψυχής αλλά ούτε και το επέλεξα. Θεέ μου, βλέπω τους ανθρώπους να περνάνε από δίπλα μου και το μόνο που θέλω είναι να ουρλιάξω... να τρέξω… να φύγω... να εξαφανιστώ… Να γυρίσω πίσω το χρόνο και να σβήσω από τον καμβά της ψυχής μου όλες τις σκοτεινές του ζωγραφιές. Κάθε μαύρη γραμμή, που άφησε και κατέστρεψε τα λευκά μου όνειρα… Κάποτε είχα αρκετά από αυτά. Τώρα; Όλα έγιναν στάχτες και κάηκαν στη φωτιά του. Τώρα με άφησε να προχωρώ μόνη σε ένα ατελείωτο μονοπάτι. Βαδίζω με την ελπίδα κάποτε να τελειώσει, άλλα αυτό το τέλος δεν έρχεται ποτέ. Είναι σαν να με βλέπω. Περπατάω το σήμα του απείρου και κάνω κύκλους γύρω από τον εαυτό μου. Μόνη. Έφτανε μόνο μια στιγμή, για να με τυλίξει στο σκοτάδι του. Για να με παρασύρει σαν δίνη στο απόλυτο χάος. Έπρεπε να μείνω μακριά του; Ίσως… Πώς όμως να μείνεις μακριά, όταν ξαφνικά αισθάνεσαι; Όταν γεύεσαι την πικρή γεύση που έχει το δηλητήριο και πάραυτα, συνεχίζει να σου αρέσει; Πλέον, μπορώ να πω με σιγουριά πως εθελοτυφλούσα στον κίνδυνο. Έκλεινα τα μάτια κάθε φορά που εκείνος τον ούρλιαζε μπροστά μου. Αρνήθηκα να πιστέψω πως δεν υπάρχουν πρίγκιπες και πως τα παραμύθια ανήκουν στη φαντασία. Έφτιαξα έναν δικό μου κόσμο και τον τοποθέτησα μέσα. Του έδωσα το κλειδί και στην τελική, κατάφερε να με κλειδώσει απ’ έξω. Δεν μπορώ να τον κατηγορήσω. Ακόμα και τώρα ύστερα από όλα όσα έχουν συμβεί ανάμεσα μας δε ξέρω αν φταίει εκείνος η εγώ. Προσπάθησα να βρω την άκρη στο μπερδεμένο μας κουβάρι αλλά εκείνο εναντιώθηκε σε μας και σκιαγράφησε μια δική του μοίρα. Μπλέχτηκε σε τέτοιο βαθμό που ανάθεμα αν καταφέρει ποτέ κανένας από τους δυο μας να βρει την άκρη του. Ακόμα θυμάμαι εκείνα τα σκοτεινά του μάτια. Ίσως ήταν καμουφλαρισμένα με κρυστάλλινο γκριζοπράσινο χρώμα αλλά εγώ κρατάω μόνο το έρεβος τους καθώς με κοιτούσαν. Είναι πολλά τα γιατί μα δε μου δίνεται ούτε καν ο χρόνος για να προσπαθήσω να βρω τις απαντήσεις που ζητάω. Ποιος είναι άξιος να κατηγορήσει τον άλλο και να του βάλει τη ταμπέλα του φταίχτη; Κάνεις… Ίσως παλαιοτέρα να το έκανα με ευκολία μα πλέον γελάω ακόμα και στη σκέψη. Δε θα μπορούσα ποτέ να τον κατηγορήσω. Κι όμως…εκείνος αντί να μου απλώσει το χέρι μου γύρισε τη πλάτη. Έβγαλε ένα μαχαίρι και στο πρώτο μου βήμα…Με μαχαίρωσε…
Η Καταλίνα κοίταζε έξω από το μικρό παράθυρο του αεροπλάνου τα λευκά σύννεφα. Έκλεισε τα μάτια της και αφουγκράστηκε τους ήχους που επικρατούσαν τριγύρω της,· ένα συνεχές μουρμουρητό από συζητήσεις ενηλίκων και χαρούμενες παιδικές φωνές. Αναστέναξε και σκέφτηκε πόσο πολύ θα ήθελε να επέστρεφε ξανά στην παιδική της ηλικία, να νιώσει ανέμελη και αθώα. Να γίνει ξανά εκείνο το παιδί που χάθηκε και να της δινόταν η ευκαιρία να τα ξεχάσει όλα. Εικόνες από το πατρικό της σπίτι ζωντάνεψαν στο μυαλό της. Οι γονείς της, γόνοι και οι δυο πάμπλουτων οικογενειών, πίστευαν ακράδαντα πως, για να θεωρείται κάποιος πετυχημένος στη ζωή του, έπρεπε να διαθέτει χρήματα, τα οποία έρχονταν μόνο με σκληρή δουλειά. Το τίμημα; Η συνεχής απουσία τους από το σπίτι.
Η Καταλίνα, αν και αισθανόταν αυτό το κενό, δεν παραπονέθηκε ποτέ, αφού οι γονείς της προσπαθούσαν να βρούνε πάντα χρόνο για τη μοναχοκόρη τους. Ειδικά η μητέρα της, που, όσο κουρασμένη και να ήταν, κάθε βράδυ της διάβαζε παραμύθια για πριγκίπισσες, που στο τέλος έβρισκαν την πραγματική και αληθινή αγάπη στον όμορφο πρίγκιπα του παραμυθιού. Μα πόσο ειρωνικό φάνταζε πλέον όλο αυτό στα μάτια της.
«Δεν υπάρχουν πρίγκιπες, μικρή» της είχε πει εκείνος και τα λόγια του έμειναν να τη στοιχειώσουν σαν κατάρα.
Ένα μωρό άρχισε να τσιρίζει βγάζοντάς την από τις σκέψεις της. Η μητέρα του το κρατούσε στην αγκαλιά της και, σιγομουρμουρίζοντας ένα νανούρισμα, προσπαθούσε να το ηρεμήσει. Στην επόμενη σειρά, μια νεαρή κοπέλα χάριζε τρυφερά φιλιά στο αγόρι της, ενώ πίσω της, μία κυρία φλυαρούσε εξιστορώντας ένα αδιάφορο περιστατικό στη διπλανή συνεπιβάτισσά της.
Οι αλληλεπιδράσεις των ανθρώπων της προκάλεσαν ένα αίσθημα δυσφορίας. Ήταν μόλις δεκαοχτώ κι έπρεπε να ανοίξει τα λαβωμένα φτερά της και να πετάξει. Πού να φανταζόταν ένα μήνα πριν, πως θα βρισκόταν ολομόναχη σε ένα αεροπλάνο έτοιμη να πετάξει για τα πάτρια εδάφη.
Η μητέρα της, γεννημένη στην Ιταλία, καταγόταν από πολύ πλούσια οικογένεια. Γνώρισε τον πατέρα της σε ένα ταξίδι της στην Αμερική και έκτοτε αποφάσισε να παραμείνει στην Νέα Υόρκη για σπουδές.. Οι γονείς τους τότε αποφάσισαν πως αυτός ο γάμος, θα μπορούσε να αποτελέσει γέφυρα ανάμεσα σε δύο ηπείρους, κάνοντας παράλληλα ακόμη πιο ισχυρές τις επιχειρήσεις τους. Παντρεύτηκαν λίγους μήνες αργότερα από την αποφοίτηση τους και, παρόλο που τα κίνητρα ήταν αρχικά οικονομικά, δεν έλειψε ποτέ η αγάπη μεταξύ τους.
Η Καταλίνα πάντα την ένιωθε ελπίζοντας πως θα ερχόταν μία μέρα που και η ίδια θα την έβρισκε στο πρόσωπο κάποιου. Βιάστηκε όμως να την ανακαλύψει κι έφαγε τα μούτρα της. Αγνόησε το γεγονός, πως, η αγάπη χωρίς γερές βάσεις καταλήγει να σέρνεται σε έναν γκρεμό δίχως τέλος.
Η φωνή του πιλότου ακούστηκε δυνατά επαναφέροντας την στην πραγματικότητα.
«Σας ενημερώνουμε πως ίσως υπάρξουν κάποιες αναταράξεις κατά την προσγείωση. Παρακαλούμε να προσδεθείτε» χαμογέλασε ειρωνικά. Η ζωή της τον τελευταίο μήνα ήταν γεμάτη αναταράξεις.
«Δεσποινίς, πρέπει να δέσετε τη ζώνη σας, σας παρακαλώ. Προσγειωνόμαστε» της είπε η αεροσυνοδός με ένα ευγενικό χαμόγελο.
Σε λιγότερο από ένα λεπτό το αεροπλάνο άρχισε να χάνει ύψος και η καρδιά φτερούγισε στα στήθη της από την απότομη αλλαγή. Ίσως μετά από τόσες ώρες ήταν ό,τι χρειαζόταν για να νιώσει ζωντανή. Όσο μπορούσε τουλάχιστον γιατί ένιωθε εντελώς διαλυμένη.
Είδε τον ουρανό. Το χρώμα του εδώ ήταν καταγάλανο και δεν είχε καμία σχέση με εκείνο το γκρίζο χρώμα του ουρανού της Νέας Υόρκης. Ένας δυνατός κραδασμός, αποτέλεσμα της επαφής του αεροπλάνου με το έδαφος, την τράνταξε και σφάλισε τα βλέφαρα της για μερικά δευτερόλεπτα. Πλέον όλα είχαν αλλάξει. Θα έκανε βήματα στο άγνωστο μόνο που στη περίπτωση της δεν υπήρχε ούτε βάρκα αλλά ούτε και ελπίδα να τη συντροφεύσει.
Μόλις το αεροπλάνο σταμάτησε, οι επιβάτες άρχισαν να σηκώνονται από τις θέσεις τους και να κατευθύνονται στην πόρτα εξόδου, που είχε πλέον ανοίξει. Εκείνη περίμενε υπομονετικά να αδειάσει ο χώρος για να σηκωθεί χωρίς να χρειαστεί να πέσει πάνω σε κάποιον ή να τη σπρώξουν. Πίστευε πως δε θα έλεγχε τον εαυτό της και θα ξεσπούσε πάνω στον οποιονδήποτε τον θυμό που είχε μέσα της. Όταν πλέον ο συνωστισμός ελαττώθηκε, πήρε τη μικρή τσάντα της και σηκώθηκε όρθια. Ευχαρίστησε απρόθυμα την αεροσυνοδό, που στεκόταν στην κεντρική πόρτα, και κατέβηκε τις σκάλες. Επιβιβάστηκε μαζί με τους υπόλοιπους επιβάτες στο κατάμεστο λεωφορείο που τους οδήγησε στην κεντρική πύλη. Κατέβηκε από τους πρώτους και προχώρησε προς τον χώρο των αποσκευών ψάχνοντας με τη σειρά της τη δική της βαλίτσα. Περίμενε ώσπου είχαν μείνει ελάχιστες.
«Πάλι τελευταία. Ωραία τύχη» μουρμούρισε καθώς είδε επιτέλους τη βαριά αποσκευή της να βγαίνει από τον κυλιόμενο ιμάντα.
Την πήρε και προχώρησε προς την έξοδο. Λίγο πριν βγει σταμάτησε απότομα. Κρατήθηκε αρκετά, αλλά δεν άντεξε. Έχωσε το χέρι της μέσα στη ζακέτα της κι έσφιξε δυνατά εκείνο το κομμάτι χαρτιού, που είχε επάνω του αποτυπωμένο το μεγαλύτερο λάθος της ζωής της. Έβγαλε δειλά το χέρι της και κοίταξε τη φωτογραφία τους.
Άπλωσε το ακροδάχτυλο της και χάιδεψε απαλά το πρόσωπό του, ενώ πάλευε μέσα της να μην απελευθερώσει την οργή της. Μην αντέχοντας άλλο, έσφιξε τα δόντια της και τσαλάκωσε τη φωτογραφία. Είδε τον κάδο απορριμμάτων ευθεία μπροστά της και πήγε κοντά μα σαν τέντωσε το χέρι για να τη πετάξει, δίστασε. Το τράβηξε πίσω μετανιωμένη κι έβαλε την τσαλακωμένη φωτογραφία ξανά μέσα στην τσέπη της.
💋💋💋
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top