κεφάλαιο 9°

"Δεν το πιστεύεις; Πίστεψε το ...Υπάρχω...."


°°°°°°°°°°


"Ελίζαμπεθ... Μπράβο σου ρε...
Τώρα έμαθες και το όνομα της..
Μη φοβάσαι όμως.
Δε θα την πειράξω...

Όχι ακόμα τουλάχιστον!"

Ο ήλιος δεν έφτανε καν μέσα στο δωμάτιο. Ο Λουκ είχε διπλοκλειδώσει την πόρτα από την προηγούμενη μέρα και το μόνο που έκανε ήταν να κοιτάζει το σημείωμα στο ημερολόγιο του. Αδυνατούσε να πιστέψει πως έπειτα από τόσα χρόνια εκείνος ξύπνησε. Δεν έπρεπε να ξυπνήσει. Δεν έπρεπε να υπάρχει. Όχι πάλι... Όχι ξανά...
Κοίταξε γύρω του την άδεια σχεδόν  σακούλα και το ξεραμένο κομμάτι από το ψωμί που περίσσεψε. Με το ζόρι έφαγε την προηγούμενη μέρα κι αυτό γιατί ένιωθε πως ζαλίζεται.  Το ένιωσε... Όταν άκουσε τον ρυθμό από το πιάνο να απλώνεται και να σκάει στα αυτιά του το ένιωσε... Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που αισθανόταν την παρουσία κάποιου προσώπου ενώ ήταν ξύπνιος. Έτρεξε έξω, έφυγε... Ούρλιαξε. Φώναξε... Έπεσε στο υγρό χώμα και έπειτα όλα έσβησαν...
Όταν ξύπνησε βρισκόταν ήδη στο σπίτι. Χωρίς αισθητή μνήμη.
Μόλις είδε το σημείωμα πάνω στο γραφείο κατάλαβε αμέσως από τον γραφικό χαρακτήρα ποιος είναι...

Ο Λουκ ήταν σπάνια περίπτωση. Όταν επισκέφτηκε στην Νέα Υόρκη το μεγαλύτερο ψυχολογικό και ψυχιατρικό Ινστιτούτο της χώρας οι γιατροί τον είδαν σαν πειραματόζωο. Ήταν μόλις 20. Ο θάνατος των γονιών του ήταν το έναυσμα για να φύγει ένα διάστημα από τη πόλη. Έπειτα από εξετάσεις είχαν διαπιστώσει πως πάσχει από Διασχίστηκη διαταραχή ταυτότητας. Για τον ίδιο εκείνο τον καιρό ήταν κάτι άγνωστο. Ιατρικοί όροι που δεν είχε ιδέα τι ακριβώς σημαίνουν...
Έμεινε μια ολόκληρη εβδομάδα εκεί. Κατάφεραν να εντοπίσουν 2 ακόμα προσωπικότητες εκτός από τη δική του.

Κάθε μία είχε διαφορετική ηλικία. Διαφορετική ψυχοσύνθεση. Διαφορετικές αντιλήψεις και διαφορετικό γραφικό χαρακτήρα.

Τότε πίστεψαν πως υπάρχει πιθανότητα να υπάρχουν κι άλλες αλλά εκείνος δεν θέλησε να μείνει παραπάνω. Θεωρήθηκε άκακος. Του έδωσαν φάρμακα. Όχι πολλά. Σε αυτές τις περιπτώσεις η θεραπεία ήταν περισσότερο ψυχολογική, υποστήριξαν και του συνέστησαν να βλέπει ψυχολόγο. Το μόνο πρόβλημα ήταν πως είχαν δίκιο....
Δεν είχε δύο ακόμα προσωπικότητες...
Αλλά τρείς...Και η τρίτη ήξερε να κρύβεται αρκετά καλά από τον κίνδυνο. Ήταν έξυπνη...

Έτος 2000 ετών 9

«Πιάσε το κεφάλι του αναθεματισμένη γυναίκα!!»

«Κουνιέται !!!» Έκρωξε δυνατά εκείνη και ο άντρας της την έσπρωξε. Έδωσε μια δυνατή ώθηση στο κεφάλι του και τον χτύπησε στο ξύλο του κρεβατιού...

«Άχρηστη! Έτσι γίνεται σωστά!! Και τώρα πάρε δρόμο!»

Με αργά βήματα ακούγοντας μόνο το κλάμα του να αντηχεί στα αυτιά της ανέβηκε τη σκάλα. Έκλεισε την ξύλινη πόρτα του υπόγειου πίσω της και έβαλε στο παλιό αγαπημένο της γραμμόφωνο το δισκάκι να παίζει. Οι μελωδίες από τα πλήκτρα του πιάνου απλώθηκαν σε όλη τη κουζίνα επισκιάζοντας τα ουρλιαχτά του γιου της. Μόνο έτσι κατάφερνε να πνίξει μέσα της την αλήθεια... Μια αλήθεια που κράτησε κρυφή από τον άντρα της. Η απιστία ήταν βρωμιά. Και ο Ίαν απόκτημα της. Ήταν βρώμικος. Ήταν ο διάολος που δεν έπρεπε ποτέ να φυτρώσει στα άγονα και στείρα χωράφια της.

Έτος 2002 ετών 11

Η ψυχή δεν άντεξε. Το κορμί παραδόθηκε... Το μικρό πλάσμα που γεννήθηκε μέσα του είχε υπόσταση στα μάτια του. Το ένιωθε. Το άκουγε να του μιλάει μέσα στο μυαλό του ...
«Μην φοβάσαι...κλείδωσα την πόρτα σήμερα Τζει ...» Είπε ο μικρός Λουκ κοιτάζοντας στον καθρέφτη... Δεν ήξερε τι του συμβαίνει αλλά ξυπνούσε αρκετές φορές τη νύχτα και έβλεπε τα λιγοστά του παιχνίδια ανακατεμένα. Ένα πρωί είδε στα σανίδια σκαλισμένο πάνω στο ξύλο ένα όνομα... Τζει ...
Είχε ήδη βραδιάσει και επέστρεψε στο κρεβάτι ώσπου άκουσε την εσωτερική ξύλινη πόρτα να ανοίγει. Άρχισε να τρέμει σαν το ψάρι...
«Κλείδωσα Τζει ... Κλείδωσα...Κλείδωσα... Κλείδωσα.....» Άρχισε να μονολογεί και να κουνιέται μηχανικά μπρος πίσω πάνω στο κρεβάτι.

«Άνοιξε ρε κωλοπαιδο ! Πώς πήρες το κλειδί;;» Ούρλιαξε έξω από την πόρτα ο πατέρας του και άρχισε να την κλωτσάει...
Ο Λουκ ένιωσε τον εαυτό του να τον εγκαταλείπει. Σπασμοί, άλλοι μικροί και άλλοι μεγάλοι απλώθηκαν σε όλο το κορμί του... Ξάφνου σώπασε. Η πόρτα έσπασε και μπροστά στα φοβισμένα του μάτια ο πατέρας του μπήκε μέσα κρατώντας στα χέρια την αγαπημένη του ζώνη. Ο Λουκ χάθηκε... Πλέον ο Τζει είχε να αντιμετωπίσει τους φόβους του...

Φόρεσε τα καθαρά ρούχα που του άφησε η μάνα του πάνω στο κρεβάτι. Μοσχομύριζαν. Μια ευωδία λουλουδιών γέμισε το δωμάτιο από την ώρα που του τα άφησε κάνοντας τον να αισθανθεί για ένα λεπτό παιδί. Να νιώσει για λίγα δευτερόλεπτα πως ζει φυσιολογικά. Αυτό γινόταν κάθε Κυριακή ... Του χάριζαν απλόχερα 1 με 2 λεπτά την μέρα μέχρι να ντυθεί για να νιώσει φυσιολογικός. Τίποτα όμως δεν ήταν, και πως να ήταν άλλωστε όταν κάτω από το λευκό λινό ύφασμα κρυβόταν ένας ολόκληρος σωρός από  τραύματα; Τραύματα που του άφησαν ανεξίτηλα σημάδια στη ψυχή...

Η πόρτα άνοιξε και η μητέρα του μπήκε μέσα εκνευρισμένη κρατώντας μια παλιάς κοπής τσατσάρα στα χέρια της.
«Κάτσε κάτω!» Διέταξε και εκείνος υπάκουσε. Έπιασε τα κάστανα ατίθασα μαλλιά του και άρχισε να τα χτενίζει άτσαλα και γρήγορα. Ο Λουκ είχε συνηθίσει πλέον το πόνο. Ποτέ της δεν πρόσεχε. Έβαζε  την χτένα βαθειά στην ρίζα και τραβούσε προς τα πίσω αδιαφορώντας για τους κόμπους. Στην αρχή έκλαιγε. Αρνιόταν να πιστέψει πως ακόμα και η μάνα του τον πονάει. Αργότερα έμαθε να αντέχει. Δεν υπήρχε αγάπη σε εκείνο το σπίτι. Δεν υπήρχε πουθενά... Δεν ήταν λίγος ο καιρός που ξύπνησε μέσα του ένας καινούριος εαυτός. Αισιόδοξος. Δυνατός. Του μάθαινε να αντέχει... Είχε αρχίσει να ακούει φωνές μέσα στο κεφάλι του τον τελευταίο χρόνο. Αν και ποτέ δεν του έγραψε το όνομα του ο Λουκ τον βάφτισε Ντέρεκ .

«Κράτα σταθερό το διαολεμένο το κεφάλι σου !» Είπε και έπιασε το πρόσωπο του από το στόμα κρατώντας τον σταθερό. «Εσύ φταις που δεν με αξίωσε ο θεός με άλλα παιδιά! Γέννησα τον διάολο! Απορώ γιατί σε κρατάμε ακόμα ζωντανό...» μουρμούρισε κι εκείνος δάκρυσε. Αν και άκουγε συχνά τέτοιου είδους λόγια πάντα τον πείραζαν...
Ένα χτύπημα ακούστηκε δυνατό από πάνω. Σημάδι πως ο πατέρας του ήταν έτοιμος. Αυτή ήταν η επικοινωνία όταν ήταν νηφάλιος. Χτυπούσε δυνατά το σκουπόξυλο στο πάτωμα για να κάνει αισθητή την παρουσία του. Από την άλλη, όταν άφηνε το αλκοόλ να κυλήσει στις φλέβες του είχε το θάρρος να κατέβει στο υπόγειο και να πραγματοποιήσει κάθε άρρωστη επιθυμία πάνω στο γιο του. Πλέον, τον τελευταίο χρόνο είχε αρκεστεί μόνο στο ξύλο. Με τη ζώνη. Με τα χέρια. Με τα πόδια. Χτυπούσε ανελέητα σιγοτραγουδώντας ψαλμωδίες της εκκλησίας για εξαγνισμό.

Το μόνο μέρος που ένιωθε άνθρωπος ήταν το σχολείο. Η κοινωνία ήταν αρκετά κλειστή για να πιστέψει πως ο πάπας διαπράττει τέτοια αδικήματα εις βάρος του γιου του και ο Λουκ φοβόταν να μιλήσει. Στο σχολείο όμως όλα ήταν αλλιώς. Είχε γίνει ένα από τα πιο αγαπητά παιδιά. Ήταν πανέμορφος. Τα εξωτικά χαρακτηριστικά του τραβούσαν τα κοριτσάκια σαν μαγνήτης και εκείνος ένιωθε άνθρωπος.
«Έτοιμος! Κοίτα να είσαι σωστός αλλιώς ξέρεις τι θα συμβεί!» Είπε αυστηρά η μάνα του και τον αγριοκοίταξε.

«Μάλιστα μητέρα...»απάντησε χαμηλόφωνα και την ακολούθησε προς τα πάνω...

Έτος 2008 ετών 17

«Δεν μοιάζεις και πολύ με τους δικούς σου ...» Είπε η Νάντια και χάιδεψε τα κάστανα του μαλλιά.

«Τι εννοείς;» την ρώτησε εκείνος και την κοίταξε. Το μικρό δεντροσπιτο στην πίσω αυλή του σπιτιού της είχε γίνει ένα δεύτερο καταφύγιο για εκείνον. Πλέον είχε μπει στην εφηβεία. Το ξύλο υπήρχε αλλά είχε τη δύναμη να υπερασπίζεται τον εαυτό του κατά καιρούς. Έβγαινε κάθε απόγευμα και πήγαινε απέναντι. Οι γονείς της Νάντιας ήταν αρκετά θρησκόληπτοι και είχαν άριστες σχέσεις με τους δικούς του. Ήταν το μόνο μέρος που τον άφηναν να πάει εκτός από το σχολείο.

«Τα μάτια σου για παράδειγμα. Ο πατέρας σου έχει  μπλε και η μαμά σου καστανά. Κι εσύ έχεις καστανά αλλά... Δεν ξέρω... Χρυσαφιού... Εκτός αυτού είσαι τόσο διαφορετικός από αυτούς. Δεν πιστεύεις στο Θεό... Είναι σοκαριστικό για γιο παπά...»

«Έχω δική μου προσωπικότητα και μπορώ να κρίνω μόνος Νάντια. Ένας χρόνος ακόμα έμεινε και φεύγω...» Εκείνη έπιασε το χέρι του. Ήταν ξαπλωμένος στα πόδια της. Είχε φυσικά επίγνωση πως την βλέπει μόνο φιλικά αλλά εκείνη είχε αρχίσει να τον ερωτεύεται βαθειά...

«Μην φύγεις...»

«Δεν έχω επιλογή...Σου έχω πει πολλές φορές πως η πόλη δεν με χωράει...»
Εκείνη χάιδεψε το μπράτσο του. Η μεγάλη  μελανιά είχε αρχίσει να ξεθωριάζει... Ποτέ  δεν βρήκε το θάρρος να τον ρωτήσει....Υπήρχαν ξημερώματα που δεν είχε ύπνο , καθόταν έξω και τον άκουγε... Χρόνια τώρα άκουγε τις κραυγές που έβγαιναν από εκείνο το υπόγειο...

«Ναι ... Η πόλη....» Η Νάντια είχε γίνει η καλύτερη του φίλη. Γύρισε και σηκώθηκε. Σκούπισε τα βουρκωμένα της μάτια και την τράβηξε στην αγκαλιά του.

«Τώρα γιατί κλαις μου λες ;» Ρώτησε κι εκείνη πάτησε τελείως τα κλάματα

«Θα έρθω μαζί σου... Πώς θα με αφήσεις εδώ με όλους τους τρελούς Λουκ;» της χαμογέλασε και την άφησε να ξεκουράσει το κεφάλι της στο στήθος του ...

Έτος 2010 προς 2011 ετών 19 στα 20

«Μυρίζει καλοκαίρι...Επιτέλους!!» Αναφώνησε η Νάντια και τον κοίταξε. Ένας χρόνος είχε περάσει από το «ατύχημα « που είχε ο Λουκ... Τον κράτησε στο κρεβάτι 6 μήνες με σπασμένο πόδι... Και πλευρό.... Ήταν το αποτέλεσμα της επανάστασης να φύγει από το σπίτι. Είχε κάνει κι άλλες αλλά από την στιγμή που ενηλικιώθηκε τα αυστηρά μέτρα στο σπίτι αυξήθηκαν.
«Λουκ ;»

«Τι ;»

«Είσαι ερωτευμένος με την Σάντρα; Σας βλέπω συνεχώς μαζί...Εκτός αυτού έχεις χαθεί λιγάκι αυτές τις μέρες...»

«Τίποτα σοβαρό... Ημουν λιγάκι άρρωστος Νάντ...»

Εκείνη του έδωσε μια μπουνιά στον ώμο
«Πήγατε όλοι σου Τσαρλς και εμένα δεν μου είπες τίποτα !!!»

«Έγινε απότομα μωρέ... Ξέρεις πως είναι αυτά...»

«Όχι Λουκ ! Δεν ξέρω! Το μόνο που ξέρω είναι πως έμπλεξες με την Σάντρα τους τελευταίους μήνες , μετά το υποτιθέμενο ατύχημα που είχες και από τότε άλλαξες! Νομίζεις πως όλοι αυτοί που σε βλέπουν σαν Θεό Σ’ αγαπάνε;; Κανείς τους δεν ξέρει τι σημαίνει αγάπη!!!»
Εκείνος σηκώθηκε και πήγε προς την πόρτα που οδηγούσε στην σκάλα για να κατέβει.

«Δεν καταλαβαίνεις....» της είπε και εκείνη τον έπιασε από το μπράτσο και τον γύρισε προς το μέρος της.

«Εγώ δεν καταλαβαίνω; Νομίζεις δεν έχω δει ποτέ τα σημάδια σου ; Νομίζεις δεν ξέρω πως σε χτυπάει; ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΤΏΡΑ ΣΕ ΧΤΥΠΑΕΙ!!!» Φώναξε δυνατά κι εκείνος την έσπρωξε.
«Σ΄αγαπαω....» του είπε αλλά ο Λουκ είχε ήδη κατέβει την σκάλα....

Το ίδιο βράδυ

Άπλωσε τα πόδια του στο κρεβάτι. Πλέον έφταναν ως έξω. Προσπαθούσε να κατανοήσει τα λόγια της Νάντιας. Ήξερε... Τόσο καιρό ήξερε και δεν του είπε λέξη.
«Που είσαι ρε μαλακισμενο;» Η βαριά φωνή του πατέρα του αντήχησε σε όλο το σπίτι.  Είχε μέρες να τον επισκεφτεί. Ο Λουκ έσφιξε τις γροθιές του και σηκώθηκε. Αποφάσισε να σταματήσει αυτή την κατάσταση. Με το που μπήκε μέσα στο δωμάτιο όρμησε αλλά ο Λουκ τον απέφυγε

«ΩΣ ΕΔΏ! ΆΓΓΙΞΕ ΜΕ ΞΑΝΆ ΚΑΙ ΘΑ ΣΕ ΣΚΟΤΏΣΩ ΚΑΡΙΟΛΗ !» Ούρλιαξε και εκείνος έβγαλε το όπλο από την πλάτη ...

«Μόνο και μόνο για την ασέβεια που έδειξες θα πρέπει να τιμωρηθείς....»

«Άντε γαμησου ρε πουστη!» Κραύγασε ο Λουκ και πήγε προς το μέρος του αδιαφορώντας για το όπλο... Πάνω στο μεθύσι δεν πρόλαβε καν να αντιδράσει.

Ο Λουκ τον χτύπησε μια μπουνιά και ανέβηκε τις σκάλες τρέχοντας. Το κεφάλι του ήταν έτοιμο να εκραγεί . Άρχισε να καίγεται από όλες τις πλευρές. Βγήκε γρήγορα από το σπίτι χωρίς να καταλαβαίνει τι του συμβαίνει και χώθηκε στο δάσος απέναντι του .

Η Νάντια που βρισκόταν στο δωμάτιο της τον είδε. Δεν άντεξε... Άνοιξε το παράθυρο και σκαρφάλωσε στο δέντρο. Κατέβηκε και έτρεξε από πίσω του . Μόλις μπήκε στο δασάκι τον βρήκε στα γόνατα. Τα χέρια του ήταν βαθειά βουτηγμένα μέσα στο χώμα και το κεφάλι του σκυμμένο.
«Λουκ ;» Ρώτησε φοβισμένη και τον πλησίασε... «Με τρομάζεις...Είσαι καλά;» Ξαναείπε σιγανά και άπλωσε το χέρι της στον ώμο του. Το γέλιο που έβγαλε εκείνος μόλις τον άγγιξε, χώθηκε στα σωθικά της και έκανε ένα βήμα πίσω.
«Λουκ ; Με φοβίζεις...Σε ικετεύω, πες μου κάτι... Τι σου έκανε;;» Εκείνος σηκώθηκε αμίλητος. Στάθηκε στα πόδια του και καθάρισε τα χώματα. Πέρασε τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του και κοίταξε ευθεία μπροστά.

«Ίαν... Με λένε Ίαν...» Αποκρίθηκε και γύρισε προς το μέρος της. Τα μάτια του έλαμπαν. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της και στάθηκε μπροστά της.
«Θα τους σκοτώσω. Όλους θα τους σκοτώσω....» Έδειχνε τρομερά ήρεμος σε σημείο που έφερε ανατριχίλα στο κορμί της ...

«Λουκ σύνελθε ...»Είπε σιγανά κι εκείνος γέλασε.

«Θέλεις μήπως να αρχίσω από σένα;»
Είπε κι εκείνη από την τρομάρα της έτρεξε γρήγορα προς το σπίτι...

Έτος 2011 Μια εβδομάδα αργότερα. Ημέρα γενεθλίων του Λουκ ...

«Το έβαλες;» Την ρώτησε κι εκείνη έγνεψε θετικά. «Ωραία....Ώρα να μάθω σε αυτό το κωλοπαιδο τρόπους μια και καλή!!»

Εκείνη δεν μίλησε. Άνοιξε το ίδιο παλιό γραμμόφωνο. Η σκόνη που του έβαλε στο νερό ήταν αρκετή για να τον φέρει σε μια κατάσταση αδυναμίας...
Ο Λουκ μόλις άκουσε την μελωδία του πιάνου αναστατώθηκε. Προσπάθησε να σηκωθεί αλλά δεν είχε τη δύναμη... Άνοιξε τα χείλη του για να φωνάξει αλλά ούτε φωνή έβγαινε...
Τα βήματα του δυνατά. Σταθερά. Νηφάλια.

Έφτασε στην πόρτα και την άνοιξε. Κοίταξε τον Λουκ και γέλασε...
«Νομίζω ήρθε η ώρα να θυμηθούμε κάτι από τα παλιά....» είπε πονηρά και ξεκούμπωσε το παντελόνι του... «Παρτο σαν δώρο γενεθλίων...»Συνέχισε και πλησίασε στο κρεβάτι. Η σκόνη που του έριξε η ίδια του η μάνα στο νερό ήταν αρκετή για να κάνει το σώμα να παραλύσει και το μυαλό να μένει ξύπνιο. Η απόλυτη κτηνωδία...
Είχε κάθε αίσθηση. Κάθε πληγή...
Τη βρωμερή ανάσα του πατέρα του και εκείνον απλά ανήμπορο ακόμα και να κουνήσει τα βλέφαρα. Ο πάστορας Χάρισον, σε όλο του το μεγαλείο να βιάζει το ίδιο του το παιδί με το πιο βάναυσο τρόπο χρησιμοποιώντας τα πιο κτηνώδη μέσα...

Το τραύμα που του δημιουργήθηκε μέσα στο μυαλό από εκείνη τη βραδιά ήταν τεράστιο. Το χάσμα μεγάλο ανάμεσα στους δυο κόσμους και η πύλη ήταν πλέον ορθάνοιχτη. Κατά τον βιασμό ο πατέρας του κατάφερε να προξενήσει τραύματα σε κάθε μια από τις προσωπικότητες του Λουκ...
Και μια από αυτές δεν συγχώρεσε τίποτα...

2 ώρες αργότερα...

Σηκώθηκε με τα χίλια ζόρια .. Ήταν λυπητερό να βλέπεις έναν άντρα δύο μέτρα σε μια τέτοια κατάσταση. Η εξαθλίωση και ο εξευτελισμός σε ολόκληρο το μεγαλείο του.  Έβαλε το παντελόνι. Κοίταξε το δωμάτιο γύρω του και περπάτησε σιγανά ως τον καθρέφτη. Τα μάτια του γυάλιζαν.

«Πώς τον άφηνες να στο κάνει αυτό...» Ψέλλισε κοιτώντας το είδωλο του στον καθρέφτη και άρχισε να βρίζει ακατάπαυστα...
«Όλα θα τελειώσουν απόψε... Όλα... « Είπε και έπεσε στα γόνατα. Έπιασε το κεφάλι του και έβγαλε μια πνιχτή κραυγή.
«Με πόνεσε... Με πονάει!!!!» Μια πιο παιδική φωνή βγήκε αυτή τη φορά από τα χείλη του , έκλεισε τα χέρια γύρω από το σώμα και τα δάκρυα του ξεχύθηκαν σαν χείμαρροι από τα μάτια.

«Θα τα καταφέρουμε!»Απάντησε στον εαυτό του μια άλλη πιο διαφορετική φωνή...
«Αφήστε με ήσυχο!»
«Όχι. Με πόνεσε... Φοβάμαι!»
«Θα τα καταφέρουμε!»
«Ίαν που είσαι; Ίαν με πόνεσε σου λέω!»
«Δεν τον έχουμε ανάγκη! Θα τα καταφέρουμε!»
«Πονάω...Φοβάμαι...Θέλω να πεθάνω....»

Οι φωνές του άλλαζαν η μια μετά την άλλη χωρίς τελειωμό...
Έδινε τεράστια μάχη με τα συντρίμμια του...
Έδινε μια μάχη ζωής. Μια μάχη που έχανε...

«Θέλω αγάπη....» είπε ξάφνου με παιδική φωνή και
απελευθέρωσε το παράπονο που έκρυβε μέσα του 20 ολόκληρα χρόνια... Έκλαιγε με λυγμούς ψάχνοντας τη νεκρή του αθωότητα και ένα χάδι μιας μάνας ανύπαρκτης στη ζωή του... «Κουραστηκα να ζω... Ακούς Λουκ; Πονάω ..." Ήταν ο Τζέι. Η πιο μικρή και αθώα προσωπικότητα του Λουκ. "Η μαμά μας μισεί. Ο μπαμπάς μας διαλύει. Ο κόσμος όλος μας διαλύει Λουκ... Όλοι γελάνε μα όλοι κάτι πήραν από τη ψυχή μας. Δεν αντέχω..." Το σώμα του γονάτισε. Το κεφάλι έγινε ένα με τα σανίδια και το πρόσωπο έμεινε σαν νεκρό να κείτεται καταχαμα και να κοιτάζει το καθρέφτη...

Πέντε λεπτά αργότερα σταμάτησε να κλαίει...

Πέντε λεπτά αργότερα ξανακοίταξε στον καθρέφτη...

Πέντε λεπτά αργότερα είδε έναν δολοφόνο μέσα στο είδωλο.

Ο Λουκ πέθανε εκείνη τη νύχτα...

Παρόν

Έσκισε το σημείωμα σε χιλιάδες μικρά κομμάτια... Κάθε μνήμη που είχε από τον Ίαν ήταν θολή ενώ ποτέ δεν κατάφερε να επαναφέρει πλήρως τον εαυτό του. Δεν είχε ιδέα πως κατάφερε και τους σκότωσε αλλά ήταν σίγουρος πως το έκανε εκείνος. Αισθανόταν οργισμένος. Φοβισμένος...

Είδε και μίλησε στην κοπέλα που εκείνος αρνιόταν να το κάνει για το καλό της. Αυτό από μόνο του έφτανε για να τον τρομοκρατήσει. Έπρεπε πάση θυσία να μείνει μακριά της... Όσο πιο μακριά γίνεται...

♥️♥️♥️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top