Κεφάλαιο 8°
2 μέρες μετά
Το τηλέφωνο της άρχισε να χτυπάει σαν διαολεμένο . Άνοιξε τα μάτια της και πιάνοντας το ρολόι δίπλα από το κομοδίνο το αγριοκοιταξε. Έδειχνε οχτώ το πρωί... Είχε κοιμηθεί ελάχιστα και τα μάτια της έκλειναν μα το τηλέφωνο δεν έλεγε να κοπάσει. Αφήνοντας μια βρισιά στον αέρα , τεντώθηκε και το έπιασε μα μόλις είδε ποιος την καλούσε, ξύπνησε για τα καλά.
«Τι έγινε;» Ρώτησε απαντώντας στη κλήση αναστατωμένη. Είχαν συμφωνήσει για ένα διάστημα να μην επικοινωνήσουν ξανά μέχρι να καταλαγιάσει η κατάσταση πίσω στη Βοστόνη. Βλέποντας όμως κλήση της κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
«Χάνουμε το σπίτι...» Την άκουσε να λέει κλαίγοντας και η καρδιά της έχασε έναν χτύπο.
«Γιατί; Δεν καταλαβαίνω! Αφού είχαμε λίγες δόσεις μόνο!»
«Καθυστερήσαμε αρκετά με τη δικη Ελίζαμπεθ...»
«Τι σχέση έχει η δική;»
«Ξέρω πως σου είπα ότι είχαμε κάποια χρήματα στην άκρη αλλά η αλήθεια ήταν πως δεν έφταναν. Η τράπεζα δεν μας έδωσε περιθώριο....»
«Με την λέξη τράπεζα εννοείς τον μαλακά τον Άντερσον έτσι; Ανάθεμα...!»Φώναξε και κλώτσησε το πεσμένο μαξιλάρι. Ήξερε πως ήταν λάθος να πάρουν το δάνειο από την δική του τράπεζα εξ αρχής. Νόμιζε όμως πως είχαν αρκετά λεφτά στην άκρη για να ξεπληρώσουν χωρίς πρόβλημα τις τελευταίες δόσεις.
«Γιατί μου είπες ψέματα ρε μαμα; Είπες πως δεν είχαμε θέμα με τα λεφτά. Δεν πληρώθηκα ακόμα αλλά θα γίνει σύντομα... Πόσο καιρό έχουμε ;»
«3 μέρες... Αν δεν πληρωθεί σε τρεις μέρες η δόση χαθήκαμε...» Η Ελίζαμπεθ τράβηξε τα σκεπάσματα εκνευρισμένη και κάθισε στο κρεβάτι.
«Θα ζητήσω από τον Τσαρλς να με πληρώσει για το μήνα και τον επόμενο...Ελπίζω να το κάνει. Θα καταλάβει...Θα σε πάρω αύριο» Είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.
Ξάπλωσε προς τα πίσω σηκώνοντας κύματα αέρα από την κίνηση της.
«Μπάσταρδε!!» Μονολόγησε και προσπάθησε να ηρεμήσει. -ίσως πρέπει να βρω δεύτερη δουλειά, σκέφτηκε και ξεφύσησε. Έφερε στο μυαλό της το εστιατόριο και ασυναίσθητα τον Λουκ. Δεν πήγε το προηγούμενο βράδυ. Όχι πως περίμενε ότι θα πάει. Έδειχνε περίεργος εκείνη τη νύχτα κι ακόμα πιο περίεργη η Νάντια την επόμενη. Δεν είχε όμως το χρόνο να αναλύσει αυτά τα ζητήματα τώρα. Το σπίτι και η οικογένειά της είχαν ανάγκη. Σηκώθηκε και ντύθηκε. Ήταν νωρίς ακόμα. Ίσως μια βόλτα στη πόλη...Μια εφημερίδα...Κάτι τέλος πάντων να την βοηθούσε να βρει μια δεύτερη δουλειά...
Κατέβηκε από το μικρό σπιτάκι. Είχε ομίχλη. Συχνό φαινόμενο θα μια τέτοια περιοχή αλλά συνήθως εκείνη ξυπνούσε μετά τις 10 και την έβλεπε πιο ήπια. Τώρα όμως ήταν πυκνή. Υγρή... Έκλεισε καλύτερα το μπουφάν της και περπάτησε μέχρι την κεντρική πλατεία. Τα φώτα ήταν ακόμα αναμμένα στους δρόμους. Δυστυχώς είχε αλλά δέκα λεπτά περπάτημα μέχρι το πλησιέστερο κατάστημα για να πάρει εφημερίδα. .
Πέρασε από την απέναντι πλευρά του δρόμου και στρίβοντας στο στενό έπεσε πάνω σε μια γριούλα
«Χίλια συγγνώμη! Δεν σας είδα...» Είπε φωναχτά «Ελάτε να σας βοηθήσω με τις τσάντες σας ..» συνέχισε και την βοήθησε να μαζέψει από κάτω τα ψώνια της.
«Μα καλά δεν έχετε έναν άνθρωπο να σας βοηθήσει;» Έβγαλε φωναχτά την απορία της προς τα έξω βλέποντας το βάρος από τις σακούλες και η ηλικιωμένη αναστέναξε.
«Δεν πειράζει κορίτσι μου, συνήθισα να τα κάνω όλα μόνη...Αυτά παθαίνεις όταν δεν σε αξίωσε ο θεός με παιδιά και ο άντρας σου πεθαίνει...»
«Λυπάμαι πολύ. Ελάτε να σας πάω μέχρι το σπίτι...» Η γριούλα γέλασε
«Δεν είναι ανάγκη κόρη μου. Μένω εκτός πόλης άλλωστε. Βγαίνω μια φορά το μήνα για τα ψώνια και πάω με το λεωφορείο πίσω. Μην ανησυχείς. Σε ευχαριστώ πάντως...»
«Μα είναι πολύ βαριά! Δεν σηκώνω κουβέντα... Θα σας βοηθήσω!» Η Ελίζαμπεθ έπιασε τις σακούλες και η γριούλα της χαμογέλασε.
«Είσαι καλό παιδί... Σε ευχαριστώ«
«Δεν ξέρω τι είμαι αλλά δεν σας αφήνω έτσι. Ήδη αισθάνομαι άσχημα που έπεσα πάνω σας ...» Η γυναίκα την κοίταξε καλά καλά και άρχισε να προχωράει δίπλα της.
«Δουλεύεις κάπου;» Ρώτησε άξαφνα
«Στου Τσαρλς. Δεν ξέρω αν το γνωρίζετε, ένα εστιατόριο προς την έξοδο της πόλης...» της εξήγησε
«Μα φυσικά! Μην κοιτάς τώρα που γέρασα, παλαιότερα εμένα κι εγώ εδώ αλλά προτίμησα την έξοχη τα τελευταία 20 χρόνια... Είναι καλός άνθρωπος αλλά αρκετά έξω από τα γούστα μου. Ξέρεις αυτός ήταν και ο λόγος που έφυγα... Με τον άντρα μου δεν παντρευτήκαμε ποτέ. Η πόλη ήταν αρκετά θρησκόληπτη για τα δικά μας δεδομένα και αποφασίσαμε να βγούμε εκτός..."
«Λυπάμαι που το ακούω...Κι εγώ ήρθα εδώ για ηρεμία. Ηρεμία και δουλειά. Γι αυτό έπεσα έτσι πάνω σας. Ήμουν απορροφημένη στον στόχο» Η Ελίζαμπεθ γέλασε «Εννοώ πως πήγαινα να πάρω εφημερίδα. Ψάχνω για δεύτερη δουλειά και καταλαβαίνετε, χάθηκα λιγάκι στις σκέψεις μου»
«Μην λυπάσαι! Βρήκα τον εαυτό μου στην εξοχή! Ξέρεις....» Είπε και έκανε μια παύση «Αν θέλεις έψαχνα μια κοπέλα να με βοηθάει με τις δουλειές...Μπορείς να έρχεσαι το Σαββατοκύριακο ακόμα και καθημερινές, οπότε σε βολεύει, αν φυσικά δεν έχεις θέμα με το εστιατόριο...» το πρόσωπο της Ελίζαμπεθ φωτίστηκε ολόκληρο...
«Θα το ήθελα πολύ είναι η αλήθεια!» Αναφώνησε και η ηλικιωμένη της χαμογέλασε...
«Τόση ώρα κόρη μου ούτε το όνομα σου δεν ξέρω!»
«Με συγχωρείτε..., Ελίζαμπεθ ονομάζομαι»
«Χάρηκα λοιπόν, εμένα με λένε Κάθριν. Νομίζω πως πλέον έχεις έναν εξτρά λόγο να με πας σπίτι! Να μάθεις και που είναι... Όσο για το μισθό μην ανησυχείς...»
«Τι είναι αυτά που λέτε! Και μόνο που θα έχω δεύτερη δουλειά φτάνει! Χίλια ευχαριστώ !»
Μιλώντας η ώρα πέρασε και το λεωφορείο έφτασε... επιβιβάστηκαν μαζί επάνω με προορισμό την καινούρια δουλειά της ...
(Τα κεφάλαια αυτά είναι μικρά από ένα τεχνικό θέμα. Στα επόμενα στρώνουν)
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top