Κεφάλαιο 7°
Βοστόνη
Το μεγάλο πολεοδομικό συγκρότημα των κατοικιών που ανήκαν σε έναν και μόνο άνθρωπο , ήταν κατάμεστο από κόσμο. Η δεξίωση που διοργάνωσε ο επιχειρηματίας Λοριάν Άντερσεν για την αποφυλάκιση του γιου του Ράιαν και την αποκατάσταση του ονόματος του τράβηξε όλα τα βλέμματα της υψηλής κοινωνίας της Βοστόνης. Αυτοκίνητα και πλήθος κόσμου είχε γεμίσει την μεγάλη αυλή και ο ανθοστόλιστος κήπος σου άφηνε μια γεύση άνοιξης ακόμα και το βράδυ.
Κούμπωσε το χρυσό μανικετόκουμπο και έστρωσε την μαύρη του γραβάτα προσδίδοντάς στον εαυτό του το κύρος που διέπρεψε χρόνια τώρα στην οικογένεια Άντερσεν. Ήταν μοναχογιός. Κακομαθημένος. Αν και μόλις είχε πατήσει τα 24 φρόντιζε να μοιάζει πάντα με κάποιον έξυπνο τριαντάρη στις εκδηλώσεις που οργάνωνε ο πατέρας του. Οι μνήμες του από εκείνη ήταν ακόμα νωπές. Δυνατές. Έσφιξε το σαγόνι και φόρεσε το σακάκι του. Δεν ήταν διατεθειμένος να συγχωρήσει για κανένα λόγο την προδοσία της. Θα ξεκινούσε αργά. Ήρεμα.. Πισώπλατα. Θα κατέστρεφε την περιουσία που έχτισαν οι δικοί της ξέροντας πως έχουν ακόμα χρέη στον πατέρα του κι έπειτα θα έφτανε σε εκείνη. Εκείνο το κορίτσι που έγινε γυναίκα στα χέρια του. Που την πήρε από την κακόφημη γειτονιά και την έβαλε στον κύκλο του. Όχι φυσικά στο σπίτι του. Αυτό δεν ήταν αποδεκτό. Την έβαλε όμως στην παρέα του. Το ευχαριστώ της ήταν να τον παραδώσει στην αστυνομία για ξυλοδαρμό. Να τον διασύρει και να αμαυρώσει την φήμη του πατέρα του.
Κοίταξε ικανοποιημένος έξω από το παράθυρο το πλήθος του κόσμου που ήταν μαζεμένο. Ο πατέρας του ήταν σαφέστατος. Έπρεπε να επαναφέρουν την καλή εικόνα τους στην κοινωνία και να μην ήταν πια ο γιος του δακτυλοδειχτουμενος .
Βγήκε από το δωμάτιο και κατέβηκε από αριστερά την μεγάλη διπλή σκάλα της σάλας.
«Εδώ είσαι; Ο Κόσμος έχει αρχίσει να μαζεύεται Ράιαν!»
«Μην ανησυχείς πατέρα. Όλα τα έχω υπό έλεγχο... Βρήκες αυτό που σου ζήτησα;» ρώτησε φτανοντας στο τέλος της σκαλας.
«Δεν είναι εύκολο...» Αποκρίθηκε εκείνος πινοντας αυταρεσκα την σαμπάνια του
«Μην μου πουλάς εμένα παραμύθια μην τα κάνω όλα πουτανα εδώ μέσα! Δεν ντύθηκα σαν το καραγκιόζη για να ικανοποιήσω την όρεξη σου ! Θέλω να την βρεις! Το καλό που σου θέλω να γίνει σύντομα... Δεν θα ανεχτώ να με δείχνει η μισή πόλη εξαιτίας της !» Ο Λοριάν σφράγισε τα χείλη του για να μην τους ακούσει η μισή έπαυλη και τον αγριοκοίταξε.
«Σου είπα κάνω ότι μπορώ!» του δήλωσε με σθενος
«Τότε να κάνεις περισσότερα!» του αντιμιλησε ο Ράιαν και τον παράτησε πηγαινοντας χαμογελαστός προς το κηπο...
Πορτ Άλεν
Η διαδικασία που ακολούθησε ήταν γνωστή. Έβαλε τα πάντα στο πιατάκι και βγήκε. Τα βήματα της ήταν πιο αργά αυτή τη φορά. - να προσέχεις...Τα λόγια της Νάντιας δεν έλεγαν να φύγουν μέσα από το κεφάλι της. Είχε τεράστια διαφορά το -μείνε μακριά από το - να προσέχεις... Ο Λουκ ως τώρα εκτός από έναν ιδιόμορφο μυστικισμό δεν της έβγαζε φόβο.
Πλησίασε και άφησε τον καφέ κάτω.
«Ήρθες αργά σήμερα... Λίγο ακόμα και θα κλείναμε» Είπε εντελώς φυσικά κι εκείνος έπιασε το καπέλο και το τράβηξε προς τα κάτω. «Γιατί ήρθες; Εγώ στη θέση σου αν μου μιλούσαν άσχημα δεν θα πάταγα ποτέ το πόδι μου εδώ μέσα,..»
Την αγνόησε. Η Ελίζαμπεθ ξεφύσησε. Είχε αρχίσει να αισθάνεται χαζή που προσπαθεί να κατανοήσει την ψυχοσύνθεση ενός ανθρώπου που δεν έμοιαζε να νοιάζεται ούτε ο ίδιος.
«Εντάξει λοιπόν! Μην μου μιλάς...» Είπε και του γύρισε την πλάτη. Άνοιξε το βήμα της και πήγε γρήγορα στη θέση της. Τι έχει συμβεί άραγε σε αυτόν τον άνθρωπο; Αναρωτήθηκε και άλλαξε σταθμό στο ράδιο. Προτίμησε κάτι χωρίς στίχους. Ήξερε πως η μουσική γαληνεύει την ψυχή και ίσως τα λόγια την βίαζαν τη συγκεκριμένη στιγμή.
Όλα ήταν έτοιμα για το κλείσιμο. Κάθισε αναπαυτικά στο σκαμπό ρίχνοντας μια φορά τη ματιά της στο ρολόι. Σε δέκα λεπτά θα του πήγαινε τον δεύτερο καφέ.
Τον κοιτούσε συνεχώς χωρίς να καταλαβαίνει πως αυτό που κάνει είναι αδιάκριτο. Δυστυχώς, είχε δει το πρόσωπο κάτω από αυτό το απαίσιο καπέλο, είχε δει την ομορφιά και της ψυχής αλλά και του προσώπου.
Μια μελωδία πιάνου άρχισε να ακούγεται από τα μεγάφωνα και άξαφνα εκείνος πετάχτηκε όρθιος σαν ελατήριο. Η Ελίζαμπεθ τρόμαξε βλέποντας τον να τρέμει ολόκληρος . Έψαξε γρήγορα τις τσέπες του και άφησε πάνω στο τραπέζι λίγα νομίσματα. Λίγο πριν φτάσει στην πόρτα η Ελίζαμπεθ σηκώθηκε. Δεν τον πρόλαβε όμως. Ο Λουκ άνοιξε αστραπιαία την γυάλινη πόρτα και βγήκε έξω.
Τα πόδια της κουνήθηκαν από μόνα τους....
Έτρεξε προς τα έξω αλλά μόλις βγήκε δεν τον είδε πουθενά. Ο δρόμος ήταν αρκετά σκοτεινός μπροστά της και τα φώτα από το κεντρικό δεν είχαν τη δυναμική για να φωτίσουν ως το εστιατόριο.
«Γαμωτο !!!» Φώναξε δυνατά και μπήκε πάλι μέσα. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να πάει προς το τραπεζάκι του. Κοίταξε την κούπα... Δεν είχε προλάβει να πιει ούτε τον μισό καφέ. - Τι τον έπιασε... Αναρωτήθηκε και μάζεψε τα κέρματα και το πιατάκι.
Αφού τα έπλυνε και τα καθάρισε ακολούθησε σκεπτική τις οδηγίες του Τσαρλς για το κλείσιμο. Μόλις τα είχε όλα έτοιμα έσβησε την ταμπέλα και κοίταξε προς τα έξω. Ήταν ακόμα πιο σκοτεινά . Πήρε τα πράγματα της και μπήκε στο δωματιάκι. Έβαλε τα χρήματα στο χρηματοκιβώτιο και βγήκε. Έλεγξε μια φορά γύρω της μήπως ξέχασε κάτι και πήγε προς την πόρτα. Πίσω ακριβώς είχε τον πίνακα. Έσβησε τα φώτα και βγαίνοντας κλείδωσε.
Ο γυρισμός τα βράδια, αν και το Πορτ Άλεν ήταν ήρεμο μέρος της έφερνε περίεργα συναισθήματα. Πίσω στην Βοστόνη δεν φοβόταν το σκοτάδι. Τώρα όμως το έτρεμε...
Περπάτησε τον χωματόδρομο που οδηγούσε προς το κεντρικό όταν ξαφνικά ένιωσε ένα απότομο τράβηγμα. Η κραυγή δεν πρόλαβε να ακουστεί...Η γλώσσα της έμεινε κολλημένη στον ουρανίσκο ενώ τα μάτια της ήταν καρφωμένα στο μαύρο καπέλο. Όσο εκείνος ανέβαζε σιγανά το κεφάλι του προς τα πάνω άλλο τόσο εκείνη ανατρίχιαζε...
Όταν πλέον δεν υπήρχε τίποτα που να εμποδίζει την οπτική επαφή και τα μάτια της ενώθηκαν με τα δικά του ένιωσε την καρδιά της να τρέμει...
«Δεν μου αρέσει να μιλάω πολύ...» Είπε άξαφνα και της χαμογέλασε....
«Με τρόμαξες!» Είπε και τράβηξε απαλά το χέρι της , το έφερε στο ύψος της καρδιάς και έδωσε την εντολή νοερά για να ηρεμήσει.
«Με συγχωρείς, δεν είχα τέτοια πρόθεση ...Έχω καιρό να πλησιάσω άνθρωπο είναι η αλήθεια...»
«Δεν πειράζει...»
Η άβολη σιωπή που απλώθηκε ανάμεσα τους ίσχυε μόνο για την δική της πλευρά. Εκείνος ήξερε πολύ καλά τι ακριβώς έβλεπε... Το μόνο που τον ενοχλούσε ήταν πως δεν καταλάβαινε το γιατί...Γιατί την πλησίασε... Γιατί δεν έφυγε. Δεκάδες τα γιατί στο ταραγμένο του μυαλό. Στην ανύπαρκτη υπόσταση της ψυχής του.
«Εμ .... Ήθελες κάτι;» Ρώτησε εκείνη άξαφνα γκρεμίζοντας τον αόρατο τοίχο της σιωπής.
«Όχι...» Είπε και έβγαλε το καπέλο. Πέρασε τα δάχτυλα μέσα από τα κάστανα μαλλιά του και την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω.
«Όχι; Μάλιστα... Ε τότε να πηγαίνω. Είναι αργά...»Αποκρίθηκε εκείνη και του γύρισε την πλάτη αλλά εκείνος την έπιασε ξανά από το μπράτσο.
Η Ελίζαμπεθ τον κοίταξε εκνευρισμένη αλλά και ενοχλημένη αυτή τη φορά.
«Μην αρπάζεσαι...Απλά μου δημιούργησες νευρικότητα. Είμαι ο Λουκ . Υποθέτω όμως το γνωρίζεις ήδη αυτό» Έσπασε και διαχώρισε τα πλούσια χείλη του σε ένα όμορφο χαμόγελο φωτίζοντας κάθε σπιθαμή του προσώπου του.
«Ελίζαμπεθ ....» απάντησε διστακτικά
«Μπορείς να αφήσεις το μπράτσο μου σε παρακαλώ;» Συνέχισε χωρίς να πάρει τα μάτια της από τα δικά του. Εκείνος κοίταξε το χέρι της και αποτραβήχτηκε ολόκληρος ένα μέτρο μακριά της.
«Καληνύχτα λοιπόν....» είπε σιγανά και εκείνη αισθάνθηκε μια ανατριχίλα στο κορμί της. Η φωνή του είχε χαμηλώσει πάρα πολύ. Η γλώσσα του και ο τρόπος που έβγαζε τις λέξεις από τα χείλη αρκετά ήρεμος. Δεν είχε καμία σχέση με τον άντρα που έφυγε ταραγμένος λίγα λεπτά πριν από το εστιατόριο. Αυτός είχε αυτοπεποίθηση. Πρώτη φορά τον είδε να βγάζει το καπέλο. Να την κοιτά ζει ευθεία στα μάτια για πάνω από ένα λεπτό...
«Καληνύχτα Λουκ ....»Απάντησε και του γύρισε την πλάτη. Άνοιξε το βήμα της και μόλις πήρε την στροφή έτρεξε γρήγορα μακριά θαρρείς και την κυνηγούσε τέρας...
«Ελίζαμπεθ ....» Μουρμούρησε μένοντας μόνος και φόρεσε εκ νέου το καπέλο...
♥️♥️♥️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top