Κεφάλαιο 5°

Now I see fire, inside the mountain
I see fire, burning the trees
And I see fire, hollowing souls
And I see fire, blood in the breeze
And I hope that you'll remember me

"Την βλέπεις; Άγγιξε την ...Μην φοβάσαι αν καείς, ο πόνος θα περάσει...Τέτοια ψέματα λένε και μετά η φωτιά αφήνει πληγές στην ψυχή "

Έτος 1995

Καταϊδρωμένος , τρέμοντας από φόβο τράβηξε μέχρι πάνω  τη κουβέρτα ώσπου κατάφερε να κρύψει το κεφαλάκι του από κάτω. Δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα κομμάτι ύφασμα αλλά μέσα στα παιδικα του μάτια, γινόταν μια ασπίδα προστασίας από τον εφιάλτη. Το χερούλι της πόρτας, έβγαλε ένα τσιριχτό ήχο  καθώς κατέβαινε και η ανάσα του έγινε πιο γρήγορη. Πιο κοφτή. Ένωσε τα πόδια με το υπόλοιπο κορμί κι εκείνο άρχισε να κουνιέται από μόνο του μπρος πίσω σαν μια μάζα.  Ο ήχος του χερουλιού, μετατράπηκε σε απανωτούς σκληρούς για τα αυτάκια του ήχους. Η πόρτα όμως παρέμενε κλειστή.

«Μαλακισμενο!» φώναξε εκείνος και το παιδί πανικοβλήθηκε. Στην πρώτη κλωτσιά, πέταξε τα σκεπάσματα και χώθηκε κάτω από το κρεβάτι. Στη δεύτερη η πόρτα άνοιξε. Τα βήματα βαριά. Μεθυσμένα. Άρρωστα....
«Δεν έχει μέρος να κρυφτείς....» Είπε αφήνοντας ένα διαβολικό γέλιο να πλανάται στον αέρα. Το δωμάτιο ήταν μικρό, βαμμένο σε ουδέτερες αποχρώσεις και σχεδόν άδειο. Δεν είχε καμία σχέση με το δωμάτιο που όλοι πίστευαν ότι θα είχε λόγο της οικονομικής κατάστασης της οικογένειας. Λεφτά υπήρχαν σε αφθονία, εκείνο όμως κοιμόταν μέσα σε μια τρώγλη στο υπόγειο. Γιατί; Γιατί μόνο εκεί μέσα, βαθειά κάτω από τη γη δεν ακουγόντουσαν οι κραυγές. Εκείνα τα ουρλιαχτά πόνου που έβγαζε από τα χειλάκια του. Εκείνα που έμοιαζαν με τα ουρλιαχτά μιας μάνας που γεννούσε και έπειτα ξεχνούσε το πόνο και πετούσε το παιδί της στους δαίμονες που δημιούργησε η ίδια.

Με το πρώτο μπουμπουνητό, έπεσε και το μπουκάλι που κρατούσε εκείνος στο πάτωμα. Το παιδί τρόμαξε αφήνοντας την πνιχτή του κραυγή να μαρτυρήσει τη θέση του. Κοίταζε τρομαγμένο ώσπου εκείνος έσκυψε απότομα. Έσκυψε με εκείνο το βλέμμα του τρελού. Το βλέμμα που γυάλιζε και παίδευε το μυαλουδάκι  του τις νύχτες. Γελώντας δυνατά το τράβηξε με μανία από τα πόδια και το έσυρε στο πάτωμα αδιαφορώντας για τις φωνές του.

Ήταν μόλις τεσσάρων αλλά είχε μάθει αρκετά καλά πως όταν ο μπαμπάς πήγαινε στο δωμάτιο του μεθυσμένος θα έτρωγε ξύλο. Μόνο που αυτή τη φορά έκανε λάθος. Ο πατέρας του είχε άλλες διαθέσεις. Άλλο πρόσωπο…
«Μπαμπά ;» κλαψουρισε με την παιδική του φωνούλα αλλά εκείνος το χτύπησε.
Πάνω ακριβώς από το δωμάτιο ήταν η κουζίνα. Εκείνη καθόταν, άκουγε τη μουσική που έβγαινε από το γραμμόφωνο και έπλεκε... Η κουνιστή καρέκλα που της άρεσε τόσο πολύ, άρχισε να πηγαίνει μηχανικά όλο και πιο γρήγορα κάνοντας τα σανίδια να βγάλουν σκόνη από κάτω ενώ σε  κάθε κραυγή που έβγαινε από τα σωθικά του σπλάχνου της, ανέβαζε μια οκτάβα το τόνο της φωνής της.

Μια ώρα μετά οι κραυγές σωπάσαν και το υπόγειο τυλίχθηκε στη σιωπή. Η κουνιστή καρέκλα σταμάτησε το ίδιο και η μουσική... Εκείνος ανέβηκε από την κρυφή σκάλα και την κοίταξε. Έδεσε τη ζώνη στο παντελόνι του και έβγαλε από το ψυγείο μια μπύρα καταϊδρωμένος από την έκσταση. 

«Ήπιες πολύ σήμερα...» Σχολίασε ψύχραιμη μα  την αγνόησε.

«Αύριο είναι Κυριακή. Πήγαινε κάτω και φρόντισε να είναι έτοιμος για την λειτουργία. Αυτός ο μικρός διάολος πρέπει να ημερέψει....»

«Εγώ στο είπα... το ένιωσα από τη μέρα που γεννήθηκε. Εύχομαι να μην μάθει κανείς τίποτα στη πόλη. Θα γίνουμε ρεζίλι αν ήξεραν πως γέννησα το διάολο.»

«Θα τον εξαγνίσω με τον τρόπο μου. Κάνε ότι σου είπα!»

Η γυναίκα άφησε κάτω τις βελόνες και το πλεκτό. Σηκώθηκε και πήγε ως την πόρτα που οδηγούσε στο υπόγειο. Άρχισε να κατεβαίνει ένα ένα τα σκαλιά ώσπου έφτασε στο δωμάτιο ατάραχη.
Το κρεβάτι ήταν σχεδόν σπασμένο ενώ ο μικρός είχε αίμα τόσο στο πρόσωπο όσο και στα μπουτακια του,  γυμνός από τη μέση και κάτω και ημιλιποθυμος. Πληγωμένος ψυχή και σώματι  αδυνατούσε να βγάλει λέξη.
«Κοιμήσου! Αύριο πρέπει να είμαστε παρόν στην λειτουργία! Τι θα πει ο κόσμος αν ο γιος του ιερέα απουσιάζει; Διαολεμένο παιδί!» αποκρίθηκε πιάνοντας το βίαια από τα μπράτσα. Το σήκωσε και το κορμάκι του δεν αντέδρασε καν. Το πέταξε στο κρεβάτι και σαν βραβείο του έδωσε ένα χέρι ξύλο στα οπίσθια. Εκείνο όμως δεν έκλαψε ηχηρα προσπαθώντας να τραβηξει την αγάπη της μανας. Ούτε παραπονέθηκε. Άφηνε στα βουβά τα δάκρυα του να βρίσκουν το αίμα στα χείλη και να γεύεται την αγάπη τους με το πιο σκληρό τρόπο.
Δεν τους ένοιαζε που ήταν τεσσάρων... Έπρεπε να μάθει..

Παρόν

Ξύπνησε  γδέρνοντας το λαιμό του  από τα ουρλιαχτά. Τραβήχτηκε στη δεξιά πλευρά του κρεβατιού, αγκάλιασε τα γόνατα του τρέμοντας από τον εφιάλτη που του υπενθύμισε τα παιδικα του χρόνια και έσπασε. Πήγαινε πέρα δώθε με την πλάτη τα ακουμπάει στο ξύλο που υπήρχε πίσω του ενώ σε κάθε τρίξιμο το βλέμμα χανόταν.
«Φοβάμαι...Ίαν; Ίαν μ’ ακούς; Θα έρθει... Πάλι θα έρθει.... Θα με πονέσει...» Η φωνή είχε αλλάξει 360°. Έμοιαζε παιδική. Δεν είχε καμία σχέση με τη μπάσα φωνή που συνήθιζε να έχει. 

Σηκώθηκε διστακτικά από το κρεβάτι και κανοντας μικρά βηματάκια πηγε ως την πόρτα. Αφουγκράστηκε τη νεκρική σιγή που επικρατούσε και βρίσκοντας το κουράγιο την άνοιξε.
Έβγαλε μόνο το κεφάλι  από το δωμάτιο , κοίταξε στο σαλόνι μα το μόνο που μπορούσε να δει ήταν το σκοτάδι. . Τρομαγμένος, μπήκε γρήγορα μέσα και έκλεισε το φως. Όσο το βλέμμα επέστρεφε στα λογικά του, εκείνος επαιρνε τα ηνία. Δεν καταλάβαινε που βρίσκεται. Κοιτούσε μονάχα την πόρτα. Την κλειστή πόρτα παρακαλώντας το Θεό να μην ανοίξει. Παρακαλώντας να μην ακούσει εκείνα τα βαριά βήματα.

******

Βαριά. Αισθάνθηκε τα βλέφαρα του να τσούζουν και τα ματόκλαδα του βαριά. Το φως που έμπαινε από την ανοιχτή κουρτίνα του προκαλούσε ακόμα πιο έντονο πονοκέφαλο. Ακούμπησε τα χέρια του κάτω, έβαλε δύναμη και προσπάθησε να σηκωθεί. Κρύες στάλες ιδρώτα έλουσαν αμέσως την πλάτη του όταν συνειδητοποίησε πως βρισκόταν στο πάτωμα. Πετάχτηκε όρθιος και έτρεξε προς τον μεγάλο ολόσωμο καθρέφτη που είχε στο δωμάτιο. Έβγαλε τη μπλούζα και άρχισε να το κοιτά με μανία το κορμί του ανιχνεύοντας κάθε του σπιθαμή.  Καμία μελάνια. Κανένα ίχνος πάλης. Καμία γρατζουνιά. Γύρισε τρομαγμένος προς τη πόρτα  και εν ριπή οφθαλμού βρέθηκε μπροστά της. Έπιασε το πόμολο , το γύρισε και βλέποντάς πως ήταν κλειδωμένη άφησε την ανάσα που τόση ώρα κρατούσε να βγει από το στήθος.

Ο Λουκ σκούπισε το μέτωπο του και κάθισε στο κρεβάτι. Ο Τζει είχε μήνες να βγει προς τα έξω. Ήταν ο τελευταίος που κατάφερε να «κλειδώσει» με τη βοήθεια της φαρμακευτικής αγωγής και ήταν μόλις εννιά. Σε αυτή την ηλικία γεννήθηκε. Ήταν ο πρώτος που ήρθε στη ζωή και ο τελευταίος που έφυγε. Μόνο ο Τζει είχε επικοινωνία με τον Ίαν. Κανένας άλλος δεν μπορούσε. Ιατρικά μια προσωπικότητα είχε την δυνατότητα να φτιάξει μια άλλη. Αυτό έκανε και ο Τζει... Πήρε σοβαρά την ανάγκη για επιβίωση και στα είκοσι  δημιούργησε το απόλυτο τέρας, ένα τέρας που μέχρι τότε είχε τη μορφή του πάτερα του.
Άνοιξε το συρτάρι και έβγαλε έξω το μικρό ημερολόγιο που κρατούσε και έλεγχε τις μέρες : Δεκατρεις Μαρτίου , έγραφε και εκείνος αναστέναξε .

Πλησίαζε η ημερομηνία που πέθαναν οι δικοί του και δικαιολόγησε το ξέσπασμα του εαυτού του. Μόνο τότε δεν έπιανε η αγωγή . Μόνο τότε έμενε  να χάνεται στα σκοτάδια της ψυχής του αδυνατώντας να ξέρει τι του ξημερώνει. Αν και ο Ίαν , είχε χρόνια να εμφανιστει, δεν έπαυε να αποτελεί τον νούμερο ένα φόβο του. Ο Ίαν ήταν πάντοτε θυμωμένος. Του άρεσε να καταστρέφει ενώ δεν δίσταζε να πιέζει τη λάμα από το μαχαίρι στο ίδιο του το πετσί για να μεταφέρει αλλού το πόνο. Ήταν σκληρός , άσπλαχνος και αδίστακτος ενώ η λέξη φόβος δεν υπήρχε στο λεξιλόγιο του.

Την τελευταία φορά που ανέλαβε τα ηνία, ο Λουκ ξύπνησε σε ένα άγνωστο μέρος, έχοντας δυο χελιδόνια, ζωγραφισμένα με μελάνι στο στήθος,- σημάδι της ελευθέριας που του δόθηκε- και μια χαρακιά ανάμεσα τους.
Σηκώθηκε και έκλεισε τις κουρτίνες. Πήγε ως το κομοδινο και ανοιγοντας το πρώτο συρτάρι έβγαλε από μέσα ένα βαλιτσακι. Το άνοιξε και βλέποντάς τα τρια μωβ χαπια αναστέναξε. Τελειωναν. Έπρεπε πάση θυσία να προμηθευτει ένα καινούριο πακέτο. Το επίδομα που έπαιρνε για τον θάνατο των γονιών του από το κράτος ήταν μεν αρκετό αλλα δεν το άγγιξε ποτέ. Εκείνο έμενε στην τράπεζα και μεγάλωνε. Δεν ήθελε όμως να το ακουμπησει. Δεν είχε ανάγκη από τα βρωμικα  λεφτά τους. Έβγαζε μόνος τα προς το ζην. Συνήθιζε να πηγαίνει εκτός πόλης τα Σαββατοκύριακα και να βοηθάει μια γριούλα με τον κήπο της τα τελευταία χρόνια. Τις υπόλοιπες μέρες εργαζόταν από το σπίτι. Είχε καταφέρει από το μηδεν να διαχειρίζεται έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή μόνος. Η δουλειά του ήταν απλή .

Επικοινωνούσε μέσω μαιλ με μια εταιρεία στην Νέα Υόρκη. Εκείνοι του έστελναν μια στοίβα με αρχεία κάθε μήνα και εκείνος έπρεπε να κάνει ηλεκτρονική ταξινόμηση. Τίποτα τρομερό αλλά ήταν αρκετό για να μπαίνει ένα ικανοποιητικό πόσο στη τράπεζα κάθε μήνα από την στιγμή που για την πόλη ήταν ανεπιθύμητος.
Έβαλε το πρώτο μωβ χάπι κάτω από τη γλώσσα και το άφησε να λιώσει. Ήταν ένα από τα πιο βαριά αντικαταθλιπτικά , ηρεμιστικά χάπια . Το μόνο που τον έπιανε. Το μόνο που χρειαζόταν.

Ντύθηκε και βγήκε στο σαλόνι. Το σπίτι είχε αλλάξει ριζικά. Η πόρτα του υπόγειου σφραγίστηκε ενώ η κουζίνα ήταν ένα μέρος που δεν πατούσε σχεδόν ποτέ. Κάθισε , έβαλε τα πόδια πάνω στο τραπεζάκι και ένιωσε την ανάγκη για ένα καφέ. Ήθελε να βάλει κάτω τις σκέψεις του, να ηρεμήσει και να διώξει τη νευρικότητα.  Το χάπι αν και ήταν ταχείας δράσης έπαιρνε πάντα πάνω από τέσσερα  λεπτά για να τον πιάσει λόγο του δυνατού οργανισμού του.
Όταν άρχισε να αισθάνεται την γαλήνη να απλώνεται στο κορμί , έγειρε το κεφάλι του προς τα πίσω και έκλεισε τα μάτια προσπαθώντας να θυμηθεί έστω και μια εικόνα από όσα έγιναν τα ξημερώματα. Τίποτα... Χρόνια προσπαθούσε να το καταφέρει αλλά σπάνια είχε αναμνήσεις του Τζει. Ήταν δύσκολο στη αρχή αλλά πλέον αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι του και εμαθε να το διαχειρίζεται. Όπως έμαθε πως τόσο ο Τζέι όσο και ο Ντερεκ  ήταν άκακοι...

Οι γιατροί τον συμβούλεψαν να έχει πάντα ένα ημερολόγιο ανοιχτό στο γραφείο και να κρατάει σημειώσεις από ότι θυμάται  αυτό  όμως λειτούργησε πιο πολύπλοκα στην περίπτωση του. Λειτούργησε σαν μια πύλη που ένωνε τους εαυτούς του.

Ένα βράδυ κοιμήθηκε και  όταν ξύπνησε είδε μια λυπημένη φατσούλα ζωγραφισμένη και από  κάτω έγραφε Τζει. Είχε γίνει πιο πολύ τρόπος επικοινωνίας παρά ημερολόγιο. Έτριψε λιγάκι το μέτωπο  , κούνησε τα χέρια που άρχισαν να μυρμιγκιαζουν από το χάπι και ανεπαίσθητα έφερε στο μυαλό του την κοπέλα με τα περίεργα χρυσαφένια μάτια , το εστιατόριο και όσα έγιναν.
Δεν έπρεπε να πάρει θέση στον καυγά. Το ήξερε. Γνώριζε πως αν πιεστεί υπάρχει πιθανότητα να χάσει αυτά που έχτιζε τα τελευταία χρόνια και  φρόντιζε να μένει μακριά από μπελάδες για να μην ωθεί τη ψυχοσύνθεση του στα άκρα αλλά δεν άντεξε

Για την δική τους κοινωνία ήταν νεκρός και έτσι φρόντιζε να μένει. Εκείνη όμως... Εκείνη είχε κάτι το περίεργο πάνω της. Ενώ ήταν σίγουρος ότι την προειδοποίησαν να μείνει μακριά του, δεν τους άκουσε και για το καλό όλων, έπρεπε ο ίδιος να απομακρυνθεί. Αν και είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό του που κατάφερε να διώξει  τον Ίαν δεν είχε εμπιστοσύνη στη ζωή. Και ήξερε πολύ καλά πως η ζωή είναι πουτανα όταν θέλει. Φέρνει τους μπελάδες από το πουθενά.

Μια εβδομάδα άντεξε χωρίς να πάει στο εστιατόριο κι όμως τα βήματα του, τον οδήγησαν ξανά εκεί. Στη καθημερινότητα , στην προσωπική του ρουτίνα. Σε ένα μέρος που τον γέμιζε με ποικίλα συναισθήματα. Τότε που έβγαινε με τους φίλους  του δείχνοντας τους μια εικόνα ενός ανθρώπου έξω καρδιά. Αγαπητό σε όλους και φυσικά αρχηγό ανάμεσα τους.  Ο κόσμος λάτρευε την εικόνα που πρόβαλε αγνοώντας για τα όσα συμβαίνουν μόλις οι πόρτες έκλειναν στο σπίτι. Μέχρι που όλα άλλαξαν... Στις 16 Μαρτίου έτος 2011, όταν εκείνος ήταν είκοσι , οι γονείς του βρέθηκαν άγρια δολοφονημένοι στο υπόγειο.

❤️❤️❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top