Κεφάλαιο 4°
«Μαμά πρέπει να κλείσω! Ξέρεις πως δεν θέλω να αργώ στη δουλειά!» γκρινιαξε και στηρίζοντας το κινητό στο αφτί, έσκυψε για να δέσει τα κορδόνια της .
«Έχεις μέρες να μας πάρεις κορίτσι μου. Έφυγες και νιώθω πως έριξες μαύρη πέτρα πίσω σου»
«Προσπαθώ να ηρεμήσω. Εσύ δεν χάνεις ευκαιρία να μιλάς για εκείνον! Δεν θέλω να ακούσω τίποτα γι αυτούς τους ανθρώπους!»
«Ήθελα απλά να σε κρατάω ενήμερη κόρη μου. Πίστεψε με κάνουμε τα πάντα για να μη βγει από τη φυλακή»
«Και να βγει; Τι άλλο να κάνει δηλαδή; Όπως και να έχει, είστε καλά εσείς; Μόνο αυτό με νοιάζει»
«Μια χαρά. Όπως ακριβώς τα ξέρεις. Λίγο δυσκολευόμαστε με το δάνειο του σπιτιού αλλά πιστεύω θα τελειώσει σύντομα κι αυτό. Δεν έμεινε πολύ»
«Μόλις πληρωθώ θα σου στείλω κι εγώ λεφτά»
«Δεν χρειάζεται Ελίζαμπεθ. Εσύ κοιτά να στρωθείς και να είσαι καλά»
«Καλά είμαι. Πρέπει να κλείσω μαμά. Φίλα μου τον μπαμπά και σου υπόσχομαι και με την πρώτη ευκαιρία να έρθω να σας δω»
Πήρε τη τσάντα της και αποχαιρετώντας τη μητέρα της βγήκε έξω. Ο καιρός ήταν για ακόμα μια φορά έτοιμος για βροχή ενώ για κάποιο λόγο , μια νευρικότητα ήταν διάχυτη πάνω της τις τελευταίες μέρες.
Έφτασε στο μαγαζί πριν πιάσει η μπόρα , χαιρέτησε το αφεντικό της και άλλαξε.
«Άνθρωπος δεν πάτησε όλη μέρα εκτός από αυτούς που έφυγαν μόλις» της είπε βγαίνοντας
«Ίσως φταίει ο καιρός Τσαρλς. Η Κλάρα;»
«Ομολογώ πως νιώθει καλύτερα αλλά τα βράδια ξυπνάει από τις αναγούλες. Ο γιατρός μας έδωσε ένα ακόμα φάρμακο αφού ανακαλύψαμε πως οι ορμόνες της ήταν πιο χαμηλές»
«Λυπάμαι που το ακούω. Εύχομαι να κυλήσει ομαλά η υπόλοιπη εγκυμοσύνη»
Η Ελίζαμπεθ έσκυψε για να βγάλει ένα καθαρό πανί. Εκείνο έπεσε και άθελα της έβρισε.
«Πάντως γενικά, η δουλειά ανεβαίνει, υποθέτω σήμερα απλά ο κόσμος επέλεξε να μείνει σπίτι. Που να πάει εξάλλου με τέτοιο καιρό;»
«Κι εγώ βλέπω βελτίωση» του απάντησε μα τον ένιωσε να τη κοιτάζει περίεργα
«Κάτι σε απασχολεί. Τόσα χρόνια σε αυτή τη δουλειά έμαθα να διαβάζω τους ανθρώπους. Συνέβη κάτι; Ξέρω πως είσαι μόνη εδώ οπότε αν θελήσεις κάτι μη διστάσεις. Τόσο εγώ όσο και η Κλάρα είμαστε εδώ»
«Όχι Τσαρλς. Όλα είναι καλά και σε ευχαριστώ πολύ. Απλά είναι μουντός ο καιρός « αποκρίθηκε η Ελίζαμπεθ και μάζεψε τα ποτήρια από το πρώτο τραπεζάκι. Μια εβδομάδα είχε περάσει. από εκείνο το βράδυ και ο Λουκ δεν είχε φανεί. Αν και δε θα έπρεπε να την απασχολεί, καταβαθος ένιωθε περίεργα με την τρανταχτή απουσία του.
Έπειτα από το πρώτο πελάτη, στο μαγαζί μπήκαν άλλοι τρεις ενώ πριν καν περάσει μισή ώρα , ο Λουκ έφυγε χωρίς να της δοθεί η ευκαιρία να του μιλήσει ξανά. Έκτοτε, ακόμα και στη πόλη που βγήκε δεν έτυχε να τον δει.
Ο Τσαρλς άφησε τα τιμολόγια πάνω στο πάγκο και βγήκε έξω.
«Δεν σκέφτεσαι να ξεκινήσεις εδώ κάποια τέχνη; Είσαι αρκετά μικρή Ελίζαμπεθ, δες τη ζωή με άλλο μάτι... Δεν θα δουλεύεις σαν σερβιτόρα για πάντα»
«Ίσως αργότερα. Προς το παρόν προτιμώ τη δουλειά και ευχαριστώ πολύ που μου έδωσες εξ αρχής αυτή την ευκαιρία»
«Μη το συζητάς. Ίσως έπρεπε να βρω ένα ακόμα άτομο καιρό τώρα. Καλή συνέχεια κορίτσι μου κι αν χρειαστείς κάτι ξέρεις» η Ελίζαμπεθ τον καληνύχτισε και μόλις έμεινε μόνη , άλλαξε την μουσική σε κάτι ποιο χαλαρωτικό .
«Γαμωτο!» ψέλλισε τρομαγμένη όταν ένα μπουμπουνητό έκανε τα παράθυρα να τρίξουν. Τα φώτα τρεμόπαιξαν και η καταιγίδα δυνάμωσε. Ο πατέρας της ήταν εξ αρχής αντίθετος με την μετακόμιση της σε αντίθεση με την μητέρα της που την προέτρεψε να φύγει. Κάθισε σκεπτική και αναλογίστηκε τα αμέτρητα λάθη που έκανε στην μέχρι τώρα ζωή της. Πόσο λάθος έκρινε τους ανθρώπους γύρω της. Πόσο λάθος συμπεριφορά είχε και η ίδια απέναντι στους άλλους όταν παρασυρόμενη από μια παρέα παιδιών που δεν είχαν ιδέα τι σημαίνει να είσαι φτωχός και πράος ,έκανε το ένα λάθος μετά το άλλο.
Γέλασε καθώς έφερε στο μυαλό της , την θύμηση μιας νύχτας από τα παλιά. Τότε που έβγαινε ανέμελη τα βράδια έξω και ζωγράφιζε στους τοίχους της πόλης. Σκέφτηκε τις φορές που έτρεχε να κρυφτεί από τους μπάτσους και σηκώθηκε. Άναψε την μηχανή του καφέ και τοποθέτησε μια μικρή δόση μέσα για εκείνη.
Ένα ακόμα μπουμπουνητό επισκίασε τον ήχο από το κουδουνάκι. Συνέχισε να φτιάχνει τον καφέ της χωρίς να έχει ιδέα πως κάποιος μπήκε μέσα. Άρχισε να σιγοτραγουδάει τους στίχους από το τραγούδι που ακουγόταν στο ράδιο μα σαν γύρισε και τον είδε, το ποτήρι της έπεσε και έγινε χίλια κομμάτια.
Μάζεψε από κάτω τα σπασμένα γυαλιά ενώ εκείνος καθισε, έβαλε μια κούπα στην υποδοχή και σφουγγάρισε το πάτωμα μέχρι να γίνει ο καφές του. Ακολούθησε την γνωστή διαδικασία, και βγήκε. Όσο τον πλησίαζε άλλο τόσο εκείνος κατέβαζε το καπέλο. Δεν είχε καταφέρει να δει ολόκληρο το πρόσωπο του μέχρι στιγμής ούτε καν την ημέρα που την βοήθησε. Από όσο μπόρεσε όμως κατά διαστήματα να παρατηρήσει έδειχνε όμορφος. Έφτασε στο τραπέζι . Ο ουρανός έλαμψε ολόκληρος και άστραψε. Τα παράθυρα κροταλισαν μεταξύ τους από το βουητο που προκληθηκε κι εκείνη τρομαζοντας, εχυσε το καφέ πάνω στο κρουασαν.
«Με συγχωρείς! Θα στο αλλάξω αμέσως. Είναι που αυτές οι βροντές έρχονται πάντα τόσο ξαφνικά...» προσπάθησε να δικαιολογηθεί πιάνοντας το πιατάκι αλλά εκείνος με μια απότομη κίνηση αρπαξε το καρπό της και τη σταμάτησε. Στο αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο τα φώτα τρεμοπαίξαν και έσβησαν βυθίζοντας το εστιατόριο στο σκοτάδι.
Σιγή...
Όλα τα μηχανήματα του μαγαζιού νέκρωσαν ...
Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή και το χέρι της βρισκόταν φυλακισμενο στο δικό του ενώ η δυνατη βροχή μαστιγωνε τα τζαμια χωρίς ελεος. Οι ανασες της έγιναν πιο γρήγορες ενώ η πιεση που ασκουσε στο καρπο της, την ελουζε με ιδρωτα.
«Δεν χρειάζεται...» είπε ξαφνικά απελευθερώνοντας την . Η Ελίζαμπεθ έτριψε το χέρι της μα γυριζοντας σταμάτησε. Ήθελε να φύγει μακριά του αλλα δεν έβλεπε απολυτως τίποτα. Ξάφνου άκουσε τη καρέκλα και κατάλαβε πως σηκώθηκε. Με το σκοτάδι να κρύβει το τρόμο της έμεινε γυρισμένη και προσευχηθηκε να μην ήταν όντως τρελος.
«Μια καταιγίδα είναι. θα περάσει. Πάντα περνούν» της είπε ακουμπωντας την κι εκείνη αναπηδησε από τη τρομαρα της.
«Ξέρω αυτό το μέρος σαν τη παλάμη του χεριού μου... Έλα να σε πάω μέχρι τον πάγκο να κάτσεις. Το φως θα επιστρέψει σύντομα...» Η ανάσα του εσκαγε στο πίσω μέρος του λαιμου της , πράγμα που φανερωνε την κοντινή απόσταση που είχαν μεταξύ τους. Δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα άλλο εκτός από το να ανατριχιασει. Το χέρι του κατέβηκε σιγανά ώσπου τα ακροδαχτυλα του αγγιξαν τα δικά της. «Μη με φοβάσαι….»
Η Ελίζαμπεθ εκλεισε τα βλεφαρα της , διεταξε το ταραγμενο της μυαλό να σκεφτεί λογικά και έσφιξε το χέρι του.
«Ευχαριστώ...» είπε με ένα δισταγμο στη φωνή.
«Παρακαλώ...» της ανταπέδωσε αμέσως προκαλωντας της έκπληξη. «Απλά πρόσεχε τις γωνιές από τα τραπέζια» άρχισε να κάνει μικρά σταθερά βηματα με εκείνη να ακολουθει πιστά το δρομολογιο μέχρι που σταμάτησε.
«Φτάσαμε νομίζω πως..» δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει.
Τα φώτα άναψαν. Η μουσική άρχισε πάλι να παίζει κι εκείνη για πρώτη φορά βρέθηκε αντιμέτωπη με το πρόσωπο του. Ήταν πανέμορφος με καθαρά και έντονα χαρακτηριστκα.Τα μάτια του αν και κάστανα έμοιαζαν με γάτας. Οι γωνίες του προσώπου του σκληρές και οι υποψίες της πως την περνούσε ένα ολόκληρο κεφάλι επιβεβαιώθηκαν μονομιάς.
Δεν βρήκε λέξεις να του πει. Το βλέμμα της έμεινε κολλημενο πάνω του ρουφωντας την όψη του σαν ένα σφουγγαρι που ήθελε να τη κρατήσει .
Η πόρτα άνοιξε και το ήρεμο πρόσωπο του έσφιξε κάθε μυ.
«Τι δουλειά έχεις δίπλα της ρε κωλοπαιδο;» ένας αγριεμενος Τσαρλς τους πλησίασε, με φανερα αρνητικες διεθεσεις κανοντας την Ελίζαμπεθ να νιωσει ασχημα.
«Ηρέμησε λιγάκι! Με βοήθησε όταν έσβησαν τα φώτα!» επενέβη αμέσως δείχνοντας και λεκτικα την απογοήτευση της για τη συμπεριφορά του εργοδότη της.
Ο Λουκ προς μεγάλη της έκπληξη δεν έβγαλε άχνα. Απομακρύνθηκε και πήγε προς το τραπεζάκι. Έβγαλε από την τσέπη του λίγα κέρματα , τα άφησε και έφυγε πάντα υπο το ξάγρυπνο βλέμμα του Τσαρλς που τον παρακολουθούσε σαν γεράκι.
«Πώς του μίλησες έτσι; Δεν έκανε τίποτα κακό ! Τρόμαξα... δεν έβλεπα μπροστά μου και απλά με οδήγησε μέχρι τον πάγκο!» παραπονέθηκε αμέσως μόλις εμειναν μονοι.
«Μείνε μακριά από αυτό το ρεμάλι Ελίζαμπεθ. Δυο απλές λέξεις είναι! Μείνε μακριά! Πίστεψα πως επιτέλους θα σταματήσει να έρχεται αλλά έκανα λάθος! Ελπίζω να μην ξαναπατήσει το πόδι του εδώ μέσα!»
«Τι διάολο έχετε πάθει όλοι σας με τον άνθρωπο; Συμπεριφέρεστε θαρρείς και είναι κανένας δολοφόνος!»
«Είναι....» της απάντησε μονομιάς αφήνοντας τη συγκλονισμένη.
❤️❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top