Κεφάλαιο 32° (Τέλος)

§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§

Σε ένα κόσμο περπατάμε όλοι...
Κοιταμε απρόσωπα το διπλανό μας χωρίς να μας νοιάζει για τους δαίμονες του...
Ίσως έχουμε τους δικούς μας ή ίσως πολύ απλά να μην επηρεάζουν άμεσα τη ζωή μας οι δικοί του...

Όλοι κρύβουν όμως μέσα τους το καλό και το κακό. Σε κάθε μορφή του.
Κανένας άνθρωπος δεν είναι αγνός. Κανένας δεν είναι άγιος. Κανένας δεν είναι αναμάρτητος.

Ένας άνθρωπος σε χαιρετάει στη στάση...
Ένας άλλος σου πουλάει ψωμί...
Ένας ακόμα σε μεταφέρει με το ταξί του ενώ ένας άλλος, σου μαθαίνει την αγάπη για το Θεό και ψέλνει τους ύμνους του ...

Ποτέ δε ξέρεις όμως τι κρύβεται πίσω από κάθε χαμόγελο.
Πίσω από κάθε χαιρετισμό...
Πίσω από κάθε βλέμμα
Εκεί που τα παραθυρακια του μυαλού ανοίγουν και δεν υπάρχει η μάσκα...

Βγάλτε τις παρωπιδες...
Εστίαστε στη ψυχή και όχι στα δρώμενα...
Εστίαστε σε ότι υπάρχει κάτω από το χαλί και όχι στο πόσο όμορφο μπορεί να είναι...

Ψάξτε το παιδί...
Ψάξτε τη γυναίκα...
Τον πατέρα...
Τη μητέρα...
Το τέρας...

Όλοι κάτι έχουν μέσα τους...
Όλοι κάτι κουβαλάνε...
Πόσο καλό ή κακό είναι, δυστυχώς ίσως δε μάθουμε ποτέ...

§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§

Τα τραύματα στη πλάτη της ήταν ευτυχώς επιφανειακά. Όταν άρχισε να ανακτά τις αισθήσεις της το μόνο που επικρατούσε ήταν σιγή στο χώρο. Τα βλέφαρα της άνοιξαν και όσο οι στιγμές ζωντάνευαν άλλο τόσο και εκείνη πάλευε να σηκωθεί.
Ανάσα...
Μια βαριά ανάσα έφτανε στα αυτιά της...

Γύρισε με δυσκολία και κοίταξε ότι βρισκόταν ακόμα σε εκείνο το δωμάτιο αλλά μόλις το βλέμμα της περιπλανήθηκε στο χώρο έπιασε το στόμα της και άρχισε να κλαίει τρομαγμένη. Δεν ήταν όμως ο ίδιος τρόμος με πριν... Έτρεμε η ψυχούλα της στην εικόνα του από λύπη και αγάπη...

"Λουκ;..." Ψέλλισε και με όσο κουράγιο είχε, σύρθηκε μέχρι που τον έφτασε. Κείτονταν στο πάτωμα. Γεμάτος αίματα. Το μαχαίρι ήταν καρφωμένο στη κοιλιά του και εκείνη είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Δεν ήξερε αν ήταν ζωντανός ή νεκρός και πόση ώρα εκείνη ήταν λιποθυμη.
Τα χείλη της άρχισαν να τρέμουν από τους λυγμούς που έφταναν σε αυτά και δε μπορούσε να συγκρατήσει.
Άπλωσε το χέρι της και μόλις εκείνο άγγιξε το πρόσωπο του , ο Λουκ πήρε μια βαθιά ανάσα.

"Θεουλη μου! Είσαι ζωντανός!" αναφώνησε "Σε ικετεύω. Μη μου πεθάνεις! Θα φέρω βοήθεια!" Κατάλαβε αμέσως ότι δεν ήταν αναίσθητη για ώρα.

"Όχι Λίζι..." έπιασε το χέρι της και τη σταμάτησε "Δεν ξέρω καν αν ζει ακόμα ο Λουκ..."
Τον άκουγε μπερδεμένη με μάτια θολά από τα δάκρυα. Εκείνος της χαμογέλασε
"Δεν πρόλαβα να σε γδαρω..." είπε ήρεμος

"Τι είναι αυτά που λες. Μη μιλάς. Θα φέρω ένα γιατρό..."

"Όχι σου είπα!" Πίεσε το χέρι της και εκείνη ράγισε "Κανένας δεν επιβιώνει ψυχικά από τέτοια τραύματα... Μα τα κατάφερα. Τον διέλυσα τον καριόλη..."

"Λουκ σε ικετεύω..."

"Ίαν..." της ψιθύρισε "Ο Λουκ κοιμάται... Παραδόθηκε..."
Η Ελίζαμπεθ άρχισε να κλαίει γοερά μόλις αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για κάποια προσωπικότητα
"Ει... Μη κλαίς.. εδώ χάθηκε η ψυχή του χρόνια πριν..." Τα χείλη του έκλεισαν μα δευτερόλεπτα αργότερα άρχισε να φτύνει αίμα. "Είχα πολλά σχέδια για σένα..." είπε με δυσκολία ξερνωντας κι άλλο αίμα και εκείνη πανικοβλήθηκε

"Δε θα σε αφήσω με ακούς;! Όποιος κι αν είσαι!"

"Τελείωσε πια Λίζι... Η γαλήνη έρχεται... Εσύ μας έφερες σε αυτή..."

"Πάψε!" Η Ελίζαμπεθ σηκώθηκε "Δε θα σε αφήσω! Δε μπορώ... Όποιος διάολος κι αν είσαι δε το βλέπεις; Σ'αγαπαω... Με όλα τα στραβά . Με όλα τα τραύματα!"

"Ίσως τελικά να σ'αγαπησε και εκείνος..." είπε ξεψυχισμενα "Ισως έπαψε να με ορίζει το μικρό μπάσταρδο και απλά υπάκουα εκείνον..." είχε ασπρίσει ολόκληρος.

"Πάω να φέρω βοήθεια!"

"Στάσου!" της φώναξε τόσο δυνατά που τα πόδια της κοκαλωσαν "Έλα εδώ..." ζήτησε και εκείνη πλησίασε "Πιο κοντά..." παρακάλεσε με δυσκολία και η Ελίζαμπεθ έσκυψε. Μόλις τα χείλη του άγγιξαν το μάγουλο της, τη φίλησε απαλά "Δε θα άφηνα κανέναν να σε αγγίξει ξανά..." της ψιθύρισε "Τον εθαψα το καριόλη..." Η Ελίζαμπεθ δεν καταλάβαινε. "Έκανα το καθήκον μου..."
Τον έπιασε από το πρόσωπο και είδε δάκρυα να βγαίνουν στα μάτια του. Πρώτη φορά τον έβλεπε να κλαίει "Ξέρεις κάτι Λίζι;" της είπε μα στο τελείωμα έφτυσε αρκετό αίμα "Ένα μικρό παιδάκι ήταν μόνο... Ένα μικρό τρομαγμένο παιδί..." ψέλλισε  και εκείνη ένωσε τα χείλη της με τα δικά του. Όταν ανασηκωσε το πρόσωπο της τα μάτια του είχαν κλείσει...

"Μη μου πεθάνεις..." τον φίλησε στο μέτωπο και χωρίς δεύτερη σκέψη άρχισε να τρέχει σαν τρελή... Δεν υπολόγιζε ούτε τα τραύματα της ούτε τίποτα. Δεν ειχε σημασία αν ήταν ημίγυμνη, ξυπόλυτη και πληγωμένη...
Δε θα τον άφηνε να πεθάνει...

-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_

Δύο χρόνια μετά...
Νέα Υόρκη

Παγωνε...
Άπλωσε το χέρι της τράβηξε το σεντόνι και σκεπάστηκε με αυτό.
Ήταν μόνη σε άδειο κρεβάτι...

Γύρισε μια, δύο και τρεις φορές ώσπου ξεφυσησε και άνοιξε τα βλέφαρα της.
Ο χειμώνας ήταν βαρύς εκείνη τη χρονιά.
Έξω μαινόταν καταιγίδα.

Φόρεσε τη ρόμπα της και βγήκε από τη κρεβατοκάμαρα.
Το σπίτι ήταν σκοτεινό...
Κατέβηκε στον κάτω όροφο και φτάνοντας τη κουζίνα στάθηκε στη κάσα της πόρτας και αναστεναξε.

"Δεν μπορείς να κοιμηθείς...;" είπε ενώ εκείνος ήταν γυρισμένος προς το πάγκο της κουζίνας..."Λουκ;" στην ερώτηση της , τον είδε να τρεκλιζει τα κόκαλα του λαιμού...
Τα χέρια του απλώθηκαν στο πάγκο και στο δεξί κρατούσε ένα μαχαίρι...
Η καρδιά της έχασε αμέσως ένα χτύπο...

Ένα  χρόνο πριν...

Ντύθηκε χωρίς υπερβολές.
Ήξερε ότι η απλότητα ήταν ότι ακριβώς ήθελε.
Πήρε ένα ταξί και πλέον είχε φτάσει στο προορισμό της.
Περίμενε σαν τρελή εκείνη την ώρα...
Τη φανταζόταν μήνες ολόκληρους...

Τελικά εκείνη τη νύχτα η Ελίζαμπεθ κατάφερε και έφερε βοήθεια. Ο Λουκ είχε σχεδόν ξεψυχισει μα τον πρόλαβαν.
Νοσηλεύτηκε χωρίς να ανακτήσει τις αισθήσεις του για πάνω από τρεις εβδομάδες μέχρι που τα τραύματα του υποχώρησαν εντελώς. Εκείνη έμενε στο πλάι του μέρα και νύχτα. Όσο τον περίμενε να ξυπνήσει είχε μάθει αρκετά αλλά δεν είχε ιδέα ούτε πως να του τα πει, αλλά ούτε και τι συμβεί μόλις ανακτήσει τις αισθήσεις του. Το τελευταίο πράγμα που άφησε πίσω της ήταν μια προσωπικότητα που ήθελε να πεθάνει και με βάση τα λεγόμενα της ο Λουκ είχε παραδώσει τα σκήπτρα.

Ο Λουκ όμως ένα απόγευμα άνοιξε τα βλέφαρα του. Οι γιατροί την ειδοποίησαν αμέσως και όταν εκείνη μπήκε στο δωμάτιο βρήκε τον Λουκ... Καμιά προσωπικότητα. Κανέναν εχθρό. Μονάχα εκείνον...
Τους ενημέρωσαν πως θα έμενε μέσα άλλη μια βδομάδα και εκείνη δε το κούνησε λεπτό από το πλευρό του. Μιλούσαν για ώρες...
Της είπε τα πάντα. Κάθε τι που θυμόταν από παιδί. Κάθε του τραύμα. Κάθε προσωπικότητα. Κάθε πάλη που έδινε για να κρατήσει τα λογικά του...

Για όσο διάστημα μείναν στο νοσοκομείο ο Λουκ παρέμενε ο Λουκ.
Μόλις πήρε εξιτήριο έμειναν για λίγο στο σπίτι της στο Πορτ Άλεν. Η Ελίζαμπεθ δεν ήθελε να φύγουν πριν νιώσει έτοιμη να του αποκαλύψει όσα έμαθε για τον πατέρα του. Ήξερε ότι θα έφτανε εκείνη η στιγμή αφού ο Λουκ της εκμυστηρεύτηκε ότι σκότωσε τον Τσαρλς και την Κάθριν. Παρόλα αυτά απορούσε που η αστυνομία δεν τον συνέλαβε ακόμα.
Όσο ο Λουκ ομως ήταν στο νοσοκομείο εκείνη έλαβε μια κλήση από το σερίφη μέσα από τις φυλακές.  Της ζήτησε να τον επισκεφθεί και πήγε μαθαίνοντας τρομερά πράγματα. Την παρακάλεσε να μη του πει τίποτα. Απλά ήθελε να ξέρει κατά διαστήματα αν η υγεία του ήταν καλή. Αυτό μόνο... Η Ελίζαμπεθ από τη πλευρά της δε του υποσχέθηκε τίποτα. Θεωρούσε ότι για να γιατρευτεί εντελώς μια πληγή πρέπει να κλείσει κάθε κενό του παρελθόντος.
Και έτσι έπραξε...
Τη δεύτερη νύχτα που έμειναν μαζί, κάθισε και του μίλησε. Ήταν έκπληξη για τον Λουκ που χάθηκαν οι προσωπικότητες του μονομιάς μα η Ελίζαμπεθ θεώρησε ότι απλώς βρήκαν τη γαλήνη τους.
Ακόμα και ύστερα από όσα του είπε για τον σερίφη ο Λουκ παρέμεινε ήρεμος. Πήγε μάλιστα να τον επισκεφθεί κι όλας.
Η Ελίζαμπεθ ποτέ δε ρώτησε τι ακριβώς ειπώθηκε ανάμεσα τους. Δεν ήθελε να ξέρει.
Ήθελε αυτό να ήταν κάτι που θα κρατούσε ο Λουκ βαθιά μέσα του και ίσως έτσι να γαληνευε εντελώς.

Παρόλα αυτά όμως ο Λουκ ακόμα φοβόταν.
Τον έβλεπε τις νύχτες να μένει ξάγρυπνος για να σιγουρευτεί ότι αν κλείσει τα μάτια, δε θα πάρει ζωή κανένα από τα τέρατα του.
Δύο εβδομάδες μετά, της ζήτησε κάτι που δε το περίμενε...
Ήθελε να πάει στη Νέα Υόρκη.
Να μπει για λίγο διάστημα μέσα στο ίδρυμα υπό παρακολούθηση. Μόνο έτσι θα ένιωθε εντελώς ο εαυτός του. Αν και δεν άκουγε φωνές και πάλι δεν είχε περάσει ούτε μήνας από τότε που συνήλθε και δεν ένιωθε σίγουρος. Η Ελίζαμπεθ στάθηκε στο πλευρό του. Την επόμενη κι όλας μέρα ο Λουκ μπήκε στη κλινική ενώ μέχρι να βγει εκείνη θα προετοίμαζε το κόσμο για αυτούς...

Ο Λουκ της ζήτησε να πουλήσει το σπίτι.
Με τα χρήματα να διαλέξει ένα μέρος , όποιο ήθελε εκείνη και να αγοραζε ένα άλλο.
Ήταν γεγονός ότι θα έμεναν μαζί. Δεν μπορούσαν να κρύψουν τα αισθηματα τους.

Η Ελίζαμπεθ επέλεξε τη Νέα Υόρκη για να βρίσκεται πλάι του. Θα έμενε ένα χρόνο μέσα γιατί εκείνος το επέλεξε. Στο μεσοδιάστημα πήγαινε συνεχώς, τον επισκεπτόταν και ενημέρωνε φυσικά και τον Έντουαρντ ο οποίος όχι μόνο είχε μετανοήσει αλλά ένιωθε ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος ακόμα κι αν ήταν στη φυλακή.

Η μέρα όμως είχε φτάσει.
Ο Λουκ θα έβγαινε.
Το τεστ το πέρασε με επιτυχία σε κάθε τομέα. Του έκαναν κάθε είδους εξετάσεις.
Μιλούσαν για το παρελθόν.
Για βαριες καταστάσεις.
Ώθησαν τον εαυτό του στα άκρα οι γιατροί αλλά παρόλα αυτά, ο Λουκ ήταν καθαρός.
Κάθε φορά που τον επισκέπτονταν η Ελίζαμπεθ τον έβλεπε όλο και πιο ευτυχισμένο. Πριν βγει οι γιατροί τον διαβεβαίωσαν πως δεν υπήρχε τίποτα.
Υπέθεσαν ότι ήταν τόσο μεγάλο το σοκ που ο ίδιος ο Λουκ κατάφερε στο τέλος και τις εξαφάνισε όλες.

Στάθηκε έξω από τη κλινική.
Κοίταξε το ρολόι της ανυπόμονα.
Όταν άνοιξαν οι πόρτες και εκεινος βγήκε όρμησε απλά στην αγκαλιά του.
Ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής τους μαζί...
Μια αρχή για ένα όμορφο μέλλον...
Καθαρό...
Χωρίς προβλήματα...
Χωρίς πόνο...
Ο Λουκ έκλεισε τη σελίδα και εκείνη του άνοιξε μια καινούρια...

-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-

Παρόν

Η λάμα σύρθηκε στο πάγκο νωχελικα...
Ο συρτός της ήχος διαπέρασε κάθε κύτταρο του κορμιού της...
Ήταν σαν ένα ατελείωτο ντε ζα βού...

"Λουκ;..."

"Σσς..." τον άκουσε να λέει και ανατριχιασε

"Πάντα ήθελα να σε γδαρω..." η φωνή του ήταν διαφορετική

Η Ελίζαμπεθ έκανε ένα μικρό βήμα προς το μέρος του και εκείνος γύρισε απότομα.
Το βλέμμα του ήταν σκοτεινό...
Τα χείλη του είχαν ένα ζωγραφισμένο χαμόγελο τους...

Χωρίς να αφήσει το μαχαίρι, το έσυρε κατά μήκος του πάγκου και τη πλησίασε ενώ εκείνη έστεκε παγωμένη.

Μόλις έφτασε σε απόσταση αναπνοής, δάγκωσε τα χείλη του και της χαμογέλασε.

"Θα αρχίσω πρώτα από το λαιμό..." της είπε πονηρά "Ύστερα θα βγάλω απαλά το δέρμα μέχρι να φτάσει στα στήθη σου..." συνέχισε κλείνοντας την απόσταση ανάμεσα τους "Μόλις τελειώσω μαζί σου δε θα μείνει τίποτα..."

"Ακόμα πιστεύεις ότι μπορείς να με γδάρεις Ίαν;" του είπε πια έχοντας ένα παιχνίδισμα στη φωνή και εκείνος άφησε το μαχαίρι, την έπιασε από τη μέση και την γύρισε πάνω στο  πάγκο. Τα χέρια του αγκάλιασαν μανιασμένα τους γλουτούς της και τραβώντας τη με δύναμη στο κορμί του, όρμησε στα χείλη της σαν αγρίμι.

Το φιλί τους ήταν μοναδικό. Διαφορετικό...
Μα πάντα το απολάμβανε...
Είχε περίπου μία εβδομάδα να βγει και της είχε λείψει... Ναι, δεν έλεγε ψέματα στον εαυτό της πια... Της έλειπε. Τον αγαπούσε εξίσου και τον ποθούσε το ίδιο...

Ο Ίαν την έπιασε δυνατά και τη γύρισε προς το τραπέζι. Άρχισε να τη γδυνει και χωρίς άλλη καθυστέρηση μπήκε μέσα της και εκείνη αναστεναξε βαθιά.

"Μου έλειψες ανάθεμα σε..." της είπε αυξάνοντας ρυθμο

Η Ελίζαμπεθ έμπηξε τα νύχια της στη σάρκα του. Ήταν πάντα άγριος όταν έκανε σεξ μαζί της. Αχόρταγος. Δεν ένιωθε ότι απατάει το Λουκ ήταν το ίδιο ακριβώς πρόσωπο. Ούτε όμως ο Λουκ ένιωθε ότι εκείνη κινδυνεύει με κάποιο τρόπο... Δεν μπορούσε να το ελέγξει...

Ήταν μόλις πριν ένα χρόνο όταν επέστρεψαν στο σπίτι από τη κλινική και το πρώτο κι όλας βράδυ , ο Ίαν βγήκε έξω. Ήξερε να κρύβεται καλά ο ατιμος για έναν ολόκληρο χρόνο...
Η Ελίζαμπεθ έπαθε σοκ αρχικά αλλά εκείνος της άνοιξε εντελώς τα χαρτιά του...
Δεν πείραξε ούτε τρίχα από το κεφάλι της...
Καμιά άλλη προσωπικότητα δεν επιβίωσε εκείνη τη νύχτα στο Πορτ Άλεν...
Εκτός από εκείνον...
Δεν ήξερε γιατί...
Ούτε όταν το συζήτησε την επόμενη μέρα με τον Λουκ, βρήκαν άκρη...
Ο Λουκ αρχικά τρομοκρατήθηκε. Σκέφτηκε να ξεκινήσει κάποια αγωγή αμέσως ή να επιστρέψει στη κλινική μα την ίδια κι όλας μέρα, κλείστηκε στο μπάνιο για δύο ώρες... Η Ελίζαμπεθ τον άκουγε...
Μιλούσε μόνος...
Άλλαζε φωνές...
Όταν βγήκε από το μπάνιο ήταν διαφορετικός. Θαρρείς και κάτι έσπασε μέσα του. Θαρρείς και αγάπησε και ο ίδιος τον εαυτό του με όλα τα στραβά του... Όπως ακριβώς του είπε και εκείνη...
Κάπου στο βάθος της ψυχής του, ήξερε ότι όση ασφάλεια μπορούσε να της παρέχει ο Λουκ ο ίδιος, άλλη τόση θα της χάριζε και ο Ίαν...
Αν για ένα πράγμα  είχε δίκιο εκείνη τη νύχτα ήταν πως ο Ίαν σταμάτησε να υπακούει καιρό τον Τζέι...
Υπάκουσε μόνο στη καρδιά του Λουκ και εκεί μέσα ήταν η Ελίζαμπεθ...

Τους πήρε λίγο χρόνο να αφομοιώσουν τη κατάσταση μα τελικά όχι μόνο έμαθαν να ζουν με αυτή, αλλά η Ελίζαμπεθ κατάφερε να τον ερωτευθεί ξανα και ξανά μέσα από τα μάτια του Ίαν...
Υπήρχαν πολλές στιγμές που έμπαινε στο μπάνιο και έβγαινε μετά από ώρες αλλά δε τη πειραζε... Στη τελική είχε να πει πολλά ακόμα και με τον εαυτό του...
Καμιά φορά της άρεσε να τον ακούει να κάνει διάλογο... Η φωνή άλλαζε, μερικές φορές γελούσε, άλλες θύμωνε ... Πάντα όμως έβγαινε συγκροτημένος. Σαν ένα...

Ο Ίαν την έπιασε απαλά από το λαιμό...
Η Ελίζαμπεθ κυρτωσε προς τα πίσω το κορμί της και εκείνος απόλαυσε κάθε ιντσα του...

"Ποτέ δε θα ακούσεις από μένα σαγαπω..." της είπε ξαφνικά

"Ποτέ δε θα θελήσω..." του αντιγυρισε λαχανιασμενη και εκείνος άρχισε να μπαινοβγαίνει μέσα της με ταχύτητα. Οι αναστεναγμοί της επισκίασαν τα πάντα.
Ξάφνου ο Ίαν τη τράβηξε ακόμα πιο πολύ.
Η Ελίζαμπεθ έβγαλε ένα επιφώνημα πόνου και απόλαυσης μαζί όταν τα κορμιά τους ενώθηκαν ως το τέρμα.

"Σε θέλω όμως γαμημενα πολύ..." της είπε και τραβώντας τη από το λαιμό τη φίλησε παθιασμένα "Τόσο πολύ που δε βλέπω την ώρα να ζήσω μέσα σου..." στο τελείωμα, έβγαλε ένα βαθύ μουγκρητό, τη κράτησε σταθερή και έζησε μέσα της... Τελείωσε χωρίς να τραβηχτεί... Έμεινε και απόλαυσε τα πάντα πάνω της... Κάθε της σπασμό. Κάθε της αναφιλητο. Κάθε της κάψα...
Το χέρι του ήταν ακόμα στο λαιμό της.
Το κορμί της έσταζε...
Τα χείλη της τον προκαλούσαν μισάνοιχτα...

"Έπρεπε να σε είχα γδάρει τη τρέλα μου μέσα πριν δύο χρόνια..." της είπε, και χαρίζοντας της ένα βαθύ παθιασμένο φιλί, βγήκε σιγανα από μέσα της... Δεν της είπε άλλη λέξη...
Της έριξε ένα πονηρό βλέμμα, της έκλεισε το μάτι και έφυγε από τη κουζίνα...

Όταν η Ελίζαμπεθ κατάφερε να συγκροτήσει τον εαυτό της, ανέβηκε και τον βρήκε ξαπλωμένο να κοιμάται...
Τράβηξε το σεντόνι, σκέπασε το κορμί της και τον αγκάλιασε...

"Καληνύχτα Λουκ..." του ψιθύρισε γαλήνια...

"Καληνύχτα μικρή..." της είπε και εκείνη χαμογέλασε όσο τίποτα. Τον κράτησε και κλείνοντας τα βλέφαρα της αποκοιμήθηκε...

-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_

Πέντε χρόνια αργότερα.
Τέξας.

Έβγαλε και τη τελευταία κούτα από το τρέιλερ και τον κοίταξε. Ήταν ακόμα μέσα στο αυτοκίνητο και μάλωνε με τον εαυτό του....

"Λόγκαν! Έλα μέσα..."

"Ο μπαμπάς;"

"Έρχεται αγάπη μου... Πάμε να φτιάξουμε το δωμάτιο σου..."

Η Ελίζαμπεθ έριξε ένα τελευταίο βλέμμα προς το αυτοκίνητο, χαμογέλασε ευτυχισμένη και πιάνοντας τον μικρό από το χέρι, μπήκαν μέσα...

"Σοβαρά τώρα; Είναι αυτό μέρος να μεγαλώσει ένα παιδί;!"

"Δε το βουλώνεις; Τι έχει;! Τι ήθελες δηλαδή να μεγαλώσει στη πόλη; Δεν βλέπεις τι γίνεται εκεί;"

"Τι έχει η πόλη Λουκ;! Τι; Και ωραία γκομενάκια θα είχε και από όλα! Ήρθαμε εδώ να κάνουμε τι; Να βρει καμιά αγελάδα;" Ο Ίαν ήταν έξαλλος με τη μετακόμιση.

"Μιλάμε για το παιδί μου. Μπορώ να αποφασίσω!"

"Σοβαρά;..." Γέλασε κροτάλιζοντας το λαιμό του.."Εγώ λέω πως είναι δικός μου!"

"Πάμε στοίχημα;"

"Πάμε... Τα χρόνια περνάνε γρήγορα Λουκ... Θα το δεις..."

"Θα σε βγάλω ψεύτη..."

"Αυτό θα το δούμε..."

Η μάχη τελείωσε...
Ο Λουκ άνοιξε τη πόρτα και κοίταξε το σπίτι τους...
Ήταν πανέμορφο...
Σήκωσε το κεφάλι και είδε την Ελίζαμπεθ να τον κοιτάζει από το παράθυρο ενώ πλάι της, είδε ένα ακόμα μικρο κεφαλάκι να προεξέχει.

"Κάνε θεέ μου να ζήσει μια όμορφη φυσιολογική ζωή..." ψέλλισε κοιτώντας το γιο του και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, χαμογέλασε ως το τέρμα και μπήκε στο σπίτι...

§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§§

Τα λόγια είναι περιττά για να σας εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου που με αγκαλιάσατε έτσι...
Επιτέλους ένα βιβλίο που λάτρεψα έφτασε στο τέλος του.

Ξέρω ότι ίσως σας το χαλάσω, αλλά είχα ένα διαφορετικό τέλος στο μυαλό μου όταν το έγραφα για έκδοση. Στην εφαρμογή όμως προτίμησα να βάλω το συγκεκριμένο...
Ήθελα να του δώσω μια διαφορετική εξιλέωση από αυτή που έχει εκτός εφαρμογής. Παρόλα αυτά αν μεγαλώσει λίγο ακόμα ο μικρούλης και το δουλέψω, ίσως στην έντυπη μορφή να έχει ένα διαφορετικό τέλος...❤️🥹

Καμιά φορά τα τραύματα μας δεν στρώνουν ποτέ...
Είναι τόσο βαθιά ειδικά τα τραύματα ενός παιδιού που πάντα θα κουβαλάει στη ψυχή του τον πόνο...
Όταν έχει πληγωθεί τόσο ο εαυτός σου αδυνατείς να επανέλθεις...
Καμιά φορά το κάνεις.
Πάντα όμως τα τραύματα θα είναι υπαρκτά...

Στη περίπτωση του Λουκ και κάθε μικρού Λουκ εκεί έξω , αυτά τα τραύματα τσαλακωνουν τη ψυχή και την ανθρωπιά τους... Πάντα υπάρχει ελπίδα όμως...
Πάντα κάποιος ίσως τους αγαπήσει όπως ακριβώς είναι...
Ποτέ μην επιδιώκετε να αλλάξετε κάποιον.
Αγαπήστε τον όπως ακριβώς είναι...
Γιατί αυτό είναι.
Δεν θα γίνει κάτι που εσείς θέλετε...
Ειναι αδύνατο. Θα είναι ψεύτικο...
Μια μάσκα...

Δώστε αγάπη χωρίς να κάνετε το άτομο απέναντι σας να αλλάξει για αυτήν...

Σας ευχαριστώ μέσα από τη καρδιά μου!

Ένα τσιγκλησμα το έχω...
Τι;

Δε το καταλάβατε ακόμα;;; 😁

Δε θα σας πω...
Θα είναι μυστικό...
Ίσως μερικές το καταλάβατε...
Πάντως υπάρχει μέσα μου και με τρώει...🥰

Να είστε καλά!
Σας αγαπώ ειλικρινά!
Δε φτάνει η λέξη -ευχαριστω- για όσα μου δίνετε ❤️ 

Τα λέμε σύντομα 🥰 Τώρα που πήρα φόρα, δεν ξέρω αν είμαι ικανή να σταματήσω...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top