Κεφάλαιο 30°
Γέλα ψυχούλα μου
Για να γελάς εσύ κάποιος έχει κλάψει
Εσύ έκλαψες αρκετά...
Τι;
Έχεις κι άλλα δάκρυα;
Ε τότε ξέσπασε...
Μόνο τότε θα ηρεμήσεις...
-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_
Η αφιλόξενη πόλη έδειχνε για ακόμα μια φορά το χαρακτήρα της.
Μέχρι να φτάσει στο σπίτι του, είχε ήδη πιάσει μπόρα. Η Ελίζαμπεθ όμως δε σταμάτησε λεπτό να τρέχει. Αποφάσισε πως αυτός ήταν ο σωστός δρόμος.
Τώρα όλα ήταν ξεκάθαρα μέσα στο κεφάλι της. Η Νάντια της είπε πράγματα που ποτέ του δε θα έβρισκε το θάρρος να της πει. Και ποιος άλλωστε να μπορεί να ομολογήσει κάτι τόσο αποτρόπαιο; Ήταν θυμωμένη. Με το κόσμο. Τη κοινωνία. Τις κλειστές πόρτες και τα στόματα. Όλα όσα οδηγούν έναν άνθρωπο στη παράνοια όταν το μόνο που επιζητά ήταν απλά βοήθεια.
Δεν είχε ιδέα τι θα αντιμετωπίσει ούτε τι θα αντικρύσει. Ήταν δολοφόνος; Σκότωσε τους γονείς του; Η Ελίζαμπεθ ήταν τόσο εξαγριωμένη με όσα έμαθε που κάπου βαθιά μέσα της ήταν σίγουρη ότι και εκείνη θα έπραττε το ίδιο.
Σκούπισε το νερό που έπεφτε σαν καταρράκτης πάνω στο πρόσωπο της και φτάνοντας επιτέλους έξω από το σπίτι του σταμάτησε. Πριν καν πατήσει το πόδι της στη βεράντα πρόσεξε ότι η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Κοίταξε γύρω της και ύστερα με βήμα γοργό προχώρησε προς το σπίτι.
Έπιασε τη πόρτα και την έσπρωξε ελαφρά προς τα μέσα για να ανοιξει. Ήταν σκοτεινό. Παγωμένο. Εκείνη έσταζε. Έξω μπορεί να ξέσπασε καταιγίδα αλλά εκείνη ακουγε μόνο τις σταγόνες που έπεφταν από πάνω της και κατέληγαν στα σανίδια. Αριστερά ήταν το σαλόνι και δεξιά η κουζίνα ενώ ευθεία ακριβώς η σκάλα που οδηγούσε επάνω. Σε καμία από τις τρεις κατευθύνσεις ομως δεν έβλεπε κάτι. Άπλωσε το χέρι στο τοίχο ψάχνοντας για τον διακόπτη μα η χαρά της έσβησε αφού όταν τον βρήκε το φως δεν άναψε...
"Λουκ;" ψέλλισε κάνοντας λίγα βήματα προς το εσωτερικό. Ένα ξαφνικό μπουμπουνητο την έκανε να αναπηδήσει στη θέση της.
Φώναξε άλλη μια φορά το όνομα του μα τίποτα...
Βήμα στο βήμα βρέθηκε στο σαλόνι. Μόλις μπήκε μέσα τα σανίδια ετριξαν αλλά μαζί με αυτά άκουσε και ένα ξεχωριστό τρίξιμο. Σαν σίδερο που τρίβεται με ένα άλλο. Το αίμα της πάγωσε όταν αντιλήφθηκε ότι ήταν η εξώπορτα η οποία έκλεινε σιγά σιγά ενώ μέσα στις σκιές κατάφερε να διακρίνει μια ψηλή φιγούρα πλάι στη πόρτα.
"Εισαι τόσο μούσκεμα..." η καρδιά της έπαψε να χτυπά όταν άκουσε τη φωνή του. "Έλα, κάθισε να στεγνώσεις..." Έμοιαζε φυσιολογική αλλά δεν ήταν. Η Ελίζαμπεθ το ένιωθε ενώ ύστερα από όσα τις εκμυστηρεύτηκε η Νάντια, η άγνοια έγινε γνώση και οι φόβοι πήραν σαρκα και οστά.
"Ανησύχησα..." του απάντησε προσπαθώντας να συγκρατήσει την ηρεμία της.
"Τρέμεις μικρή μου;" τα σανίδια ούρλιαξαν στο βήμα του. "Έλα εδώ... Πρέπει να βγάλεις τα ρούχα σου. Θα κρυώσεις..."
"Σε λίγο", απάντησε με κομμένη ανάσα ενώ στην αμέσως επόμενη αστραπή της κόπηκε το αίμα. Προχωρούσε στα σκοτάδια έχοντας στο πρόσωπο του ένα χαμόγελο στρωτό. Δεν έσπαγε. Δεν άλλαζε.
Η Ελίζαμπεθ άρχισε να κάνει μικρά βήματα προς τα πίσω όσο εκείνος πλησιαζε.
"Μου έλειψες", της είπε χωρίς ίχνος συναισθήματος στη φωνή. "Έλα... Θέλω να σε αγκαλιάσω..." σε κάθε αστραπή τον έβλεπε όλο και πιο κοντά ενώ στη τελευταία πρόσεξε πως κρατούσε κάτι στα χέρια.
"Είμαι βρεγμένη. Θα σε κάνω χάλια" η Ελίζαμπεθ τα έχασε. Πράγματι αυτός δεν ήταν σίγουρα ο Λουκ. Όποιος κι αν ήταν όμως έστελνε ανατριχιλα και ούρλιαζε κίνδυνο. Για μια μόνο στιγμή σκέφτηκε πως η Νάντια ίσως είχε δίκιο. Ίσως πράγματι να ήταν πολύ πιο επικίνδυνα τα πράγματα από όσο νομιζε.
"Ξέρεις κάτι μικρή μου Ελίζαμπεθ;", η φωνή του ήταν συρτή. "Καμιά φορά ερχόμαστε στη ζωή για να κάνουμε κάτι συγκεκριμένο. Σωστά; Με καταλαβαίνεις"
"Ναι..." αρκέστηκε να του απαντήσει ενώ έτσι όπως πισωπατησε ένιωσε κάτι στο χέρι της. Έκλεισε για ένα δευτερόλεπτο τα μάτια όταν αντιλήφθηκε πως ήταν κάτι που έμοιαζε με κηροπήγιο. Το έπιασε και το κράτησε σφιχτά πίσω από τη πλάτη της ενώ εκείνος είχε φτάσει πιο κοντα. Μπορούσε πλέον να τον δει καθαρά.
"Τι συμβαίνει όταν κάποιος στέκεται εμπόδιο σε αυτό το έργο που επικαλουμαστε να κάνουμε; Μια αποστολή για παράδειγμα... Αν κάποιος σταθεί στη μέση; Τι κάνουμε;"
Δεν ήξερε ποια απάντηση θα ήταν αυτή που θα ήθελε...όλες μέσα στο μυαλό της ήταν λανθασμένες. Ήταν βρεγμένη μα ο κρύος ιδρώτας έλουσε τη πλάτη της.
"Για να σταθεί στη μέση θα έχει λόγο..."
"Αλήθεια;"
"Αν δεν έχει λόγο, τότε δε θα ασχοληθεί..."
"Και γιατί να ασχοληθεί εξ αρχής;" τη ρώτησε και με ένα μεγάλο βήμα τη ξάφνιασε και βρέθηκε μπροστά της. Η Ελίζαμπεθ πανιασε. Η καρδιά σταμάτησε να χτυπά μονομιάς. Έσφιξε το κηροπήγιο και έτρεμε ολόκληρη.
"Λουκ; Μίλησε μου..." ζήτησε σιγανα και έτοιμη να ξεσπάσει σε δάκρυα
"Α... Ενδιαφέρον... Μικρή αλλά έξυπνη..."
"Ποιος είσαι;" ρώτησε ευθέως πια και εκείνος γέλασε και έσκυψε προς το μέρος της. Ήταν τρελός. Χαμογελούσε ακόμα με εκείνο το ανατριχιαστικό χαμόγελο.
"Υποθέτω ότι είμαι ο εκτελεστής. Το χέρι της κρίσης. Δε ξέρω. Ο Τζέι με φωνάζει Κάσιεν αν αυτό σου αρκεί..."
Η Ελίζαμπεθ κατάλαβε ότι η Νάντια είχε απόλυτο δίκιο. Έπασχε από διασχιστική διαταραχή. Το θέμα ήταν με πόσους είχε να κάνει; Από τα λίγα που της είπε η Ελίζαμπεθ συγκράτησε ότι θέλει ψυχραιμία αλλά μόνο ψυχραιμία δε χωρούσε στη στιγμή
"Που είναι ο Λουκ Κάσιεν;" ρώτησε κάνοντας ένα βηματακι προς τα δεξιά και εκείνος την έπιασε ξαφνικά από το μπράτσο
"Θα πέσεις! Πρόσεχε!" η Ελίζαμπεθ τραβήχτηκε αμέσως. Εξω φυσούσε μανιασμένα σε σημείο που τα παντζούρια άρχισαν να κοπανιουνται ασταμάτητα. Ακόμα και το λιγοστό φως από τις λάμπες του δρόμου, χάνονταν για μερικά δευτερόλεπτα.
"Τι θέλεις από μένα;"
Ο Κάσιεν γέλασε αυταρεσκα
"Μα τώρα το ερώτηση είναι αυτή;" είπε αλλά εκείνο το χαμόγελο της τρέλας κόπηκε. Τα χείλη του σφραγισαν. Το βλέμμα του σαλεψε. Τρικλισε τα κόκαλα του λαιμού του , κούνησε μια φορά το κεφάλι και τη κοίταξε
"Μπορείς να το παλέψεις Λουκ..." Του ψιθύρισε σχεδόν
"Θα το κάνει... Μόλις όμως σε σκοτώσω!" φώναξε ξαφνικά και η Ελίζαμπεθ από τη τρομάρα της τον κοπανησε στο κεφάλι με το κηροπήγιο και άρχισε να τρέχει. Δεν είχε ιδέα που πάει. Έπιασε την αρχή της σκάλας και άρχισε να ανέβαινει ώσπου τον άκουσε να γρυλιζει πίσω της.
"Θα σε γαμησω μωρη καριόλα! Κάτσε να σε πιάσω!"
Η ανάσες της έγιναν απίστευτα γρήγορες. Ένα σκαλί ανέβαινε και στο άλλο σκονταφτε στη προσπάθεια να βιαστεί.
"Σε τσακωσα!" το πόδι της τραβήχτηκε ξαφνικά προς τα πίσω και εκείνη αντανακλαστικά τον κλώτσησε και άρχισε να σκαρφαλώνει τα σκαλιά όσο πιο γρήγορα γίνοταν. Όταν έφτασε κάνω μπήκε στο πρώτο δωμάτιο που βρήκε. Έπιασε τη κλειδαριά μα δεν υπήρχε κλειδί. Τον άκουγε να βρίζει και να ανεβαίνει και απλώνοντας τα χέρια της άγγιξε μια καρέκλα. Την έπιασε και την έβαλε κόντρα στο πόμολο. Η ψυχή της ολόκληρη έτρεμε...
"Ελιζαμπεεεθ...." ήταν τρομακτική η φωνή του. "Δε μπορείς να μου κρυφτείς... Βγες έξω καλή μου... Υπόσχομαι να γίνει γρήγορα.." είχε τρομοκρατηθεί. Όταν τα βήματα του έφτασαν έξω από τη πόρτα και το πόμολο άρχισε να κουνιέται σαν τρελό άθελά της τσιριξε. "Αχα... Το ήξερα. Έλα μωρό μου... Άνοιξε τη πόρτα... Άνοιξε μη σου γαμησω!" Έδωσε μια κλωτσιά και η πορτα άνοιξε διάπλατα. "Εγώ σε προειδοποίησα!" της είπε και όρμησε προς το μέρος της. Η Ελίζαμπεθ δεν είχε πουθενά να πάει. Ο Κάσιεν την έπιασε και τη σήκωσε όρθια στον αέρα από το λαιμό... "Και τώρα ήρθε η ώρα να κάνω πράξη όσα υποσχέθηκα στον Ιαν..." της είπε και δίνοντας της ένα χαστούκι την έριξε στο κρεβάτι...
-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_
"Πρέπει να φύγω!"
"Εδώ έχουμε μια αυτοκτονία!" του είπε αυστηρά ο επιθεωρητής
"Δεν καταλαβαίνεις!"
"Διαφωτισε με τότε!"
"Είναι επειγον!"
"Πιο επείγον από το γεγονός ότι ο μάρτυρας μας προτίμησε να αυτοκτονήσει;"
Ο επιθεωρητής είδε τον Έντουαρντ στο δρόμο καθώς πήγαινε στο τμήμα για ενισχύσεις και δεν τον άφησε να κουνήσει βήμα
"Το κατανοώ! Αλλά ειλικρινά..."
"Μου αποκάλυψε ότι βίαζε ένα παιδί Μπάουερ! Σύνδεσε λίγο τα γεγονότα! Σαμ, Τζακ, Τσαρλς , Χάρισον! Ήταν όλοι βιαστές!" Ο Έντουαρντ έπαθε σοκ... "Τώρα μπορούμε να συνεννοηθούμε..." αποκρίθηκε ο επιθεωρητής αλλά εκείνος είχε χαθεί...
Δεν ήταν ένας... Ούτε ήταν μια φορά...
Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα
"Έντουαρντ;" ο επιθεωρητής παραξενεύτηκε
"Πρέπει να φύγω!"
"Ξέρεις ποιο είναι το παιδάκι σωστά; Αυτός τους σκοτώνει έτσι δεν είναι;!" απαίτησε να μάθει
"Δε ξέρεις τι λες!"
"Μην κάνεις τον ανηξερο! Είμαι σίγουρος ότι ξέρεις! Το παιδί των Άντερσον είναι έτσι;!" Ο Μπάουερ τα έχασε και τον έπιασε από το γιακά
"Άσε το παιδί ήσυχο! Άκουσες;!"
"Έχεις ιδέα σε ποιον απλώνεις τα χέρια σου;!"
"Εσύ έχεις ιδέα σε ποιον μιλάς;" του είπε εξαγριωμένος
"Καλύπτεις ένα δολοφόνο;!"
"Πάψε!" ούρλιαξε ο σερίφης
"Ξέρεις!! Ξέρεις και δε μιλάς!!!"
"Πάψε είπα!" Ο επιθεωρητής τον ωθούσε στα άκρα αλλά ο Έντουαρντ ήταν τόσο συναισθηματικά φορτισμένος που δεν το ένιωθε. Για εκείνον η μόνη σκέψη ήταν οτι πάνω στο ίδιο του το παιδί ασελγουσαν τέσσερις άντρες ενώ εκείνος δεν είχε γνώση για τίποτα.
"Αυτός τους σκότωσε! Τον βίαζαν και όταν μεγάλωσε σκότωσε τους γονείς του! Ύστερα έναν έναν αποφάσισε να σκοτώσει και τους υπόλοιπους! Σταμάτα να καλύπτεις ένα δολοφόνο!!!" Του φώναξε μέσα στα μούτρα
"Εγώ είμαι ο καταραμένος ο δολοφόνος!" ούρλιαξε ο σερίφης και ο επιθεωρητής έμεινε κάγκελο "Εγώ σκότωσα τον καταραμένο τον Τσαρλς! Και τον Χάρισον! Και την Κάθριν! Και όλους!!" Φώναξε απελπισμένα και κάνοντας ένα βήμα πίσω απελευθέρωσε τον επιθεωρητή και γονάτισε κάτω κλαίγοντας. "Εγώ το έκανα... Εγώ..." Ξαναειπε "Το παιδί μου βίαζαν... Το ίδιο μου το σπλαχνο..." Παραδέχθηκε με τον επιθεωρητή να μη πιστεύει στα αυτιά του. "Έχει λίγους μήνες που το έμαθα... Δεν μπορούσα να ηρεμήσω έκτοτε. Ήξερα για τον Χάρισον... Εγώ τους σκότωσα πριν δέκα χρόνια. Όταν όμως έμαθα ότι ήταν κι άλλοι δεν άντεξα... Σκότωσα τη Κάθριν γιατί ο άντρας της πλήγωσε το παιδί μου..."
"Μου λες ότι ο Λουκ Άντερσον..."
"Ναι. Είναι γιος μου... Και θα σκότωνα άλλες τόσες φορές για εκείνον...Δεν έχει ιδέα. Μη τον πειράξεις. Έχει ήδη πολλά ψυχικά τραύματα. Δε θέλω να αποκτήσει κι άλλα..."
"Τα ομολογείς όλα λοιπόν;!" Τον ρώτησε έκπληκτος
"Ναι Σάντερς... Όλα..." Ο Έντουαρντ κατάλαβε αμέσως ότι ο επιθεωρητής θα στόχευε τον Λουκ. Αυτή του η πράξη ήταν ίσως η μοναδική για να εξιλεωθεί στα μάτια του. Δεν θα άντεχε άλλωστε να ζήσει ύστερα από όσα άκουσε... Τώρα έβγαζαν όλα νόημα. Κυνηγούσε όσους τον πλήγωσαν... Όσους σκότωσαν τη ψυχούλα του.
Ο επιθεωρητής έβγαλε τις χειροπέδες και ο Έντουαρντ ανασηκωσε αμέσως τα χέρια του.
"Λυπάμαι Μπάουερ. Δεν έχω επιλογή"
"Να μη λυπάσαι. Σκότωσαν ένα αθώο παιδάκι. Θα το έκανα ξανά και ξανά..." Ψέλλισε και ο επιθεωρητής του φόρεσε τις χειροπέδες. "Μη πεις κάτι στο γιο μου... Σου μιλάω σαν πατέρας προς πατέρα. Αρκετά τράβηξε..."
"Σου δίνω το λόγο μου" αρκέστηκε μόνο να πει και ύστερα τηλεφώνησε στα κεντρικά...
🖤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top