Κεφάλαιο 27°
Δεν μπορείς να κρυφτείς πια
Αρκετά προσπάθησες
Η εκδίκηση είναι μια φλόγα αναμμένη
Είτε θα υπακούσεις είτε θα καείς σε αυτή..
-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-
Δεν είχε σταματήσει να κλαίει.
Τα πόδια της ήταν σακατεμενα και πονούσαν φοβερά. Η Ελίζαμπεθ κρύφτηκε στο δάσος τη προηγούμενη νύχτα και μόλις τον είδε να φεύγει από το σπίτι μπήκε στα γρήγορα πήρε τα πράγματα της και έτρεξε στο δικό της. Δεκάδες τσαλιά είχαν καταφέρει να τρυπώσουν στο δέρμα της.
Ένιωθε το μέτωπο της να φλέγεται.
Δεν ήξερε τι συμβαίνει. Το μόνο που ήξερε καλά ήταν πως είχε τρομοκρατηθεί.
Έκανε ένα μπάνιο προσπάθησε να βγάλει από το δέρμα της τις ακίδες και ετοιμάστηκε. Δεν μπορούσε να μη δουλέψει. Ο Τσαρλς ήταν ανίκανος να ανοίξει, η Πέιτον είχε φύγει και μέσα σε όλο το χαμό είχε και τη δουλειά της.
Ντύθηκε και στάθηκε μπροστά από το καθρέφτη. Ήταν ταλαιπωρημένη. Τα μάτια της κοιτούσαν το είδωλο κατακόκκινα από το κλάμα και μαζί με την αϋπνία, η συνολική της εικόνα ήταν καταθλιπτική.
Έξω είχε αρχίσει να ξημερώνει. Συνήθως άνοιγε στις επτά μα τη προηγούμενη δεν έκανε προετοιμασία οπότε όπλισε τον εαυτό της με υπομονή και βγήκε από το σπίτι.
Μέσα στο κεφάλι της υπήρχαν χιλιάδες ερωτήματα μα απάντηση καμιά. Έκανε κάτι; Γιατί της φέρθηκε έτσι; Γιατί άλλαζε φωνές;
Ήταν τρελός; Θα της έκανε κακό; Και που πήγε μέσα στη νύχτα; Γιατί την έδιωχνε;
Έφτασε στο μαγαζί με τα χίλια ζόρια.
Άνοιξε και άναψε τα φώτα.
Δίχως να σκέφτεται ξεκίνησε νωχελικα να ενεργοποιεί τις μηχανές και το εστιατόριο πήρε ζωή.
Είχε κλειδωμένα ακόμα.
Το μαγαζί άνοιγε σε μία ώρα και έχοντας μπροστά της τη προετοιμασία μπήκε στη κουζίνα. Ξεφυσησε. Δεν είχε όρεξη να κάνει τίποτα. Άπλωσε τα υλικά στο πάγκο και βγήκε για να φτιάξει ένα καφέ. Πάντα έπινε το καφέ σε μια συγκεκριμένη κούπα. Της άρεσε. Έψαξε αλλά δε τη βρήκε.
"Που στα κομμάτια της άφησα;" μονολογησε και σκύβοντας κάτω από το πάγκο έκανε στην άκρη κάτι χαρτιά και τη βρήκε. Τη τοποθέτησε στη μηχανή αλλά ξάφνου έσμιξε τα φρύδια της και ξαναεσκυψε
"Η πρόσληψη της Νάντιας.." της ήρθε μια αναλαμπή. Άνοιξε το φάκελο και μέσα είχε τα στοιχεία της. Μπορεί να υπήρξε μια ζήλεια τότε αλλά σαν ένωνε το παζλ σιγά σιγά θυμήθηκε ότι και εκείνη είχε στα μάτια της τον ίδιο τρόμο όταν είδε τον Λουκ.
Χωρίς να κάτσει να το αναλύσει και με το ένστικτο της να τη διατάζει, έψαξε το κινητό της το βρήκε και τη κάλεσε. Ύστερα από τρεις κλήσεις και αφού δεν απάντησε , κάθισε απογοητευμένη στο πάγκο. Ήταν πρωί ακόμα. Θα προσπαθούσε ξανά αργότερα. Ήπιε το καφέ της μα λίγο πριν μπει στη κουζίνα είδε το αμάξι του σερίφη απ' έξω να παρκάρει. Βγήκε και τον είδε να πλησιάζει. Ξεκλείδωσε και εκείνος πλησίασε.
"Καλημέρα σερίφη Μπάουερ"
"Καλημέρα Ελίζαμπεθ"
"Δεν έχω ανοίξει ακόμα αλλά αν θέλετε μπορείτε να περάσατε. Θα σας φτιάξω έναν καφέ"
"Δυστυχώς δεν ήρθα για καφε. Ούτε με καλά νέα" η Ελίζαμπεθ παραξενεύτηκε
"Τι συνέβη;"
"Χθες βράδυ δολοφονήθηκε άγρια ο Τσαρλς στη κουζίνα του σπιτιού του" της ανακοίνωσε και εκείνη άλλαξε χίλια χρώματα "Ήρθα να σε ενημερώσω ότι η Κλάρα προς το παρόν δεν ξέρει τι θα γίνει με το μαγαζί. Αλλά μπορείς να το κρατήσεις ανοιχτό και να της πηγαίνεις τα έσοδα. Είναι δύσκολη η κατάσταση της με το μωρό..."
Η Ελίζαμπεθ είχε χάσει τα λόγια της.
"Μα πως... Ποιος..." ψέλλισε τρομαγμένη
"Ξέρω ότι ο Τσαρλς είχε μέρες να έρθει στο μαγαζί οπότε δε θα σου κάνω χαζές ερωτήσεις. Ο επιθεωρητής Σάντερς είναι ακόμα στη πολη. Το ερευνούμε μαζί. Είδες ή μήπως άκουσες κάτι ύποπτο; Κάποιο πελάτη; Κανένα διαπληκτισμο ή απειλή ίσως;"
"Όχι. Τίποτα. Είχε βδομάδες να έρθει σε κανονική βάρδια. Μόλις η κυρία Κλάρα μπήκε στο νοσοκομείο δεν ήρθε ξανά..." Του είπε λυπημένη "Παρόλα αυτά έλειπα τις τελευταίες μέρες γιατί ήμουν άρρωστη. Η Πέιτον με αντικατέστησε αλλά από όσο ξέρω και πάλι δεν ήρθε στο μαγαζί ο Τσαρλς..." η Ελίζαμπεθ συνειδητοποιουσε τη κατάσταση άλλο τόσο βουρκωνε "Μόλις γέννησε η Κλάρα..." Ψέλλισε έτοιμη να βάλει τα κλάματα
"Το ξέρω Ελίζαμπεθ. Είναι συντετριμμένη. Θα σε παρακαλέσω αν κάτι πέσει στην αντίληψη σου να με ενημερώσεις αμέσως"
"Φυσικά σερίφη Μπάουερ..."
"Καλώς. Όσο για το μαγαζί επειδή μίλησα εγώ με τη Κλάρα, προσπάθησε να το κρατήσεις όσο μπορείς. Ήταν δύσκολα οικονομικά. Δεν ήθελε όμως βοήθεια και τα έξοδα της κηδείας είναι αρκετά..."
"Καταλαβαίνω..."
"Να προσέχεις Ελίζαμπεθ. Πρώτα η Κάθριν, τώρα ο Τσαρλς..." της είπε ανεπίσημα πια "Δε ξέρουμε με το έχουμε να κάνουμε και σίγουρα δε νομίζω να είναι περαστικός. Όπως και να έχει, για οτιδήποτε ύποπτο τηλεφώνησε μου αμέσως" της άφησε μια κάρτα με τον προσωπικό του αριθμό και έφυγε.
Η Ελίζαμπεθ επέστρεψε μέσα και κάθισε στο πρώτο τραπεζάκι που βρήκε. Ήταν σε σοκ.
Ξάφνου το κινητό της άρχισε να χτυπά και βγάζοντας το από τη ποδιά της αναγνώρισε το κινητό της Νάντιας.
Δεν ήταν σε κατάσταση να σκεφτεί όσα έγιναν με το Λουκ. Απέρριψε τη κλήση και της έστειλε ένα μήνυμα να την ενημερώσει ότι ήταν η Ελίζαμπεθ και θα την έπαιρνε μετα. Παρόλα αυτά και αφού το μήνυμα διαβάστηκε η Νάντια πήρε ξανά. Η Ελίζαμπεθ παραξενεύτηκε.
"Καλημέρα Νάντια" είπε όταν αποφάσισε να το σηκώσει
"Ελίζαμπεθ;"
"Ναι εγώ είμαι. Θέλεις να τα πούμε κάποια άλλη στιγμή;"
"Κλαίς; Η φωνή σου είναι περίεργη"παρατήρησε
"Αν και δεν ήταν αυτός ο σκοπός της κλήσης μου, λυπάμαι αλλά μόλις έμαθα ότι ο Τσαρλς πέθανε. Για αυτό ακούγομαι έτσι. Με συγχωρείς"
"Πέθανε; Θεέ μου..." αναφώνησε η Νάντια
"Μόλις ήρθε ο σερίφης. Τον δολοφόνησαν" η Ελίζαμπεθ δε μπορούσε ακόμα να το πιστέψει.
"Δολοφονία;" απόρησε η Νάντια αμέσως "Ελίζαμπεθ είσαι καλά;"
"Εγώ; Ναι... Απλά στεναχωριέμαι πολύ για τη καημένη τη Κλάρα. Ο Τσαρλς ήταν πολύ καλός ανθρωπος. Δε του άξιζε..."
Ακολούθησε μια σιωπή
"Λυπάμαι..." είπε σιγανα "Γιατί με καλεσες όμως;"
"Δεν εχει σημασία τώρα Νάντια..."
"Είναι ο Λουκ ετσι δεν είναι;" της είπε και η Ελίζαμπεθ πάγωσε "Είδες κάτι που δεν έπρεπε σωστά;" τη διάβασε σαν ανοιχτό βιβλίο ακόμα κι αν την έβλεπε και η Ελίζαμπεθ σαστισε
"Τι εννοείς;" της απάντησε σιγανα
"Ελίζαμπεθ; Σε ξαναρωτάω... Είδες κάτι που δεν έπρεπε;"
"Δεν ξέρω Νάντια!" φώναξε ελαφρώς "Τίποτα δε ξέρω!, Ολα είναι τεταμενα! Δεν ξέρω πια τι συμβαίνει..." η Ελίζαμπεθ άρχισε να κλαίει
"Άκουσε με... Δεν έφυγα μακριά. Είναι μία ώρα δρόμος. Το βράδυ θα έρθω στη πόλη με το αμάξι. Θέλω να βρεθούμε" η Νάντια ηταν τόσο αινιγματική και η Ελίζαμπεθ μπερδεύτηκε ακόμα πιο πολύ "Πίστεψε με, θέλεις να με ακούσεις. Αρκεί να μη το πεις σε κανένα. Ούτε στο Λουκ... Ξέρω ότι είστε κοντά Ελίζαμπεθ. Αλλά σε ικετεύω μη πεις λέξη σε κανένα. Ας βρεθούμε αν δε θέλεις σπίτι σου κάπου αλλού. Αλλά πρέπει να βρεθούμε. Είχα ορκιστεί ότι δε θα μιλήσω ποτέ για αυτό αλλά ύστερα από τη δολοφονία του Τσαρλς .."
"Τι σχέση έχει η δολοφονία του Τσαρλς;"
"Άκουσε με... Δε μπορώ να σου πω πολλά από το τηλέφωνο. Ο Λουκ όμως όσο κι αν τον αγαπάω, που δε στο κρύβω, είναι επικίνδυνος Ελίζαμπεθ... Πρέπει να μείνεις μακριά του για το καλό σου..."
"Τι λες;"
"Συνάντησε με απόψε στις δώδεκα στην εκκλησία. Είναι πάντα ανοιχτή και δε πατάει κανένας. Πρέπει να κλείσω. Με συγχωρείς" η Νάντια τερμάτισε τη κλήση και η Ελίζαμπεθ έμεινε να κοιτάζει την οθόνη πιο μπερδεμένη από ποτέ. Όλα γύρω της κατέρρεαν και πέρα από όσα είχε να αντιμετωπίσει σε εκείνη τη πόλη, ήξερε ότι οι άντρες του Ράιαν ήταν ακόμα εκεί. Πόσο πιο χαοτική να μπορούσε να γίνει η κατάσταση;
Σηκώθηκε και πήρε ένα παυσίπονο.
Το κεφάλι της ήταν έτοιμο να εκραγεί...
-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-
Ήταν στην αγαπημένη του στάση.
Τα χέρια κολλημένα γύρω από το καθρέφτη και εκείνος έξαλλος σαν άγριο θηρίο.
"Βγες έξω ρε καταραμένο κωλοπαιδο!" οι αγωγες που μπερδευτηκαν μεταξύ τους , του είχαν κάψει το κεφάλι και οι προσωπικότητες έβγαιναν ανεξέλεγκτα εκτός από μια.
Ο Ίαν είχε αναλάβει τα ηνία από τα ξημερώματα αλλά ο Τζέι παρέμενε βαθιά κρυμμένος μέσα. "Θα σε θάψω ρε! Θα σε εξαφανίσω! Βγες έξω!" Είχε ιδρώσει ολόκληρος. Ο Ίαν ανέλαβε τα ηνία πριν ο Κάσιεν ανέβει πάνω και σφάξει τη Κλάρα με το παιδί. Ναι, ήταν στυγνός δολοφόνος και ο ίδιος αλλά δημιουργήθηκε κατ' ανάγκη. Ο Κάσιεν από την άλλη ήταν ότι πιο σκοτεινό υπήρξε ποτέ. Με το ζόρι βγήκε στην επιφάνεια ο Ίαν. Ήταν αρκετά δυνατός.
"Και εσύ ρε γαμιολη! Κρύψου σαν κανένα κοριτσάκι! Μπασταρδε!" είπε εννοώντας το Κάσιεν ο οποίος μαζί με τον Τζέι είχαν εξαφανιστεί
Ο Ίαν γύρισε και άρχισε να σπάει το δωμάτιο. Δημιουργήθηκε για να σκοτώσει και θα το έπραττε αλλά ήθελε όλα να τα κάνει με το τρόπο του. Ήταν σαδιστής. Δεν ήθελε να σκοτώσει για να σκοτώσει. Ήθελε να το απολαύσει. Ο Κάσιεν από την άλλη απλά εκτελούσε. Στη σκέψη να σκότωνε την Ελίζαμπεθ ο Ίαν έχανε κάθε έλεγχο. Ήταν η μοναδική που είχε κάνει τόσα σχέδια και δεν ήθελε κανείς να του το χαλάσει. Πόσο μάλλον ένας έξτρα μπάσταρδος που ήρθε να του κλέψει τη θέση.
Ο Λουκ από την άλλη, ήταν βαθιά κλειδωμένος μέσα. Πάλευε συνεχώς αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Έβλεπε όμως... Ένιωθε και έζησε τα πάντα στο σπίτι του Τσαρλς.
Δεν κατάφερε όμως να πάρει τα ηνία ούτε λεπτό.
"Τζέι...." Ο Ίαν αφού έκανε το δωμάτιο ρημαδιο γύρισε σαλεμενος προς το καθρέφτη. "Ακόμα να βγεις μικρό μαλακισμενο;" Κοίταξε το είδωλο του σοβαρός "Άκουσε με καλά... Αν ξαναβγαλεις αυτό το καριόλη έξω, θα πάρω τα ηνία και θα μας σκοτώσω όλους... Το κατάλαβες μικρό διαβολακι; Τέρμα μετά η εκδίκηση , τέρμα κι όλα! Θα πάμε όλοι μια ωραιότατη βόλτα στη κόλαση!" ούρλιαξε κουνώντας υστερικά το κεφάλι του πέρα δώθε ώσπου γονάτισε.
Έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα κάτω, τρεκλισε τα κόκαλα του και ύστερα ανασηκωσε το κεφάλι χαρούμενα.
Γελούσε στατικά. Η ίδια ζωγραφιά στα χείλη.
"Με εξιταρει η ιδέα Ίαν .." αποκρίθηκε ειρωνικά "Πως σου φαίνεται που σε κλειδώνω άχρηστε; Μια δουλειά είχες να κάνεις... Μόνο μια... Και μάντεψε! Θα τη κάνω εγώ για σένα..." έκανε μια παύση και χαμογέλασε στο καθρέφτη. "Βασικά δύο πράγματα έμειναν. Να σκοτώσω το Σαμ και μετά...." Πήρε μια έκφραση ευχαρίστησης "Μετά θα δεις ότι μπορώ και εγώ να γίνω σαδιστής... Θα τη πηδαω τόσο άγρια ενώ ταυτόχρονα θα της ξεριζώνω τα σωθικά!" γέλασε φρενιασμενα "Ο Τσαρλς δε θα είναι τίποτα μπροστά σε όσα κάνω σε εκείνη... Ο Τζέι πιστεύει ότι σας κάνει αδύναμους... Σας κάνει; Θα το μάθουμε σύντομα..." γύρισε προς το κρεβάτι , έπιασε το σεντονι και το έσυρε στη μύτη του "Ακόμα έχει τη μυρωδιά της πάνω... Αναρωτιέμαι πώς είναι η αίσθηση να τη γαμας... Ε Λουκ; Δε μιλάς πολύ... Ωραία είναι;" γέλασε με τη ψυχή του "Αδύναμο ανθρωπάκι..." συνέχισε και ρίχνοντας το σεντόνι κάτω το πάτησε. "Θα τη στήσω στα τέσσερα, και εκεί που θα τη πηδαω θα χωσω τα ίδια μου τα χέρια μέσα στα σωθικά της... Θα της τα βγάλω από το στόμα!" Ξαφνικά σταμάτησε και έπιασε το κεφάλι του. Χωρίς να προλάβει να κάνει ή να πει κάτι, έπεσε στο πάτωμα και άρχισε να κόβει σβούρες. Είχε γίνει μούσκεμα. Ο ιδρώτας έσταζε από πάνω του και όταν το κορμί γύρισε μπρούμυτα, άρχισε να χτυπιέται με μανία. Τα ουρλιαχτά και οι κραυγές του δεν είχαν τελειωμό όταν ξαφνικά άρχισε να σέρνεται προς τη πόρτα...
Την άνοιξε και κατέβηκε τις σκάλες μια μια σέρνοντας το κορμί του. Τα μάτια του γύριζαν, σταματούσαν, εστίαζαν και σε κάθε ευκαιρία χτυπούσε το κορμί του όπου έβρισκε μέχρι που έφτασε στη κουζίνα. Σηκώθηκε το ζόρι. Έβγαλε ένα σφυρί από το συρτάρι και άρχισε να χτυπάει με μανία τη γυψοσανίδα. Όταν εκείνη έπεσε φάνηκε η πόρτα του υπόγειου...
Την άνοιξε μα το σώμα του άρχισε να φέρνει αντίσταση. "ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΟΛΟΙ!" έβγαλε μια απόκοσμη κραυγή και με όση δύναμη είχε έτρεξε προς τα κάτω. Ήταν όπως ακριβώς το είχε αφήσει εκείνο το κολασμένο δωμάτιο...
Εκεί που υποσχέθηκε ποτέ να μη ξαναπατήσει...
Τα βήματα του μάλωναν το ένα με το άλλο και εκείνος καυγαζε
"Μη τολμήσεις!"
"Φύγε από δω!"
"Η μανούλα πλέκει..."
"Θα τα καταφέρουμε!"
"Έρχεται ο μπαμπάς..."
Διάσπαρτες φωνές άρχισαν να ακούγονται και ήξερε ότι δεν είχε πολύ χρόνο.
Πήγε κατευθείαν στο τοίχο.
Οι αλυσίδες ήταν ακόμα στη θέση τους...
Δεν είχε ιδέα που ήταν το κλειδί και ούτε τον ένοιαζε...
Έδωσε μάχη, τις έπιασε και τις πέρασε στα χέρια του...
"Ηλίθιε!" Μουγκρησε η παιδική φωνή αλλά εκείνος γέλασε...
"Να πάτε όλοι στο διάολο... Τελείωσα..." Δήλωσε και έχασε τις αισθήσεις του...
🖤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top