Κεφάλαιο 25°
Δε χωράει άλλες η ψυχή
Μια πρέπει να πεθάνει
Ποια θα είναι αυτή;
Η μήπως χωράει;,
Ποσα πρόσωπα έχει ο διάολος άλλωστε;
Ένα ή πολλά;
-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-
Είχε σκοτεινιάσει έξω και εκείνος δεν είχε φανεί ακόμα. Ούτε είχε στείλει κάποιο μήνυμα. Η μέρα της εκτυλίχθηκε χάλια.
Η Πέιτον με το ζόρι της μιλούσε. Έκανε μούτρα που δήλωσε άρρωστη και αναγκαστικά αφού δεν έβρισκε προσωπικό ο Τσαρλς, έκατσε εκείνη στη θέση της Ελίζαμπεθ.
Ο Τσαρλς από τη πλευρά του είπε ότι έβαλε αγγελία και στη τοπική εφημερίδα που κάλυπτε και τις τριγύρω πόλεις αλλά δε μπορούσε να κάνει κάτι άλλο. Η Κλάρα μπήκε στο νοσοκομείο και έπρεπε να απουσιάζει. Ενημέρωσε την Ελίζαμπεθ ότι θα καθυστερούσε ελαφρώς τη πληρωμή γιατί τα έξοδα της γέννας ήταν πολλά άλλα όχι πάνω από βδομάδα. Επίσης της είπε αν περάσει κανένας για τη δουλειά να μιλήσει εκείνη μαζί του. Την εμπιστεύονταν πια και θεωρούσε ότι ήταν ικανή να κρίνει. Της είπε ότι από τη στιγμή που η Πέιτον αρνήθηκε να δουλέψει ξανά , ήταν στο χέρι της αν ήθελε να μείνει. Θα μπορούσε να κλείσει το καφέ και να ψάξει κάτι άλλο γιατί οι ώρες ήταν αρκετές αλλά η Ελίζαμπεθ αρνήθηκε. Του είπε ότι θα το τρέξει μόνη της και όλα θα πάνε καλά μέχρι να επιστρέψει η Κλάρα σπίτι και εκείνος στο μαγαζί.
Είχε ησυχία παρόλα αυτά. Η μελάνια ήταν αχνή στο μάτι της μα με λίγο μακιγιάζ έκανε θαύματα.
Το γνωστό καμπανάκι ακούστηκε και εκείνη έστρεψε το βλέμμα της στη πόρτα.
Τρεις άντρες μπήκαν μέσα, χαιρέτησαν από απόσταση και κάθισαν. Η Ελίζαμπεθ τους κοίταξε καλά καλά... Ένιωθε οικίες τις μορφές τους. Σαν να τους είχε ξαναδεί.
"Μπορούμε να παραγγείλουμε;" ρώτησε ο ένας και εκείνη πήρε το μπλοκακι της και βγήκε.
"Φυσικά. Τι θα θέλατε;"
"Πάντα τόσο άσχημο καιρό έχετε εδώ;" Ρώτησε ο ένας
"Ναι. Η πολη δυστυχώς είναι χτισμένη κοντά στη θάλασσα αλλά από την άλλη μεριά υπάρχει και ποτάμι. Σχεδόν κάθε μέρα πιάνει ομίχλη και υγρασία. Αλλά είναι ήσυχα. Πρώτη φορά έρχεστε;" ρώτησε ενώ όσο τους κοιτούσε άλλο τόσο ένιωθε ότι ήταν γνώριμοι. Εκτός αυτού, η προφορά τους έμοιαζε βρετανική. Προσπαθούσαν να το κρύψουν αλλά η Ελίζαμπεθ εκεί γεννήθηκε. Ήταν ικανή να ξεχωρίσει.
"Ναι πρώτη φορά. Κάνουμε στάση. Αύριο θα φύγουμε. Δεν έρχονται πολλοί ξένοι;"
"Συνεχώς. Αλλά ελάχιστοι μένουν. Συνήθως τρώνε κάτι και συνεχίζουν το δρόμο τους"
"Αν θέλουμε να κοιμηθούμε υπάρχει κάποιο μέρος;" ήταν περίεργοι.
"Έχει μια πανσιόν νομίζω...", ξαφνικά θυμήθηκε. Η καρδιά της χτύπησε με χίλιες στροφές. Ο ένας από αυτούς ήταν στην ασφάλεια του Άντερσον. Τον είχε δει ένα βράδυ που πήγε στην έπαυλη του Ράιαν.
"Όλα καλά δεσποινίς;"
"Η μήπως να κόψουμε τους τύπους;" της είπε αυτός που αναγνώρισε και εκείνη έκανε ένα βήμα πίσω.
"Τι θέλετε από μένα;" τους είπε χωρίς περιστροφές. Ήταν ανώφελο να παίξουν κρυφτό.
"Τα σημάδια σου δε κρύβονται κάτω από το μακιγιάζ ξέρεις..."
"Ήρθατε να τελειώσετε ότι άφησε εκείνος;" η Ελίζαμπεθ ένιωσε θυμό αλλά ήταν τρεις. Ήξερε ότι δεν είχε καμία ελπίδα.
"Που είναι;" Τη ρώτησε ο ένας και σηκώθηκε .
"Δε ξέρω. Και αν τον δείτε πείτε του να μείνει μακριά μου το κάθαρμα!"
"Μη λες ψέματα! Ήρθε και δεν εδώσε σημεία ζωής μετά!"
"Εύχομαι να πέθανε τότε! Και τώρα άδειαστε μου τη γωνιά. Το μαγαζί δε σερβίρει!" Ο άντρας που ήταν όρθιος την έπιασε από το μπράτσο. Την ίδια όμως στιγμή ακούστηκε το καμπανάκι και η Ελίζαμπεθ γύρισε προς τη πόρτα.
"Καλησπέρα Ελίζαμπεθ" ο κύριος Χέντριξ ήταν αρκετά μεγάλος για να δώσει σημασία. Χαιρέτησε και κάθισε σε ένα τραπεζάκι.
"Έρχομαι αμέσως κύριε Χέντριξ!" Ο άντρας που κρατούσε το χέρι της το είχε ήδη αφήσει
"Θα σηκώσω κάθε πέτρα σε αυτή τη πόλη..." έτριξε τα δόντια του "Προς το παρόν είσαι τυχερή..."
"Με απειλείς;!" είπε σιγανα μέσα από τα δόντια της
"Αν του συνέβη κάτι. Εξαιτίας σου θα συνέβη. Βρες τρύπα να κρυφτείς. Το κατάλαβες;!" είχε πλησιάσει αρκετά κοντά της
"Σας είπα ότι δε τον είδα. Φύγετε από δω" είπε δείχνοντας τους την έξοδο.
"Εμείς δε τελειώσαμε..." της είπε ο ένας απειλητικά
Η Ελίζαμπεθ γύρισε για να φύγει αλλά αυτός που αναγνώρισε τη σταμάτησε πάλι
"Στη πόλη θα είμαστε... Κανόνισε τη πορεία σου. Αν ξέρεις που είναι, καλά θα κάνεις να μας το πεις"
"Εύχομαι να καίγεται στη κόλαση!" Απάντησε εξαγριωμένη "Μη τολμήσετε να με ενοχλήσετε ξανά! Κι αν τον δείτε να του πείτε να πάει στο διάολο! Αν με πλησιάσει πάλι θα πάω στην αστυνομία!" ξάφνου άπλωσε το χέρι του και τη ζουπηξε από το πρόσωπο δυνατά
"Πρόσεχε τι λες παλιοθήλυκο!"
"Άσε με!" βροντηξε και εκείνοι γέλασαν.
"Ελίζαμπεθ κορίτσι μου όλα εντάξει;" ακούστηκε ο Χέντριξ από το βάθος και εκείνοι απομακρύνθηκαν
"Θα τα ξαναπούμε..." την απείλησαν ευθέως και βγήκαν από το μαγαζί.
"Ναι ναι. Έρχομαι αμέσως" προσπάθησε να βρει την ανάσα της και ρίχνοντας ένα βλέμμα στην ώρα, πήγε να πάρει παραγγελία. Ο Λουκ δεν είχε φανεί αλλά με όσα διαδραματίστηκαν δεν ήξερε αν ήταν καλό ή κακό. Απο τη μία ανησυχούσε αλλά από την άλλη ένιωθε ανακούφιση που δεν ήταν παρόν στο σκηνικό.
-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-
Γύρισε μήνες πριν...
Η πόρτα από το δωμάτιο ήταν κλειδωμένη.
Η Νταϊάνα δεν απαντούσε και εκείνος είχε φρικαρει.
Όταν συνήλθε βρήκε ένα χαρτάκι υγρό στα σεντόνια και εκείνος ήταν στο πάτωμα μπροστά από το καθρέφτη. Ήταν σίγουρος πλέον ότι κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια κάποιος έβγαινε έξω. Παρόλα αυτά, δε τον τρόμαξε τόσο ότι ξυπνούσαν ούτε το δυσνόητο σημείωμα...
Αυτό που τον έκανε πραγματικά να τρέμει ήταν ένα όνομα που είχε χαράξει μπροστά στο καθρέφτη. Όλες οι προσωπικότητες του εκτός από τον Ιαν είχαν χαραχτεί με τον ίδιο τρόπο όταν ήταν μικρός. Πάνω στο σανίδι. Δεν κατέβαινε ποτέ στο υπόγειο αλλά ήξερε ότι κάτω από το κρεβάτι έγραφε Τζέι και Ντέρεκ. Χαραγμένα όπως ακριβώς αυτό που κοιτούσε...
Τον είχε καταβάλει ο πανικος.
Έπρεπε να πάρει τη δόση του χαπιού μα εκείνος δε το πήρε.
Ούτε στην Ελίζαμπεθ πήγε όπως της υποσχέθηκε. Δεν είχε ιδέα τι να κάνει. Δεν είχε ιδέα αν δημιουργήθηκε καινούρια προσωπικότητα. Κι αν δημιουργήθηκε τι ακριβώς ήταν; Ποιος την έφτιαξε; Και το κυριότερο, γιατί;
Η άγνοια ήταν ότι χειρότερο στη περίπτωση του. Σκέφτηκε όμως ότι καλύτερα να πάλευε με τις ταυτότητες του παρά να κοιμόταν και να έπρατταν ανεξέλεγκτα.
Ξαφνικά το κινητό του χτύπησε και βλέποντας το ονομα της το σήκωσε αμέσως
"Νταϊάνα!"
"Λουκ; Τι συνέβη; Είχα δώδεκα κλήσεις"
"Τι διάολο μου έδωσες;"
"Τι εννοείς;"
"Αυτό που εννοώ! Δεν έχω χρόνο αλλιώς θα ήμουν εκεί. Έχω κλειδωθεί στο δωμάτιο μου. Τι μου έδωσες;"
"Ηρέμησε σε παρακαλώ και πες μου τι έγινε"
Ο Λουκ της εξήγησε ότι ξύπνησε και αντιλήφθηκε ότι δημιουργήθηκε καινούρια προσωπικότητα από το πουθενά
"Κοίτα Λουκ. Σου εξήγησα ότι πρέπει να ακούς τις ανάγκες τους για να τις διώξεις. Προφανώς δε το έκανες και εκείνες έφτιαξαν κάποιον για αυτό" του είπε ήρεμη
"Είσαι σοβαρή; Ήρθα για να τις αποτρέψω όχι για να τις αφήσω ανεξέλεγκτες! Ποτέ δε μου είπες κάτι τέτοιο! " φώναξε δυνατά "Λέγε τώρα τι μου έδωσες γιατί θα έρθω από εκεί και θα γίνει της τρελής!" Ήταν έξαλλος. Την άκουσε να αναστεναζει"Νταϊάνα μιλάμε για τη ζωή μου το αντιλαμβάνεσαι;" της υπενθύμισε
"Αυτό το φάρμακο το δημιούργησα εγώ πριν χρόνια..." Ξεκίνησε να λέει και ο Λουκ έπιασε απελπισμένα το κεφάλι του "Σκοπός του ήταν να στοχεύσει το μυαλό του ασθενή και να το νεκρώσει κατά τον ύπνο. Με αυτό το τρόπο θα μελετουσαμε τι ακριβώς ζητούν οι πολλαπλές προσωπικότητες. Θα τους το δίναμε και εκείνες ικανοποιημένες θα άφηναν τον ασθενή. Δυστυχώς δεν πέρασε την επιτροπή και έμεινε στο συρτάρι.."
"Και βρήκες εμένα για πειραματόζωο;!" δεν άντεξε και τσιριξε
"Δεν είναι έτσι Λουκ. Απλά ήσουν το τέλειο... Είχες όλα τα κριτήρια. Σπάνια βρίσκεις κάποιον ο οποίος είναι σε θέση να δώσει τόσο έλεγχο σε μια προσωπικότητα που εκείνη να δημιουργεί άλλες. Προφανώς ο Τζέι έχει υπερβολικά τραύματα. Επίσης εκείνος δημιούργησε κάθε προσωπικότητα. Για να έφτιαξε μια άλλη κάτι ζητάει και κατι θέλει. Κάτι που ακόμα δεν τελείωσε. Δε μπορείς να σκεφτείς τι είναι αυτό; Μου είπες για τα σκληρά παιδικά σου χρόνια. Μου είπες επίσης πως οι γονείς σου πέθαναν. Αν σε κακοποιούσαν εκείνοι τότε δεν ξέρω τι συμβαίνει"
Ο Λουκ ήταν στα χαμένα. Δε μπορούσε να της πει όλη την αλήθεια. Εκτός αυτού έχασε την εμπιστοσύνη του.
"Πώς τη διώχνω;" ρώτησε κοφτά
"Δε μπορείς. Φτιάχτηκε για ένα σκοπό. Ψάξε μέσα σου. Προσπάθησε να τις κατανοήσεις"
Ήθελε να της ουρλιάξει ότι δεν υπάρχει καμία κατανόηση σε αυτή τη παρακρουση αλλά δε το έκανε. "Συγνώμη Λουκ. Ήθελα απλά να βοηθήσω..."
"Όχι Νταϊάνα. Ήθελες να κάνεις πείραμα! Πώς είναι δυνατόν να μου δίνεις κάτι που θα με κάνει απλά να μη ξέρω ότι βγαίνουν έξω αλλά να μου ζητάς να τις κατανοήσω;"
"Με το ημερολόγιο Λουκ. Αν ήσουν ήρεμος εκείνες θα σου έγραφαν όταν έβγαιναν... Θα σου μίλαγαν. Δικές σου είναι, σ'αγαπανε..."
"Δεν έχεις ιδέα τι προσωπικότητες έχω..." είπε και της έκλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα. Το πέταξε στο κρεβάτι και άνοιξε το συρτάρι. Είχε ακόμα τα χάπια από τη προηγούμενη αγωγή. Πήρε αμέσως ένα και το έβαλε κάτω από τη γλώσσα. Θα πάλευε ότι δημιούργησε με τον παλιό καλό τρόπο...
Το μόνο που τον τρομαζε ήταν το γεγονός ότι δεν είχε ιδέα τι ήθελε ο Κάσιεν. Ποιος ήταν αλλά και γιατί ήρθε...
Αυτό που σίγουρα ήξερε ήταν ότι μέχρι να μάθει έπρεπε να είναι αρκετά προσεκτικος ιδίως πλάι στην Ελίζαμπεθ. Το όνειρο του ήταν αρκετό για να τον κάνει να φοβάται για τα χειρότερα.
Πλησίασε στο καθρέφτη.
Κάθισε και κοίταξε το είδωλο του.
"Τι ακριβώς ήθελες Τζέι...;" ρώτησε αλλά απάντηση καμιά. "Δε σου έφτανε ο Ίαν; Κι άλλα προβλήματα έβαλες στο κεφάλι μου;"
Τίποτα...
Αναστεναξε βαθιά και σηκώθηκε. Έπρεπε να πάρει την Ελίζαμπεθ. Ήταν πολύ αργά. Του είχε στείλει και εκείνη μηνύματα αλλά ούτε τα άνοιξε.
Έπιασε το τηλέφωνο του αλλά τότε άκουσε το κουδούνι.
"Λουκ; Είσαι μέσα;"
"Όχι... Όχι όχι..." δεν ήθελε να έρθει σπίτι του σε καμία περίπτωση. Πέρα από το γεγονός πως ήταν χάλια μέσα σε εκείνο το σπίτι τίποτα δε πήγαινε καλά... Όλα πάντα κατέληγαν στο χειρότερο πιθανό σενάριο.
Κατέβηκε κάτω και αποφάσισε να κάνει ότι λείπει όταν ξαφνικά το κινητό του άρχισε να χτυπάει
"Ανάθεμα" γρυλισε ξέροντας ότι εκείνη το άκουσε.
"Λουκ; Ανησυχώ. Είσαι μέσα;" ήξερε ότι δε θα έφευγε. Ειδικά όταν πίστευε ότι πάθαινε κρίσεις.
"Απλά καθίστε φρόνιμες... Σας ικετεύω" Ψέλλισε στον εαυτό του και άνοιξε τη πόρτα...
🖤🖤🖤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top