Κεφάλαιο 23°
Δεν μπορείς να γίνεις φυσιολογικός όταν έχεις αγγίξει τη παράνοια...
-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-
Το βάρος του πάνω στο κορμί της και η πίεση που της άσκησε δεν άργησαν να ξυπνήσουν τις αισθήσεις της...
"Λουκ..;" η Ελίζαμπεθ ήθελε να κουνηθεί μα δε μπορούσε.
"Επιτέλους μωρό μου... Του το είπα του καριόλη... Τα πράγματά μου δε τα πειράζει κανείς. Μόνο εγώ"
"Λουκ σήκω από πάνω μου. Τι λες;!"
"Σσς... Σου υπόσχομαι να είναι γρήγορο"
"Μα για ποιο πράγμα μιλάς;" Έβαλε το χέρι της στο πόδι του που είχε κλειδώσει στο κορμί της μα ήταν ανώφελο. Ο Ίαν ήταν αρκετά πιο δυνατός. "Τι έχεις πάθει;"
"Σε θέλω... Όλα σου τα θέλω. Να τα γδυσω, να τα γευτώ..."
"Με τρομάζεις..." Ο Ίαν έβαλε το χέρι πίσω από τη πλάτη και εκείνη μόλις είδε ότι κρατούσε μαχαίρι άρχισε να χτυπιέται από κάτω του.
"Κάτσε σταθερή ανάθεμα σε! Θα χαλάσει η εικόνα που να σε πάρει!" τη πίεσε βίαια προς τα κάτω και ύστερα έφερε το μαχαίρι στο στήθος της.
"Σε παρακαλώ! Τι είναι αυτά που κάνεις! Άσε με!" της έκλεισε το στόμα και ξεφυσησε
"Τον κάνεις αδύναμο!" Η Ελίζαμπεθ χτυπούσε τα χέρια και τα πόδια της "Μαζί σου αλλάζει! Προσπαθεί ο ηλίθιος να με αποβάλλει.... Και τι δε θα έδινα να δω τη φάτσα του όταν συνέλθει... Τη περίμενα μήνες αυτή τη στιγμή Λίζι..." έσκυψε και της εγλυψε το μάγουλο ενώ την ίδια στιγμή πίεσε τη λεπίδα στη σάρκα της. Μόλις το αίμα της άγγιξε τα δάχτυλα του απελευθέρωσε τα χείλη της και τα φίλησε ενώ εκείνη άρχισε να τρεκλιζει.
"Ηδονικο..." η Ελίζαμπεθ άρχισε να κουνιέται, τα χείλη της γέμισαν αίμα και εκείνος κοιτάζοντας το έργο, πίεσε τη λεπίδα ως το τέρμα μέσα της...
-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-
"Τρελάθηκες Νταϊάνα; Θέλεις να χάσεις την άδεια σου; Έτσι θέλεις να τελειώσει η καριέρα σου;!"
"Ωωω Σταμάτα πια Τζάκσον! Ξέρω τι κάνω. Είναι η δουλειά μου!"
"Αντιλαμβάνεσαι τι του έχεις δώσει; Έχεις συναίσθηση τι θα γίνει αν βγουν παρενέργειες προς τα έξω;" Ήταν έξαλλος. Ήταν παντρεμένοι για πάνω από σαράντα πέντε χρόνια και εκείνη δε σταματούσε ποτέ να τον εκπλήσσει. Παρόλα αυτά ο άντρας της ήταν μια βαθμίδα πιο υψηλά στην ιατρική τους ιδιότητα.
"Φυσικά και αντιλαμβάνομαι! Τον βοηθάω να κατανοήσει τις προσωπικότητες του! Μόνο αν νιώσει τι αληθινά έχουν ανάγκη θα ηρεμήσει Τζάκσον!"
"Το φάρμακο είναι σε πειραματικό στάδιο εδώ και έτη! Και του είπες ψέματα και του έδωσες κάτι που ίσως αποβεί καταστροφικό!"
"Ήταν ενδιαφέρουσα περίπτωση ! Ποτέ στα τόσα χρόνια δεν είχαμε τη τύχη να δουλέψουμε πάνω σε ένα τέτοιο πρόσωπο. Δεν πάσχει από μια απλή διασχιστική διαταραχή δε το καταλαβαίνεις; Οι προσωπικότητες του είναι ικανές να παράγουν άλλες! Για αυτό φτιάχτηκε αυτό το φάρμακο εξ αρχής! Αν με αφήνατε να τελειώσω την έρευνα μου και δε σταματούσε η επιτροπή το πείραμα τώρα θα ήταν σε κυκλοφορία!"
"Ειλικρινά Νταϊάνα..." Έπιασε το κεφάλι του απογοητευμένος "Εύχομαι ειλικρινά να ξέρεις τι κάνεις. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα καταστραφείς. Όχι μόνο εσύ, αλλά και εγώ μαζί..."
-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_
"Που στα κομμάτια είσαι Ράιαν;!' πέταξε το τηλέφωνο στο γραφείο εκνευρισμένος και έβαλε ένα ποτό. Ήταν η τέταρτη φορά που τον έπαιρνε τηλέφωνο. Άρχισε να σκέφτεται πως κακώς είπε στο γιο του όσα έμαθε για την Ελίζαμπεθ. Από την άλλη ήταν τόσο κυκλοθυμικός συνεχώς που δε του άφηνε και επιλογές.
Πλήρωσε δικαστές και ενόρκους για να τη βγάλει καθαρή και εκείνος ήταν άφαντος. Αν η Ελίζαμπεθ έκανε νέα μήνυση εναντίον του όλα θα πήγαιναν στραφι.
Πάτησε ένα κουμπί στο γραφείο και ύστερα από λίγο ακούστηκε ένα χτύπημα στη πόρτα.
"Με ζητήσατε κύριε Άντερσον;"
"Ναι Βλαντιμίρ. Δεν έχω νέα του Ράιαν"
"Τι θέλετε να κάνουμε κύριε;"
"Ετοίμασε δύο άντρες. Αν μέχρι αύριο δε δώσει σημεία ζωής φεύγετε για Πορτ Άλεν. Θα σας ενημερώσω για τα σχετικά αν χρειαστεί"
"Καλώς κύριε"
-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-
Η καταιγίδα ήταν ισχυρή. Τα τζάμια ετριζαν και ένιωθε παγωμένος. Το κορμί του ολόκληρο έτρεμε και τα δόντια του χτυπούσαν το ένα το άλλο με μανία. Προσπαθούσε απελπισμένα να κάνει τα βλέφαρα του να ανοίξουν αλλά εκείνα δεν υπάκουαν στην εντολή. Άρχισε να σέρνεται. Δεν είχε αίσθηση του χώρου που βρισκόταν. Άκουγε μόνο τη καταιγίδα και έτρεμε...
Και ο Θεός θα κάψει τη ψυχή του...
Πιο βαθιά Τσαρλς!
Βγάλε το δαίμονα!
Πιέζω!
Μάργκαρετ! Μάργκαρετ!
Πιο δυνατά Τσαρλς τον κρατάω!
Κλείσε το στόμα του διαβόλου Χάρισον!
Χάνει τις αισθήσεις του!
Θα τον κάνω να χαθεί ολόκληρος!
Έτσι Τσαρλς! Κι άλλο!
Το κορμί του άρχισε να φέρνει ανεξέλεγκτες σβούρες ώσπου ακινητοποιήθηκε σε κάτι σκληρό. Έβαλε τα χέρια στο πάτωμα και άρχισε να παίρνει βαθιές ανάσες. Άγριο ζώο. Με αυτό έμοιαζε....
"Ανοίξτε καταραμένα!" κραυγασε δυνατά και μόλις τα μάτια του υπάκουσαν το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν ένα μαχαίρι ένα μέτρο μακριά. Γεμάτο αίματα... Παντού υπήρχαν αίματα... Στα χέρια του. Στο πάτωμα... Κόκκινα αίματα...
Ο Λουκ άρχισε να ουρλιάζει μόλις αντιλήφθηκε πως βρισκόταν στο σπίτι της Ελίζαμπεθ. Προσπάθησε να σηκωθεί μα τον έπιασαν σπασμοί. Ξάπλωσε ανάσκελα και το κορμί του ξεκίνησε να κουνιέται μόνο του πάνω κάτω, δεξιά αριστερά και εκείνος έβγαζε μονάχα κραυγες απελπισίας.
"Λουκ; Θεουλη μου... Λουκ!" ξάφνου ένιωσε δύο χέρια να τυλίγονται γύρω του.
"Σε κρατάω.. Ειμαι εδώ..." η φωνή της παρέλυσε κάθε του κίνηση. Η Ελίζαμπεθ αγκάλιασε το κεφάλι του σφιχτά μέσα στο στήθος της ενώ εκείνος άφηνε ακόμα μικρούς ανεξέλεγκτους σπασμούς στα πόδια.
"Έχεις τραυματιστεί... Το πόδι σου!" μόλις είδε τη πληγή του τρόμαξε. "Έρχομαι. Μη κουνηθείς σε ικετεύω" τον άφησε απαλά κάτω και επέστρεψε σχεδόν αμέσως με μια μπλούζα της. Την έσκισε και του έδεσε τη πληγή γύρω γύρω για να σταματήσει την αιμορραγία. Το πάτωμα ήταν γεμάτο αίματα. Οι καρέκλες ήταν πεσμένες και επικρατούσε πανικός στη κουζίνα. Θαρρείς και έδωσε μάχη με κάποιον. "Σε κρατάω... Ηρέμησε σε παρακαλώ..."
Μια αστραπή φώτισε το χώρο και εκείνη τον έσφιξε περισσότερο "Σταμάτα να τρέμεις. Σε παρακαλώ... Είμαι εδώ..." Η Ελίζαμπεθ βλέποντας ότι δε σταματάει έβγαλε τη μπλούζα της, και ανοίγοντας του τα χείλη εισχώρησε μέσα ένα κομμάτι για να σταματήσει να τρεκλιζει τα δόντια του. Ήταν μούσκεμα από τον ιδρώτα. Ανοιγοκλεινε συνεχώς τα βλέφαρα του μα πουθενά δεν έβλεπε το χρώμα των ματιών του παρά μόνο ένα ατελείωτο λευκό. Είχε ξαναδεί κρίσεις , είτε πανικού είτε επιληψίας και ήξερε πως παίρνει κάποια ώρα μέχρι να ηρεμήσει. Πλέον ήταν σίγουρη πως ίσως ήταν επιληπτικός. Εξού και οι αντιδράσεις του στις καταιγίδες. Ίσως κάποια σπάνια μορφή μα σίγουρα ήταν κάτι τέτοιο.
Έμεινε εκεί κάτω μαζί του μεχρι που έκλεισε τα βλέφαρα του και το κορμί του παραδόθηκε σε εκείνη. Της ήταν αδύνατον να τον μετακινήσει. Τον άφησε απαλά μόλις σιγουρευτηκε ότι σταμάτησε να κουνάει κάθε του άκρο, έφερε μια κουβέρτα ένα μαξιλάρι και το κουτί πρώτων βοηθειών. Ελεγξε να δει αν η πληγή ήταν βαθιά και αφού είδε ότι ήταν επιφανειακό το τραύμα, το καθάρισε, το έδεσε και τον σκεπασε. Έκανε παγωνιά στο σπίτι. Έφερε το σομπακι από το δωμάτιο στη κουζίνα, το έβαλε στη πρίζα και κάθισε πλάι του. Δεν είχε κουράγιο να καθαρίσει τίποτα. Το μόνο που είχε σημασία για εκείνη ήταν να ξυπνήσει ο Λουκ και να είναι καλά...
Μισή ώρα πριν
Κράτησε το μαχαίρι και το κοιτούσε σαν να ήταν ότι πιο όμορφο είχε δει ποτέ του. Μπορούσε να καθρεφτισει το είδωλο του πάνω. Η σκέψη να το χώνει βαθιά μέσα στη σάρκα της ήταν ένα όνειρο που ήθελε να πραγματοποιήσει. Η Ελίζαμπεθ τους έκανε αδύναμους. Από την άλλη όμως, εκείνη ώθησε τους έβγαλε ξανά στην επιφάνεια. Αν όμως το εκανε μήπως ήταν ικανή και να τους ξαναστείλει πίσω στη φυλακή τους; Τα ερωτήματα ήταν αρκετά και εκείνος έβγαλε την ετυμηγορία του. Η Ελίζαμπεθ έπρεπε να πεθάνει.
Άφησε τη λάμα από το μαχαίρι να ξύσει το τραπεζάκι και έκλεισε τα βλέφαρα του αφήνοντας τον τσιριχτο ήχο να χαϊδεύει τα αυτιά του. Του άρεσε εκείνος ο ήχος...
Ήταν ο ίδιος ήχος που έβγαζε το μαχαίρι που κρατούσε εννιά χρόνια πριν.
Λίγο πριν βγει από τη κουζίνα σταμάτησε. Άρχισε να ζαλίζεται...
Ένιωθε το λαιμό του να φλέγεται και το κεφάλι του να σφυρίζει.
Το βήμα του πάγωσε.
Το κεφάλι χαμήλωσε εντελώς
Τα μάτια μαύρισαν
Ένα απόκοσμο χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπο του.
Η καταιγίδα λυσσουσε έξω.
Αστραπές και κεραυνοί έσκιζαν τον ουρανό και με κάθε μπουμπουνητο το κεφάλι του σηκωνόταν.
Όταν πια στάθηκε στο ύψος του, τα δόντια του έλαμπαν. Το χαμόγελο καρφιτσωθηκε παγωμένο στα χείλη και τα μάτια ήταν ορθανοιχτα. Δεν σαλευε. Δεν μιλούσε. Σχεδόν δεν ανέπνεε.
Έστεκε απλά στη κάσα της πόρτας κοιτώντας το δωμάτιο και γελούσε στατικά.
Λίγο πριν κάνει το επόμενο βήμα τα πόδια του λύγισαν.
Το κορμί γονάτισε.
Έπιασε το κεφάλι του και εκείνο είχε πάρει φωτιά.
"Είσαι κακός!"
"Να φύγεις!"
"Ίαν..."
"Τρέξε τρέξε μικρούλη..."
"Σταμάτα Τζέι!"
"Θα σε πιάσει ο μπαμπάς. Θα σε βγάλει στη βροχή. Θα σε πνίξει στο παχνί..."
"Πάψε πια! Σκάσε βούλωσε το!"
"Εσύ να πάψεις Ντέρεκ!"
"Θα έρθει ένα πρωί, το σώμα μου να πληγώσει, και όταν εγώ θα κλαιω εκείνος θα θυμώσει..."
"Σκασεεε!"
"Ντέρεκ φοβάμαι..."
"Ίαν;"
"Δε τον ακούω"
"Λουκ;! Ξύπνα Λουκ!"
"Βγάλε το σκασμο"
"Ίαν! Ίαν ξύπνα!"
"Θα σας σκοτώσω όλους. Έναν έναν τη φορά"
"Μαμά;"
"Πάψε! Καταραμένο βδελυγμα!"
"Ίαν ξύπνα! Θα τη σκοτώσει!"
"Εγώ την αγαπάω..."
"Σταμάτα να κλαίς Τζέι!"
"Δε θέλω να πεθάνει..."
"Όλοι θα πεθάνουμε"
"Όχι! Ίαν;"
"Τρελάθηκες; Σκάσε επιτέλους!"
"Όχι! Ο Ίαν θα βοηθήσει!, ΙΑΝ!"
"Πάψε ανάθεμα σε! Εσύ έφτιαξες και τον Ιαν!"
"Ναι αλλά δεν έφτιαξα εγώ αυτόν..."
".........."
"............."
"..............."
"Λουκ; Ίαν!"
"Ντέρεκ πηγαίνει μέσα! Ντέρεκ κάνε κάτι!! ΘΑ ΤΗ ΣΚΟΤΏΣΕΙ"
"Σκαστε άχρηστοι!"
Το σώμα του έπεσε ξαφνικά στο έδαφος.
Τα χέρια του πάλευαν το ένα με το άλλο έξαλλα. Το μαχαίρι έπεσε...
Ένα χέρι το έπιασε...
Άρχισε να βγάζει βογγητα
Άρχισε να τρέμει.
Τα δόντια του βγήκαν προς τα έξω
Οι φωνές μπερδεύτηκαν όλες μαζί....
Ξάφνου το μαχαίρι καρφώθηκε πλάι στο μπούτι και εκείνος σωριάστηκε κάτω.
"Κανένας δε πειράζει τα πράγματά μου καριόλη..." πήρε το μαχαίρι και έκοψε ξανά το πόδι στο ίδιο σημειο ένα τσακ πιο χαμηλά.
Το σώμα του άρχισε να τρέμει.
Τα μάτια γύρισαν προς τα πίσω και έπεσε καταχαμα...
Άρχισε να ουρλιάζει.
Πάλευε με τα θηρία μέσα του.
Όλα ήταν έτοιμα να εκραγούν.
Στριφογύριζε σαν φίδι που πεθαίνει
Το στήθος του ανεβοκατέβαινε σαν τρελό
Η ανάσα του βάραινε
Δεν ένιωθε τίποτα. Δεν άκουγε τίποτα. Μόνο αστραπές και βροντές.
Τα δόντια του χτυπούσαν μανιακά το ένα με το άλλο.
Άρχισε να σφίγγεται.
Είχε χάσει επαφή με τη πραγματικότητα.
Προσπαθούσε...
Πάλευε...
Οι φλέβες από το λαιμό του είχαν πεταχτεί προς κάθε κατεύθυνση και εκεί που ένιωσε ότι η καρδιά θα σταματήσει να χτυπά, μια ζεστασιά απλώθηκε στο πρόσωπο του...
"Λουκ;" η φωνή της γαργαλησε κάθε σημείο του μυαλού του...
Κάθε κρυφή γωνία...
Έπαψε να αντιστέκεται...
Οι πόρτες έκλεισαν όλες μαζί και εκείνος αφέθηκε στο άγγιγμα της...
Ήταν νεκρός; Δεν είχε ιδέα...
Την άκουγε και την ένιωθε...
Αυτό ήταν αρκετό μέχρι να σβήσει και να χάσει τις αισθήσεις του...
🤔🤔🤔
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top