Κεφάλαιο 22°
Ένα επικίνδυνο τέρας είναι δύο φορές επικίνδυνο όταν είναι λαβωμένο..
Τικ τακ...
Τικ τακ...
Μετρω τις ώρες για να βγω
Μετρω τις ώρες για να παίξω...
Τικ τακ
Τικ τακ...
Είμαι ακόμα εδώ
Πλησιάζω
Σε βλέπω
Σε αγγίζω
Και ύστερα... Ύστερα
Σε σκοτώνω
-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_
Γύριζε το κινητό του στα χέρια χωρίς σταματημό. Δεν ήξερε τι να κάνει.
Ο Ράιαν είχε δύο μέρες να δώσει σημεία ζωής και ο Πάτρικ δεν ήξερε αν έπρεπε να μιλήσει στο πατέρα του. Δεν είχε καν ιδέα αν γνώριζε ότι ο γιος του πήγε εκεί. Στο τηλεφώνημα που έκαναν ο Ράιαν ήταν λακωνικός και δε μπήκε σε λεπτομέρειες πέρα φυσικά από το γεγονός ότι βρήκε και την έσπασε στο ξύλο.
Ξαναπροσπάθησε να τον καλέσει αλλά για ακόμα μια φορά βγήκε τηλεφωνητής. Άφησε κάτω το κινητό και ξεφυσησε. "Που στο διάολο είσαι ρε μαλάκα... Που;!" αναφώνησε και σηκώθηκε. Είχε ήδη αργήσει για τη δουλειά. Δεν τον έπαιρνε να μείνει άλλο σπίτι.
Αποφάσισε να του δώσει μια ακόμα μέρα και μετά αν δεν είχε κανένα νέο του, θα πήγαινε αναγκαστικά από το σπίτι του...
-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_
"Πώς αισθάνεσαι σήμερα;" η Ελίζαμπεθ βγήκε από το ντουζ και εκείνος είχε ήδη φτιάξει καφέ. Μοσχομυριζε όλο το σπίτι.
"Πολύ καλύτερα" του είπε πλησιάζοντας τον
"Οι μελανιές υποχώρησαν, κάτσε να δω και τη μέση σου..." Η Ελίζαμπεθ γέλασε
"Ωραία δικαιολογία για να βγάλω τη πετσέτα!" του είπε και εκείνος αναστεναξε
"Αλήθεια τώρα;" Απάντησε πονηρά και πιάνοντας τη από το χέρι, τη τράβηξε πάνω του "Πιστεύεις ότι θα ήθελα δικαιολογία για να βγάλω τη πετσέτα σου;" ο Λουκ την πίεσε πάνω του ενώ με το άλλο χέρι έπιασε τη πετσέτα της και τη πέταξε στο πάτωμα. Ύστερα τη κράτησε και τη γύρισε πάνω στο πάγκο της κουζίνας.
Είχαν περάσει μια ολόκληρη μέρα στο σπίτι. Η Ελίζαμπεθ ειδοποίησε τον Τσαρλς ότι έπαθε κάτι με το στομάχι της και δεν ήταν σε θέση να δουλέψει γιατί δεν ήθελε να μάθει κανένας ούτε για τον Ράιαν αλλά ούτε και για τις μελανιές. Η Πέιτον γκρινιαξε αλλά δυστυχώς δε μπορούσε να κάνει διαφορετικά.
Από την άλλη ο Λουκ δεν έφυγε λεπτό από το σπίτι. Είχε ήδη μια αλλαξια ρούχα μαζί του από το ταξίδι και δεν χρειαζόταν τίποτα άλλο. Ο Ράιαν παραδόξως δεν εμφανίστηκε όπως την προειδοποίησε φεύγοντας αλλά και μόνο που είχε τον Λουκ πλάι της δεν φοβόταν τίποτα και κανένα. Πριν ολοκληρώσουν ένιωθε ασφάλεια. Τώρα, ένιωθε απλά άτρωτη.
Εκείνος ο μουντός άντρας χωρίς πρόσωπο έγινε η χαρά της ζωής μπρος στα μάτια της. Έλεγε αστεία, ήξερε να μαγειρεύει, έκαναν τουλάχιστον κάθε δύο ώρες σεξ και πραγματικά η Ελίζαμπεθ είχε χασει τη μπάλα. Ο Λουκ της έδειξε ένα άλλο του πρόσωπο. Καμιά σχέση και με εκείνο στη λίμνη. Φυσικά και ήταν τρυφερός και γλυκός αλλά ήταν απίστευτα παιχνιδιάρης εξίσου. Θαρρείς και μεταμορφώθηκε από εκείνο το ταξίδι και μετά.
Από τη δική του οπτική ο Λουκ ήταν απλά ευτυχισμένος. Είχαν περάσει δύο εικοσιτετράωρα και καμία προσωπικότητα δε βγήκε προς τα έξω. Είχε είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια να νιώσει μόνος εκεί μέσα και όπως η Ελίζαμπεθ έτσι και εκείνος, γνώριζε τον εαυτό του από την αρχή.
Αφέθηκε να την ερωτευθεί και να ζήσει κάτι που ποτέ δεν έζησε. Δε μπορούσε ούτε να τη χορτάσει αλλά ούτε και να φύγει μακριά της.
Έπαψε να νοιάζεται για τη πόλη. Τους ανθρώπους της. Το παρελθόν...
Ήθελε για λίγο να ζήσει φυσιολογικά και να πάρει μια γεύση πως θα ήταν το αύριο.
Αν και η Νταϊάνα του είπε να την ενημερώσει ο Λουκ παρέλειψε να το κάνει τηλεφωνικά και προτίμησε να της στείλει ένα μήνυμα. Υπήρχαν ακόμα κάποια πράγματα που έπρεπε να πει στην Ελίζαμπεθ αλλά δεν ήταν ώρα ακομα. Πρώτα θα ήταν σίγουρος ότι η θεραπεία ήταν θετική και μετά θα ήταν ελεύθερος να της εξηγήσει εν μέρει τα πάντα.
Είχαν δέκα χρόνια διαφορά. Δεν τη θεωρούσε σε καμία περίπτωση ανωριμη αλλά δεν ήξερε και πως θα αντιδράσει αν της αποκάλυπτε από τι ακριβώς έπασχε από παιδί.
Έκαναν έρωτα για ακόμα μια φορά και όπως τη πρώτη ήταν εντελώς διαφορετικό για εκείνη. Ο Λουκ δεν ακολουθούσε ένα συγκεκριμένο μοτίβο στο κρεβάτι. Έπραττε όπως ένιωθε και αυτό την εξέπληττε. Όσες φορές έκαναν έρωτα ήταν διαφορετική η προσέγγισή του με αποτέλεσμα όχι απλά να μην τον χορταινει και εκείνη αλλά να επιζητά και τη πράξη. Να διεκδικεί και να διεκδικείται σαν να ήταν η πρώτη της φορά.
"Το ξέρεις ότι δε θα μας μείνει ίχνος δύναμης έτσι δεν είναι;" τον ρώτησε όταν τη σήκωσε αγκαλιά και την οδήγησε στο κρεβάτι.
"Μη φοβάσαι Λιζ... Σε έφερα εδώ να ξεκουραστείς" της είπε ζωηρά και εκείνη χαμογέλασε
"Απλά είναι τόσο... Δεν ξέρω. Διαφορετικά από όσα κι αν έζησα"
"Μπορώ να το καταλάβω αυτό... Ισχύει και για μένα"
"Λουκ; " τον ρώτησε ενώ εκείνος έβαζε τη φόρμα του "Γιατί σε μισούν όλοι;" η ερώτηση της τον έκανε να αναστεναξει "Ήσουν τόσο περίεργος όταν σε γνώρισα. Τόσο σιωπηλός. Μαζεμένος. Καμιά σχέση με τον άνθρωπο που βλέπω από προχθές..."
"Θα σου μιλήσω για αυτό αλλά όχι τώρα. Εντάξει;"
"Μου το υποσχεσαι;" ρώτησε και εκείνος της χαμογέλασε γλυκά
"Ναι. Και πάντα τηρώ τις υποσχέσεις μου όπως είδες.."
Έμεινε για λίγο σιωπηλός και ύστερα ξάπλωσε πλάι της.
"Αύριο θα επιστρέψεις στη δουλειά έτσι δεν είναι;"
"Πρέπει. Η Πέιτον θα έχει ήδη φρικαρει... Εκτός αυτού έχω ανάγκη και από τα χρηματα. Σου εξήγησα τη κατάσταση με τον Ράιαν και τους γονείς μου"
Και όντως το έκανε. Η Ελίζαμπεθ δε του έκρυψε τίποτα από το παρελθόν της
"Το καταλαβαίνω..."
"Εσύ δε πρέπει να επιστρέψεις στην εργασία σου;"
"Εγώ έχω το ελεύθερο ευτυχώς. Δε τους ενδιαφέρει πότε θα τους δώσω τα έγραφα αρκεί να είναι εντός 30 ημερών και σωστά ταξινομημένα. Δε το κάνω όμως τόσο για τα χρήματα Ελίζαμπεθ. Περισσότερο με βοηθάει να ξεφεύγει το κεφάλι μου.."
Η Ελίζαμπεθ δεν ήθελε να τον ρωτήσει για την οικονομική του κατάσταση και ούτε την ενδιέφερε.
"Επεσες ξαφνικά..." του είπε βλέποντας τον να σκοτεινιάζει .
"Δεν είναι αυτό. Θέλω να σου ζητήσω μια χάρη"
"Ότι θέλεις..."
Ο Λουκ τη τράβηξε αγκαλιά
"Δε θέλω ακόμα να μάθει κανένας για εμάς στη πόλη. Που σημαίνει ότι θα έρχομαι κανονικά στο εστιατόριο χωρίς να δώσουμε τροφή για σχόλια"
Η Ελίζαμπεθ δε του απάντησε αμέσως.
"Καταλαβαίνω ότι πέρασες δύσκολα. Και ξέρεις κάτι; Δε θα τα έκανα ποτέ πιο δύσκολα... Αν δε θέλεις να το μάθει ακόμα κανείς, εγώ δεν πρόβλημα αλλά να ξέρεις ούτε με ενδιαφέρει αν το μάθουν. Ήρθα εδώ για να ηρεμήσω. Από τη πρώτη στιγμή μου ζήτησαν να μη σε πλησιάσω. Το μόνο που δεν έχω ανάγκη είναι κηρύγματα από το καθένα. Έχω δική μου κρίση Λουκ.. Δεν με νοιάζει η άποψη κανενός.."
Οι απαντήσεις και ο τρόπος της ήταν το κλειδί από την αρχή. Είχε μυαλό. Είχε κρίση και γνώση. Θυμόταν τη Σάντρα στα δεκαεννιά της που ήταν ένα κοριτσάκι δίχως σκοπό και δίχως αυτογνωσία. Η μοναδική της έννοια ήταν η καλοπέραση και τίποτα άλλο. Το θαύμαζε αυτό στην Ελίζαμπεθ. Πέρα από την εξωτερική της ομορφιά που ήταν βγαλμένη από φαντασία , είχε και ένα κοφτερό μυαλό και ο συνδιασμός ήταν απλά ακαταμάχητος.
"Λουκ;" του είπε ύστερα από λίγα λεπτά σιωπής
"Μμμμμ" μουρμούρησε απλά χαμένος στις σκέψεις του
"Δε θέλω να κοιμηθώ ξανά μόνη μου..."
"Ποιος σου είπε ότι θα ξανακοιμηθεις μόνη σου;" της αντιγυρισε και το πρόσωπο της φωτίστηκε.
"Αλήθεια;"
"Μένω μόνος μου. Μένεις μόνη σου... Θα το κάνουμε να δουλέψει μικρη μου..."
"Πώς με είπες;" απόρησε γελώντας
"Μικρή μου..." επανέλαβε εκείνος
"Μη με λες έτσι..."
"Γιατί;"
"Γιατί το λες ωραία..."
"Και;
"Για ξαναπες το και θα δεις..."
"Λιζ;" την προσφώνησε με το όνομα της "Θέλεις παιχνίδια;"
Η Ελίζαμπεθ τον ερωτεύονταν κάθε δευτερόλεπτο... Έμοιαζε σαν όλα εκείνα τα -κακά παιδιά- μόνο που δεν ήταν στη πραγματικότητα. Ήξερε να παίζει με τις λέξεις του, να της φτιάχνει τη διάθεση, να προκαλεί τον ερωτισμό της και μεσα σε όλα αυτά τα εξωτερικά του χαρακτηριστικά δημιουργούσαν έναν επικίνδυνο συνδιασμό.
"Είμαι ερωτευμένη μαζί σου" του είπε ξαφνικά και εκείνος έμεινε να τη κοιτάζει. "Συγνώμη. Θα σου ήρθε απότομο. Εδώ καλά καλα δε γνωριζόμαστε παρα μόνο λίγους μήνες..." προσπάθησε να το μαζέψει και σηκώθηκε από το κρεβάτι αλλά εκείνος τη γραπωσε από το καρπό και τη τράβηξε πίσω.
Αντί για απάντηση προτίμησε να της δείξει τα συναισθήματα του με πράξεις.
Ο Λουκ ήταν ταλαιπωρημένος.
Πάλευε σαν τρελός τόσα χρόνια να ζήσει φυσιολογικά και από τη μια φοβόταν αλλά από την άλλη ήθελε να το ζήσει.
Δεν ήταν όμως φυσιολογικός και καταβαθος το ήξερε καλά. Φυσικά και ήταν ερωτευμένος μαζί της. Δε θα έκανε άλλωστε όσα έκανε θέλοντας να τη προφυλάξει ούτε θα έπαιρνε απόφαση να επισκεφτεί έναν άλλο γιατρό αν δε τη γνώριζε. Πιθανότητα θα ήταν ακόμα με εκείνο το καπέλο, καθισμένος και σιωπηλός σε μια γωνία να ανέχεται τις προσβολές του καθένα...
"Εξαιτίας σου χαμογελάω πάλι... Νομίζω αυτή η απάντηση είναι αρκετή" της είπε σπάζοντας το φιλί που με τόσο πόθο της χάριζε "Είναι;"
"Πήρα την απάντηση μου πολύ πριν μιλήσεις Λουκ..." του είπε γλυκά υπονοώντας το φιλί του και χώθηκε στην αγκαλιά του "Και τώρα;"
"Τι τώρα;" τη ρώτησε παραξενεμένος
"Τι είμαστε;"
"Τι θα ήθελες να είμαστε;" της αντιγυρισε
"Εγώ και εσύ..." του απάντησε γλυκά
"Ε τότε αυτό ακριβώς θα είμαστε..." την έκλεισε στην αγκαλιά του και με τον ήλιο να χάνεται πίσω από τα πλούσια σύννεφα που μαζεύτηκαν τράβηξε τη κουβέρτα και ξάπλωσαν.
"Πειράζει αν απλά μείνουμε έτσι για λίγο; Νυστάζω... Νιώθω εξαντλημένη. Και μαντεψε ποιος φταίει για αυτό"
"Καθόλου δε πειράζει. Και δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μιλάς!"
"Λουκ!" τον τσίμπησε ελαφρά στα πλευρά και εκείνος τη δάγκωσε στο μπράτσο.
"Αουτς!"
"Κάτσε φρόνιμη!" τη μάλωσε. "Μόλις είπαμε να κοιμηθούμε λίγο!"
Η Ελίζαμπεθ βολεύτηκε κάπως καλύτερα και έκλεισε τα βλέφαρα της. Ήταν μεσημέρι ακόμα αλλά έξω έμοιαζε σαν νύχτα. Πλησίαζε γερή μπόρα. Λίγα λεπτά αργότερα η Ελίζαμπεθ είχε αποκοιμηθεί.
Ο Λουκ ήταν και εκείνος κουρασμένος. Άνοιξε λιγάκι τη τηλεόραση μα σχεδόν αμέσως αποκοιμήθηκε και εκείνος...
Πέντε λεπτά αφού έκλεισε τα βλέφαρα του εκείνα άνοιξαν ξανά...
Έβγαλε προσεκτικά το χέρι του πάνω στο οποίο κοιμόταν η Ελίζαμπεθ, κατέβασε το ένα πόδι, ύστερα κατέβασε και το άλλο και σηκώθηκε.
"Με έχει διαλύσει ο μαλάκας..." παραμιλησε τραβώντας τη φόρμα του προς τα μπροστά. "Μάντεψε ποιος φταίει μικρή τσούχτρα !" επανέλαβε προς το πρόσωπο της την ερώτηση που έκανε η Ελίζαμπεθ λίγα λεπτά πριν κοιτώντας τη σαλεμενος.
Βγήκε από το δωμάτιο, πήγε στη κουζίνα και κοίταξε το πάγκο. "Που στα κομμάτια το έβαλε πριν!" ξεφωνησε και άνοιξε τα συρτάρια. "Α... Εδώ είσαι μάτια μου..." ο Ίαν έβγαλε από μέσα ένα κουζινομάχαιρο και το χάιδεψε. "Σε έβαλα στο μάτι από το πρωί..." το κράτησε και άφησε τα δάχτυλα του να γλιστρήσουν πάνω στη λεπίδα...
"Είσαι τόσο όμορφο..." άφησε τη λεπίδα να βγάλει ένα συρτό ήχο πάνω στο τραπέζι και ύστερα τη κράτησε και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο.
Κοιμόταν τόσο ήρεμη...
Τα μάγουλα της ήταν ροδαλα, οι μελανιές είχαν υποχωρήσει αρκετά και το κορμί της είχε απλωθεί λιγάκι... Έπιασε το σεντόνι και σιγά σιγά το τράβηξε μέχρι να εμφανιστεί το μπούτι της.
Ο Ίαν ζούσε μέσα στο Λουκ όλη μέρα και κατά κάποιον τρόπο έβγαινε όταν κοιμόταν. Αυτό τον ενθουσίασε. Δεν περίμενε να ξυπνήσει μεσημέρι αλλά όταν κατάλαβε ότι μπορούσε να πάρει τα ηνία , τρελάθηκε από χαρά. Ήταν ο πιο ισχυρός. Μπορούσε να κρατήσει τους άλλους δύο φυλακισμένους αν το ήθελε. Και αυτό ακριβώς έκανε.
"Σε κάθε άλλη περίπτωση θα σε γαμουσα πρώτα και μετά θα σε σκότωνα αλλά αυτό έχει ήδη γίνει .." Ψέλλισε πονηρά. "Άρα τι μένει μωρό μου....;" δάγκωσε τα χείλη του και έσυρε τη λεπίδα από την ανάποδη πάνω στο μπούτι της. "Κρίμα που δε θα προλάβεις να δεις πως πραγματικά γίνεται το σεξ..." η λεπίδα συνέχισε να ταξιδεύει προς τα πάνω ώσπου έφτασε στο εσώρουχο της. Πέρασε συρτά το ύφασμα πάνω από την άκρη και το έκοψε. Η Ελίζαμπεθ κουνήθηκε και πήρε μια βαθιά ανάσα αλλά ακόμα κοιμόταν.
Ο Ίαν τη παρακολουθούσε πλημμυρισμένος από ηδονή.
Δεν ήξερε από ποιο σημείο να ξεκινήσει...
Από το λαιμό; Τη κοιλιά; Το στήθος; Όλα ήθελε να τα γδάρει πάνω της...
Με τη πετσέτα που φορούσε νωρίτερα να έχει ήδη πέσει κάτω από το σεντόνι , το τράβηξε και κοίταξε τα στήθη της. Σκέφτηκε τη λάμα να βυθίζεται βαθιά μέσα τους και το αίμα της να αναβλύζει υστερικά και χαμογέλασε...
"Το στήθος λοιπόν..." Πήρε την απόφαση του και ενθουσιασμένος σκαρφάλωσε σιγανα στο κρεβάτι. Δεν ήθελε να το κάνει ενώ κοιμόταν. Θα την κρατούσε σταθερή , θα την ξύπναγε και μόλις άνοιγε τα μάτια της και έβλεπε τα δικά του τότε θα βύθιζε μέσα της το μαχαίρι και θα απολάμβανε τη δημιουργία του...
Τράβηξε εντελώς το σεντόνι για να βλέπει το κορμί της...
Σκαρφάλωσε πάνω της ...
Κράτησε το μαχαίρι σταθερό και πήρε μια βαθιά ανάσα ανυπομονησίας...
Ένα πράγμα έμενε μόνο...
Να τη ξυπνήσει...
🖤🤫🤫🤫🤫
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top