Κεφάλαιο 20°
Ανόητε άνθρωπε.
Χάσε τις ελπίδες.
Δεν υπάρχει σωτηρία.
Μόνο πόνος
Σκοτάδι
Ομίχλη...
Πυκνή, χαοτική ομίχλη...
-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-
Κατέβηκε από το λεωφορείο και πλέον έβλεπε με άλλο μάτι ακόμα και εκείνη τη πόλη που ήταν το μαρτύριο του. Έπαψε να ενδιαφέρεται πια. Δεν είχε κανένα ανάγκη. Αν όλα πήγαιναν καλά θα τους έβαζε όλους στη θέση του χωρίς να φοβάται πια μην κάνει κάτι κακό ο Ίαν. Καθόλη τη διαδρομή ο Λουκ ένιωθε σαν ένα βρώμικο αυτοκίνητο που το έσυραν ως το πλυντήριο και βγήκε σαν καινούριο. Πάλευε τόσα χρόνια με λάθος τακτικές. Η Νταϊάνα είχε απόλυτο δίκιο. Σκέφτηκε μέχρι και το σπίτι να φτιάξει και να διαγράψει εντελώς το παρελθόν. Ή να το πουλήσει και να ξεκινήσει μια νέα αρχή. Σε κάθε περίπτωση το μόνο που έβλεπε μπροστά του ήταν μια καινούρια ζωή.
Αποφάσισε να κόψει δρόμο από τη παραλιακή οδό και να βγει απευθείας στο καφέ του Τσαρλς. Η Ελίζαμπεθ δεν απάντησε ποτέ στο μήνυμα του. Γνωρίζοντας όμως ότι πολλές φορές δούλευε εκεί μέσα όλη μέρα, αποφάσισε να περάσει από εκεί. Ήταν τόσο ήρεμος μέσα του που δεν τον ένοιαζε αν σχολιάσουν κάτι. Ούτε αν κάποιος τον κρίνει. Η Νταϊάνα του είπε ότι η απαξίωση όλων αυτών των ανθρώπων ήταν το κλειδί.
Το βάρος που έφυγε από πάνω του ήταν τεράστιο για να ασχοληθεί με όλα αυτά τα ανθρωπακια πια... Είχε λάβει πολύ μίσος σε εκείνη τη πόλη μα τώρα περπάτησε με το κεφάλι ψηλά. Ούτε καπέλο φορούσε.
Έφτασε έξω από το καφέ μα κοντοσταθηκε. Η φιγούρα της Πέιτον ήταν ξεκάθαρη από τα τζάμια. Έμεινε για λίγο αλλά βλέποντας τη να τρέχει πέρα δώθε μόνη της δεν άργησε να αντιληφθεί ότι η Ελίζαμπεθ δεν ήταν εκεί.
Παραξενεύτηκε ήταν η αλήθεια. Σκέφτηκε αμέσως να περάσει από το σπίτι της αλλά από την αλλη δεν ήθελε να αφήσει τον ενθουσιασμό του να ξεπεράσει τα προσωπικά της όρια. Στη τελική, δεν είχαν φτάσει μεταξύ τους σε αυτό το επίπεδο.
Έκανε αναστροφή και αποφάσισε να πάει σπίτι. Η Νταϊάνα του πρότεινε να αλλάξει το μέρος που έμενε. Τα έπιπλα, τα χρώματα. Να αποταξει το παρελθόν για να τον αφήσει και εκείνο. Στη κλινική του είπαν ότι η κατάσταση του ήταν μη αναστρέψιμη αλλά εκείνη του εξήγησε πως στο τέλος, όλα είναι απλά μέσα στο μυαλό μας. Όσο τα αφήνουμε τόσο γιγαντώνονται.
"Γάμησε το... Ας τα ξεπεράσω" ο Λουκ τελευταία στιγμή και λίγο πριν πάρει τη κατηφόρα για το σπίτι του σταμάτησε. Ήθελε να τη δει. Γύρισε και με βήμα γοργό κατευθύνθηκε προς το σπίτι της.
Τρία λεπτά αργότερα ήταν απ' έξω αλλά τα παράθυρα ήταν κλειστά , οι κουρτίνες τραβηγμένες και έδειχνε σαν να μην ήταν κανένας μέσα. Το ένστικτο του τον οδήγησε στο παράθυρο. Ήταν σε σχετικά ήρεμη τοποθεσία και δε τον ενδιέφερε μη τον δουν. Ελάχιστοι περνούσαν από εκείνο το δρόμο.
Κοίταξε από το άνοιγμα της κουρτίνας αλλά δεν έβλεπε καλά. Αποφάσισε απλά να χτυπήσει τη πόρτα όταν λίγο πριν απομακρυνθεί είδε ένα πεσμένο χέρι στο πάτωμα. "Τι στο..." ο Λουκ έτρεξε αμέσως στη πόρτα και τη κλώτσησε με τέτοια ορμή που εκείνη άνοιξε αμέσως. "Ελίζαμπεθ; Θεέ μου..." έπεσε στα γόνατα και την κράτησε από το κεφάλι. Ήταν πεσμένη στο πάτωμα πλαι από το κρεβάτι της. Το πρόσωπο της είχε αρκετά αίματα και τα ρούχα της ήταν σχεδόν σκισμένα. "Ελίζαμπεθ!" Δεν έδειχνε να έχει επαφή με τη πραγματικότητα. Ο Λουκ τη σήκωσε στην αγκαλιά του , την έβαλε στο κρεβάτι και χωρίς ίχνος προστυχιάς, τραβηξε τη σκισμένη μπλούζα της εντελώς, την απομάκρυνε από πάνω της και τη σκέπασε με το σεντόνι. Ύστερα έτρεξε στη κουζίνα πήρε παγο νερό και πετσέτες και επέστρεψε. Δεν έβλεπε τίποτα άλλο μπροστά του παρά μόνο έναν κατεστραμμένο άνθρωπο. Είχε βιώσει το ξύλο στο πετσί του. Ήταν σε θέση ακόμα να νιώσει το πόνο πίσω από κάθε μελάνια που έβλεπε πάνω της.
Αφού έλεγξε το σφυγμο της , την καθάρισε απαλά και με τον πάγο, άγγιζε σιγά σιγά τόσο τα χείλη όσο και το δεξί της μάτι που ήταν πιο χτυπημένο. Έλεγε κάθε τόσο το όνομα της αλλά εκείνη ήταν ακόμα βυθισμένη. Έχοντας ανακτήσει κάπως τη ψυχραιμία του σήκωσε ελαφρά το σεντόνι και είδε τη κοιλιά της. Είχε μια μελανια κάτω από το δεξί της στήθος κοντά στα πλευρά. Την ψηλαφισε ελαφρά και αφού δεν ένιωσε κάτι σπασμένο , τη σκέπασε ξανά και σηκώθηκε. Μέσα σε όλη τη τρέλα κοίταξε τη πόρτα. Έκλεισε τα βλέφαρα του και πήγε να δει τη ζημιά. Ευτυχώς είχε σπάσει απλά η κλειδαριά. Την έκλεισε και έβαλε το σύρτη για να μην ανοίγει.
Το θέαμα ήταν αρκετά σκληρό μα εκείνος ήταν ακόμα εκεί. Ούτε ο Τζέι βγήκε λυπημένος. Ούτε ο Ντέρεκ πανικοβλήθηκε αλλά ούτε και ο Ίαν βγήκε προς τα έξω. Η Νταϊάνα του είπε ότι ένα χάπι την ήμερα ήταν αρκετό αλλά αν ένιωθε ότι κάτι πάει στραβά μπορούσε να πάρει και δεύτερο.
Κοίταξε τα πεταμένα του πράγματα και χωρίς δεύτερη σκέψη , άνοιξε το σάκο έβγαλε το μπουκάλι και έριξε στη χούφτα του μια κάψουλα. Την κατάπιε αμέσως.
Εκείνη ήταν ακόμα στην ίδια θέση.
Η πόλη ήταν μικρή και από το μυαλό του περνούσαν χιλιάδες σενάρια. Από το να την ακολούθησε κάποιος πελάτης σπίτι μέχρι να την χτύπησε καποιος κάτοικος της πόλης. Σε κάθε περίπτωση το θέαμα ήταν αποτρόπαιο και εκείνος ένιωθε εκτός εαυτού.
Μπήκε στο δωμάτιο και ανοίγοντας τη ντουλάπα της έψαξε για κάποια κουβέρτα ή κάποιο έξτρα σεντόνι. Ήξερε ότι σε λίγο θα την έπιανε ρίγος από τα τραύματα. Είχε ήδη βάλει πλάι το κομοδίνο χάπια παρακεταμόλης και βλέποντας ένα κουβερλί, το έριξε πάνω στο σώμα της και ξάπλωσε δίπλα της. Δεν υπήρχε περίπτωση να φύγει. Θα έμενε εκεί μέχρι να ανοίξει τα μάτια της και να του πει τι συνέβη...
°°°°°°°°°°°°°
"Είσαι μαλάκας ρε;"
"Θα σκάσεις;" ο Ράιαν είχε εκνευριστει "Σε πήρα να σου πω ότι τη βρήκα και εσύ προσπαθείς να μου κάνεις κήρυγμα;"
"Την πλάκωσες στο ξύλο Ράιαν! Τι σκατά θες να σου πω;! Ξέχασες πόσα προβλήματα έφερε αυτό τη τελευταία φορά;" του υπενθύμισε ο φίλος του.
"Και θα της δώσω κι άλλες αύριο! Δεν υπάρχει περίπτωση να συνέλθει ως τότε. Κι αν τολμήσει να μιλήσει ξέρει ότι θα βάλω άτομα να σακατεψουν τους δικούς της! Τα έχω όλα υπό έλεγχο!"
"Έκανες μαλακία! Νοικιασες δωμάτιο με τα στοιχεία σου! Την χτύπησες και την άφησες! Αν πεθάνει; Νομίζεις δε θα βρουν ότι πηγές εκεί; Ειλικρινά ώρες ώρες τα ξεσπάσματα σου δε τα καταλαβαίνω. Δεν σκέφτεσαι καθαρά. Ο πατέρας σου έβαλε κάθε μέσο να βγεις!"
"Δεν ήξερε τι θα ακολουθήσει όταν μου έδωσε τη διεύθυνση της; Δεν είναι ηλίθιος! Δε θα το άφηνα έτσι! Εξαιτίας της μπήκα φυλακή!"
"Εξαιτίας σου μπήκες! Που χτυπουσες σαν τρελός το κεφάλι της στη πόρτα! Τι ήθελες να κάνει;"
"Παίρνεις το μέρος της καριολας τώρα; Αλήθεια Πάτρικ;"
"Δε παίρνω το μέρος της! Συνελθε! Το κωλο σου προσπαθώ να φυλάξω!"
"Αυτόν τον προσέχω και μόνος μου! Μη σπας το κεφάλι σου. Τέλος πάντων. Κλείσε και θα τα πούμε αύριο. Άλλωστε θα της χαρίσω μια ακόμα επίσκεψη και φεύγω. Τελείωσα με τη τσουλα. Οι γονείς της είναι στο δρόμο , δεν έχουν δουλειά και εκείνη πίστεψε με θα είναι ανήμπορη να δουλέψει για μήνες μόλις φύγω από το σπίτι της..."
"Πρόσεχε Ράιαν. Ξεπερνάς τα όρια..."
"Μια χαρά προσέχω" του έκλεισε το τηλέφωνο και γέμισε το ποτήρι του με βότκα. Πόσο ηλίθιος μπορεί να ήταν ο Πάτρικ για να πίστευε ότι ο Ράιαν έκλεισε δωμάτιο με τα αληθινά του στοιχεία...; σκέφτηκε κοιτώντας την απόδειξη της ρεσεψιόν. Για τους κατοίκους, ήρθε στη πόλη ενας τουρίστας με το όνομα Τζίμι Γκαρσία που μπέρδεψε το δρόμο και έκανε απλά μια στάση...Τόσο απλά...
°°°°°°°°°°°°°
Είχε τα μάτια του κλειστά αλλά μόλις ένιωσε το κορμί της να κουνιέται τα άνοιξε και τη κοίταξε. Πέρασαν σχεδόν πέντε ώρες και εκείνος ακόμα δεν είχε ηρεμήσει εντελώς.
Δευτερόλεπτα αργότερα η Ελίζαμπεθ πετάχτηκε ουρλιάζοντας και εκείνος την έπιασε και την ακινητοποίησε
"Σσς... Εγώ είμαι. Σταμάτα. Ηρέμησε..." της έλεγε ενώ εκείνη τον χτύπαγε με τις γροθιές της. Ήταν σε σοκ. Και για αυτό ήταν προετοιμασμένος. "Ελίζαμπεθ κοίταξε με. Άνοιξε τα μάτια σου... Εγώ είμαι..." της μίλησε όσο πιο ήρεμα μπορούσε κι όταν εκείνη τον κοίταξε και αντιλήφθηκε ότι ήταν εκείνος, έβαλε τα κλάματα. "Ηρέμησε... Σε παρακαλώ μη μου το κάνεις χειρότερο. Απλά ηρέμησε... Είμαι εδω. Όλα πέρασαν. Κι αν δεν πέρασαν θα τα κάνω εγώ να περάσουν..."
"Λουκ..;" ψέλλισε και βγάζοντας το κεφάλι της από την αγκαλιά του, τον κοίταξε.
"Μη μιλάς. Ξάπλωσε..." την ώθησε ελαφρά προς τα κάτω και εκείνη κάνοντας μερικές γκριμάτσες πόνου , ξάπλωσε. Ο Λουκ σηκώθηκε , έστρωσε μερικά μαξιλάρια και της έδωσε το παυσίπονο "Πιες το. Θα σε κάνει να νιώσεις καλύτερα" η Ελίζαμπεθ δεν έφερε αντίρρηση σε τίποτα. Ήπιε το χάπι και με όση δύναμη είχε άγγιξε το πρόσωπο της. "Μη το πειράζεις. Ευτυχώς δεν είναι κάτι σοβαρό..." της είπε αν και ήταν γεμάτο μελανιές. "Μη ρωτήσεις Ελίζαμπεθ τι και πώς... Επέστρεψα, ήρθα στο μαγαζί δεν σε βρήκα και ήρθα σπίτι σου" έσπευσε να την ενημερώσει και κάθισε πλάι της. "Και τώρα θέλω απλά να μου πεις, ποιος σου το έκανε αυτό..." χάιδεψε απαλά τα μαλλιά της και τη κοίταξε ήρεμος. Μπορεί ο Ίαν να ήταν βίαιος και δολοφόνος αλλά όπως και εκείνος έτσι και ο Λουκ ήταν ικανός για όλα. Πρώτη φορά ένιωσε ότι κάποιος έβλαψε έναν άνθρωπο που νοιάζεται. Δεν ήταν μαλθακός. Ούτε φοβόταν να αντιμετωπίσει τον οποιονδήποτε. Απλώς ποτέ δε χρειάστηκε σε εκείνη τη καταραμένη πόλη να νοιαστεί.
"Δεν έχει σημασία..." Τα μάτια της δακρυσαν.
"Κοίταξε με..." έπιασε απαλά το πηγούνι της και το ανασηκωσε "Ποιος σου το έκανε αυτό; Πες μου πριν βγω έξω και έρθω αντιμέτωπος με όλους..." της μιλούσε ήρεμα αλλά εκείνη ένιωθε την ένταση μέσα του.
"Δεν είναι τίποτα Λουκ. Σε παρακαλώ..." Απάντησε θέλοντας να τον αποτρέψει από μπελάδες.
"Ελίζαμπεθ; Τρίτη φορά που θα ρωτήσω..." ήταν απόλυτα σοβαρός αλλά τόσο ήρεμος συνάμα. "Αν δε πάρω απάντηση θα βγω έξω και θα γίνει χαμός..."
"Μπορείς να με κρατήσεις σε παρακαλώ;" του ζήτησε και εκείνος ανακαθισε καλύτερα στο κρεβάτι, άνοιξε το μπράτσο του και εκείνη χώθηκε μέσα. "Δε θέλω φασαρίες Λουκ... Θα σου πω αλλά σε ξορκίζω δε θέλω φασαρίες. Υποσχεσου μου..."
"Μου ζητάς κάτι που με ξεπερνάει Ελίζαμπεθ..." της είπε ξεφυσωντας
"Υποσχεσου μου!" Επέμεινε και εκείνος αναστεναξε βαθιά "Δε θέλω φασαρίες. Δε μπορώ άλλες. Ούτε θέλω να μπλεχτείς κάπου για χάρη μου. Σε ικετεύω... Αν θέλεις να σου πω, θα σου πω. Πρώτα όμως υποσχεσου μου ότι δε θα κάνεις τίποτα..." του έβαζε το μαχαίρι κυριολεκτικά στο λαιμό. Ποιος θα καθόταν άπραγος μπροστά σε τέτοια κτηνωδία... "Λουκ!" Η Ελίζαμπεθ έβαλε τα κλάματα και τον έσφιξε.
"Στο υπόσχομαι..." της είπε τελικά "Αλλά αν πέσει στην αντίληψη μου ότι υπάρχει περίπτωση να κινδυνεύσεις ξανά, τότε δε μπορώ να σου υποσχεθώ τίποτα"
"Εντάξει... Να θυμάσαι ότι μου υποσχέθηκες..."
"Ελίζαμπεθ παιχνίδι δε θα παίξουμε... Μιλάμε για τη ζωή σου. Θα θυμάμαι μια χαρά την υπόσχεση μου αρκεί να μην βρεθείς ξανά δε κίνδυνο"
Η Ελίζαμπεθ χώθηκε στην αγκαλιά του και ξεκίνησε να του εξιστορεί τη ζωή της πίσω στη Βοστώνη καθώς και την απόφαση που πήρε ύστερα από όσα έγιναν να μετακομίσει στο Πορτ Άλεν. Ο Λουκ καθόταν και την άκουγε σκεπτικός. Είδε σε εκείνη κομμάτια του εαυτού του. Απόγνωση, φόβο... Πόνο. Δεν είχε ιδέα ότι πέρασε τόσα ένα κορίτσι μόλις δεκαεννιά ετών.
Από τη πλευρά της, δεν πίστευε ποτέ ότι θα έφτανε σε σημείο να του ανοιχτεί για το παρελθόν της ούτε τόσο γρήγορα και ούτε με το τρόπο που έγινε. Παρόλα αυτά ένιωθε ασφαλής μαζί του χωρίς να ξέρει το γιατί. Γνώρισε πολλούς στη ζωή της στη Βοστώνη. Άτομα της υψηλής κοινωνίας και άτομα του υποκόσμου. Ποτέ δεν ένιωσε ασφαλής.
"Αυτός είναι στη πόλη;" ρώτησε όταν εκείνη έπαψε να μιλά
"Δεν νομίζω. Ήρθε, μου έδωσε ένα μάθημα στα μάτια του και έφυγε... Έτσι έκανε πάντα"
"Πονάς ακόμα;" τη ρώτησε βλέποντας θλίψη στο βλέμμα της.
"Είμαι κάπως καλύτερα. Το παυσίπονο έκανε δράση... Θα φύγεις;" τον ρώτησε αφού είχαν πιάσει μεσάνυχτα πια.
"Όχι. Η κλειδαριά έσπασε. Έβαλα το σύρτη και θα μείνω εδώ. Μπορώ να κοιμηθώ και στο πάτωμα.. Δεν με πειράζει. Αλλά δε φεύγω Ελίζαμπεθ" Εκείνη κουρνιασε στην αγκαλιά του και έκλεισε τα βλέφαρα της
"Ούτε τρεις μήνες δε ξέρω...και δες μας" είπε σιγανα
"Ο χρόνος είναι υπερεκτιμημένος μερικές φορές... Κάποιες στιγμές έχεις πλάι σου ανθρώπους που γνώριζες μια ζωή μα εσύ νιώθεις μόνος. Ενώ άλλες, γνωρίζεις έναν άνθρωπο και στα πρώτα πέντε λεπτά, νιώθεις γεμάτος..." της εξήγησε τη σκέψη του "Ξεκουράσου Ελίζαμπεθ... Δε πρόκειται να πάω πουθενά"
"Λουκ;" του ψιθύρισε
"Τι είναι;"
"Σε ευχαριστώ..." Η Ελίζαμπεθ βυθίστηκε και εκείνος τη κράτησε αγκαλιά μέχρι να αποκοιμηθεί εντελώς. Δεν ήταν εύκολο να την ακούει να μιλάει για το παρελθόν. Εκτός αυτού, κάποια στιγμή ίσως και εκείνη ζητούσε να μάθει για το δικό του και αυτό τον τρομαζε. Της υποσχέθηκε να μη κάνει τίποτα αλλά ήθελε σα τρελός να πάει να τον βρει και να τον κάνει χίλια κομμάτια. Μα δε το έπραξε. Όχι από φόβο αλλά απο σεβασμό προς το πρόσωπο της. Δεν ήθελε να τη φέρει σε δύσκολη θέση ούτε να γίνει η αιτία και να της προκαλέσει κάποιο μεγαλύτερο πρόβλημα. Αν πάλι εκείνος αποφάσιζε να την επισκεφθεί ξανά, τότε δε θα υπήρχε καμία υπόσχεση να τον κρατήσει.
Άπλωσε το χέρι του, κοίταξε την ώρα και βολευοντας καλύτερα την Ελίζαμπεθ πλάι του, σηκώθηκε. Έπιασε βροχή έξω. Ήθελε να σιγουρευτεί ότι η νύχτα θα κυλούσε ομαλά αφού κατά πάσα πιθανότητα εκείνος θα ήταν ακόμα κάπου στη πόλη. Και να μην ήταν ομως ήθελε να της παρέχει ασφάλεια. Έλεγξε ξανά τη πόρτα, άναψε ένα μικρό σομπακι που είδε στο δωμάτιο και ξάπλωσε ήρεμα πλάι της. Ήταν κουρασμένος αλλά δεν ήθελε να κοιμηθεί. Η Νταϊάνα του είπε φυσικά πως τα χάπια ήταν δυνατά και μαζί με αυτά υπήρχαν και παρενέργειες όπως η υπνηλία. Προσπαθούσε να κρατηθεί ξύπνιος αλλά ένιωθε τα βλέφαρα του να κλείνουν. Ο ήχος της βροχής που άλλοτε τον τρομαζε μαζί με την ανάσα της λειτούργησαν σαν το απόλυτο ηρεμιστικό εκείνη την ώρα και μόλις η Ελίζαμπεθ γύρισε πλευρό, την αγκάλιασε και αφέθηκε και εκείνος...
Δευτερόλεπτα του πήρε μέχρι να αποκοιμηθεί... Ήταν κομμάτια.
Πέντε λεπτά αργότερα τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα.
Το βλέμμα του καρφωμένο και αγέρωχο προς το παράθυρο δίχως να σαλευει...
Γυαλιζε...
Μια αστραπή έσκισε τον ουρανό και έτσι όπως την κρατούσε αγκαλιά, χαμογέλασε...
"Κοιμήσου μικρή μου Λίζι..." ψιθύρισε απαλά "Αν είναι να πεθάνεις, θα σε σκοτώσω εγώ... Κανένας άλλος..." συνέχισε και σηκώθηκε...
🖤🤫🤫🤫
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top