Κεφάλαιο 2°

Το πρωί η πόλη ήταν  διαφορετική. Δεν είχε καμία σχέση με την νεκρή ατμόσφαιρα που επικρατούσε μετά της εννιά. Λογικό, αφού ελάχιστοι ήταν οι νέοι που επέλεγαν να μείνουν μετά την αποφοίτηση τους ενώ όσοι διέμεναν στη πόλη, απέφευγαν κάθε είδους μάζωξη. Κάθισε στον καναπέ , έβαλε τα πόδια της πάνω στο τραπεζάκι και έτριψε τα ξενυχτισμένα της μάτια. Ακόμα ένα βράδυ που δεν κατάφερε να κοιμηθεί σκεπτόμενη το παρελθόν . Άφηνε το φόβο να εισβάλλει απρόσκλητος, καταστρέφοντας τα όνειρα της,  άνευ λόγου και αίτιας. Πίστευε πως θα ήταν εύκολο αλλά η καθημερινότητα της έδειχνε το αντίθετο.

Ακόμα και ξέροντας πως βρίσκεται μίλια μακριά του ,έτρεμε στην ιδέα να την εντοπίσει και να τη βρει. Η απειλή πως όταν βγει θα την κάνει να πληρώσει για όλα, είχε βγάλει ρίζες στο μυαλό της και δεν ήταν εύκολο να τη ξεχάσει.  Επειτα από εκείνο το βράδυ που η μητέρα της την άρπαξε και τη πήγε με το ζόρι στο αστυνομικό τμήμα ήταν ζήτημα ωρών να τον συλλάβουν. Ξυλοδαρμός , αυτή ήταν η πιο βαριά κατηγορία στη κατάθεση της .

Σκυθρώπιασε στη θύμηση εκείνης της ημέρας. Ήταν ένα ζευγάρι που όλοι ζήλευαν. Μόνο που η ζήλια υπήρχε διάχυτη και μέσα στην σχέση τους. Το αποτέλεσμα; Κάθε φορά που την κοιτούσε κάποιος ή που της μιλούσε , ο Ράιαν νευρίαζε. Χαλούσε το όμορφο πρόσωπο της με τη δικαιολογία πως ήταν μια πόρνη. Πως ξενοκοιτούσε συνεχώς και τον απατουσε. Η τοξική αυτή σχέση διήρκησε καιρό αλλά εκείνη ήταν μικρή, τυφλωμένη από την αγάπη ενώ τον συγχωρούσε με ένα και μόνο του χαμόγελο.
Έγειρε προς το πλάι και ξάπλωσε στο καναπέ. Ακόμα κι αν φοβόταν να κλείσει τα μάτια το κορμί , την πρόδωσε και αποκοιμήθηκε.

«Άφησε με !»
«Πουτανα!»
«Με πονάς, μη με σπρώχνεις!»
«Με τον Χένρι; Δεν ντράπηκες; Με τον καλύτερο μου φίλο;»
«Ράιαν στο ορκίζομαι! Δεν έκανα τίποτα αυτός με φίλησε!»
«Πάψε!»

Άνοιξε τα βλέφαρα της ουρλιάζοντας στη θύμηση του κεφαλιού της να κοπανιέται με δύναμη στο κορμό του δέντρου και πάτησε τα κλάματα.  Ο ιδρώτας είχε νοτίσει τα ρούχα της ενώ τα μαλλιά της ήταν κολλημένα πάνω στο πρόσωπο. Μάζεψε τα πόδια της κοντά στο στήθος ενώ με κομμένη την ανάσα ψέλλιζε συνεχώς:
«Είσαι μακριά... μακριά...»

Εκείνη τη νύχτα ήταν και η τελευταία που τον είδε. Ο Ράιαν την κατηγόρησε ευθέως για την ληστεία που είχαν κάνει λίγες μέρες πριν και ισχυρίστηκε πως την χτύπησε πρώτη φορά εν βρασμό ψυχής γιατί τον απείλησε πως θα τα πει όλα στον πατέρα του. Ήταν αρκετά πλούσιος. Όταν όμως ο πατέρας του αρνήθηκε να του δώσει τα χρήματα που του ζήτησε για ένα αυτοκίνητο έπεισε όλη την παρέα μαζί και την Ελίζαμπεθ να μπούνε το βράδυ στο σπίτι και να τον ληστέψουν. Είχε γίνει ντόρος στην πόλη. Πατέρας έκλεψε γιο. Ενώ στην αρχή ο Ράιαν το παραδέχτηκε , μόλις εκείνη τον έδωσε στην αστυνομία για ξυλοδαρμό άλλαξε την κατάθεση του. Οι γονείς της όμως, έβαλαν τους καλύτερους δικηγόρους, βρήκαν μάρτυρες και απέδειξαν το ψέμα του. Ήταν όμως αργά. Η Ελίζαμπεθ είχε στιγματιστεί σε ολόκληρη την κοινωνία τους σαν μια κλέφτρα, σαν το κορίτσι που έγραφε στους τοίχους με τα σπρέι και κατηγόρησε άδικα έναν νέο. Ποιος θα πίστευε μια απλή οικογένεια μπροστά στου Ράιαν; Όλα έγιναν κάτω από άκρα μυστικότητα , κάθε πράξη που έκανε ο γιος του μεγαλοτραπεζίτη θεωρήθηκε από τη κοινωνία και τον περίγυρο ως υποχείρια δική της. Η Ελίζαμπεθ, κατέληξε δακτυλοδεικτουμενη ενώ σε ολόκληρη τη Βοστόνη οι πόρτες για ένα καλύτερο μέλλον έκλεισαν.
Έμεινε. Πάλεψε. Ενέδωσε. Δεν μπόρεσε όμως να σταθεί στα πόδια της.
Έφυγε για να ξεχάσει αφήνοντας τους γονείς της πίσω.

*****

«Όλα είναι εντάξει γλυκειά μου ;» ρώτησε ο Τσαρλς μαζεύοντας τα πράγματα του. Ήσυχος. Ήρεμος άνθρωπος. Οικογενειάρχης και πάνω από όλα ευγενέστατος. Αν και ποτέ δεν είχαν προσωπικό μόλις η Κλάρα έμεινε έγκυος κρίθηκε απαραίτητο. Στην ηλικία της ήταν θαύμα η εγκυμοσύνη και εκείνος έπρεπε να είναι συνεχώς στο πλευρό της.

«Μια χαρά. Χθες όλα κύλησαν ομαλά. Να πω την αλήθεια μου άρεσε η βάρδια πιο πολύ από το πρωί»

«Μην το λες, ο κόσμος στη πόλη μας ξέρει αλλά δυστυχώς έχουμε αρκετούς περαστικούς που καμία φορά δεν διστάζουν να φέρουν μπελάδες. Γι αυτό και υπάρχει αυτό...» είπε δείχνοντας της ένα αυτόματο όπλο που είχε κάτω από το πάγκο «Αν και δεν χρειάστηκε τόσα χρόνια να το χρησιμοποιήσω ποτέ αφού...»

Το καμπανάκι ότι κάποιος μπήκε αντήχησε διακόπτοντας τον μα σαν κοίταξε προς τη πόρτα δε δίστασε να βρίσει
«Μαλακισμενο παιδί!»

«Μαλακισμενο ;» ρώτησε η Ελίζαμπεθ έκπληκτη και από τη δική του συμπεριφορά. Ο Λουκ προχώρησε αμίλητος και κάθισε στην ίδια θέση με το προηγούμενο βράδυ.

«Μείνε μακριά του Ελίζαμπεθ. Μόνο μπελάδες φέρνει αυτός!» Πρώτη φορά τον άκουγε μέσα σε αυτές τις μέρες που δούλευε εκεί να μιλάει άσχημα για κάποιον άλλο και χωρίς να το θέλει τον σύγκρινε με την συνάδελφο της

«Δεν είχα σκοπό ούτως ή άλλως Τσαρλς. Το ίδιο πράγμα είπε και η Πέιτον χθες. Ποιος είναι;»

«Καλά έκανε και στο είπε. Δυστυχώς δεν λέει να σταματήσει να έρχεται . Ίσως είμαστε το μοναδικό μέρος που τον σερβίρει. Έχε χάρη που ο μακαρίτης ο πατέρας του ήταν άγιος άνθρωπος!» η Ελίζαμπεθ παραξενεύτηκε .

«Πέθανε;»

«Κι αυτός και η μάνα του. Μην το ψάχνεις. Απλά μείνε μακριά από αυτό το κολοπαιδο! Φεύγω. Πήγαινε του τον καφέ και αν χρειαστείς κάτι πάρε με αμέσως»

Ο Τσαρλς έφυγε εμφανώς  εκνευρισμένος αφήνοντας την  γεμάτη με χιλιάδες σκέψεις και απορίες. Δεν είχε γονείς. Αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Γιατί όμως; Η Πέιτον ανέφερε πως κάποτε ήταν βασιλιάς...Αναρωτήθηκε και γύρισε προς τη μηχανή. Ετοίμασε τον καφέ και έβαλε δίπλα ακριβώς ένα κρουασάν βουτύρου .
Το χέρι της άρχισε πάλι να τρέμει. Κάθε λέξη που άκουγε γι αυτόν πλημμύριζε τα σωθικά της με περιέργεια μα η εικόνα του την φόβιζε. Έφτασε στο τραπεζάκι κι εκείνος έκανε ακριβώς την ίδια κίνηση. Χαμήλωσε το καπέλο και έκρυψε το πρόσωπο του. Η Ελίζαμπεθ σέρβιρε και έμεινε στατική να τον κοιτάζει.
Μόλις  κούνησε το χέρι του και έπιασε την κούπα, πετάχτηκε τρομαγμένη προς τα πίσω και επέστρεψε στο πάγκο της. Μπήκε από τη μέσα μεριά και ασυναίσθητα κοίταξε το όπλο. Ήταν βράδυ. Μόνη με κάποιον που της είπαν τα χειρότερα.
όλα είναι μια χαρά μην ακούς αυτούς τους τρελούς Ελίζαμπεθ ... Ξάφνου το κουδουνάκι της πόρτας χτύπησε κι εκείνη σήκωσε έντρομη το κεφάλι της.
Δύο άντρες γύρω στα 40 μπήκαν μέσα . Πελάτες, σκέφτηκε και έδιωξε τον τρόμο χαμογελώντας τους. Δεν ήταν πια μόνη με τον περίεργο τύπο της πόλης.

«Καλησπέρα σας !» Αναφώνησε και εκείνοι την κοίταξαν

«Υπάρχει Τίποτα για φαγητό τέτοια ώρα;» ρώτησε ο ψηλός απότομα.

«Μα φυσικά. Καθίστε και κοιτάξτε το μενού κάτω δεξιά στον κατάλογο και έρχομαι σε λιγάκι»

«Ρώτησα κάτι αρκετά σαφές! Δεν χρειάζεται να κάτσω σαν τους ηλίθιους να δω το μενού ! Στόμα δεν έχεις να μου πεις;» η Ελίζαμπεθ πάγωσε από την αγενέστατη συμπεριφορά του.

«Αστή ρε! Έλα να κάτσουμε και βλέπουμε!» πετάχτηκε ο κοντός και προχώρησε προς τα τραπεζάκια δεξιά. Ο άλλος κοίταξε χαμογελαστός την Ελίζαμπεθ και τον ακολούθησε.

«Ωραία... Ένας ψυχακιας και δύο μαλακες!» μουρμούρησε και περίμενε . Μόλις είδε πως άφησαν κάτω τον κατάλογο άρπαξε το μπλοκ παραγγελιών μαζί με ένα στυλό. Βγήκε από το πάγκο και έριξε ένα βλέμμα στον Λουκ πριν πάει στο τραπέζι. Σε πέντε λεπτά έπρεπε να του ετοιμάσει το δεύτερο καφέ.
«Βρήκατε κάτι από το μενού;» ρώτησε ανυπόμονα

«Και στο μενού βρήκαμε... Και εκτός μενού βρήκαμε....» Ψιθύρισε ο ψηλός , εκείνη ξερόβηξε και ετοιμάστηκε να γράψει , αφήνοντας το υπονοούμενο να περάσει λοξά από το νευρικό της σύστημα που ήταν έτοιμο να εκραγεί.

«Τι θα μπορούσα να σας φέρω;»

« Ίσως ένα χοτ ντογκ...Ξέρεις, το ψωμί που έχει το λουκάνικο...» Όσο περισσότερο μιλούσε άλλο τόσο εκείνη μύριζε στην βρωμερή του ανάσα το αλκοόλ. Και μαλακες, και μεθυσμένοι....σκέφτηκε και ξεφύσησε

«Ξέρω τι είναι! Θα φάτε η όχι;»

«Πρόσεχε τον τόνο σου !» αποκρίθηκε ο ψηλός χτυπώντας ελαφρά τη παλάμη του πάνω στο τραπέζι.

«Κι εσύ πρόσεχε τα λόγια σου !» αντιμίλησε εκείνη  απευθείας κλείνοντας τα μάτια  στο κίνδυνο. Η Ελίζαμπεθ δεν ήταν από τις γυναίκες που έδειχναν φόβο σε έναν άντρα, μέχρι που μπήκε ο Ράιαν στη ζωή της. Έκτοτε αποφάσισε πως έπρεπε να βρει τον εαυτό της ξανά. Έπρεπε να τον υπερασπιστεί με κάθε κόστος . Το μόνο της λάθος ήταν πως δεν της είχε τύχει ποτέ κάποιο ανάλογο σκηνικό ούτε ήταν στα λημέρια της.
Ο άντρας με τα σκληρά χαρακτηριστικά  σηκώθηκε απειλητικά προς το μέρος της κι εκείνη έκανε ένα βήμα πίσω.

«Ποια νομίζεις ότι είσαι; Είμαστε πελάτες! Βγάλε το σκασμο και μίλα μας όμορφα αλλιώς....»

«Αλλιώς τι;» ακούστηκε μια βαθειά, μπάσα φωνή από πίσω της. Η Ελίζαμπεθ πήγε κι άλλο προς τα πίσω χωρίς να ορίζει το κορμί ώσπου ακούμπησε πάνω σε κάτι σκληρό. Ζεστό. Κάτι που ανέπνεε ήρεμα. Τρομακτικά ήρεμα.
Δεν τόλμησε να γυρίσει. Ήξερε ποιος ήταν. Είδε το μεγάλο του χέρι να βγαίνει από δεξιά και να την κάνει στην άκρη.

« Θέλεις να σου χαλάσουμε την μούρη ομορφόπαιδο ;» εκείνη άρχισε να τρέμει στην ιδέα ενός επικείμενου καυγά μα δεν κατάφερε να βγάλει λέξη. Ο άντρας πλησίασε το Λουκ σαν άγριο θηρίο που ήταν έτοιμο για μάχη μα εκείνος με μια αστραπιαία μπουνιά , βρίσκοντας άψογα το κάτω μέρος του σαγονιού τον ξάπλωσε κάτω.

«Τι έκανες ρε πουστη ;» έκραξε ο κοντός και όρμησε. Ο Λουκ έκανε ένα βήμα προς την Ελίζαμπεθ και πριν εκείνος φτάσει κοντά τον άρπαξε από το μπουφάν και τον έσπρωξε με δύναμη προς το τραπεζάκι.
Τόσο ήρεμος.… σκέφτηκε η Ελίζαμπεθ μέσα στο πανικό κοιτώντας τον . Ούτε καν το στήθος του ανεβοκατέβαινε από την αδρεναλίνη της στιγμής. Το μόνο που έκανε ήταν να στρώσει το καπέλο του που στράβωσε ενώ δεν γύρισε καν να την κοιτάξει. Τους έβγαλε έξω από το μαγαζί και επιστρέφοντας στη πόρτα είπε κοφτά «Πάρε τον Τσαρλς»

«Περίμενε!» του φώναξε εκείνη αλλά ο Λουκ είχε ήδη χαθεί στο σκοτάδι.

❤️❤️❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top