Κεφάλαιο 19°

Για να νικήσεις το τέρας πρέπει πρώτα να το κατανοήσεις...

-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_-_

Ετοίμασε ένα σάκο και έκλεισε ένα εισιτήριο με το πρώτο λεωφορείο. Δεν είχε αεροδρόμιο κοντά στο Πορτ Άλεν αλλά θα έπαιρνε από την επόμενη πόλη. Ο Λουκ μετά τα χθεσινά ήταν αποφασισμένος. Δε θα άφηνε κανέναν πια να ξαναβγεί στην επιφάνεια. Θα χτένιζε όλη τη Νέα Υόρκη αν χρειαζόταν αλλά θα έβρισκε τον κατάλληλο γιατρο για να του δώσει μια θεραπεία που θα έβαζε πάλι τα πάντα σε βαθύ ύπνο. Αφού δε μπορούσε να διώξει εντελώς τις προσωπικότητες του, τουλάχιστον ήθελε να βρει ένα τρόπο να τις κοιμίσει.

Ο Ίαν δεν βγήκε ξανά και ούτε έδωσε σημεία ζωής ύστερα από την επιστροφή του σπίτι αλλά ο Τζέι και ο Ντέρεκ ήταν σε έξαρση. Δύο ολόκληρες ώρες μιλούσαν ασταμάτητα για το τρόπο που ο Ίαν χειρίστηκε την Ελίζαμπεθ και επλαθαν σενάρια κάνοντας τον Λουκ έρμαιο των σκέψεων τους. Δεν άντεξε.

Βγήκε από το σπίτι σιωπηλός.
Ήταν μπερδεμένος αλλά κατά βάθος το μόνο καλό εν μέρει που έκανε ο Ίαν ήταν να δώσει μια εξήγηση στην Ελίζαμπεθ. Όσο κι αν σκάλισε το κεφάλι του δεν μπορούσε να καταλάβει το λόγο που δε της έκανε κακό. Ο Ίαν ήταν μοχθηρός σε κάθε μορφή του. Και στα καλά τα οποία ήταν ανύπαρκτα σχεδόν αλλά και στα καλά του. Ο Λουκ ένιωθε πως ετοιμάζει κάποιο σχέδιο για εκείνη και ήθελε πάση θυσία να το προλάβει.

Ξέροντας ότι δεν μπορεί απλά να εξαφανιστεί αποφάσισε να κάνει το αδιανόητο. Δεν τον ένοιαζε ακόμα κι αν τον στήσουν στο απόσπασμα της πόλης αλλά εκείνος θα πήγαινε σου Τσαρλς να της εξηγήσει την απουσία του. Το φιλί της υπήρχε πάνω στα χείλη του κι ας μην το είχε δώσει εκείνος. Ο Ίαν τον άφησε να γευτεί κάθε αίσθηση και πέρα από το πρόβλημα , ο Λουκ ένιωθε τη σύνδεση μαζί της να μεγαλώνει. Δεν ήθελε να προκαλέσει η φυγή του καμιά ρίξη ανάμεσα τους όσο ριψοκίνδυνο κι αν ήταν αυτό. Στη τελική α τα κατάφερνε θα γύριζε πίσω σαν Λουκ και θα μπορούσε ίσως να πιστέψει σε ένα καλύτερο αύριο. Σε μια νέα ζωή.

Στάθηκε πίσω από ένα αυτοκίνητο και προσπάθησε να δει προς το εσωτερικό του καφέ. Η Ελίζαμπεθ ήταν μόνη. Περίμενε περίπου δέκα λεπτά και αφού σιγουρευτηκε πλησίασε στα γρήγορα και μπήκε μέσα.

"Λουκ;!" η Ελίζαμπεθ βγήκε από το πάγκο και πήγε αμέσως κοντά του. Δε πίστευε στα μάτια της πρωί πρωί αλλά μόλις κατέβασε το βλέμμα στο σάκο του, σκυθρωπιασε.

"Καλημέρα Ελίζαμπεθ..." Ήταν μαζεμένος

"Καλημέρα... Φεύγεις;" ρώτησε χωρίς περιστροφές.

"Ναι..." το πρόσωπο της αμέσως μελανχολησε "Αλλά για λίγες μέρες μόνο!" έσπευσε να της πει μόνο και μόνο για να τη δει να χαμογελά. "Εργάζομαι σε μια εταιρεία ταξινόμησης στη Νέα Υόρκη και πρέπει να πάω από εκεί. Συνέβη κάτι με τα αρχεία και δεν μπορώ να το λύσω εξ αποστάσεως" της εξήγησε όσο πιο πειστικά γινόταν

"Κατάλαβα..." έδειχνε ήρεμη.

"Εμ... Πρέπει να προλάβω το λεωφορείο. Θα επιστρέψω όμως πριν τη Κυριακή..." Θυμουμενος τη κουβέντα που έκανε με τον Ιαν, φρόντισε να της υπενθυμίσει ότι δε ξέχασε το ραντεβού.

"Έφυγες τόσο ξαφνικά χθες. Είπα κάτι που σε πείραξε;"

"Τι; Όχι, φυσικά και όχι. Καμιά φορά νιώθω περίεργα όταν αφηνομαι. Με συγχωρείς και για το τρόπο μου χθες. Έκανα σαν ξελιγωμενος..." της χαμογέλασε και εκείνη του χάρισε ένα εξίσου αληθινό χαμόγελο

"Δεν με πείραξε..." απάντησε ντροπαλά

"Για να πω την αλήθεια, ούτε εμένα..." της απάντησε και έλαμψε ολόκληρη. "Λοιπόν, δυστυχώς πρέπει να φύγω... Το.. το λεωφορείο. Θα το χάσω και..." Ήταν τόσο όμορφα άβολα τα πράγματα μεταξύ τους που η Ελίζαμπεθ αποφάσισε να πάρει τα ηνία. Έσκυψε, φίλησε πεταχτά τα χείλη του και έκανε ένα βήμα πίσω

"Καλό δρόμο..." Αποκρίθηκε ντροπαλά.
Ο Λουκ ένιωσε τόσο όμορφα που για μια  στιγμή ευχαρίστησε μέσα του τον Ιαν χωρίς να το θέλει.

"Να προσέχεις.." της απάντησε γλυκά και γύρισε για να φύγει μα σταμάτησε.  Τη κοίταξε και κάνοντας δύο βήματα , την έπιασε από τη μέση και τη τράβηξε χαρίζοντας της ένα φιλί με περισσότερη διάρκεια. "Κάπως καλύτερα τώρα..."

Γελούσε σαν μωρό παιδί...
Τόσο αγνά και τόσο όμορφα...

"Περίμενε!" Η Ελίζαμπεθ τον σταμάτησε πριν φύγει. Έβγαλε στα γρήγορα ένα χαρτάκι και έγραψε τον αριθμό της. Του τον έδωσε και εκείνος το κοίταξε "Ίσως... Δε ξέρω. Απλά κράτησε τον.."

"Θα τα πούμε σε λίγες μέρες Ελίζαμπεθ..." ο Λουκ πήρε το χαρτάκι το έβαλε στη τσέπη και την αποχαιρέτησε.

Βλέποντας τον να φεύγει δεν ένιωσε ούτε άσχημα ούτε περίεργα. Η αύρα του ήταν ήρεμη. Όπως τότε στη λίμνη. Τα ίδια ακριβώς συναισθήματα της έβγαλε. Δεν είχε σχέση με τον Λουκ της προηγούμενης νύχτας.
Ήξερε φυσικά και κατανοούσε αυτό που της είπε. Δεν ήταν εύκολο να είσαι δακτυλοδεικτουμενος σε μια πόλη τόσο μικρή. Εκείνη δε θα άντεχε στη θέση του και αυτό το θαύμαζε πάνω του. Μέσα σε λίγες ώρες από τη προηγούμενη νύχτα μέχρι τώρα, η σχέση της μαζί του είχε αλλάξει ριζικά.

Η Ελίζαμπεθ μάζεψε τον εαυτό της και επέστρεψε στο πόστο της. Λίγες μέρες έμεναν μέχρι τη Κυριακή. Το πρωί ο Τσαρλς της έδωσε και το μισθό της και ύστερα από την επίσκεψη του Λουκ , ήταν διπλά χαρούμενη. Δεν έβλεπε την ώρα να μιλήσει με τη μητέρα της. Θα έστελνε τα χρήματα και θα την παρακαλούσε να μη φύγουν απο τη Βοστώνη. Θα έφταναν για λίγο διάστημα και παράλληλα αν έβρισκε δεύτερη δουλειά θα τους στήριζε όσο μπορούσε ...

Έχοντας ένα χαμόγελο αισιοδοξίας στα χείλη, προσπάθησε να καθαρίσει το μυαλό της και να συγκεντρωθεί στη δουλειά...


°°°°°°°°°°

Καθόταν πίσω από το πανάκριβο γραφείο του. Το πούρο γέμιζε την ατμόσφαιρα με καπνό και στο ποτήρι είχε το πιο ακριβό κονιάκ της χώρας. Ήταν αδίστακτος.
Πλήρωσε όσα έπρεπε να πληρώσει αλλά το αποτέλεσμα ήταν μέσα στο φάκελο που αυταρεσκα χαζευε πάνω στο γραφείο.

Η πόρτα άνοιξε και ο Ράιαν μπήκε μέσα θυμωμένος.

"Ελπίζω να με καλεσες για κάτι σημαντικό πατέρα! Δεν έχω ώρα για χάσιμο. Πήγαινα στη λέσχη" είπε κοφτά

"Κάτσε" του είπε και ο Ράιαν τράβηξε τη καρέκλα και κάθισε "Τι μου ζήτησες;"

Όπως ακριβώς κάθισε έτσι και σηκώθηκε αμέσως ακούγοντας τον "Την βρήκες;" ρώτησε ανυπόμονα

"Πάντα τηρώ τις υποσχέσεις μου" αποκρίθηκε και πιάνοντας με το δάχτυλο το φάκελο τον έσπρωξε προς το μέρος του γιου του. Εκείνος τον έπιασε και τον άνοιξε σχεδόν μανιωδώς.

"Τι είναι αυτό;" ρώτησε βλέποντας ένα αεροπορικό εισιτήριο

"Εσύ τι λες να είναι; Σε τρεις ώρες πετάς. Πήγαινε και λύσε τα προβλήματα σου χωρίς να δημιουργήσεις καινούρια!" του επισήμανε και ο Ράιαν κοίταξε το εισιτήριο.
"Εργάζεται σε ένα καφέ στο Πορτ Άλεν. Εκεί έφτασε η χάρη της. Μένει σε ένα μικρό διαμέρισμα λίγο έξω από το κέντρο της πόλης. Δεν είναι μεγάλο μέρος. Θα τη βρεις εύκολα. Μέσα στο φάκελο αν πρόσεξες υπάρχει ένα ακόμα χαρτί. Έχει μέσα την οδό του σπιτιού και της εργασίας της. Έκανε βλέπεις το λάθος να παρουσιαστει με τα στοιχεία της"

"Είσαι απίστευτος... Αυτά είναι τα καλύτερα νέα που άκουσα μετά την αποφυλάκιση μου..." Ο Ράιαν αστραψε. Το βλέμμα του γυαλισε και άρπαξε τα χαρτιά.

"Να θυμάσαι. Δε θέλω καινούρια προβλήματα. Έγινα κατανοητός;"

"Ναι πατέρα. Έγινες. Έχω τους τρόπους μου μαζί της..."

"Καλώς. Πριν φύγεις να σε ενημερώσω ότι προχώρησα και με τους γονείς της. Μίλησα με τον Σαμ και του είπα ότι αν δε φύγουν από τη Βοστώνη θα τους διαλύσω. Δε μπορεί να βρει πουθενά δουλειά εκτός φυσικά από να γίνει καθαρίστρια..!" κορόιδεψε πίσω από τα παχιά του μουστάκια "Όσο για τη Κάσιντι την απέλυσαν από το σχολείο που εργαζόταν. Επίσης δε θα βρει δουλειά πουθενά. Το σπίτι τους κατασχέθηκε και η υπόθεση έκλεισε"

"Υπέροχα νέα"

"Πράγματι..." Ο πατέρας του σηκώθηκε και τον κοίταξε καλά μέσα στα μάτια "Αν τολμήσεις να με βάλεις ξανά σε τόσους μπελάδες, θα σε αποκληρωσω. Ελπίζω να έγινα σαφέστατος" είπε και ύστερα κούνησε το χέρι του "Και τώρα δρόμο. Σε λίγες ώρες πρέπει να είσαι στο αεροδρόμιο"

Δεν αντάλλαξαν καμιά άλλη κουβέντα.
Ο Ράιαν έφυγε έχοντας στα χέρια ότι πιο πολύτιμο μπορούσε να έχει... Τη καταστροφή της.

°°°°°°°°°°°°°°°°

Μια ημέρα μετά

Κρατούσε το κινητό της...
Έσβηνε, έγραφε ξαναεσβηνε ξανά έγραφε...
Ο Λουκ την ίδια κι όλας μέρα που έφυγε της έστειλε μήνυμα ότι έφτασε και από εκείνη τη στιγμή η Ελίζαμπεθ κόλλησε. Μίλησαν για λίγο και αυτό την έκανε πολύ χαρούμενη αλλά από το πρωί που σηκώθηκε, δεν ήξερε πώς να του στείλει καλημέρα. Το ήθελε πάρα πολύ. Παρόλα αυτά, κάτι τη κρατούσε ελαφρώς πίσω. Δεν ήθελε να ενθουσιαστεί τόσο γρήγορα. Είχε πονέσει τόσο πολύ από τη σχέση της με τον Ράιαν που είχε υποσχεθεί στον εαυτό της ότι αν ξανακάνει σχέση θα γνώριζε πρώτα τον άλλο πολύ καλά πριν δεθεί. Με τον Λουκ όμως ένιωθε να χάνει τη μπάλα.

Ύστερα από την επίσκεψη του στο καφέ εκείνο το βράδυ, κατάλαβε το λόγο που ήταν πραγματικά θυμωμένη με τη Νάντια. Ζήλεψε... Αυτό ήταν από μόνο του ένα τρωτό σημείο που ήθελε να αποβάλλει.
Κάθισε στο κρεβάτι, κοίταξε πάλι την κενή οθόνη και άρχισε να γράφει όταν ξαφνικά το κινητό δονησε και το κοίταξε έκπληκτη «Καλημερα υπναρού! Έχω καλά νέα. Τελείωσα πιο γρήγορα. Το απόγευμα θα είμαι εκεί..." φτερουγισαν τα μέσα της. Κοιτούσε και ξανακοιτουσε το μήνυμα του και δε το πίστευε.

"Έλα Ελίζαμπεθ... Ένα μήνυμα είναι. Στείλτο επιτέλους!" μάλωσε τον εαυτό της και ξεκίνησε να του γράφει όταν ξαφνικά ένα χτύπημα στη πόρτα την ξάφνιασε...
Δεν περίμενε κάποιον και κανείς δε γνώριζε που μένει εκτός από τον Τσαρλς. Σκεπτόμενη ότι κάτι συνέβη, άφησε το κινητό στο κρεβάτι χωρίς να απαντήσει και πήγε στη πόρτα...

°°°°°°°°°°°°°°°

Την ίδια στιγμή...
Νέα Υόρκη.

Έβλεπε ότι πληκτρολογεί και χαμογελούσε ευτυχισμένα αλλά τελικά σταμάτησε και δεν απάντησε τίποτα. Του φάνηκε περίεργο αλλά περίεργη έγινε όλη η ζωή του τις τελευταίες βδομάδες. Με τη σκέψη ότι ίσως ήταν στη δουλειά ή ίσως κάτι έτυχε, ξεκίνησε για το αεροδρόμιο.

Ήταν αληθινά ευτυχισμένος.
Όχι μόνο για όσα ξεκινούσαν να χτίζονται με την Ελίζαμπεθ αλλά και γιατί πέτυχε τελικά το ακατόρθωτο.
Έψαξε και χτένισε για μια ολόκληρη μέρα όλη τη πόλη σχεδόν μέχρι που βρήκε τον τέλειο ψυχιατρο. Ο Λουκ δε θα επέστρεφε στη κλινική για να πάρει κάποια αγωγή. Ήθελε έναν καινούριο άνθρωπο στη ζωή του. Να μην τον ξέρει. Να μπορεί να του μιλήσει και να του εξηγήσει εντελώς το πρόβλημα του.

Η Νταϊάνα ήταν μια γυναίκα γύρω στα εβδομήντα. Αρνιόταν να αφήσει την ηλικία να κουμαντάρει τη δουλειά της και από ότι έμαθε κατά την έρευνα του, ήταν από τις καλύτερες στο είδος της.
Την επισκέφθηκε και της μίλησε ανοιχτά χωρίς φυσικά να αναφέρει ότι μια προσωπικότητα του είναι ένας στυγνός δολοφόνος. Παρόλα αυτά της ανοίχτηκε και της αποκάλυψε την ύπαρξη της. Της εξήγησε ότι είχε δύο ακακες και μια που ήταν λίγο πιο κακιά. Της είπε ότι δε το άντεχε άλλο αυτό και μίλησαν για ώρες. Έπρεπε πραγματικά να τελειώνει και δεν ήθελε να κρύψει κάτι που ίσως την βοηθούσε στη δουλειά της.

Στο τέλος η Νταϊάνα του σύστησε ένα παλιό αλλά θαυματουργό φάρμακο το οποίο το έδιναν δυστυχώς μόνο εντός των ψυχιατρικών κλινικών αλλά πριν λίγους μήνες, η επιτροπή το απελευθέρωσε και για οικιακή χρήση πάντα φυσικά με συνταγή. Ελάχιστοι ψυχίατροι είχαν την άδεια να το γράψουν ενώ τα φαρμακεία που το έδιναν ήταν πολύ συγκεκριμένα. Ήταν ακριβό αλλά δε τον ένοιαξε καθόλου. Ίσα ίσα με τη βοήθεια της Νταϊάνας το τεσταραν και πράγματι έδειξε να λειτουργεί.

Θα έπρεπε να πηγαίνει μια φορά το μήνα στη Νέα Υόρκη για να παίρνει τη συνταγή αλλά ο Λουκ ήταν εντάξει με αυτό. Και μόνο που από την ώρα που το πήρε έπαψε κάθε ψίθυρος στο κεφάλι του της ήταν βαθιά ευγνώμων. Η Νταϊάνα του έδωσε το προσωπικό της κινητό και του ζήτησε να την καλέσει ανά πάσα ώρα και στιγμή αν αυτό χρειαστεί.

Πάλευε τόσα χρόνια με λάθους τρόπους...
Αυτό του είπε στις κουβέντες τους αλλά λίγο πριν φύγει από το γραφείο της, του ζήτησε πάντα μα πάντα να παραμένει ήρεμος. Η διαταραχή αυτή αν και σπάνιας μορφής , είχε διάφορες δικλείδες ασφαλείας. Μια από αυτές ήταν η ψυχική ηρεμία. Του έγραψε φυσικά και ηρεμιστικά καθώς και κάποια υπνωτικά για να κοιμάται πιο ήρεμος και ήταν πανέτοιμος.

Ποτέ στη ζωή του δεν είχε ξανανιώσει τόσο πολύ κενός μέσα του. Άδειος... Σαν να περίμενε η ψυχή μονάχα τα δικά του συναισθήματα για να γεμίσει και όχι των υπολοίπων. Ήταν φανταστική αίσθηση. Το έβλεπε σα να γεννήθηκε ξανά.
Μίλησαν για τους βιασμούς. Μίλησαν για το ξύλο. Για το θάνατο των γονιών του. Χωρίς φυσικά να αποκαλύψει ότι εκείνος τους σκότωσε αλλά παρόλα αυτά, καμιά προσωπικότητα δεν πετάχτηκε προς τα έξω όσες λεπτομέρειες κι αν συζήτησαν. Αυτό δεν είχε ξανασυμβεί ποτέ.

Πήρε μια ανάσα αισιοδοξίας για το αύριο και μπαίνοντας σε ένα ταξί κατευθύνθηκε προς το αεροδρόμιο.
Δεν έβλεπε την ώρα να τη δει ξανά.
Σαν Λουκ... Χωρίς φοβίες. Χωρίς ενδοιασμούς.
Να ξεκινήσει επιτέλους να ζει και να χαρεί όσα του στερήθηκαν...

 

  °°°°°°°°°°°°°°

Πορτ Άλεν

"Αύριο θα ξανάρθω. Δεν τελειώσαμε. Αποφάσισα να μείνω να σε χαρώ λίγο..." Την έφτυσε και δίνοντας της ακόμα μια κλωτσιά στο στομάχι, την είδε να πέφτει σχεδόν αναίσθητη και χαμογέλασε..."Για να μάθεις παλιό καριόλα ποιον πούλησες στους μπάτσους. Ξυλοδαρμό ήθελες; Ορίστε... Παρτον..."
Ο Ράιαν τη βρήκε...
Η Ελίζαμπεθ άνοιξε τη πόρτα και το πρώτο πράγμα που ένιωσε πριν καν δει τη μορφή του ήταν ένα τσούξιμο στο πρόσωπο από το χαστούκι που της χάρισε...

Δεν ήταν χαζός...
Ήξερε τι κάνει...
Υπό την απειλή του όπλου την έβαλε να τηλεφωνήσει στη δουλειά της και να δηλώσει άρρωστη και έπειτα το διασκέδασε...

Η πόρτα έκλεισε και εκείνη έμεινε να κείτεται σαν νεκρή στο δωμάτιο...
Δεν μπορούσε ούτε να κουνηθεί...

Η ανάσα της ήταν βαριά...
Γύρισε δύο χρόνια πίσω τότε που το ξύλο ήταν καθημερινότητα στη ζωή της...
Κρατούσε τα βλέφαρα της ανοιχτά με το ζόρι...
Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της και κατέληγαν στο πάτωμα αλλά δεν άντεχε...
Πάλευε να κρατήσει τις αισθήσεις ωσπου έχασε τη μάχη...
Τα βλέφαρα έκλεισαν και παραδόθηκε στο πόνο της...

🤔🖤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top